Ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο

Ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο

Η περιοδεία Μπάιντεν στην Ευρώπη εντάσσεται σε μια σειρά κινήσεων της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις Ευρώπης – Αμερικής.

Ο ευρωατλαντικός χώρος, όμως, έχει υποστεί βαθιές και δομικές αλλαγές. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρώπη δεν έχει την ίδια γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη αλλά δεν συνιστά απειλή του ίδιου μεγέθους. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ έχει στραφεί αμετάκλητα προς την Ασία και την πλανητική πρόκληση της Κίνας. Το μειούμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ευρώπη προκύπτει και από μια σειρά από άλλους παράγοντες. Στο κατεστημένο της αμερικανικής διπλωματίας, οι «ατλαντιστές», που κυριάρχησαν στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, είναι πλέον σε υποχώρηση. Τα ηνία, σταδιακά, περνούν στους «ασιάτες». Η μετανάστευση από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ έχει μειωθεί σημαντικά. Συνακόλουθα, έχει μειωθεί δραματικά και το ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές σπουδές στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ευρωπαίος εταίρος των ΗΠΑ δεν είναι πλέον το δυτικό κομμάτι της διχοτομημένης Ευρώπης του ψυχρού πολέμου. Είναι η ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίος δρών, είναι πληθυσμιακά, οικονομικά, και σε ήπια ισχύ, σχεδόν ισοδύναμη με τις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη σήμερα, διακηρύσσει την μετάβαση από την “στρατηγική εξάρτηση» από τις ΗΠΑ στην «στρατηγική αυτονομία».

Ευρώπη και Αμερική, όμως, εξακολουθούν να συνδέονται με κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα, ενώ αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις και απειλές. Ο ενωμένος ευρωαμερικανικός χώρος αριθμεί το ένα δις του παγκόσμιου πληθυσμού, το 1/3 του παγκοσμίου εμπορίου, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, και το 60% των παγκοσμίων ξένων επενδύσεων. Η Δύση, ενωμένη, παραμένει κυρίαρχη στο πλανητικό σύστημα. Αντίθετα, η αποσύνδεση (decoupling) των δυο πλευρών του Ατλαντικού θα σημάνει μια απομονωμένη και αποδυναμωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κίνας, της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών, του μεταναστευτικού, της τρομοκρατίας, της τεχνολογικής επανάστασης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, προϋποθέτουν την αρραγή ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου.

Για να αντιμετωπιστούν οι νέες αυτές προκλήσεις και οι δομικές αλλαγές στον ευρωατλαντικό χώρο δεν αρκεί μια απλή επανεκκίνηση. Χρειάζεται ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο, που να αποτυπώνει τα νέα δεδομένα.

Στα θέματα της αντιμετώπισης των πανδημιών και της κλιματικής αλλαγής η συνεργασία θα είναι άμεση και εύκολη. Στα θέματα τεχνολογίας, εμπορίου και κανονισμών τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Η σκιά του Τραμπ, αναγκαστικά θα σκληρύνει την στάση της κυβέρνησης Μπάϊντεν στις νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Ο τελευταίος άξονας που αφορά τις αμυντικές σχέσεις και την στρατηγική είναι, ίσως, και ο πλέον κρίσιμος. Η νέα στόχευση δεν είναι, πλέον, η διάδοση, αλλά η περιχαράκωση και η διάσωση των δημοκρατιών και η ανάσχεση του αυταρχισμού.

Για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων χρειάζεται μια νέα στρατηγική σχέση. Η «στρατηγική αυτονομία» πρέπει να υπάρχει ως αξιόπιστη ευρωπαϊκή επιλογή αλλά πολιτικά και επιχειρησιακά απαιτεί χρόνο. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι δεν οριοθεοτούν την «στρατηγική αυτονομία» αντιθετικά προς τις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Μπάϊντεν δίνει την ευκαιρία για την στρατηγική αναδιάταξη της διατλαντικής συμμαχίας. Να υπάρξει μια πιο ισότιμη σχέση, και μια νέα κατανομή ρόλων. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, πλέον, για την μετάβαση από το καθεστώς της «στρατηγικής εξάρτησης» στην διατλαντική «στρατηγική συμπληρωματικότητα».

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 12-06-2021.

Μια αναγκαία συμβίωση

Μια αναγκαία συμβίωση

Η Ατλαντική Συμμαχία δομήθηκε πάνω στην ύπαρξη κοινών αξιών και συμφερόντων. Η αποτροπή της σοβιετικής απειλής και η ασφάλεια της Δυτικής Ευρώπης αποτέλεσαν στρατηγική προτεραιότητα της αμερικανικής στρατηγικής κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Για να αποτρέψουν τη φινλανδοποίηση της Ευρώπης, οι ΗΠΑ εγγυήθηκαν με τη στρατηγική πυρηνική τους ομπρέλα την άμυνα της Ευρώπης.

Η οικονομική ανοικοδόμηση και ανάπτυξη της Ευρώπης αποτέλεσε επίσης κοινό συμφέρον. Η δημιουργία μιας οικονομικά ισχυρής και ενωμένης Δυτικής Ευρώπης ήταν αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της Σοβιετικής απειλής.

Υπήρχε, βέβαια, μια θεμελιώδης διάκριση στις αμερικανικές προσεγγίσεις αναφορικά με την ευρωπαϊκή ενότητα. Στον οικονομικό τομέα οι ΗΠΑ συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ευρωκεντρικού μοντέλου, ενώ αντίθετα στον τομέα άμυνας και ασφάλειας εδραίωσαν το ατλαντικό μοντέλο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποδέχθηκαν ασμένως το ατλαντικό μοντέλο στην άμυνα και την αμερικανική αποτρεπτική ομπρέλα. Αφενός γιατί το μέγεθος της σοβιετικής απειλής έκανε απαραίτητη την αμερικανική αμυντική εγγύηση και αφετέρου γιατί η εγγύηση αυτή απελευθέρωνε ευρωπαϊκά κονδύλια για την οικονομική ανοικοδόμηση.

Παρά την ύπαρξη κοινών συμφερόντων, οι ευρωαμερικανικές σχέσεις δεν έμειναν ανεπηρέαστες από την εξέλιξη των ευρύτερων σχέσεων Ανατολής – Δύσης. Για τον λόγο αυτόν, η Ατλαντική Συμμαχία λειτουργούσε αρμονικά σε περιόδους έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης, αλλά παρουσίαζε ρήγματα σε περιόδους ύφεσης. Επίσης, η επέκταση της συμπαράταξης σε διεθνή θέματα, πέραν της ατζέντας της Ατλαντικής Συμμαχίας, δημιούργησε αρκετά προβλήματα στις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τα πράγματα παρέμειναν λίγο ώς πολύ τα ίδια. Στον οικονομικό τομέα το μοντέλο του ευρωκεντρισμού συνεχίστηκε και επιτάθηκε με την οικονομική και νομισματική ενοποίηση. Στον τομέα της άμυνας ο ατλαντικός πυλώνας ενισχύθηκε. Πρώτον, από τον φόβο των Ευρωπαίων για επανεθνικοποίηση της άμυνας και ασφάλειας της Ευρώπης σε περίπτωση διάλυσης του ΝΑΤΟ και αποχώρησης των Αμερικανών από την Ευρώπη. Δεύτερον, λόγω του ακαθόριστου ρόλου και των προθέσεων της Ρωσίας στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη. Και τρίτον, λόγω της ανικανότητας των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν την πρώτη μεταψυχροπολεμική κρίση σε ευρωπαϊκό έδαφος, την κρίση της Γιουγκοσλαβίας.

Σήμερα, μια σειρά από θέματα, όπως η συνεισφορά στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ, η αποχώρηση από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και ο ευρωσκεπτικισμός του Τραμπ, δοκιμάζουν την ευρωατλαντική συνεργασία. Η κυβέρνηση Τραμπ βλέπει με καχυποψία την καντιανή Ευρώπη με την έμφαση στους διεθνείς θεσμούς και την πολυμερή διπλωματία. Βλέπει, επίσης, τις εμπορικές συναλλαγές ως παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Όλα αυτά δημιουργούν αναμφίβολα τριβές στις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Η πρόκληση της Ρωσίας και της Κίνας, όμως, αλλά και η ισλαμική τρομοκρατία, καθιστούν αναγκαία την ευρωατλαντική συμβίωση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ευρωατλαντικές σχέσεις

Ευρωατλαντικές σχέσεις

Το διάταγμα για την ανέγερση του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό υπογράφηκε, και η Συμφωνία του Ειρηνικού αποτελεί ήδη νεκρό γράμμα. Είτε από κεκτημένη προεκλογική ταχύτητα, είτε από άκαμπτη ιδεοληψία ο Τραμπ αποδομεί βήμα-βήμα τις σταθερές της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής. Σειρά τώρα παίρνει η Ευρώπη. Οι διακηρύξεις του έχουν τρομάξει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σύμφωνα με τον Τραμπ, το ΝΑΤΟ είναι ένας απαρχαιωμένος οργανισμός, το Brexit σοφή κίνηση, και οι χειρισμοί της Μέρκελ στο προσφυγικό-μεταναστευτικό καταστροφικοί. Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τον Τραμπ, είναι ότι οι Γερμανοί δεν αγοράζουν τα αμερικανικά αυτοκίνητα και τα αμερικανικά προϊόντα.

Όσον αφορά το ΝΑΤΟ, ο Τραμπ επαναφέρει μία συζήτηση που έγινε στο τέλος του ψυχρού πολέμου. Όταν μία σειρά από παράγοντες οδήγησαν στην επανεδραίωση του ΝΑΤΟ στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Καθώς το ΝΑΤΟ αποτέλεσε τριπλή εγγύηση για τους Ευρωπαίους. Απέναντι στην ένωση της Γερμανίας, στην ακαθόριστη μεταψυχροπολεμική στάση της Ρωσίας και στην επανεθνικοποίηση της άμυνας και ασφάλειας στην Ευρώπη. Ο Τραμπ δεν μπορεί να αγνοήσει ότι το ΝΑΤΟ είναι η λυδία λίθος της δυτικής ασφάλειας. Θα επαναφέρει, όμως, στην ατζέντα τη συζήτηση για τη συμμετοχή των συμμάχων στον προϋπολογισμό της Συμμαχίας. Το περίφημο burden sharing που, παραδοσιακά, απετέλεσε εστία ενδοσυμμαχικών τριβών. Ο Τραμπ θα επιδιώξει να μετακυλίσει το λειτουργικό κόστος της Συμμαχίας στην πλάτη των Ευρωπαίων.

Η μεγαλύτερη ένταση στις ευρωατλαντικές σχέσεις θα είναι στον τομέα των εμπορικών σχέσεων. Η πολιτική προστατευτισμού θα οδηγήσει τον Τραμπ σε επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών. Ιδίως αυτών που έχουν αποφέρει ένα έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ.

Όπως φάνηκε από τη διάλυση της εμπορικής συμφωνίας των χωρών του Ειρηνικού, ο Τραμπ έχει αρχίσει να ξηλώνει το παγκόσμιο σύστημα εμπορίου. Αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε επιβολή δασμών, και άρα, σε άνοδο των τιμών, μείωση της κατανάλωσης και τελικά σε ύφεση.

Η πολιτική Τραμπ θα οδηγήσει σε έναν οικονομικό, τεχνολογικό και εμπορικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Γιατί έχει πλέον διαμορφωθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον που αφορά το ευρώ, την ευρωπαϊκή βιομηχανία, και την ασφάλεια των ευρωπαϊκών επενδύσεων.

Οι ευρωαμερικανικές σχέσεις ήταν πάντοτε παράγωγες των ευρύτερων σχέσεων Ανατολής- Δύσης. Για το λόγο αυτό, η Ατλαντική Συμμαχία λειτούργησε αρμονικά σε περιόδους έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ- Σοβιετικής Ένωσης αλλά παρουσίασε ρήγματα σε περιόδους ύφεσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίοδος Νίξον που έδωσε έμφαση στις σχέσεις ΗΠΑ -Σοβιετικής Ένωσης θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Με συνέπεια την ενδοατλαντική κρίση του 1973. Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν, το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων θα κριθεί από τις σχέσεις Αμερικής-Ρωσίας. Από την παράδοξη σχέση Τραμπ – Πούτιν.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”