Παρουσίαση βιβλίου

Παρουσίαση βιβλίου

Στο Ίδρυμα Λασκαρίδη για την παρουσίαση του βιβλίου των κ.κ. Αθ. Πλατιά και Β. Τρίγκα, “Αποδομώντας την Παγίδα του Θουκιδίδη”

Για το βιβλίο μίλησαν επίσης ο κ. Πρ. Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Π. Ρουμελιώτης, ομότιμος καθηγητής και η κα Κ. Μπότσιου, καθηγήτρια. Τη συζήτηση συντόνισε η καθηγήτρια κ. Μ. Κοππά.

*οι φωτογραφίες ελήφθησαν από την ιστοσελίδα www.typospor.gr

Ο εφιάλτης

Ο εφιάλτης

Οι τροχοί της ιστορίας φαίνεται να περιστρέφονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πόλεμοι, ένας νέος διπολικός ανταγωνισμός, οικονομικές κρίσεις και ανισότητες, κλιματική κρίση, Ενεργειακό, ταυτοτικά ζητήματα, κρίσιμες εκλογές στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, όλα συνθέτουν το καλειδοσκόπιο ενός πλανήτη σε μετάβαση. Το 2024, που αρχίζει ήδη με πολλαπλές κρίσεις, φαίνεται ότι θα είναι χρονιά-ορόσημο για την κατεύθυνση της Ιστορίας.
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ίσως οι πιο κρίσιμες στην ιστορία της, θα καθορίσουν το μέλλον της Δύσης. Ο Τραμπ που αποπειράθηκε ένα πραξικόπημα κατά της αμερικανικής δημοκρατίας, προαναγγέλει τώρα απροκάλυπτα μια δικτατορία. Το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας, όμως, αφορά όλη τη Δύση καθώς και τον πλανήτη συνολικά. Η φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και η εβδομηκονταετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η εξαίρεση στην Ιστορία. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές και οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας προωθήθηκαν και στηρίχθηκαν από την υπερδύναμη του συστήματος, τις ΗΠΑ. Κι αυτό έγινε παρά τα σοβαρά ιστορικά λάθη-παρεκκλίσεις του συγχρωτισμού με δικτατορικά καθεστώτα μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο.
Επανεκλογή Τραμπ θα σημάνει αποσύνδεση (decoupling) Ευρώπης και Αμερικής και αποδόμηση των πολυμερών θεσμών που συνέθεσαν τη μεταπολεμική δυτική φιλελεύθερη τάξη, προεξάρχοντος του ΝΑΤΟ. Το 2019, σε μια προληπτική κίνηση, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Στις 14 Δεκεμβρίου 2023, το Κογκρέσσο, με πρόσθετη νομοθετική ρύθμιση, απαγορεύει στον εκάστοτε Πρόεδρο να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ χωρίς προηγούμενη έγκριση της Γερουσίας. Η επιμονή όμως του Τραμπ και η συζήτηση και μὀνο για τυχόν αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία.
Επανεκλογή Τραμπ θα σημάνει την ώρα της αλήθειας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βρεθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του αυταρχισμού και από Δύση και από Ανατολή, και από τις ΗΠΑ και από τη Ρωσία. Την ώρα, μάλιστα, που η «διεθνής του αυταρχισμού» έχει κάνει εισοδισμό και στην Ένωση. Το 2024 θα είναι μια τροχιοδεικτική χρονιά για το αν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα μπορέσει να ξεπεράσει τις εσωτερικές κρίσεις και να μετεξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική ένωση με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Ο εφιάλτης της επιστροφής Τραμπ είναι ενδημική ασθένεια μιαε εποχής, κατά την οποία οι οικονομικές ανισότητες, η τεχνολογική επανάσταση, το Μεταναστευτικό, το Δημογραφικό και τα ταυτοτικά ζητήματα δημιουργούν νέες κοινωνικές διαιρέσεις και δοκιμάζουν το σύστημα αξιών μας και το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Ενώ η κλιματική κρίση απειλεί πλέον την επιβίωση του πλανήτη, με τις απαντήσεις του διακρατικού διεθνούς συστήματος να αποδεικνύονται άτολμες και ανεπαρκείς. Ταυτόχρονα, οι χλωμές ηγεσίες του σήμερα δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες, που γίνονται ευάλωτοι στις σειρήνες του λαϊκισμού και του αυταρχισμού. Το μεταπολεμικό σύστημα της δυτικής, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εγκαθίδρυσή της, φιλελεύθερης τάξης δείχνει σημάδια εσωτερικών αντινομιών την ώρα που βάλλεται από τις αναθεωρητικές δυνάμεις σε πλανητικό επίπεδο. Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις από την επανεκλογή Τραμπ θα ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν, με πρώτο θύμα την Ουκρανία. Αλλά και ο Νετανιάχου θα βρει έναν υποστηρικτή στην άρνηση της λύσης των δύο κρατών στη Μέση Ανατολή.
Το 2024 θα είναι χρονιά-ορόσημο, λοιπόν, για το αν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε αυτό που ονομάσαμε δυτικό τρόπο ζωής στο εσωτερικό και αν η Δύση θα παραμείνει ο σημαντικότερος γεωπολιτικός δρών σε πλανητικό επίπεδο.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 6/1/2024

Η δεύτερη φάση του πολέμου στην Ουκρανία

Η δεύτερη φάση του πολέμου στην Ουκρανία

Σε τρεις μήνες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μια εισβολή που δεν αποσκοπούσε απλώς στην προσάρτηση εδαφών, στη «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας ή στην αλλαγή του καθεστώτος της. Είχε ως απώτερο στόχο τη συνολική αναθεώρηση του status quo. Η Ρωσία, όσο και η Κίνα με διαφορετική τακτική, αμφισβητούν συνολικά τη δυτικοκεντρική φιλελεύθερη τάξη. Ο αναθεωρητισμός τους αμφισβητεί την πλανητική κατανομή ισχύος, προβάλλει το μοντέλο του αυταρχισμού ως εναλλακτικό της δημοκρατίας, και το μοντέλο του ολιγαρχικού καπιταλισμού στο οικονομικό επίπεδο.

Ο Πούτιν δεν έκρυψε ποτέ τη δυσανεξία του για τη μεταψυχροπολεμική ισορροπία. Θεωρεί ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μια μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή. Έχει επινοήσει ένα ιστορικό αφήγημα με το οποίο δαιμονοποιεί τη Δύση και θυματοποιεί τη Ρωσία. Οι συνολικές αιτιάσεις του απέναντι στο μεταψυχροπολεμικό status quo εκφράστηκαν για πρώτη φορά στη γνωστή ομιλία του στο Μόναχο το 2007. Ήταν μία προειδοποίηση για όσα θα ακολουθούσαν στη Γεωργία το 2008, με την απόσχιση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, και στην Ουκρανία το 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις αναταραχές στο Ντονμπάς.

Ο Πούτιν δοκίμασε τα όρια της αμερικανικής αντίδρασης στη Γεωργία, στην Κριμαία και στο Συριακό. Ερμήνευσε τη στροφή της Αμερικής στην Ασία, τις απαξιωτικές αναφορές του Τραμπ για το ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαίους συμμάχους, και την άτακτη αποχώρηση από το Αφγανιστάν, ως μείωση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη. Ερμήνευσε, ενδεχομένως, την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία ως συνολική αλλαγή στάσης. Και τη διακήρυξη της Ευρώπης για στρατηγική αυτονομία ως απαρχή αποσύνδεσης των δύο πλευρών του Ατλαντικού (decoupling). Ο Πούτιν θεώρησε λανθασμένα ότι οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούσαν τη διαίρεση και την παρακμή της Δύσης.

Επιπλέον, ο Πούτιν δεν ανέμενε τη σθεναρή αντίσταση του ουκρανικού λαού και της ηγεσίας του. Υποτίμησε τη βούληση και την επιθυμία του ουκρανικού λαού να θυσιαστεί για την ανεξαρτησία του, για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του, για την ελευθερία των επιλογών του και για το δημοκρατικό του πολίτευμα. Αυτό τον οδήγησε σε ένα σοβαρό στρατηγικό σφάλμα και έναν απρόκλητο πόλεμο.

Η Ρωσία απέτυχε σε όλους τους στόχους της στην πρώτη φάση του πολέμου στην Ουκρανία. Η απρόκλητη εισβολή της στην Ουκρανία συσπείρωσε τη Δύση, σύσφιξε τις ευρωατλαντικές σχέσεις, επαναβεβαίωσε την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ΝΑΤΟ, οδήγησε τη γερμανική αμυντική πολιτική σε αλλαγή υποδείγματος, και τη Σουηδία και τη Φινλανδία στη Νατοϊκή Συμμαχία. Η Αμερική ενίσχυσε και πάλι την παρουσία της στην ευρωπαϊκή ήπειρο με εξοπλισμό, στρατό και εγγυήσεις. Και η Ευρώπη προχωρά σταδιακά στην ενεργειακή απεξάρτησή της από τη Ρωσία. Επιπλέον, η δυτική στρατιωτική βοήθεια έδωσε τη δυνατότητα στην Ουκρανία να απωθήσει τις ρωσικές δυνάμεις και να τις περιορίσει στην περιοχή του Ντονμπάς. Ο Πούτιν ήλπιζε ότι θα έφτανε στο Κίεβο σε τρεις ημέρες, αλλά τώρα βρίσκεται καθηλωμένος σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων.

Η δεύτερη φάση του πολέμου έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η Ρωσία, αφού απέτυχε στους στόχους της στον πρώτο γύρο, άλλαξε τακτική. Περιχαρακώθηκε σε μία γραμμή άμυνας γύρω από τις ανατολικές επαρχίες και την Κριμαία, την οποία οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν μεγάλη δυσκολία να διασπάσουν. Οι Ρώσοι, που έχουν ιστορική παράδοση σε μακροχρόνιους πολέμους φθοράς, προσπαθούν να μετατρέψουν την αναμέτρηση σε έναν παρατεταμένο πόλεμο χαρακωμάτων. Η ρωσική οικονομία άντεξε τις οικονομικές κυρώσεις, έχει βρει εναλλακτικές αγορές για τους ενεργειακούς της πόρους, και η πολεμική της μηχανή συντηρείται από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και από εισαγωγές από χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, το Ιράν, αλλά και η Τουρκία. Ο Πούτιν θεωρεί ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του. Προσδοκά την κόπωση της Δύσης, τον στρατηγικό αντιπερισπασμό που δημιουργεί εκ των πραγμάτων ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, και το πιθανό, πλέον, ενδεχόμενο της επανεκλογής Τραμπ.

Η Δύση πρέπει να αποσαφηνίσει τους στρατηγικούς στόχους της στη δεύτερη φάση του πολέμου. Ο στόχος στην πρώτη φάση ήταν η απόκρουση της ρωσικής επίθεσης, κάτι που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Το σκέλος που αφορά την αμυντική θωράκιση της Ουκρανίας και την απόκρουση της ρωσικής επίθεσης βρίσκει όλες τις χώρες της Δύσης σύμφωνες και σε αυτό η δυτική ενότητα παραμένει αρραγής. Στο δεύτερο σκέλος όμως, που αφορά την τελική διευθέτηση, η Δύση πρέπει να αποκρυσταλλώσει τη στρατηγική της στόχευση. Από τη διασφάλιση των κεκτημένων της πρώτης φάσης του πολέμου, μέχρι την απώθηση της Ρωσίας από κάθε σπιθαμή ουκρανικού εδάφους, ή τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας, που έχουν κατά καιρούς ακουστεί, υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και οι ΗΠΑ, πρέπει να σχεδιάσουν την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τον πόλεμο, και τη θέση της Ρωσίας σε αυτή, σε σχέση και με την αντιπαράθεση της Αμερικής με την Κίνα. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί καθιστούν αναγκαία την αποκρυστάλλωση της στρατηγικής της Δύσης ως προς την τελική φάση του πολέμου και ό,τι ακολουθήσει.

Και η Ουκρανία, όμως, έχει ανάγκη προσαρμογής της στρατηγικής της στα νέα δεδομένα. Ο εθνικός στόχος του Κιέβου για την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας παραμένει το αναφαίρετο και νόμιμο δικαίωμα της Ουκρανίας. Είναι αμφίβολο, όμως, αν είναι βραχυπρόθεσμα στρατιωτικά εφικτός. Η ουκρανική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο, ο φόρος αίματος είναι βαρύς, και οι καταστροφές ανυπολόγιστες. Η κόπωση της Δύσης είναι ορατή και ο πόλεμος έχει τελματώσει. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Ουκρανία χρειάζεται ένα εναλλακτικό σχέδιο, ένα Plan B.

Δύο κορυφαίοι διεθνολόγοι, ο Ρίτσαρντ Χάας και ο Τσαρλς Κούπτσαν, σε άρθρο τους στο Foreign Affairs, υποστηρίζουν ότι Ευρώπη και Αμερική θα πρέπει να επιδιώξουν τη συγκατάνευση της Ουκρανίας για την ανάληψη διπλωματικής πρωτοβουλίας για μια εκεχειρία. Ακόμα και απόρριψη της εκεχειρίας από τη Ρωσία θα είχε οφέλη για την Ουκρανία. Χωρίς να απεμπολεί τον εθνικό στόχο, θα μπορούσε να θωρακίσει τα κεκτημένα. Να αποκτήσει εγγυήσεις ασφάλειας από τη Δύση. Να ανοικοδομήσει τις πόλεις της και να ανασυγκροτήσει την οικονομία της με την αρωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και να διατηρήσει τη συσπείρωση της Δύσης στο πλευρό της δείχνοντας ότι έχει μια λειτουργική στρατηγική με εφικτούς στόχους.

Πρώτη δημοσίευση: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, 23/12/2023, https://www.economia.gr/

Αναλύοντας την εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ

Αναλύοντας την εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ

Με αφορμή την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Κολοράντο που αποκλείει τη συμμετοχή Τραμπ στις προκριματικές εκλογές της συγκεκριμένης πολιτείας.

Συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, στην εκπομπή “Ναι μεν, αλλά” με τη δημοσιογράφο Ευαγγελία Μπαλτατζή.

Πηγή: ertnews.gr

Dissenting Into the Abyss

Dissenting Into the Abyss

On October 7, a group of Hamas terrorists managed to infiltrate Israeli territory, execute a pogrom against Israeli civilians and capture over 200 hostages. The heinous attack shattered Israel’s deterrence and defence credibility and brought into question Netanyahu’s policies vis-a-vis Hamas and the Palestinian issue.

The attack came at a time when Netanyahu’s coalition government, with its extreme right-wing partners, had normalised relations with Arab states in the Gulf (through the Abraham Accords) and was working towards normalising relations with Saudi Arabia. Derailing this normalisation of relations between Israel and Arab states, which did not include the Palestinians, was obviously an unspoken objective of Hamas’ terrorist act. Their other objective was to drag Israel into the abyss, into urban warfare in Gaza, using civilians as human shields, a bloodbath that eventually Israel could not sustain.

Israel has the right and the duty to defend itself, to restore its deterrence and defense credibility and to restore a sense of security for its people. The shock and awe from the slaughter of innocent civilians brought back memories of the Holocaust. The Israeli state, after all, was founded so that the Jewish people would never again have to suffer such an atrocity. The pogrom of its people demanded an immediate and decisive response. A demand for catharsis that cried for military action. The intruders surely knew that the degree of their atrocities would lead Israel to a disproportionate and escalatory response. Rage and the serious blow to Israel’s sense of security derailed the option of a proportionate, punitive, surgical, and measured response. Israel declared war against Hamas, very much like the U.S. declared a war on terror after 9/11, and set to dismantle the Hamas regime in Gaza and destroy its military capabilities.

The British never called them wars. They called them “emergencies”. “Emergencies” were campaigns against terrorists that used the qualities of “secrecy, intelligence, political sagacity, quiet ruthlessness, covert actions, and above all infinite patience” as Michael Howard put it. Declaring war against terrorists, Israel’s second war of independence as Netanyahu defined it, however, attributes to them the status of belligerent and a legitimacy they do not have. This is not just a matter of legality or semiotics. War has a whole different set of policy implications and political consequences. The Hamas terrorists wanted to provoke Israel into using overt armed force against them. To declare war against them. The air strikes and the bombardment of Gaza have already caused many Palestinian civilian casualties and have led to a serious humanitarian crisis, before the ground operation even began. With the Palestinians becoming the victims of the victims, Israel runs the risk of seeing the moral justification of its right to self-defence whittled away. Memories of the atrocity will soon be overtaken by the loss of innocent civilian lives. The “battle for hearts and minds” is an important aspect of this campaign against terror. And the frontline of this battle is in Tel Aviv and Jerusalem but also in Gaza, the streets of the West Bank, the capitals of the Arab states and the multicultural cities of the West.

The war has brought the US back to the region in a heavy-handed involvement. The US, following the catastrophic results of the war on terror after 9/11, and the failure of the neoconservative project in the Middle East, had partially withdrawn from the area. The war shows, however, that the US remains the only power with the reach, military might, and diplomatic clout to mediate regional conflicts such as this on a global scale. China and Russia, the revisionist powers, can be spoilers in the international scene but they cannot play the role the US does. The US declared its support for Israel and sent two aircraft carrier groups to deter Iran, Hezbollah, or any other actor from becoming involved in the conflict. It pressured Israel to open a humanitarian corridor from the south, and engaged in backchannel diplomacy for the release of hostages by Hamas. To that effect, it has urged Israel to postpone its ground operation to give time to diplomacy. The Biden administration, drawing upon the mistakes the US made after 9/11, is trying to admonish Israel to not let rage direct its policy. To be rational, calculating and measured in its response.

Israel is now facing four major considerations with no easy answers: 1. Is the military objective of a ground operation feasible? 2. What will succeed the dismantling of the Hamas regime in Gaza? 3. Can Israel avoid the opening of a second front by Hezbollah in the north and a wider regional war? 4. What will be the ramifications of the war for its relations with the Palestinians, and the Arab states, in the aftermath?

Published by: Martens Centre

Dissenting Into the Abyss

Η ανάμειξη των ΗΠΑ στη σύγκρουση γύρω από τη Γάζα

Η ανάμειξη των ΗΠΑ στη σύγκρουση γύρω από τη Γάζα

Συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ και τον δημοσιογράφο Πολυδεύκη Παπαδόπουλο

Στη συνέντευξη συζητήθηκαν ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών από την αρχή της κρίσης στη Γάζα, το ταξίδι Μπάιντεν στο Ισραήλ και η τετραμερής Σύνοδος που δεν έγινε στην Ιορδανία, η απουσία των ΗΠΑ από τη Διάσκεψη του Καΐρου, οι διευθετήσεις που θέλει να προωθήσει η Ουάσιγκτον στην περιοχή και το διάγγελμα με δραματικούς τόνους του Προέδρου της Αμερικής προς την κοινή γνώμη της χώρας, με το οποίο εξήγησε γιατί ζητά από το Κογκρέσο έγκριση πρόσθετου πακέτου ενίσχυσης ταυτόχρονα της Ουκρανίας, του Ισραήλ και της Ταϊβάν, αλλά και η παράλυση της Βουλής των Αντιπροσώπων λόγω μη εκλογής προέδρου της.

Στο link που ακολουθεί μπορείτε να ακούσετε το απόσπασμα αυτής της συνέντευξης:

Η κρίση στη Μέση Ανατολή και ο Ερντογάν

Η κρίση στη Μέση Ανατολή και ο Ερντογάν

Το πογκρόμ των Ισραηλινών αμάχων από τη Χαμάς δεν ήταν απλά ένα αποτρόπαιο τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα. Είχε πολλαπλές στοχεύσεις. Να ακυρώσει τις συνθήκες του Ισραήλ με τα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέϊν (Abraham Accords) και να εκτροχιάσει την κυοφορούμενη συμφωνία του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία. Να επαναχαράξει τις ενδοαραβικές ισορροπίες αλλά και τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι δεν αρκούσε ένα τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα. Χρειαζόταν ένα χτύπημα που θα άνοιγε την πόρτα του φρενοκομείου. Που θα επηρέαζε τον ορθολογισμό, τη σκέψη, την κρίση, την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του αντιπάλου. Ένα χτύπημα που θα έκανε την οργή κατευθυντήρια της απόφασης, που θα παρέσυρε σε δυσανάλογη απάντηση, που τελικά θα στρέβλωνε την πολιτική του Ισραήλ αποβαίνοντας μοιραία για τα ίδια τα συμφέροντά του. Ένα χτύπημα που μοιραία θα οδηγούσε σε γενικευμένη ανάφλεξη.
Το πογκρόμ της εβδόμης Οκτωβρίου έπληξε την αποτρεπτική αξιοπιστία της κρατικής οντότητας του Ισραήλ, θρυμμάτισε το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και αμφισβήτησε το raison d’ être του. Ιδιαίτερα με την ιστορική ιδιαιτερότητα του Ισραήλ που συγκροτήθηκε σε κράτος για να αποκτήσει ο ισραηλινός λαός πατρίδα και να αποφευχθεί ένα νέο Ολοκαύτωμα, ένα τέτοιο πογκρόμ. Η τιμωρία των ενόχων ήταν, υπό αυτήν την έννοια, δικαίωμα και υποχρέωση. Μόνο που η τιμωρία της Χαμάς, μιας οργάνωσης που δρα και κρύβεται μέσα σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή μετατρέποντας τους αμάχους σε ασπίδα της, είναι αδύνατο να συμβεί χωρίς αθώα θύματα. Οι βομβαρδισμοί σε κατοικημένη περιοχή και η μαζική εκκένωση του βόρειου τμήματος της λωρίδας της Γάζας δημιούργησαν ήδη μια ανθρωπιστική κρίση. Το πρώτο θύμα του θύματος, όπως θα έλεγε ο Edward Said, είναι οι Παλαιστίνιοι άμαχοι στη λωρίδα της Γάζας.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, για πρώτη φορά δημόσια, παραδέχθηκε πως η οργή από τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου οδήγησε την Αμερική σε λάθη. Και προσπάθησε να νουθετήσει την ηγεσία του Ισραήλ να μην παρασυρθεί από την οργή και να αποφύγει ενέργειες που θα οδηγούσαν σε ευρύτερη ανάφλεξη, ριζοσπαστικοποίηση της κοινής γνώμης των αραβικών κρατών και θα έφερναν το Ισραήλ αντιμέτωπο με την διεθνή κατακραυγή. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ έστειλαν δύο αεροπλανοφόρα στην περιοχή για να αποτρέψουν την κλιμάκωση στέλνοντας ισχυρά μηνύματα σε Ιράν και Χεζμπολλάχ. Τα όρια της αμερικανικής προσπάθειας διαμεσολάβησης, όμως, φάνηκαν από το ναυάγιο της τετραμερούς συνάντησης ΗΠΑ, Ιορδανίας, Αιγύπτου και Παλαιστινίων. Και όλα αυτά πριν καν αρχίσει η χερσαία επέμβαση στη Γάζα, που αναπόφευκτα θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου.
Η πρώτη χώρα που στράφηκε κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ, πέρα από την αναμενόμενη αντίδραση πολλών αραβικών κρατών, ήταν η Τουρκία. Ο Ερντογάν εγκατέλειψε ασμένως τη μετεκλογική δυτική στροφή του και την επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ σε μια προσπάθεια να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο όπως στο Ουκρανικό. Ο λαϊκισμός, όμως, διά του οποίου μπόλιασε την τουρκική κοινή γνώμη με αντιαμερικανισμό και αντισημιτισμό τον τραβάει σε πιο ακραίες θέσεις καθώς όλα αυτά έχουν ένα εσωτερικό ακροατήριο. Αυτό δύσκολα τον καθιστά έναν “έντιμο διαμεσολαβητή”. Πέραν του ότι το Ισραήλ εμπιστεύεται την Αίγυπτο, την Ιορδανία ή το Κατάρ παρά τον Ερντογάν για έναν τέτοιο ρόλο.
Η συμπεριφορά του Ερντογάν αναδεικνύει, για άλλη μία φορά, τα όρια της στρατηγικής της Δύσης απέναντι στην Τουρκία και την ανάγκη αλλαγής υποδείγματος. Και για την Ελλάδα αναδεικνύει το ερώτημα κατά πόσο ο εξελισσόμενος διάλογος γίνεται με έναν αξιόπιστο συνομιλητή που σέβεται το “pacta sunt servanda.”

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο”, 21 Οκτ. 2023

Συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ

Συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ

Ελληνοτουρκικές σχέσεις, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ζήτημα της Χάγης ενόψει της συνάντησης του Έλληνα υπ. Εξωτερικών με τον Τούρκο ομόλογό του

Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Θάνο Σιαφάκα, στην εκπομπή GPS

Σύνδεσμος για το απόσπασμα της συνέντευξης: 08:45 μέχρι 21:29

Ένας βασικός κανόνας στις διεθνείς σχέσεις μας λέει, ότι δεν πρέπει να είμαστε ούτε αισιόδοξοι, ούτε απαισιόδοξοι, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Και, δεδομένων των συνθηκών, να προωθούμε το εθνικό μας συμφέρον.

Επίλυση διαφορών σημαίνει ότι υιοθετείς όλες τις αιτιάσεις που η Τουρκία έχει βάλει στο τραπέζι από το 1974 και μετά, οι οποίες άπτονται των κυριαρχικών σου δικαιωμάτων. Σημαίνει επίσης ότι η Τουρκία αναγνωρίζει μία μόνο διαφορά, όπως εμείς πρεσβεύουμε, που δεν είναι άλλη από τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Αναθεώρηση Άρθρου 16

Αναθεώρηση Άρθρου 16

Συνέντευξη στην εφημερίδα “ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ”

Η εξαγγελία της κυβέρνησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος και, ιδιαίτερα, του Άρθρου 16 ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη. Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διατηρεί έναν αναχρονιστικό συνταγματικό περιορισμό αναφορικά με τη δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Η δημιουργία μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων αποτελεί πάγια πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. ήδη από το 2004 η αναθεώρηση του Άρθρου 16 ήταν από τα κύρια σημεία της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση Καραμανλή. Το ΠΑΣΟΚ τότε, υπό την προεδρία του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε αρχικά ταχθεί υπέρ της αναθεώρησης του Άρθρου 16. Στην συνέχεια, όμως, υπό την πίεση αρκετών βουλευτών αλλά και της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ, ο Παπανδρέου υπαναχώρησε, ακυρώνοντας μια σημαντική συνταγματική αλλαγή. Σήμερα, η αναθεώρηση του Άρθρου 16 είναι επιβεβλημένη για μία σειρά από λόγους.

Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί σε κέντρο παιδείας, πολιτισμού, έρευνας και καινοτομίας στην ευρύτερη περιοχή. Η δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων θα περιορίσει τη διαφυγή πόρων και ανθρώπινου κεφαλαίου (καθηγητών και φοιτητών) στο εξωτερικό. Τέλος, η δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων θα δημιουργήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού με τα δημόσια πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του επιπέδου των παρεχόμενων σπουδών και της έρευνας. Για να πετύχει, όμως, το εγχείρημα, θα πρέπει η Πολιτεία να θεσμοθετίσει ένα σαφές και αυστηρό νομικό πλαίσιο, που θα διασφαλίζει η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Έτσι θα αποφευχθούν ελλοχεύοντες κίνδυνοι, που μπορεί να είναι η αθρόα νομιμοποίηση, χωρίς έλεγχο και αξιολόγηση, των υπαρχόντων κολλεγίων, και η έλευση παραρτημάτων αμφιβόλου ποιότητας ιδρυμάτων του εξωτερικού. Γιατί ο στόχος δεν είναι η εμπορευματοποίηση της γνώσης και η μετατροπή της παιδείας και της εκπαίδευσης από δημόσιο αγαθό μόνο σε ατομικό δικαίωμα. Ο στόχος είναι η βελτίωση συνολικά του εκπαιδευτικού συστήματος και ο πολλαπλασιασμός των εκπαιδευτικών επιλογών των Ελλήνων πολιτών. Ταυτόχρονα, η προτεραιότητα της κυβέρνησης πρέπει να είναι η συνεχής αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου και η αύξηση των πόρων για τη βελτίωση των λειτουργιών του και της ανταγωνιστικότητάς του στο νέο περιβάλλον.

Πηγή: εφημερίδα “ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ”