Η “Αδέσμευτη” Σύμμαχος της Δύσης

Η “Αδέσμευτη” Σύμμαχος της Δύσης

Στον διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, όμως, πλέον καταρρεύσει. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απεξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με τη μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Η Ερντογανική Τουρκία, ολοένα και πιο αυταρχική, αναθεωρητική και επεκτατική απειλεί τη σταθερότητα στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή. Και σειρά πολιτικών του Ερντογάν, αντιτίθενται ευθέως στα δυτικά συμφέροντα.
Η Τουρκία αρνήθηκε να διευκολύνει τους Αμερικανούς ανοίγοντας βόρειο μέτωπο στον πόλεμο του Ιράκ. Αγοράζει οπλικά συστήματα από τη Ρωσία που δημιουργούν ζητήματα ασφάλειας για τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Αρνείται να συνταχθεί με τη Δύση στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία για το Ουκρανικό. Συνάπτει συμφωνίες με τη Ρωσία που θα την καταστήσουν ενεργειακό κόμβο του ρωσικού φυσικού αερίου στην περιοχή. Προσεγγίζει το καθεστώς Άσαντ, με τη διαμεσολάβηση των Ρώσων και την υποστήριξη του Ιράν, με κοινό στόχο τους Κούρδους της Συρίας που συνέβαλαν στον αγώνα εναντίον του ISIS. Αναθέτει στη Ρωσία την κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Ακούγιου και την ανακατασκευή του λιμανιού της Μερσίνης. Και τέλος, κάνει ανατολίτικα παζάρια προκειμένου να συναινέσει στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία μπορεί να παραμένει κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά συμπεριφέρεται, πλέον, ως αδέσμευτη και όχι ως συμμαχική χώρα.
Απέναντι σε αυτή την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως έκαναν ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Η ίδια η Αμερική διεύρυνε τη στρατιωτική της παρουσία στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία.
Δεν υπάρχει όμως συνολική στρατηγική απέναντι σε μια Τουρκία, που αντιμετωπίζει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις αλά καρτ, απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα άλλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και κατέχει έδαφος ευρωπαϊκού κράτους-μέλους.
Η πολιτική του κατευνασμού, που ακολουθούν οι χώρες της Δύσης απέναντι στην Τουρκία, δεν πρόκειται να την επαναφέρει σε δυτική τροχιά. Αντίθετα, φέρνει το παιχνίδι στα μέτρα της Τουρκίας, δηλαδή σε ένα ατελείωτο ανατολίτικο παζάρι. Η Δύση πρέπει να αλλάξει υπόδειγμα στρατηγικής απέναντι στη νέα Τουρκία.

Πρώτη δημοσίευση: ΒΗΜΑ της Κυριακής

Ιανός

Ιανός

Η Τουρκία θυμίζει τον Θεό των Ρωμαίων, τον Ιανό. Αμφίσημη, με δυο πρόσωπα. Το ένα στραμμένο προς τη Δύση, το άλλο προς την Ανατολή. Μουσουλμανική χώρα αλλά κοσμική δημοκρατία, μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Αυτή ήταν και η χρησιμότητα της για τη Δύση, πέρα από τη γεωπολιτική της σημασία. Στην οριενταλιστική αντίληψη πολλών δυτικών για τον εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής η Τουρκία λειτουργούσε ως αρχετυπικό παράδειγμα. Ως εξαγώγιμο μοντέλο.

Για αρκετό καιρό η Δύση θεώρησε ότι στο πρόσωπο του Ερντογάν είχε βρει τον εκφραστή αυτής της πολιτικής. Ο Ερντογάν, με άλλοθι την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, και όχημα τον συνεπαγόμενο εκδημοκρατισμό, αντιπαρατέθηκε με σφοδρότητα με το ancien regime. Με κοινωνική ατζέντα, λαϊκίστικη ρητορική, και με την οικονομία να αναπτύσσεται ραγδαία, κέρδισε διαδοχικές μάχες από το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο. Συγκεντρώνοντας την εξουσία στα χέρια του. Στην πορεία εξουδετέρωσε όποιον αντιτάχθηκε στα σχέδια του η αμφισβήτησε τη κυριαρχία του. Από τον Γκιούλ, τον Φετουλάχ Γκιουλέν, μέχρι το Νταβούτογλου. Όταν κυριάρχησε έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαική πορεία της Τουρκίας. Και έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή ισλαμική ατζέντα. Βάζοντας τη Τουρκία, προοδευτικά, σε τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.

«Η δημοκρατία είναι μόνο το τρένο στο οποίο επιβιβαζόμαστε μέχρι να φτάσουμε στο στόχο μας», είπε ο Ερντογάν για όσους άκουγαν. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, οι πιστοί οι στρατιώτες μας».

Η ισλαμική αυτή ατζέντα δεν περιορίστηκε στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Καθόρισε και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Με την Τουρκία να εγείρει ηγετικές αξιώσεις στον ισλαμικό κόσμο, αναπτύσσοντας έντονη αντισημιτική και αντιαμερικανική ρητορική. Ενώ ανεχόταν η συνέπλεε με τζιχαντιστικές οργανώσεις. Η Τουρκία σταδιακά αποξενώθηκε από τις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή της προοπτική έμεινε στάσιμη, και η στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ διερράγη. Αυτά όλα είχαν συμβεί πριν το πραξικόπημα.

Μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν έχει κλιμακώσει τους λεονταρισμούς του εναντίον των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενώ, μετά από μια θεαματική αναδίπλωση, φαίνεται να συμπτύσσει μια ανίερη συμμαχία με τη Ρωσία. Οι συνέπειες της μεταστροφής του Ερντογάν θα εξαρτηθούν από το αν αυτή έχει τακτικό η στρατηγικό χαρακτήρα. Η Ουάσιγκτον πάντως, για κάθε ενδεχόμενο, ετοιμάζει εναλλακτικά σχέδια για τη βάση του Ιντσιρλίκ.

Η Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους, αντιμετώπισε την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας στο Αιγαίο, αλλά και το Κυπριακό, μέσα από την προοπτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Η προοπτική αυτή απομακρύνεται. Και, εκ των πραγμάτων γεννάται η ανάγκη επανασχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η κρίση των δημοκρατιών

Η κρίση των δημοκρατιών

Το 1975 μια τριμερής επιτροπή επιστημόνων από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, με επικεφαλής τον Χάντινγκτον, συνέταξε ένα πόρισμα για τα αίτια της κρίσης των δυτικών δημοκρατιών. Στη δεκαετία του 1970 οι δυτικές δημοκρατίες αντιμετώπιζαν τη πετρελαϊκή κρίση και τη μάστιγα του πληθωρισμού. Στην Αμερική και στη Βρετανία ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε διψήφια ποσοστά, ενώ στη Βραζιλία και στη Τουρκία σε τριψήφια. Αγγίζοντας το 200%. Αλλά δεν ήταν μόνο τα οικονομικά προβλήματα. Οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι μια σειρά από παθογένειες και χρονίζοντα προβλήματα δημιουργούσαν δυσλειτουργίες και, τελικά, μια κρίση νομιμοποίησης στις δυτικές δημοκρατίες. Και επεσήμαιναν επιτακτικά την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.

Τι συνέβη τελικά; Οι πολιτικές του τότε διοικητή της FED, του Paul Volcker αποκλιμάκωσαν τον πληθωρισμό. Άλλες Κεντρικές Τράπεζες ακολούθησαν και σιγά-σιγά το πρόβλημα του πληθωρισμού αντιμετωπίστηκε. Η επανάσταση στην πληροφόρηση, το ίντερνετ, και η παγκοσμιοποίηση έφεραν ένα νέο κύκλο ανάπτυξης. Μια δεκαετία αργότερα, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνισμού έφερε ευφορία στις δυτικές δημοκρατίες. Τα προβλήματα ξεπεράστηκαν χωρίς να αντιμετωπιστούν. Η ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις εκτοπίστηκε από τον πυρετώδη ρυθμό της εξάπλωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού σ’όλο τον πλανήτη. Η παγκοσμιοποίηση άνοιξε νέες αγορές και έδωσε φθηνά εργατικά χέρια. Αυτές ήταν οι ευκαιρίες. Μια γενιά μετά βλέπουμε την άλλη όψη του νομίσματος. Οι θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα συμπιέστηκαν. Από την Αμερική μέχρι την Ευρώπη όλοι ξόδευαν περισσότερα από όσα παρήγαγαν και κάλυπταν τη διαφορά με δανεικά.

Σήμερα οι δυτικές δημοκρατίες είναι σε αναβρασμό. Η Ιαπωνία έχει αλλάξει εννιά πρωθυπουργούς σε δέκα χρόνια και βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο παρακμής. Έπεσε στην 24η θέση στη παγκόσμια κατάταξη χωρών με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα. Η κοινωνία της γερνάει και το πολιτικό της σύστημα είναι κατακερματισμένο και σε παράλυση.

Η αμερικανική οικονομία σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά η ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών και αντιμετώπισης των ανισοτήτων είναι μεγάλη.

Και στην Ευρώπη, παρά το συνολικό πλούτο, οι ανισότητες έχουν αυξηθεί ραγδαία. Από το 2006 μέχρι το 2011, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ανισότητες αυξήθηκαν περίπου στα δύο τρίτα του συνόλου των ευρωπαϊκών χωρών. Και ένας στους επτά ευρωπαίους πολίτες είναι αντιμέτωπος με το φάσμα της φτώχειας.

Οι ανισότητες, η ανεργία, τα μεταναστευτικά ρεύματα, η παγκοσμιοποίηση, επιτείνουν την ανασφάλεια των πολιτών και την κρίση νομιμοποίησης των δημοκρατιών. Ένα τοξικό μίγμα που οδηγεί στην άνοδο ακραίων πολιτικών σχηματισμών και στον λαϊκισμό αριστερής και δεξιάς κοπής. Αν και, συνήθως, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, το σκηνικό θυμίζει τη δεκαετία του 1930.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η σύγκρουση των πολιτισμών

Η σύγκρουση των πολιτισμών

Στον απόηχο του τέλους του Ψυχρού Πολέμου πολλοί είδαν να ανατέλλει ένας όμορφος ειρηνικός κόσμος. Ένας πλανήτης, όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία και η ελεύθερη αγορά θα εξαπλώνονταν παντού μέσα από την ισοπεδωτική δύναμη των δικτύων της τεχνολογίας. Μια ουτοπική ελεγεία για το Τέλος της Ιστορίας. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Πολύ απλά γιατί λησμόνησαν την παράμετρο του πολιτισμού. Αυτή που, κατά τον Μοντεσκιέ, διαμορφώνει τα πολιτικά συστήματα και δεν διαμορφώνεται από αυτά. Σήμερα, μετά από μια μακρά μεταβατική περίοδο, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν άλλο κόσμο. Έχουμε επιστρέψει στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Ρωσία και Κίνα έχουν ενσωματώσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το πολιτικό τους σύστημα, όμως, παραμένει κλειστό. Ολιγαρχικό και αυταρχικό. Οι αυταρχικοί ολιγάρχες, όμως, χρησιμοποιούν την ανάκαμψη της δύναμής τους για να αυξήσουν την επιρροή τους στο ημισφαίριό τους και στον κόσμο. Ένας νέου τύπου Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στη Δύση και στα ολιγαρχικά αυταρχικά κράτη είναι στα σκαριά.

Εκεί, όμως, που οι διαχωριστικές γραμμές χαράσσονται πια με αιματηρές συγκρούσεις είναι ανάμεσα στη Δύση και στο Ισλάμ. Μια διαλεκτική του αίματος που κλιμακώθηκε μετά τη φρικιαστική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Τότε οι νεοσυντηρητικοί αποφάσισαν να επιβάλλουν τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή αντί να περιμένουν την εξάπλωσή της. Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή. Ο περίφημος εκδημοκρατισμός της περιοχής οδήγησε στην άνοδο ακραίων ισλαμικών δυνάμεων. Και έτσι η Αραβική Άνοιξη μετατράπηκε σε Αραβικό Χειμώνα. Σεχταριστικές διαμάχες σε όλη τη Μέση Ανατολή και ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμικού στοιχείου. Αλλά το πιο ανησυχητικό είναι η εδραίωση του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού κράτους σε εδάφη του Ιράκ και στο 50% των εδαφών της Συρίας. Αντί για κράτη που υποθάλπουν την τρομοκρατία, έχουμε πια ένα «κράτος τρομοκράτη». Που διαθέτει στρατό, τανκς, εδάφη και πετρελαιοπηγές και απειλεί ευθέως τον πολιτισμένο κόσμο.

Η σύγκρουση Δύσης και Ισλάμ επαναφέρει με έναν ακραίο τρόπο τη βασική συνιστώσα του πολιτισμού στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Η αντιπαράθεση αυτή δεν θα είναι εύκολη. Ούτε ειρηνική. Θα απαιτήσει αλλαγή στρατηγικής από τη Δύση και ολική αναδιάταξη της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει αποδοχή της ορθότητας της Ρωσικής πολιτικής στη Συρία. Η αντιμετώπιση της ακραίας ισλαμικής απειλής περνάει μέσα από τη δύσπεπτη συνεννόηση με τους αυταρχικούς ολιγάρχες της Ρωσίας και της Κίνας. Αυτό, όμως, υπαγορεύει ο ρεαλισμός. Αλλιώς να είμαστε έτοιμοι να συμβιβαστούμε με τις εικόνες των αποκεφαλισμών, της καταστροφής μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς όπως η Παλμύρα, και το φόρο αίματος από τρομοκρατικές επιθέσεις στις πρωτεύουσές μας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”