Οι Ευρωτουρκικές σχέσεις λίγο πριν την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα

Οι Ευρωτουρκικές σχέσεις λίγο πριν την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα

Ο Ερντογάν επισκέπτεται την Αθήνα σε μια εποχή που οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη βρίσκονται στο ναδίρ. Ένα πολυδιαφημισμένο συνοικέσιο που άρχισε στη στροφή του αιώνα οδεύει προς διάλυση. Ο χρόνος έδειξε ότι και οι δύο πλευρές αντιμετώπισαν τη σχέση αυτή με εργαλειακό τρόπο. Η Ευρώπη ικανοποιούσε τα στρατηγικά και οικονομικά της συμφέροντα έχοντας την Τουρκία στον ευρωπαϊκό προθάλαμο. Σε μια ενταξιακή πορεία χωρίς τέλος. Η πλήρης ένταξή της δημιουργούσε αντιδράσεις και προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, και η Τουρκία του Ερντογάν επέδειξε ανάλογες προθέσεις. Ο αρχικός ζήλος του εκδημοκρατισμού, των μεταρρυθμίσεων και της σύγκλισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο κόπασε γρήγορα. Και η εξέλιξη των πραγμάτων απέδειξε ότι η διαδικασία σύγκλισης είχε ως στόχο την περιθωριοποίηση του στρατοκρατικού κεμαλικού κατεστημένου παρά την ένταξη.

Όταν ο στόχος επιτεύχθηκε, η Τουρκική Άνοιξη των πολιτικών ελευθεριών και των μεταρρυθμίσεων άρχισε να υποχωρεί. Με νομιμοποιητική βάση το πραξικόπημα και τις εξωτερικές απειλές, το καθεστώς άρχισε να σκληραίνει. Το μοντέλο της μουσουλμανικής δημοκρατίας άρχισε να δίνει τη θέση του στην ενός ανδρός αρχή, τον ερντογανικό αυταρχισμό.

Ταυτόχρονα, η παραδοσιακή καχυποψία των Τούρκων για τις προθέσεις και τις πολιτικές της Δύσης διογκώθηκε. Ο Ερντογάν υιοθέτησε ακραία αντιευρωπαϊκή ρητορική, προχώρησε σε συλλήψεις ευρωπαίων πολιτών και παρενέβη στη διαδικασία των γερμανικών εκλογών.

Το κλίμα για την Τουρκία στην Ευρώπη είναι αρνητικό, με πολλούς να υποστηρίζουν ακόμη και τον τερματισμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για όλες τις πλευρές, αλλά και για την Ελλάδα. Υπάρχουν κοινά συμφέροντα που επιβάλλουν τη συνεργασία. Τα δύο σημαντικά και επείγοντα είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η συμφωνία για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Με την ήττα του ISIS η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει την απειλή των τζιχαντιστών που επιστρέφουν από τη Συρία και το Ιράκ. Ο ρόλος της Τουρκίας στο επίπεδο της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών είναι κρίσιμος.

Η συμφωνία για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό είναι επίσης πρωταρχικής σημασίας για τη Δύση. Η Τουρκία τηρεί τη συμφωνία και έχει βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης για τα 3 εκατομμύρια πρόσφυγες στο έδαφός της. Η συμφωνία πρέπει να συνεχιστεί και η Ευρώπη να εγκρίνει και τη δεύτερη εκταμίευση κονδυλίων την ερχόμενη άνοιξη.

Εάν η πλήρης ένταξη δεν είναι εφικτή, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να κρατηθεί η Τουρκία σε ευρωπαϊκή τροχιά. Μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση, υπό προϋποθέσεις, είναι ένας ενδιάμεσος και αμοιβαία επωφελής στόχος. Θα εκσυγχρόνιζε και θα διεύρυνε την υπάρχουσα βοηθώντας στην εξομάλυνση των σχέσεων και ξαναδίνοντας προοπτική στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Οι σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας

Οι σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας

Στην αυγή του 21ου αιώνα, μετά από ένα κύμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, η Τουρκία βρέθηκε στην αφετηρία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το 2005, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συγκέντρωνε την αποδοχή του 74% της τουρκικής κοινωνίας.

Για τη Δύση μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια απόδειξη ότι το Ισλάμ, η δημοκρατία και η νεωτερικότητα μπορούν να συνυπάρξουν. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα ξόρκιζε το σκοτεινό σενάριο του Χάντιγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Η Τουρκία θα αποτελούσε το μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Για την Ελλάδα, η προοπτική μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής Τουρκίας θα σήμαινε άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας και ειρηνική συνύπαρξη.

Μέσα σε μια δεκαετία τα πάντα άλλαξαν.

Η Τουρκία όχι μόνο δεν αποτέλεσε μοντέλο προς μίμηση για τον ισλαμικό κόσμο, αλλά έγινε μέρος του προβλήματος. Μετά την αποτυχία του εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής και το τέλος της Αραβικής Άνοιξης, η ριζοσπαστικοποίηση της Μέσης Ανατολής όξυνε την αντιπαράθεση του Ισλάμ με τη Δύση. Ο Ερντογάν άρχισε να στρέφεται προς τον ισλαμικό κόσμο, να υιοθετεί ισλαμική ατζέντα και να κλιμακώνει τη ρητορική του απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η ευρωπαϊκή προοπτική φάνηκε, πλέον, ότι ήταν μια εργαλειακή επιλογή για τον Ερντογάν και όχι στρατηγικός στόχος. Αφού δια του εκδημοκρατισμού εξουδετέρωσε το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο, σταδιακά απομακρύνθηκε από τη Δύση. Το αποκορύφωμα ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα, που έδωσε στον Ερντογάν το πρόσχημα να εδραιώσει ένα αυταρχικό καθεστώς.

Οι σχέσεις με την ΕΕ επιδεινώθηκαν. Από τον περασμένο Δεκέμβριο οι διαπραγματεύσεις έχουν ουσιαστικά παγώσει και το κλίμα στις Βρυξέλλες για την Τουρκία είναι βαρύ. Στις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας, ιδιαίτερα, επικρατεί πολικό ψύχος. Η ανάμειξη του Ερντογάν στις γερμανικές εκλογές κατά των μεγάλων κομμάτων, αλλά και οι συλλήψεις γερμανών πολιτών στην Τουρκία έχουν στρέψει τη γερμανική κοινή γνώμη εναντίον του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να προσανατολίζεται στην επίσημη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα απομακρύνει οριστικά την Τουρκία από τη Δύση και θα αποδυναμώσει τις δημοκρατικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στο εσωτερικό της. Θα θέσει σε κίνδυνο τη συμφωνία για το Μεταναστευτικό και θα καταστήσει δύσκολη τη συνεργασία σε θέματα κρίσιμα για την Ευρώπη όπως η ανταλλαγή πληροφοριών και η αμυντική συνεργασία.

Η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει πολιτική πραγματισμού απέναντι στην Τουρκία προτάσσοντας τη συνεργασία σε πεδία αμοιβαίου συμφέροντος. Η συμφωνία για το Μεταναστευτικό, η συνεργασία στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και η αμυντική συνεργασία αποτελούν τέτοια πεδία. Οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας θα μπορούσαν να ξανατεθούν στη βάση μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής σύνδεσης. Είναι μια εφικτή πολιτική, που θα διατηρούσε την Τουρκία σε δυτική τροχιά μειώνοντας τις εστίες της έντασης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ενός Ανδρός Αρχή

Ενός Ανδρός Αρχή

Τον Νοέμβριο του 1922 το τουρκικό Κοινοβούλιο της Άγκυρας κατήργησε επίσημα το σουλτανάτο, βάζοντας τέλος σε 623 συναπτά έτη οθωμανικής εξουσίας. Το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης αναγνώρισε την κυριαρχία της νεότευκτης δημοκρατίας της Τουρκίας ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ατατούρκ δημιουργούσε, διά πυρός και σιδήρου, τη σύγχρονη Τουρκία ως μια κοσμική, δυτικόστροφη, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μια μετάβαση δύσκολη και κατάστικτη από πραξικοπηματικές εκτροπές, με πιο πρόσφατη αυτή του περασμένου Ιουλίου.

Σχεδόν 100 χρόνια μετά ο Ερντογάν βάζει ένα τέλος στην Τουρκία του Ατατούρκ. Έχοντας αποδομήσει μια προς μια τις παραδοχές του ατατουρκικού πρότζεκτ. Καταρχήν τη γενέθλια Συνθήκη της Λωζάννης. Κατόπιν, τη δυτικόστροφη ευρωπαϊκή της πορεία, και τέλος τον κοσμικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Ο Ερντογάν διαδράμοντας μια ελικοειδή πορεία τακτικών ελιγμών κατόρθωσε να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του. Η αρχική προσχώρηση στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν ήταν παρά ένας τακτικός ελιγμός. Που στόχευε, μέσα από τη διεύρυνση των ελευθεριών, στην αποδυνάμωση του κεμαλικού στρατοκρατικού κατεστημένου. Όταν εδραίωσε την πολιτική του ηγεμονία, ο Ερντογάν εκτροχίασε την ευρωπαϊκή προοπτική. Αποκάλυψε τη συγκεντρωτική ισλαμική του ατζέντα και δεν δίστασε να συγκρουστεί με το κεμαλικό κατεστημένο. Στη διαδρομή εξαφάνισε πολιτικά όποιον απείλησε την παντοδυναμία του. Από τον Γκιούλ μέχρι τον Νταβούτογλου.

Για να δημιουργήσει τη δική του ισλαμική εκλογική πελατεία υιοθέτησε μια αντισημιτική και αντιδυτική ρητορική. Αλλά και η ισλαμική του ατζέντα δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί εσχάτως με τους γκιουλενιστές, όταν διαφώνησαν στη νομή της εξουσίας. Συμμάχησε με όλους με την ίδια ευκολία που συγκρούστηκε στη συνέχεια μαζί τους, αφού προηγουμένως απορρόφησε τη δύναμή τους.

Αντίστοιχα, με την ίδια ευκολία, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, επέδειξε τακτική ευελιξία και ικανότητα αναδίπλωσης από ακραίες θέσεις. Όπως έκανε με τη Ρωσία και το Ισραήλ.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου τού έδωσε την αφορμή να προχωρήσει στη συνταγματική αλλαγή που θα άλλαζε τη μορφή του πολιτεύματος. Μετατρέποντάς το ουσιαστικά σε ενός ανδρός αρχή. Άδραξε την ευκαιρία. Απευθύνθηκε στα φτωχά στρώματα της ενδοχώρας με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με εμπρηστικό και λαϊκιστικό λόγο. Στους κεμαλιστές και τους ακροδεξιούς με ένα εθνικιστικό παραλήρημα. Και στους γκιουλενιστές με αντιευρωπαϊκή και αντιδυτική ρητορική. Σε μια εργώδη προσωπική προεκλογική εκστρατεία, συγκρούστηκε με όλους για να πετύχει τον στρατηγικό του στόχο. Την απόλυτη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του.

Μετά την οριακή επικράτησή του, η τουρκική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη αλλά ο Ερντογάν δεν έχει πλέον ουσιαστικό αντίπαλο. Αλλά και οι ξένες δυνάμεις δεν έχουν ουσιαστικές επιλογές. Ο εξηντατριάχρονος Ερντογάν μπορεί να θεωρείται ένας απρόβλεπτος και αναξιόπιστος μονάρχης αλλά είναι προτιμότερος από το χάος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Δρόμος χωρίς επιστροφή

Δρόμος χωρίς επιστροφή

Μετά τις 16 Απριλίου η Τουρκία θα είναι μια διαφορετική χώρα. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα καθορίσει το μέλλον του Ερντογάν, την πορεία της Τουρκίας και τις σχέσεις της με τη Δύση. Αν το Ναι στο δημοψήφισμα επικρατήσει, ο Ερντογάν θα καταστεί ένας πανίσχυρος, ελέω λαού, μονάρχης. Συγκεντρώνοντας απεριόριστες εξουσίες στο πρόσωπό του, θα μπορεί να διορίζει τους υπουργούς, να διαλύει τη Βουλή, και να ελέγχει τη Δικαιοσύνη. Ο Ερντογάν γνωρίζει, όμως, ότι δεν αρκεί να κερδίσει το δημοψήφισμα. Πρέπει η επικράτησή του να είναι εμφατική. Σε περίπτωση ήττας ή οριακής επικράτησης, θα έχει διχάσει βαθιά την τουρκική κοινωνία, θα έχει αποσταθεροποιήσει τη χώρα, και θα έχει αποδυναμώσει την ηγεσία του.

Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να θριαμβεύσει στο δημοψήφισμα. Κλιμακώνει επικίνδυνα τη ρητορική του αντιπαράθεση με τη Δύση. Κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι σχεδίασε και υποστήριξε το πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου. Κατηγόρησε τη Γερμανία και την Ολλανδία για ναζιστικές πρακτικές. Επιτέθηκε στον Πάπα και απειλεί με δημοψήφισμα για την εγκατάλειψη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Ενώ, παράλληλα, κλιμακώνει την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και επιδεικνύει αδιαλλαξία στο Κυπριακό. Υποδαυλίζει τον εθνολαϊκισμό για να προσελκύσει τους κεμαλιστές, και τον αντιδυτικισμό για να προσελκύσει τους γκιουλενιστές.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι μετά την επικράτησή του, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις του τόσο με την ΕΕ, όσο και με τις ΗΠΑ. Κυρίως γιατί αυτό επιβάλλει το ισοζύγιο οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ και το ισοζύγιο ασφάλειας με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Την ίδια ευελιξία, άλλωστε, επέδειξε ο Ερντογάν και με τη Ρωσία και το Ισραήλ. Με χώρες που οι σχέσεις της Τουρκίας είχαν διαρραγεί στο παρελθόν.

Είναι πιθανόν να το επιχειρήσει. Είναι αμφίβολο, όμως, κατά πόσον θα μπορέσει να το επιτύχει. Τα πρόσφατα επεισόδια είναι ο επίλογος του σταδιακού εξισλαμισμού του προσανατολισμού της Τουρκίας από τον Ερντογάν, που την απομακρύνουν οριστικά από την ΕΕ. Με τις ΗΠΑ, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ρητορική του, που, ιδίως, η κυβέρνηση Τράμπ θα μπορούσε να αντιπαρέλθει. Είναι, κυρίως, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο πλευρών. Για την καταπολέμηση του ISIS και την επίλυση του Συριακού, για παράδειγμα, οι Κούρδοι είναι για τους Αμερικανούς η μόνη αξιόπιστη δύναμη. Ενώ για τους Τούρκους αποτελούν απειλή κατά της εθνικής τους ασφάλειας.

Οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες του Ερντογάν τον καθιστούν ολοένα πιο απρόβλεπτο και αναξιόπιστο εταίρο για τη Δύση. Η σταδιακή απόκλιση των συμφερόντων των δύο πλευρών καθιστούν την όποια επαναπροσέγγιση τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα.

Αυτή η εξέλιξη καθιστά σταδιακά την Ελλάδα χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση. Μια εξέλιξη που κρύβει κινδύνους αλλά και τεράστιες ευκαιρίες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Εκτροχιασμός

Εκτροχιασμός

Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος αρχίζει αύριο στην Ολλανδία με τους χειρότερους οιωνούς. Πολλοί Ευρωπαίοι φοβούνταν τις παρενέργειες μιας υποτροπής του ελληνικού προβλήματος στις ευρωπαϊκές εκλογές. Είχαν σχεδιάσει χωρίς τον Ερντογάν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, ο Ερντογάν έχει επιδοθεί σε ένα ανελέητο κυνηγητό των αντιπάλων του. Και μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια συγκέντρωσης εξουσίας, που κορυφώνεται με το δημοψήφισμα του Απριλίου. Σε αυτή την προσπάθεια κάθε ψήφος είναι κρίσιμη για τον Ερντογάν. Πόσω μάλλον των μουσουλμάνων των ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Που φαίνεται ότι είχαν ταχθεί πλειοψηφικά υπέρ του ΑΚΠ στις εκλογές του 2015. Κάπως έτσι συναντάται το τουρκικό δημοψήφισμα με τις ευρωπαϊκές εκλογές. Στη χειρότερη δυνατή συγκυρία. Η πολλαπλή κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, και ιδιαίτερα το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό και η ισλαμική τρομοκρατία, έχουν οδηγήσει στην άνοδο των ακραίων δυνάμεων και του λαϊκισμού. Ο φόβος των ακραίων οδήγησε τις κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Γερμανίας στην απαγόρευση ομιλιών τούρκων αξιωματούχων στο μουσουλμανικό στοιχείο. Με επιχειρήματα κοινωνικής ειρήνης και δημόσιας τάξης. Ο Ερντογάν σήκωσε το γάντι και κλιμάκωσε την ένταση κατηγορώντας τις δύο χώρες για ναζιστικές πρακτικές.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Από τη μια πλευρά προσπαθούν να αποφύγουν την κλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία από τον φόβο κατάρρευσης της συμφωνίας για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Από την άλλη, η παθητική στάση τους στην τουρκική κλιμάκωση φουσκώνει τα πανιά των εθνολαϊκιστικών κομμάτων. Για τις ακραίες ευρωπαϊκές δυνάμεις η ένταση που δημιουργείται στις σχέσεις με την Τουρκία είναι ένα αναπάντεχο δώρο. Βοηθάει στην προώθηση της ξενοφοβικής τους ατζέντας. Η ένταση και ο αποκλεισμός εξυπηρετεί και τους στόχους του Ερντογάν. Ο Ερντογάν κατηγορεί τις ευρωπαϊκές χώρες ότι εργάζονται υπέρ του Όχι στο δημοψήφισμα παρεμβαίνοντας στα εσωτερικά της Τουρκίας. Αυτό τον βοηθά να υφάνει ένα εθνικό αφήγημα ενσωματώνοντας τους κεμαλιστές και τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους. Κι ένα αντιδυτικό αφήγημα που συσπειρώνει τους ισλαμιστές και τους γκιουλενιστές. Είναι κάτι που καλλιεργεί και με τη ρητορική του για την καθυστέρηση της άρσης της βίζας για Τούρκους πολίτες. Και την πολιτική της Ευρώπης στη Συρία και το Κουρδικό. Με τον τρόπο αυτό συσπειρώνει τη διχασμένη τουρκική γνώμη και αυξάνει τις πιθανότητες να κερδίσει το δημοψήφισμα του Απριλίου.

Ο Ερντογάν έχει δείξει στο παρελθόν τακτική ευελιξία και ικανότητα αναδίπλωσης από ακραίες θέσεις όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις. Το έκανε με τη Ρωσία και το Ισραήλ. Η τακτική της κλιμάκωσης των ήδη τεταμένων ευρωτουρκικών σχέσεων λογοδοτεί στις εσωτερικές πολιτικές του επιδιώξεις. Είναι, όμως, αμφίβολο πλέον αν οι πολιτικές του επιδιώξεις συμβαδίζουν τόσο με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όσο και με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Παιχνίδια με τη φωτιά

Παιχνίδια με τη φωτιά

Η Τουρκία κλιμακώνει επικίνδυνα τις προκλήσεις στο Αιγαίο. Με παραβιάσεις που αμφισβητούν την εθνική μας κυριαρχία, και παραβάσεις των διεθνών κανόνων που διέπουν την αεροπλοΐα και ναυσιπλοΐα. Η κυβέρνηση Ερντογάν επαναφέρει τις πάγιες αναθεωρητικές αιτιάσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο με ένταση ασυνήθιστη για τα τελευταία χρόνια. Η Τουρκία ουδέποτε εγκατέλειψε τις βλέψεις της στο Αιγαίο. Η προσπάθεια όμως των ισλαμιστών του Ερντογάν να ηγηθούν του μουσουλμανικού κόσμου είχε μετατοπίσει το βάρος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα ανατολικά της σύνορα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια σχετική ηρεμία στο Αιγαίο τα τελευταία χρόνια. Ένα κλίμα αντιπαλότητας μεν, αλλά σε περιβάλλον χαμηλής και ελεγχόμενης έντασης.

Η αιφνίδια επιδείνωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι αποτέλεσμα της διεθνούς αστάθειας, των πολλαπλών αδιεξόδων της Τουρκίας, και της δικής μας αδυναμίας.

Η διεθνής αστάθεια και η εσωστρέφεια των κρίσιμων δρώντων του διεθνούς συστήματος έχει αποχαλινώσει την Άγκυρα. Στις ΗΠΑ, η μετ’ εμποδίων συγκρότηση του επιτελείου εθνικής ασφάλειας έχει οδηγήσει σε κενό πολιτικής. Και πάντως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης. Στην Ευρώπη, ο εκλογικός κύκλος που ανοίγει, αλλά και ο εκτροχιασμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αφήνουν λίγα περιθώρια παρέμβασης και επιρροής. Τέλος, η πολιτική Πούτιν, που επαναφέρει τις σφαίρες επιρροής, και προκρίνει τη βία ή την απειλή χρήσης βίας στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, δημιουργεί πρόσφορο περιβάλλον για την τουρκική συμπεριφορά. Και βρίσκεται στον αντίποδα των πάγιων ελληνικών θέσεων για σεβασμό των κανόνων δικαίου στις διακρατικές σχέσεις.

Η αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας τροφοδοτεί, επίσης, την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Ερντογάν συγκέντρωσε την εξουσία μέσα από διαδοχικές συγκρούσεις. Πρώτα με τους κεμαλιστές, στη συνέχεια με τους γκιουλενιστές. Στο επικείμενο δημοψήφισμα του Απριλίου επιδιώκει να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Η ένταση με την Ελλάδα συσπειρώνει την κοινωνία στο πρόσωπό του και του επιτρέπει να προσεταιριστεί τα ακραία στοιχεία. Από την άλλη πλευρά δίνει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μια ευκαιρία αποκατάστασης του γοήτρου τους που έχει πληγεί από τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις και τον αναποτελεσματικό διμέτωπο αγώνα κατά του PKK και του ISIS στη Συρία. Η σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας είναι και μια προσπάθεια μπούλινγκ των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Αλλά και προειδοποίηση και προτοιμασία κλίματος για το τι θα επακολουθήσει το ναυάγιο των συνομιλιών.

Η απάντηση στηn τουρκική προκλητικότητα δεν μπορεί να είναι λεονταρισμοί για εσωτερική κατανάλωση. Χρειάζεται εθνικό μέτωπο, διπλωματική ενημέρωση συμμάχων και διεθνών θεσμών, και συνετή πολιτική αποτροπής. Τα εθνικά θέματα είναι ένα πεδίο που δεν αντέχει την ελαφρότητα αυτής της κυβέρνησης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Το τέλος της ευρωπαϊκής Τουρκίας

Το τέλος της ευρωπαϊκής Τουρκίας

Στο μακρινό Ελσίνκι, στις αρχές του αιώνα, σηματοδοτήθηκε η απαρχή της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Ήταν η εποχή που η Αμερική επεδίωκε την πλήρη ενσωμάτωση της Τουρκίας στους δυτικούς θεσμούς. Η Τουρκία είχε χαρακτηριστεί χώρα-κλειδί για την προώθηση των δυτικών συμφερόντων στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή. Και μια ευρωπαϊκή και δημοκρατική Τουρκία θα αποτελούσε εξαγώγιμο μοντέλο για τις χώρες της Μέσης Ανατολής.

Οι ευρωπαϊκές χώρες συναίνεσαν, τελικά, στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας με πολλές αναστολές. Πού οδήγησαν και σε μια μακρά υπαρξιακή συζήτηση στην Ευρώπη, γύρω από τα κριτήρια που ορίζουν μια χώρα ως ευρωπαϊκή (γεωγραφικά, πολιτισμικά, πολιτικά). Η μεγάλη απόκλιση της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο παρέπεμπε την τελική ένταξη στις καλένδες. Η Τουρκία θα παρέμενε στον ευρωπαϊκό προθάλαμο, για πολλά χρόνια. Κάτι που διασφάλιζε τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα της Δύσης.

Από την άλλη πλευρά, οι ισλαμιστές του Ερντογάν έγιναν υπέρμαχοι της ευρωπαϊκής προοπτικής για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος αφορούσε τη διεύρυνση των ελευθεριών στην Τουρκία. Και δια μέσου αυτών της αποδόμησης του στρατοκρατικού κεμαλικού κατεστημένου. Ο δεύτερος ήταν οικονομικός. Η ευρωπαϊκή προοπτική σήμαινε πολιτική σταθερότητα, που ήταν αναγκαία προϋπόθεση για ξένες και εγχώριες επενδύσεις. Οι επενδύσεις έφεραν οικονομική ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας, και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στη Τουρκία. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την πολιτική επικράτηση του Ερντογάν.

Όταν η πολιτική ηγεμονία του Ερντογάν επιτεύχθηκε, η ευρωπαϊκή πορεία εκτροχιάστηκε. Κάτω από το βάρος μίας ισλαμικής ατζέντας διανθισμένης από δόσεις αντισημιτισμού και αντιαμερικανισμού.

Για την Ελλάδα μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα σήμαινε μια δημοκρατική και λιγότερο επιθετική Τουρκία. Ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν άμεσα και έμπρακτα τις διεθνείς συνθήκες, το διεθνές δίκαιο, το απαραβίαστο των συνόρων. Θα αποκήρυσσε τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας στις σχέσεις της με άλλα κράτη, και ιδιαίτερα με ένα κράτος της ευρωπαϊκής ένωσης, όπως η Ελλάδα. Για μεγάλο διάστημα η εξωτερική μας πολιτική βασίστηκε στην παραδοχή ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας οδηγούσε στην άμεση αναγωγή των ελληνοτουρκικών σε ευρωτουρκικές σχέσεις. Κάποιοι υποστηρίξαμε τότε, ότι η ευρωπαϊκή προοπτική δεν μετέτρεπε αυτομάτως την Τουρκία σε ευρωπαϊκή χώρα ούτε τις τουρκικές αιτιάσεις σε ευρωτουρκικές διαφορές. Γιατί, στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή προοπτική δεν αποτέλεσε ποτέ μοναδικό στρατηγικό στόχο και όραμα της Τουρκίας. Ήταν απλώς μια εργαλειακή πολιτική που εντασσόταν στη μακρά και επίπονη μετεξέλιξη της Τουρκίας. Η έκβαση αυτής της μετεξέλιξης είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από την Ευρώπη. Η σημερινή Τουρκία του Ερντογάν είναι μια περισσότερο ισλαμική και αυταρχική και λιγότερο δημοκρατική και ευρωπαϊκή χώρα. Αυτή η εξέλιξη καθιστά τη διατήρηση της αποτρεπτικής αξιοπιστίας της χώρας μείζονα εθνική αναγκαιότητα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Σαμψών

Σαμψών

Ο Ερντογάν είναι στα σχοινιά. Στριμωγμένος από παντού. Και στα εξωτερικά θέματα και στο εσωτερικό μέτωπο. Γι αυτό απειλεί θεούς και δαίμονες. Απειλεί να κατεδαφίσει όλο το περιφερειακό συστημικό οικοδόμημα. Ως άλλος Σαμψών. Οι απειλές του επηρεάζουν πρωτίστως εμάς, αλλά απευθύνονται κυρίως στη Δύση.

Στο εσωτερικό μέτωπο, η πορεία του Ερντογάν είναι μια ιστορία διαρκών αναμετρήσεων. Αρχικά με το κεμαλικό κατεστημένο, τώρα με τους γκιουλενιστές. Η ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η ευρωπαϊκή πορεία που ακολούθησε τα πρώτα χρόνια ήταν πρόσκαιρες τακτικές επιλογές. Του έδωσαν το χρόνο και τα μέσα για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών στο εσωτερικό. Με το πρόσχημα του ευρωπαϊκού εκδημοκρατισμού ο Ερντογάν σταδιακά αποδυνάμωσε και τελικά αποκαθήλωσε το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο. Το πρόσφατο πραξικόπημα τον αποσταθεροποίησε. Η νέα αντιπαλότητα με τους γκιουλενιστές, στους οποίους είχε αρχικά στηριχτεί, τον οδηγεί σε νέους απηνείς διωγμούς προς κάθε κατεύθυνση. Την ίδια ώρα που η οικονομία δείχνει σημάδια επιδείνωσης. Ο Ερντογάν συσπειρώνει το κόσμο και τους πρώην εχθρούς του στη βάση μιας εθνικιστικής ατζέντας, συγκεντρώνοντας την εξουσία. Οι αναφορές στην αναθεώρηση των συνθηκών και το κλέος της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι το πολιτικό καύσιμο που χρησιμοποιεί. Το πρώτο μήνυμα προς τη Δύση είναι, σταματήστε να ασχολείστε με τα εσωτερικά της Τουρκίας.

Στο εξωτερικό μέτωπο, οι εξελίξεις είναι ακόμη πιο δυσοίωνες. Η μεγαλοϊδεατική πολιτική της πολιτιστικής και οικονομικής διείσδυσης στον πρώην οθωμανικό χώρο και η ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγήτορα δύναμη του αραβικού κόσμου έχει αποτύχει. Αντίθετα, οι εξελίξεις στην Μέση Ανατολή έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση της επιρροής της και απειλούν με συρρίκνωση της εδαφικής της επικράτειας.

Η άμεση ανάμειξη των δυο υπερδυνάμεων στη Συρία και τη μάχη κατά του ISIS, διαμορφώνουν εξελίξεις ερήμην της. Η Τουρκία, υφίσταται τη πίεση του προσφυγικού μεταναστευτικού ρεύματος, και την απειλή δημιουργίας ενός κουρδικού μορφώματος. Ο Ερντογάν χειρίζεται το προσφυγικό μεταναστευτικό ως μοχλό άσκησης πίεσης. Γνωρίζοντας ότι το θέμα αυτό, μαζί με την ισλαμική τρομοκρατία, αποτελούν άμεση και αληθινή απειλή κατά της συνοχής των δυτικών κοινωνιών και της Ενωμένης Ευρώπης. Μαζί επαναφέρει και τις πάγιες απειλές και αναθεωρητικές αιτιάσεις κατά της Ελλάδας, που οι ισλαμιστές για πολύ καιρό είχαν βάλει στα κάτω ράφια της πολιτικής τους. Το μήνυμα στη Δύση είναι σαφές. Αρνητικές εξελίξεις στη περιοχή για τη Τουρκία θα έχουν σοβαρά αντίποινα. Σε μια εποχή πρωτοφανούς εθνικής αδυναμίας, ευρωπαικής κρίσης, και αλλαγής ηγεσίας στις ΗΠΑ, η απειλή για την Ελλάδα είναι άμεση και υπαρκτή. Αρχικά για το Κυπριακό. Το περιβάλλον των συνομιλιών επιδεινώνεται ραγδαία. Και απαιτείται εθνική στρατηγική για τη διαχείριση της κρίσης που θα προκύψει από ενδεχόμενη τελική κατάρρευση των συνομιλιών.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Γόρδιος δεσμός

Γόρδιος δεσμός

Νέος γύρος διμερών συνομιλιών ξεκινάει αυτή την εβδομάδα για το Κυπριακό. Οι συνομιλίες έχουν ήδη εισέλθει στα ακανθώδη ζητήματα, όπως το περιουσιακό, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας. Μετά από δεκαετίες αδιαλλαξίας, η νέα τουρκοκυπριακή ηγεσία δείχνει σημάδια διαλλακτικότητας, προσεγγίζοντας τις συνομιλίες με εποικοδομητικό πνεύμα. Και εμφανίζεται να έχει, ως ένα βαθμό, μεγαλύτερη αυτονομία από την Άγκυρα από ότι στο παρελθόν. Η αποδυνάμωση του στρατού μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα διευρύνει τα περιθώρια κινήσεων του Ακιντζί. Και η αντίθεση του στο πραξικόπημα ισχυροποιεί τη θέση του μετά την επικράτηση του Ερντογάν.

Οι συνομιλίες, όμως, διεξάγονται σε μια περίοδο που η ευρύτερη περιοχή είναι σε ανάφλεξη. Όλοι εναντίον όλων. Η Τουρκία που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την έκβαση των συνομιλιών βρίσκεται σε περιδίνηση. Και τα μηνύματα που εκπέμπει είναι αμφίσημα. Ο Ερντογάν, μετά το πραξικόπημα, εδραιώνει ένα προσωποπαγές αυταρχικό καθεστώς. Με πρακτικές που απομακρύνουν την Τουρκία από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ευρωπαϊκή της προοπτική. Την ίδια στιγμή που οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ βρίσκονται στο ναδίρ. Με τουρκικούς κυβερνητικούς κύκλους να διατυπώνουν πρωτοφανείς μομφές για τη στάση της Αμερικής στο πραξικόπημα. Και να κατηγορούν τη Δύση ότι απεργάζεται σενάρια αποδυνάμωσης και διαμελισμού της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά, ο Ερντογάν δείχνει σημάδια πολιτικού ρεαλισμού. Αποκλιμακώνοντας τις σχέσεις με Ρωσία και Ισραήλ. Ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι τα ανοιχτά μέτωπα της Τουρκίας είναι πολλά. Με τον πόλεμο στη Συρία και το προσφυγικό να αποτελούν δυσεπίλυτα προβλήματα. Αλλά κυρίως το κουρδικό, να αποτελεί απειλή κατά της εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας της Τουρκίας. Για τους λόγους αυτούς, ενδεχομένως, ο Ερντογάν εμφανίστηκε διαλλακτικός στις τελευταίες του δηλώσεις για το Κυπριακό. Λέγοντας ότι η επίλυση του Κυπριακού θα φέρει ασφάλεια, σταθερότητα και πρόοδο στην περιοχή.

Η Ελλάδα, εδώ και αρκετά χρόνια, είχε αρκεστεί σε μια τακτική αποκλιμάκωσης της έντασης της ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια πολιτική «ειρηνικής στασιμότητας», που μας επέτρεπε να αναμένουμε την ευρωπαϊκή μετεξέλιξη της Τουρκίας και την προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και μια ευρωπαϊκή Τουρκία δημιουργούσαν προοπτικές για λύση του Κυπριακού στη βάση του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Η επιδείνωση, όμως, των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ αλλά και τους ευρωπαίους εταίρους μας διαφοροποιεί τα πράγματα. Το ευρωπαϊκό κλειδί δεν αρκεί για την επίλυση του γόρδιου δεσμού. Η τελική στάση της Τουρκίας θα καθοριστεί από τη σημασία της λύσης του Κυπριακού στη συνολική ταξινόμηση και διευθέτηση των γεωπολιτικών της εκκρεμοτήτων.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ιανός

Ιανός

Η Τουρκία θυμίζει τον Θεό των Ρωμαίων, τον Ιανό. Αμφίσημη, με δυο πρόσωπα. Το ένα στραμμένο προς τη Δύση, το άλλο προς την Ανατολή. Μουσουλμανική χώρα αλλά κοσμική δημοκρατία, μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Αυτή ήταν και η χρησιμότητα της για τη Δύση, πέρα από τη γεωπολιτική της σημασία. Στην οριενταλιστική αντίληψη πολλών δυτικών για τον εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής η Τουρκία λειτουργούσε ως αρχετυπικό παράδειγμα. Ως εξαγώγιμο μοντέλο.

Για αρκετό καιρό η Δύση θεώρησε ότι στο πρόσωπο του Ερντογάν είχε βρει τον εκφραστή αυτής της πολιτικής. Ο Ερντογάν, με άλλοθι την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, και όχημα τον συνεπαγόμενο εκδημοκρατισμό, αντιπαρατέθηκε με σφοδρότητα με το ancien regime. Με κοινωνική ατζέντα, λαϊκίστικη ρητορική, και με την οικονομία να αναπτύσσεται ραγδαία, κέρδισε διαδοχικές μάχες από το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο. Συγκεντρώνοντας την εξουσία στα χέρια του. Στην πορεία εξουδετέρωσε όποιον αντιτάχθηκε στα σχέδια του η αμφισβήτησε τη κυριαρχία του. Από τον Γκιούλ, τον Φετουλάχ Γκιουλέν, μέχρι το Νταβούτογλου. Όταν κυριάρχησε έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαική πορεία της Τουρκίας. Και έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή ισλαμική ατζέντα. Βάζοντας τη Τουρκία, προοδευτικά, σε τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.

«Η δημοκρατία είναι μόνο το τρένο στο οποίο επιβιβαζόμαστε μέχρι να φτάσουμε στο στόχο μας», είπε ο Ερντογάν για όσους άκουγαν. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, οι πιστοί οι στρατιώτες μας».

Η ισλαμική αυτή ατζέντα δεν περιορίστηκε στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Καθόρισε και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Με την Τουρκία να εγείρει ηγετικές αξιώσεις στον ισλαμικό κόσμο, αναπτύσσοντας έντονη αντισημιτική και αντιαμερικανική ρητορική. Ενώ ανεχόταν η συνέπλεε με τζιχαντιστικές οργανώσεις. Η Τουρκία σταδιακά αποξενώθηκε από τις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή της προοπτική έμεινε στάσιμη, και η στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ διερράγη. Αυτά όλα είχαν συμβεί πριν το πραξικόπημα.

Μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν έχει κλιμακώσει τους λεονταρισμούς του εναντίον των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενώ, μετά από μια θεαματική αναδίπλωση, φαίνεται να συμπτύσσει μια ανίερη συμμαχία με τη Ρωσία. Οι συνέπειες της μεταστροφής του Ερντογάν θα εξαρτηθούν από το αν αυτή έχει τακτικό η στρατηγικό χαρακτήρα. Η Ουάσιγκτον πάντως, για κάθε ενδεχόμενο, ετοιμάζει εναλλακτικά σχέδια για τη βάση του Ιντσιρλίκ.

Η Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους, αντιμετώπισε την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας στο Αιγαίο, αλλά και το Κυπριακό, μέσα από την προοπτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Η προοπτική αυτή απομακρύνεται. Και, εκ των πραγμάτων γεννάται η ανάγκη επανασχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”