Η κρίση στη Μέση Ανατολή και ο Ερντογάν

Η κρίση στη Μέση Ανατολή και ο Ερντογάν

Το πογκρόμ των Ισραηλινών αμάχων από τη Χαμάς δεν ήταν απλά ένα αποτρόπαιο τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα. Είχε πολλαπλές στοχεύσεις. Να ακυρώσει τις συνθήκες του Ισραήλ με τα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέϊν (Abraham Accords) και να εκτροχιάσει την κυοφορούμενη συμφωνία του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία. Να επαναχαράξει τις ενδοαραβικές ισορροπίες αλλά και τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι δεν αρκούσε ένα τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα. Χρειαζόταν ένα χτύπημα που θα άνοιγε την πόρτα του φρενοκομείου. Που θα επηρέαζε τον ορθολογισμό, τη σκέψη, την κρίση, την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του αντιπάλου. Ένα χτύπημα που θα έκανε την οργή κατευθυντήρια της απόφασης, που θα παρέσυρε σε δυσανάλογη απάντηση, που τελικά θα στρέβλωνε την πολιτική του Ισραήλ αποβαίνοντας μοιραία για τα ίδια τα συμφέροντά του. Ένα χτύπημα που μοιραία θα οδηγούσε σε γενικευμένη ανάφλεξη.
Το πογκρόμ της εβδόμης Οκτωβρίου έπληξε την αποτρεπτική αξιοπιστία της κρατικής οντότητας του Ισραήλ, θρυμμάτισε το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και αμφισβήτησε το raison d’ être του. Ιδιαίτερα με την ιστορική ιδιαιτερότητα του Ισραήλ που συγκροτήθηκε σε κράτος για να αποκτήσει ο ισραηλινός λαός πατρίδα και να αποφευχθεί ένα νέο Ολοκαύτωμα, ένα τέτοιο πογκρόμ. Η τιμωρία των ενόχων ήταν, υπό αυτήν την έννοια, δικαίωμα και υποχρέωση. Μόνο που η τιμωρία της Χαμάς, μιας οργάνωσης που δρα και κρύβεται μέσα σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή μετατρέποντας τους αμάχους σε ασπίδα της, είναι αδύνατο να συμβεί χωρίς αθώα θύματα. Οι βομβαρδισμοί σε κατοικημένη περιοχή και η μαζική εκκένωση του βόρειου τμήματος της λωρίδας της Γάζας δημιούργησαν ήδη μια ανθρωπιστική κρίση. Το πρώτο θύμα του θύματος, όπως θα έλεγε ο Edward Said, είναι οι Παλαιστίνιοι άμαχοι στη λωρίδα της Γάζας.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, για πρώτη φορά δημόσια, παραδέχθηκε πως η οργή από τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου οδήγησε την Αμερική σε λάθη. Και προσπάθησε να νουθετήσει την ηγεσία του Ισραήλ να μην παρασυρθεί από την οργή και να αποφύγει ενέργειες που θα οδηγούσαν σε ευρύτερη ανάφλεξη, ριζοσπαστικοποίηση της κοινής γνώμης των αραβικών κρατών και θα έφερναν το Ισραήλ αντιμέτωπο με την διεθνή κατακραυγή. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ έστειλαν δύο αεροπλανοφόρα στην περιοχή για να αποτρέψουν την κλιμάκωση στέλνοντας ισχυρά μηνύματα σε Ιράν και Χεζμπολλάχ. Τα όρια της αμερικανικής προσπάθειας διαμεσολάβησης, όμως, φάνηκαν από το ναυάγιο της τετραμερούς συνάντησης ΗΠΑ, Ιορδανίας, Αιγύπτου και Παλαιστινίων. Και όλα αυτά πριν καν αρχίσει η χερσαία επέμβαση στη Γάζα, που αναπόφευκτα θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου.
Η πρώτη χώρα που στράφηκε κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ, πέρα από την αναμενόμενη αντίδραση πολλών αραβικών κρατών, ήταν η Τουρκία. Ο Ερντογάν εγκατέλειψε ασμένως τη μετεκλογική δυτική στροφή του και την επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ σε μια προσπάθεια να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο όπως στο Ουκρανικό. Ο λαϊκισμός, όμως, διά του οποίου μπόλιασε την τουρκική κοινή γνώμη με αντιαμερικανισμό και αντισημιτισμό τον τραβάει σε πιο ακραίες θέσεις καθώς όλα αυτά έχουν ένα εσωτερικό ακροατήριο. Αυτό δύσκολα τον καθιστά έναν “έντιμο διαμεσολαβητή”. Πέραν του ότι το Ισραήλ εμπιστεύεται την Αίγυπτο, την Ιορδανία ή το Κατάρ παρά τον Ερντογάν για έναν τέτοιο ρόλο.
Η συμπεριφορά του Ερντογάν αναδεικνύει, για άλλη μία φορά, τα όρια της στρατηγικής της Δύσης απέναντι στην Τουρκία και την ανάγκη αλλαγής υποδείγματος. Και για την Ελλάδα αναδεικνύει το ερώτημα κατά πόσο ο εξελισσόμενος διάλογος γίνεται με έναν αξιόπιστο συνομιλητή που σέβεται το “pacta sunt servanda.”

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο”, 21 Οκτ. 2023

Ο διπλωματικός ορίζοντας των ελληνοτουρκικών

Ο διπλωματικός ορίζοντας των ελληνοτουρκικών

Σε μια σπάνια ιστορική σύμπτωση ολοκληρώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα ένας εκλογικός κύκλος σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο. Και στις τρεις χώρες έχουμε ισχυρές κυβερνήσεις με νωπή λαϊκή εντολή και καθαρό ορίζοντα διακυβέρνησης. Η συγκυρία αυτή γεννάει προσδοκίες για βελτίωση των σχέσεων ιδιαίτερα μετά την ύφεση που έφερε ο φονικός σεισμός στην Τουρκία. Δημιουργεί επίσης τις κατάλληλες συνθήκες για διπλωματικές πρωτοβουλίες. Εταίροι και σύμμαχοί μας εμφανίζονται επισπεύδοντες για μια συνολική διευθέτηση που θα παγιώσει τη σταθερότητα στο τρίγωνο αυτό της Ανατολικής Μεσογείου για γεωπολιτικούς, ενεργειακούς και οικονομικούς λόγους. Ολα αυτά, μαζί με την επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, στο παρασκήνιο της συνόδου του ΝΑΤΟ, δημιουργούν αισιοδοξία και προσδοκίες.

Οι πλανητικές εξελίξεις, όμως, αλλά και οι ευρύτερες ισορροπίες στην περιοχή δεν δικαιολογούν ούτε αισιοδοξία ούτε εφησυχασμό.

Οι ΗΠΑ από το φθινόπωρο εισέρχονται σε έναν εκλογικό κύκλο που μπορεί να είναι το ριμέικ του 2019. Με τον Τραμπ υπόδικο και τον Μπάιντεν σε προχωρημένη ηλικία ελλοχεύει ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Μια Αμερική σε εσωστρέφεια λόγω μιας ακόμη κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, και με το Ουκρανικό ανοιχτό, είναι αμφίβολο αν μπορεί να εστιάσει στη διευθέτηση περιφερειακών διενέξεων που χρονίζουν.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση, επίσης απορροφημένη από τον ουκρανικό πόλεμο, μόνο υποστηρικτικό ρόλο φαίνεται να μπορεί να διαδραματίσει σε μια ενδεχόμενη διπλωματική πρωτοβουλία προερχόμενη από τις ΗΠΑ.

Μια διπλωματική πρωτοβουλία της Δύσης, πέραν από την παγίωση της σταθερότητας, στην ευρύτερη περιοχή έχει και μια επιπλέον στόχευση. Την επαναφορά της Τουρκίας σε δυτική τροχιά και την επανασύσφιξη των σχέσεων Τουρκίας – ΗΠΑ.

Η τουρκική εξωτερική πολιτική, όμως, μετά την επανεκλογή Ερντογάν εμφανίζει τα πάγια χαρακτηριστικά των τελευταίων χρόνων.

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η αποδυτικοποίησή της. Η Τουρκία θεωρεί ότι οι γεωπολιτικές συνθήκες και απειλές που επέβαλαν την πλήρη ενσωμάτωσή της στη Δύση έχουν εκλείψει προ πολλού. Η ευρωπαϊκή ενταξιακή της προοπτική έχει επίσης ενταφιαστεί προ πολλού. Απέναντι στη Δύση, πλέον, η Τουρκία συμπεριφέρεται με όρους παζαριού και συναλλαγής παρά συμμάχου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στάση της στη νατοϊκή ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Η απαγκίστρωση της Τουρκίας από τη Δύση τη φέρνει κοντύτερα σε αναθεωρητικές μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα, με τις οποίες συνάπτει παντός είδους συμφωνίες.

Το δεύτερο είναι η νεοοθωμανική αναθεωρητική και  επεκτατική πολιτική της. Η Τουρκία συμπεριφέρεται σε επίπεδο συμβολισμών και πολιτικής ως αναθεωρητική περιφερειακή δύναμη με προβολή ισχύος και επιρροής στην εγγύς περιφέρειά της. Επιχειρεί να διαδραματίσει περιφερειακό ρόλο που πολλές φορές αποκλίνει από τα συμφέροντα της Δύσης και απειλεί τη σταθερότητα στην περιοχή.

Τρίτον, η εκδίπλωση της εξωτερικής της πολιτικής και των στόχων της γίνεται περισσότερο με όρους ισχύος και απειλής χρήσης βίας παρά με όρους διπλωματίας και διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία συμπεριφέρεται περισσότερο ως Χομπσιανή παρά ως Καντιανή δύναμη. Και θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος επεισοδίου ή ανάφλεξης παραμένει υψηλός πριν, κατά τη διάρκεια, και ιδιαίτερα μετά από έναν άκαρπο διάλογο.

Η στρατηγική τοποθέτηση της ερντογανικής Τουρκίας στις νέες πλανητικές ισορροπίες δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την επανένταξη της Τουρκίας στους δυτικούς σχεδιασμούς. Και η αναθεωρητική της πολιτική δεν αφήνει αισιοδοξία για την επιτυχία των όποιων διπλωματικών πρωτοβουλιών στην περιοχή.

Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Προέχει η συνεχής ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος και η διπλωματική προβολή πως οτιδήποτε έχει να κάνει με κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας είναι μη διαπραγματεύσιμο. Πέραν της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ και μιας δίκαιας και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση για άλλα θέματα.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 8 Ιουλίου 2023

Τεταμένο το κλίμα λίγο πριν από τις κάλπες στην Τουρκία

Τεταμένο το κλίμα λίγο πριν από τις κάλπες στην Τουρκία

Συνέντευξη στην τηλεόραση της ΕΡΤ, στην εκπομπή ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ

Κ. Αρβανιτόπουλος και Χρ. Τεάζης μιλούν για την επόμενη ημέρα των εκλογών

Λίγα εικοσιτετράωρα απέμειναν από τις τουρκικές εκλογές που θα κρίνουν αν θα παραμείνει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πρόεδρος στην πολυπληθή χώρα ή εάν τη διακυβέρνηση θα αναλάβει η συμμαχία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Δείτε εδώ το απόσπασμα της συνέντευξης

Σχολιάζοντας το περιεχόμενο της συνέντευξης που παραχώρησε ο Ταγίπ Ερντογάν στην εφημερίδα «Καθημερινή» όπου δήλωσε ότι οι εκλογές είναι ευκαιρία να γίνουν η αρχή μιας νέας εποχής για Ελλάδα και Τουρκία ο κ. Αρβανιτόπουλος είπε ότι είναι «τα απόνερα αυτού του μορατόριουμ που δημιουργήθηκε λόγω του καλού κλίματος μετά τον σεισμό» εκτιμώντας παράλληλα ότι «ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας αλλά και η επεκτατικότητα είναι πλέον δομικά στοιχεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής»

Πρόσθεσε μάλιστα ότι ο Ερντογάν λέει να συνεχιστεί το καλό κλίμα, αλλά ουσιαστικά όταν οι δηλώσεις του υπουργού των Εξωτερικών αλλά και του υπουργού της Άμυνας μιλούν για για την κυριαρχία στα ελληνικά νησιά, γίνεται αντιληπτό ότι «το καλό κλίμα κατά τους Τούρκους και την σημερινή ηγεσία μπορεί να διατηρηθεί μόνο εάν η Ελλάδα κάνει σαφείς υποχωρήσεις στα δικά της κυριαρχικά δικαιώματα, κάτι το οποίο όπως φάνηκε και από την συζήτηση όλων των πολιτικών αρχηγών. Αυτό είναι προφανές ότι η Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδεχθεί».

Αναλύοντας τη σημασία των τουρκικών εκλογών ο κ. Αρβανιτόπουλος επισήμανε ότι το διακύβευμα των προεδρικών εκλογών της 14ης Μαΐου έχει πολύ μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, γιατί ανεξάρτητα από την έκβασή της είναι προφανές ότι κερδίσει ή χάσει ο Ερντογάν, βλέπουμε την αρχή του τέλους της εποχής Ερντογάν και το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα διεξαχθεί και πώς θα καταλήξει αυτή η εκλογική αναμέτρηση.

Ο κ. Αρβανιτόπουλος αναφέρθηκε και στην παρέμβαση του Ρόμπερτ Μενέντεζ για το μπλόκο στην αγορά αμερικανικών F-16 από την Άγκυρα λέγοντας ότι «ο Μενέντεζ και η αμερικανική κυβέρνηση έχουν σημαντικές αιτιάσεις απέναντι στην τουρκική εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα όπως διαμορφώνονται από το καθεστώς Ερντογάν. Και οι αιτιάσεις αυτές έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά της Τουρκίας σε έναν αριθμό θεμάτων και όσον αφορά την πολιτική της απέναντι στη Ρωσία». Και όπως συμπλήρωσε «πλέον έχουμε δομικά ζητήματα στη διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που διαπερνούν οριζόντια τα κόμματα».

Πηγή: Συνδέσεις | ΕΡΤ

Η “Αδέσμευτη” Σύμμαχος της Δύσης

Η “Αδέσμευτη” Σύμμαχος της Δύσης

Στον διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, όμως, πλέον καταρρεύσει. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απεξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με τη μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Η Ερντογανική Τουρκία, ολοένα και πιο αυταρχική, αναθεωρητική και επεκτατική απειλεί τη σταθερότητα στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή. Και σειρά πολιτικών του Ερντογάν, αντιτίθενται ευθέως στα δυτικά συμφέροντα.
Η Τουρκία αρνήθηκε να διευκολύνει τους Αμερικανούς ανοίγοντας βόρειο μέτωπο στον πόλεμο του Ιράκ. Αγοράζει οπλικά συστήματα από τη Ρωσία που δημιουργούν ζητήματα ασφάλειας για τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Αρνείται να συνταχθεί με τη Δύση στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία για το Ουκρανικό. Συνάπτει συμφωνίες με τη Ρωσία που θα την καταστήσουν ενεργειακό κόμβο του ρωσικού φυσικού αερίου στην περιοχή. Προσεγγίζει το καθεστώς Άσαντ, με τη διαμεσολάβηση των Ρώσων και την υποστήριξη του Ιράν, με κοινό στόχο τους Κούρδους της Συρίας που συνέβαλαν στον αγώνα εναντίον του ISIS. Αναθέτει στη Ρωσία την κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Ακούγιου και την ανακατασκευή του λιμανιού της Μερσίνης. Και τέλος, κάνει ανατολίτικα παζάρια προκειμένου να συναινέσει στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία μπορεί να παραμένει κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά συμπεριφέρεται, πλέον, ως αδέσμευτη και όχι ως συμμαχική χώρα.
Απέναντι σε αυτή την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως έκαναν ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Η ίδια η Αμερική διεύρυνε τη στρατιωτική της παρουσία στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία.
Δεν υπάρχει όμως συνολική στρατηγική απέναντι σε μια Τουρκία, που αντιμετωπίζει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις αλά καρτ, απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα άλλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και κατέχει έδαφος ευρωπαϊκού κράτους-μέλους.
Η πολιτική του κατευνασμού, που ακολουθούν οι χώρες της Δύσης απέναντι στην Τουρκία, δεν πρόκειται να την επαναφέρει σε δυτική τροχιά. Αντίθετα, φέρνει το παιχνίδι στα μέτρα της Τουρκίας, δηλαδή σε ένα ατελείωτο ανατολίτικο παζάρι. Η Δύση πρέπει να αλλάξει υπόδειγμα στρατηγικής απέναντι στη νέα Τουρκία.

Πρώτη δημοσίευση: ΒΗΜΑ της Κυριακής

Η Τουρκία σιγά σιγά έχει αποκόψει τον ομφάλιο λώρο από τη Δύση

Η Τουρκία σιγά σιγά έχει αποκόψει τον ομφάλιο λώρο από τη Δύση

Συνέντευξη στο Πρώτο Πρόγραμμα και στη δημοσιογράφο Ε. Μπαλτατζή

Η Αμερική έχει μια κρίση στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία, έχει μια στρατηγική αμηχανία, γιατί ουσιαστικά μεταχειρίζεται τα ίδια εργαλεία απέναντι στην Τουρκία, τα οποία χρησιμοποιούσε κατά την περίοδο του διπολικού Ψυχρού πολέμου. Τότε όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τότε η Τουρκία εξαρτιόταν απόλυτα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ για την ασφάλειά της απέναντι στην κραταιά Σοβιετική Ένωση, όμως σήμερα δεν είναι η ίδια Τουρκία.

Η Τουρκία σιγά σιγά έχει αποκόψει τον ομφάλιο λώρο από τη Δύση, θεωρεί το τουρκικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής, ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Είμαστε σε έναν πολυκεντρικό κόσμο, συνεπώς δεν εξαρτάται πλέον από τη Δύση και ουσιαστικά κορφολογεί από όλες τις μεγάλες δυνάμεις του συστήματος, κάποτε από τη Ρωσία, κάποτε από την Κίνα, κάποτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να προωθεί τα δικά της συμφέροντα. Και ποια είναι τα δικά της συμφέροντα; Ένας αχαλίνωτος αναθεωρητισμός και επεκτατισμός. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, η Τουρκία που έχουμε απέναντί μας και έχει απέναντί της η Δύση, προβάλλει και ουσιαστικά φέρνει στο τραπέζι το παλιό Ανατολικό ζήτημα με μια άλλη μορφή.

Αυτό λοιπόν, οι Αμερικανοί σύμμαχοι και φίλοι μας δεν το έχουν νομίζω κατανοήσει επαρκώς. Θεωρούν ότι προσπαθώντας να κρατήσουν την Τουρκία σε μια δυτική τροχιά, προσπαθώντας ουσιαστικά οι Αμερικανοί να την έχουν από κοντά, ουσιαστικά θα την κρατάνε σε μια τροχιά γύρω από τη Δύση και θεωρούν επίσης, θεωρώ πάλι εσφαλμένα, ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο η Τουρκία και η τουρκική εξωτερική πολιτική στο σύνολο όσο ο Ερντογάν.

Η στάση Μενέντεζ «είναι η σωστή στάση».

Δεν μπορείς να επιβραβεύσεις τον αντιαμερικανισμό του Ερντογάν. Δεν μπορείς να επιβραβεύεις τον αναθεωρητισμό του Ερντογάν. Δεν μπορεί να επιβραβεύεις τον επεκτατισμό του Ερντογάν. Δεν μπορείς να επιβραβεύεις το γεγονός ότι κατ’ ουσίαν, έχει εξοντώσει τους Κούρδους, οι οποίοι αποτέλεσαν “το εργαλείο” για τον αγώνα κατά του ISIS και να έρχεσαι εσύ να επιβραβεύεις για όλα αυτά για όλη αυτή την πολιτική που ακολουθεί. Αυτό που κάνει η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, το εκτελεστικό κομμάτι της, ως την «παλιά πεπατημένη, δηλαδή ότι να προσπαθούμε να αγκαλιάσουμε την Τουρκία, να την κρατήσουμε σε τροχιά γύρω από τη Δύση, δηλαδή να πάρουμε ό,τι μπορούμε από την Τουρκία, ακριβώς γιατί η γεωπολιτική της θέση είναι σημαντική.

Όλη αυτή η νεο-οθωμανική επεκτατική αναθεωρητική πολιτική νομίζω ότι ουσιαστικά έχει καταστρέψει πολλά ερείσματα της Τουρκίας στη Δύση. Θεωρώ η εικόνα της έχει πληγεί. Η Αμερική μπορεί να προσπαθεί να κρατήσει την Τουρκία όσο μπορεί, αλλά ουσιαστικά υλοποιεί ένα εναλλακτικό σχέδιο και αυτό είναι ότι η Ελλάδα πια γίνεται ο προμαχώνας της Δύσης, γι’ αυτό και η αναβάθμιση της στρατηγικής της σχέσης με την χώρα μας και η αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών στην επικράτειά μας.

Αναφορικά με την επικείμενη συνάντηση Τσαβούσογλου – Μπλίνκεν στις 18 Ιανουαρίου στην Ουάσινγκτον, αναμένεται ένα “ανατολίτικο παζάρι” από τη μεριά του Τσαβούσογλου. Δηλαδή αυτό που έκαναν οι Τούρκοι ως επιτήδειοι ουδέτεροι, να είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, όπως κάνουν και με το ουκρανικό. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, προσδοκώντας να κορφολογήσουν και από τις δύο πλευρές οφέλη για την Τουρκία. Αυτό θα ακούσετε από τον Τσαβούσογλου. Από την άλλη πλευρά όμως, η πολιτική ουσία μένει γιατί δεν πρέπει να ακούμε τι θα πουν, αλλά να δούμε τι θα κάνουν. Και αυτό είναι η συμβουλή προς τους Αμερικανούς συμμάχους και φίλους μας, ότι δεν πρέπει να ακούν τι λένε, πρέπει να δουν τι κάνουν και στο τέλος της διαδρομής εάν η Τουρκία θα ευθυγραμμιστεί με τη συμμαχία. Αυτό είναι το τελικό κριτήριο και όσο δεν ευθυγραμμίζεται, υποθέτω ότι ο Μενέντεζ θα κρατήσει αυτή τη στάση την οποία κρατά.

Πηγή: www.ertnews.gr

Ο Ερντογάν έχει κάνει την Τουρκία ισλαμικό κράτος

Ο Ερντογάν έχει κάνει την Τουρκία ισλαμικό κράτος

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φτάσει για πρώτη φορά στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία είναι ένας αναξιόπιστος εταίρος» είπε στις «Συνδέσεις» ο κ. Αρβανιτόπουλος επισημαίνοντας ότι το κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής στην Αμερική θα κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει την Τουρκία σε τροχιά γύρω από τη Δύση.

Στον απόηχο της χθεσινής συνάντησης του Τούρκου προέδρου με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και της σθεναρής αντίστασης του γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντεζ στο αίτημα για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 ο κ. Αρβανιτόπουλος εξήγησε γιατί η Άγκυρα έχει μια ανοχή από τη Δύση.

«Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η Τουρκία πουλάει τη γεωπολιτική της θέση, dηλαδή είναι ένας “γεωπολιτικός μεντεσές” που συνδέει τρία περιφερειακά υποσυστήματα με μια μεγάλη χώρα σε μια κρίσιμη περιοχή και αυτό πουλάει προς τη Δύση. Από την άλλη πλευρά όμως και η Δύση δεν είναι διατεθειμένη να ανεχθεί αυτή την ακραία αναθεωρητική και επεκτατική στάση που έχει προς την Ελλάδα, αλλά και γενικότερα τη στάση της σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα όπως το Ουκρανικό», πρόσθεσε ο κ. Αρβανιτόπουλος.

Σχολιάζοντας την αιφνιδιαστική συνάντηση μεταξύ του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν με τον Ιμπραχίμ Καλίν, Επικεφαλή Σύμβουλο του προέδρου της Τουρκίας ο κ. Αρβανιτόπουλος ανέφερε ότι έγινε για να διευθετηθούν εκκρεμή θέματα μεταξύ των δύο χωρών.

Μιλώντας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που έχει επέλθει στην τουρκική κοινωνία δήλωσε ότι «ο Ερντογάν έχει στρέψει την Τουρκία σε ένα ισλαμικό κράτος και αυτό δύσκολα πια αλλάζει».

Συμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα, πλέον υπάρχει ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που δεν θα αλλάξει με την έξοδο του Ερντογάν από την εξουσία τονίζοντας ότι η Άγκυρα εκτιμά ότι δεν την συμφέρει να εξαρτάται από τη Δύση.

«Η Τουρκία ετοιμάζει πάρα πολύ μεθοδικά για επί σειρά ετών τα επόμενα της βήματα. Το Κυπριακό δεν το έκανε το ’74, το ετοίμαζε τη δεκαετία του ’60. Από το ’74 και μετά βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας μια ακραία αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική, η οποία δεν είναι μόνο σε ρητορικό επίπεδο, εκτός αν συνηθίσουμε πια τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, την απλοποίηση του μεταναστευτικού, το casus belli και ούτω καθεξής. Δηλαδή τοις πράγμασι αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και αυτή τη στιγμή έχει πάει σε μια τέτοια ακραία κλιμάκωση που είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως μπορεί να αναδιπλωθεί. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και πολύ προσεκτικοί», σχολίασε ο κ. Αρβανιτόπουλος.

Aπό την πλευρά του ο κ. Αρβανιτόπουλος προσέθεσε ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει σε ένα βαθμό τη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας.

Δείτε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη:

Πηγή: Συνδέσεις | ΕΡΤ

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

H προβολή ηγεμονικής και επεκτατικής πολιτικής από την Τουρκία προκαλεί ευρύτερη αστάθεια και αναβιώνει το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα.
Στον 19ο αιώνα το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής. Η επικείμενη κατάρρευση και ο διαμελισμός της απασχολούσαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε από μια σειρά πολέμους και συνθήκες. Με την συνθήκη της Λωζάνης συντελέστηκε η γενέθλια πράξη του διάδοχου τουρκικού κράτους.

Μετά την καταστροφή του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου ήρθε και η παρακμή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στο νέο διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου που ανέτειλε, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική, είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.

Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η Τουρκία ήταν, πλέον, ένας “γεωοπολιτικός μεντεσές” που συνέδεε την περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας και τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές χώρες, με την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.

Την αρχιτεκτονική αυτή ακολούθησαν απρόθυμα οι Ευρωπαίοι και, αρχικά, και η Τουρκία. Με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι οι δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, δηλαδή η Ευρώπη αλλά και η Τουρκία, δεν επιθυμούσαν την ένταξη. Είχαν, για διαφορετικούς λόγους, μια εργαλειακή αντίληψη για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας που θα κατέληγε, ενδεχομένως, σε μια ειδική σχέση.

Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, πλέον, καταρρεύσει. Τόσο λόγω των αλλαγών στο διεθνές σύστημα, όσο και λόγω των εσωτερικών αλλαγών στην Τουρκία. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τους περιορισμούς της δυτικής ορθοδοξίας. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με την μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Παράλληλα, οι εσωτερικές εξελίξεις και ο κοινωνικός μετασχηματισμός που έφερε ο Ερντογάν άνοιξαν στην Τουρκία άλλους ορίζοντες. Η Ερντογανική Τουρκία, με την πάροδο του χρόνου, άλλαξε ταυτότητα και πολιτική. Από κοσμικό δυτικόστροφο κεμαλικό κράτος, απέκτησε ισλαμική ταυτότητα και νεοοθωμανικές βλέψεις μεγάλης δύναμης.

Η νέα Τουρκία θέλει να σπάσει και τα τελευταία δεσμά του κεμαλισμού. Τις συνθήκες που περιορίζουν την επιρροή της και την επικράτεια της. Η Τουρκία προβάλει ηγεμονικές επιδιώξεις και εγείρει αξιώσεις στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.

Οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσταθεροποιούν την περιοχή και αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα.

Απέναντι σε αυτήν την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη για την αναξιοπιστία της Τουρκίας, την απομάκρυνση και την απόκλιση των συμφερόντων της, πλέον, με την Δύση. Δεν υπάρχει, όμως, αξιόπιστη και συνολική εναλλακτική στρατηγική. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η λογική είναι να μην χαθεί πλήρως και οριστικά η Τουρκία για την Δύση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Το βαθύ κατεστημένο της Αμερικής διεύρυνε την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία στη χώρα μας.

Η Ελλάδα, σε αυτό το περιβάλλον, μέχρι στιγμής, κινήθηκε με επιτυχία. Προέβη σε αξιόπιστη προβολή αποτρεπτικής ισχύος, ενίσχυσε τις διμερείς και τριμερείς συμμαχίες, λειτούργησε μέσα στους διεθνείς θεσμούς.

Η πρόκληση για την ελληνική διπλωματία, πλέον, είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους για την φύση του τουρκικού προβλήματος. Για την επανεμφάνιση δηλαδή του ανατολικού ζητήματος. Να πείσει την Δύση ότι η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων δεν αφορά μόνον την Ελλάδα αλλά, κυρίως, την Δύση και τα συμφέροντα της. Και ότι η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στην πυροσβεστική παραίνεση της αποκλιμάκωσης της έντασης και της έναρξης διαλόγου. Πρώτον, γιατί διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει πάνω σε παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Και δεύτερον, γιατί η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στον κατευνασμό της Τουρκίας μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Τα ζητήματα πλέον υπερβαίνουν την αντιπαράθεση Ελλάδας Τουρκίας. Η μεγάλη πρόκληση της Ελληνικής διπλωματίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι ο στρουθοκαμηλισμός δεν πρόκειται να λύσει το νέο ανατολικό ζήτημα. Απαιτείται αλλαγή στρατηγικής απέναντι στη Τουρκία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” στις 20-09-2020.

Στερεότυπα

Στερεότυπα

Πολλές φορές προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την εξωτερική πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία με βάση το ευκταίο και όχι το εφικτό. Με βάση τις επιθυμίες μας και όχι την πραγματικότητα. Επί σειρά ετών προσπαθήσαμε να αμβλύνουμε την τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο και την Κύπρο μέσα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μια Τουρκία σε δυτική τροχιά ήταν προφανές ότι θα ήταν μια περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική Τουρκία. Η πολιτική αυτή είχε μια κάποια αξία όταν πράγματι η Τουρκία ακολουθούσε μια στρατηγική προσέγγισης με τη Δύση.

Αν και αυτό δεν την απέτρεψε, όντας μέλος του ΝΑΤΟ, να εισβάλει στην Κύπρο εκμεταλλευόμενη βεβαίως και τα δικά μας λάθη. Οπως επίσης η δυτικόστροφη τάση του κεμαλικού κατεστημένου δεν το εμπόδισε να κάνει αλλεπάλληλες κρίσεις στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα τα Ιμια. Με βάση όμως τις ευρύτερες μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις και την τότε διαφαινόμενη εδραίωση της δυτικής φιλελεύθερης θεσμικής τάξης, τις γεωπολιτικές βλέψεις της Δύσης και την τότε πολιτική της Τουρκίας, ορθά προσπαθήσαμε να εντάξουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η εκλογή του Ερντογάν φάνηκε να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Για αρκετό καιρό η Ελλάδα, αλλά και η Δύση, θεώρησε ότι στο πρόσωπο του Ερντογάν είχε βρει τον εκφραστή αυτής της πολιτικής. Ο Ερντογάν, με άλλοθι την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και όχημα τον συνεπαγόμενο εκδημοκρατισμό, αντιπαρατέθηκε με σφοδρότητα με το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο. Οταν κυριάρχησε, όμως, έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Και έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή ισλαμική ατζέντα. Βάζοντας την Τουρκία, προοδευτικά, σε τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.

«Η δημοκρατία είναι μόνο το τρένο στο οποίο επιβιβαζόμαστε μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας» είχε πει ο Ερντογάν για όσους άκουγαν. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, οι πιστοί οι στρατιώτες μας».

Η Τουρκία σταδιακά αποξενώθηκε από τις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή της προοπτική έμεινε στάσιμη και η στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ διερράγη. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν κλιμάκωσε τους λεονταρισμούς του εναντίον των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενώ, ύστερα από μια θεαματική αναδίπλωση, φαίνεται να συμπτύσσει μια ανίερη συμμαχία με τη Ρωσία. Και δυστυχώς η στροφή αυτή του Ερντογάν φαίνεται να είναι στρατηγικού και όχι τακτικού χαρακτήρα. Οι αμερικανοί σύμμαχοί μας, για κάθε ενδεχόμενο, ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια για την Τουρκία, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι μας κινούνται μεταξύ αναστολής και οριστικής ματαίωσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι τι Τουρκία θέλουμε αλλά τι Τουρκία έχουμε. Εφόσον η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας απομακρύνεται, γεννάται εκ των πραγμάτων η ανάγκη επανασχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής ή τουλάχιστον η εκπόνηση μιας εναλλακτικής πολιτικής, ενός plan B. Η αναβάθμιση της στρατηγικής μας σχέσης με τις ΗΠΑ είναι προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και οι συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά, επιστρέφοντας στη σκοτεινή περίοδο της ρεάλπολιτικ, χρειαζόμαστε μια ρεαλιστική και πραγματιστική εξωτερική πολιτική, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις, για να πετύχουμε τους στόχους μας.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας

Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας

Η Τουρκία παραμένει τυπικά μια συμμαχική χώρα για τις ΗΠΑ αλλά δεν θεωρείται, πλέον, στρατηγικός εταίρος. Οι δυο χώρες έχουν πάψει προ πολλού να έχουν κοινά συμφέροντα και αξίες και οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή έλλειψη εμπιστοσύνης. Σημεία τριβής, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων και επιμέρους συμφερόντων, υπήρχαν πάντοτε στις σχέσεις των δυο χωρών. Αυτά όμως καλύπτονταν, την εποχή του ψυχρού πολέμου, από την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την απουσία κοινής απειλής η Τουρκία από εταίρος μετατράπηκε σταδιακά σε ανταγωνιστής.

Η επαναξιολόγηση της αμερικανοτουρκικής σχέσης από το αμερικανικό κατεστημένο γίνεται με αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Στην αμέσως μετά τον ψυχρό πόλεμο εποχή οι αμερικανοί συνέχισαν να βλέπουν την Τουρκία μέσα από το πρίσμα του ψυχρού πολέμου. Μέχρι και τις κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο, με κοινά συμφέροντα και αξίες και εξαγώγιμο πρότυπο δημοκρατίας για τον Ισλαμικό κόσμο. Οι προσδοκίες, όμως, των Αμερικανών για την Τουρκία διαψεύσθηκαν γρήγορα. Οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της Τουρκίας και είχαν υποτιμήσει το βαθμό απομάκρυνσης από τη Δύση της μετακεμαλικής ηγεσίας της. Η Τουρκία απέτυχε να διευρύνει την επιρροή της στη Κεντρική Ασία και, ακόμη περισσότερο, να ηγηθεί του Ισλαμικού κόσμου. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση και τη δημοκρατία.

Στην προσπάθεια της να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να μεταβάλει τις ισορροπίες ισχύος στην ευρύτερη περιοχή άρχισε να συγκρούεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από το Ιράκ και το Συριακό, τους Κούρδους της Συρίας, τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, το Παλαιστινιακό, τις σχέσεις με την Αίγυπτο και τα εξοπλιστικά προγράμματα, η Τουρκία κινείται σε αντίθετη τροχιά από τις ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Τουρκία θεωρεί ότι η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιεί την περιοχή και απειλεί την εδαφική ακεραιότητα του Τουρκικού κράτους. Και κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι υποθάλπει τον Γκιουλέν, τον στρατηγικό νου του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.

Η αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν και ο απροκάλυπτος αυταρχισμός του μετά το πραξικόπημα, έχουν επιβαρύνει περαιτέρω τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Το αμερικανικό κατεστημένο θεωρεί ότι αυτές οι μεταβολές δεν είναι επιφανειακές αλλά δομικές. Επιπλέον, η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσσία αντιβαίνει το consensus που διαμορφώνεται στο ΝΑΤΟ για τις προκλήσεις που θέτει η αναθεωρητική Ρωσσία στη Συμμαχία και τα συμφέροντα της. Σε βαθμό που στην Ουάσιγκτον να θεωρούν ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον στρατηγικός εταίρος στον νέο ανταγωνισμό Αμερικής -Ρωσίας.

Οι μεταβολές αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σημαίνουν περαιτέρω αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου και σύσφιγξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η πολιτική ελίτ της χώρας, ευτυχώς φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες. Οι πολιτικοί, όμως, είναι καταναλωτές ιδεών. Η χώρα χρειάζεται μια συνολική και συνεχή αποτίμηση των πλανητικών και περιφερειακών ισορροπιών και επαναχάραξη της εθνικής στρατηγικής.

Αυτή η παραγωγή σκέψης είναι η μεγάλη πρόκληση για την αξιόλογη διεθνολογική κοινότητα του τόπου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Μία άλλη Τουρκία

Μία άλλη Τουρκία

Πριν από δεκαέξι χρόνια, ελάχιστοι προέβλεψαν τη ριζική μετεξέλιξη της Τουρκίας που θα έφερνε η κυβέρνηση Ερντογάν. Το κεμαλικό κατεστημένο είδε την κυβέρνηση Ερντογάν ως πολιτική παρένθεση, ανάλογη της κυβέρνησης Ερμπακάν. Η τουρκική οικονομία ήταν στην εντατική με ένα διεθνές πρόγραμμα διάσωσης της τάξης των 20 δις. Η τουρκική λίρα ήταν σε περιδίνηση, ο πληθωρισμός κάλπαζε ανεξέλεγκτα, το ίδιο και η ανεργία.

Ο Ερντογάν εισέβαλε ως σίφουνας στην τουρκική πολιτική σκηνή. Σταθεροποίησε την τουρκική οικονομία, τριπλασίασε το τουρκικό ΑΕΠ, μείωσε τον πληθωρισμό σε μονοψήφια ποσοστά και προσέλκυσε ξένες επενδύσεις της τάξης των 220 δις δολαρίων. Για πολλά χρόνια η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό το οικονομικό θαύμα εκτόξευσε τη δημοτικότητα του Ερντογάν, τον εδραίωσε στην εξουσία και νομιμοποίησε τα πολιτικά του σχέδια.

Για τη Δύση το φαινόμενο Ερντογάν ήρθε ως μάνα εξ ουρανού. Ήταν η εποχή που η ηγεσία της Δύσης συνειδητοποιούσε ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν ισοδυναμούσε με το τέλος της ιστορίας. Η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης άνοιγε έναν νέο ματωμένο κύκλο στη διαλεκτική της ιστορίας. Που απειλούσε να πάρει διαστάσεις σύγκρουσης πολιτισμών. Μιας διαμάχης ανάμεσα στη Δύση και ένα ριζοσπαστικοποιημένο Ισλάμ. Ο Ερντογάν, αίφνης, στα μάτια των δυτικών ήταν ένας μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής ηγέτης που θα αναστήλωνε την τουρκική δημοκρατία. Προβάλλοντας ως το αρχετυπικό παράδειγμα για ολόκληρη την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ο αρχικός του οίστρος για τη διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών και η εντατικοποίηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας ενίσχυσαν αυτή την προοπτική. Η Τουρκία κεφαλαιοποιούσε τη γεωπολιτική της αξία.

Η επαναστατική ορμή με την οποία ο Ερντογάν αποδόμησε το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο δεν μεταφράστηκε, όμως, σε ευρωπαϊκή δημοκρατική πορεία αλλά σε επιθετική ισλαμική ατζέντα. Το νεοοθωμανικό του αφήγημα τον έφερε νομοτελειακά σε σύγκρουση με το Ισραήλ και τη Δύση. Η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» μετατράπηκε σε πολιτική πολλαπλών μετώπων και αδιεξόδων. Στο εσωτερικό, η κυβέρνησή του μετατράπηκε σταδιακά σε θεοκρατικό καθεστώς. Όσο εδραιωνόταν στην εξουσία τόσο περιόριζε τις πολιτικές ελευθερίες και την ελευθερία του τύπου. Η πολιτική νεοοθωμανικού μεγαλείου συμβολίστηκε από ένα νεόδμητο Σεράι, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα άρχισε η περίοδος του τρόμου. Μαζικές εκκαθαρίσεις, συλλήψεις και ένα μόνιμο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Μαζί με τη δημοκρατία καταρρέει και το αφήγημα της οικονομικής ευημερίας. Η τουρκική λίρα βουλιάζει, ο πληθωρισμός καλπάζει και το εξωτερικό χρέος έφτασε τα 300 δις.

Την επόμενη μέρα των εκλογών ο Ερντογάν θα πρέπει να επιλέξει αν θα κλείσει τον ιστορικό του κύκλο ως δημοκρατικός μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής ή ως αυταρχικός δεσπότης που θα υποστεί την τουρκική ενάτη Θερμιδώρ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”