Η ελληνική κακοδαιμονία

Η ελληνική κακοδαιμονία

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πολλές χώρες που ζούσαν κάτω από τον ζυγό του σοβιετικού κομμουνισμού αναζήτησαν δρόμους εξόδου από την υπανάπτυξη και τη στασιμότητα. Η Φινλανδία επέλεξε να επενδύσει στην αναμόρφωση του εκπαιδευτικού της συστήματος. Ύστερα από λίγα χρόνια είχε δημιουργήσει ένα από τα πιο ανταγωνιστικά εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου. Μοχλό ανάπτυξης και δημιουργίας.

Δεν υπαινίσσομαι ότι πρέπει να αντιγράψουμε το φινλανδικό σύστημα ή οποιοδήποτε άλλο στον κόσμο. Η μεταπρατική αντιγραφή και μεταφορά εκπαιδευτικών προτύπων και μοντέλων δημιουργεί πάντοτε στρεβλώσεις και εκτρώματα. Ιδιαίτερα για μια χώρα με βαθιά πολιτισμική και εκπαιδευτική παράδοση, όπως η Ελλάδα, και μια γλώσσα που συνδέει την αρχαία ελληνική γραμματεία με τα νέα ελληνικά γράμματα.

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όμως, ιδιαίτερα στο επίπεδο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, χρειαζόταν όχι απλά μια οργανωτική αλλαγή, αλλά μια νέα φιλοσοφία. Το μοντέλο που είχε διαμορφωθεί από τη δεκαετία του ’80 έπασχε από έλλειψη αξιολόγησης, παπαγαλία, μια νοοτροπία ήσσονος προσπάθειας, φροντιστηριοποίηση του Λυκείου, καθηγητοκεντρικό πρόγραμμα σπουδών και περιθωριοποίηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Η μεταρρύθμιση της κυβέρνησής μας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση βασιζόταν στις αρχές της αριστείας, της αξιολόγησης, της δημιουργικής μαθησιακής διαδικασίας, της παιδευτικής αυτονομίας του Λυκείου και της αναβάθμισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Φτιάξαμε ένα Νέο Γενικό Λύκειο (Ν. 4186/2013) με παιδευτική αυτονομία και αυστηροποίηση του συστήματος προαγωγής. Ενισχύοντας τα μαθήματα Γενικής Παιδείας και βάζοντας τη βάση του 10 στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά. Θεσμοθετήσαμε την Τράπεζα Θεμάτων, ώστε να διασφαλίσουμε την ενιαία κάλυψη όλης της διδακτέας ύλης στην επικράτεια και την αντικειμενικότητα στις εξετάσεις. Επαναφέροντας την τάξη στο επίκεντρο της μαθησιακής διαδικασίας. Με την εισαγωγή της μεθοδολογίας της έρευνας, αλλάζαμε το μαθησιακό υπόδειγμα από την παπαγαλία στην εκπαίδευση με βάση την έρευνα. Μαθαίνοντας τα παιδιά πώς να μαθαίνουν. Μειώσαμε τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα σε τέσσερα. Νομοθετήσαμε και εφαρμόσαμε ένα σύστημα αξιολόγησης. Γιατί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν αξιολογεί δομές, διαδικασίες και εκπαιδευτικό έργο δεν μπορεί να βελτιωθεί. Και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διατηρούσε αυτό το θλιβερό προνόμιο για 32 χρόνια.

Επαναφέραμε και ενισχύσαμε τον θεσμό των δημόσιων προτύπων σχολείων αριστείας με αδιάβλητες και επιτυχείς εξετάσεις. Για να λειτουργήσουν ως φάροι αριστείας συνολικά για τη δημόσια παιδεία.

Δώσαμε έμφαση στην επαγγελματική εκπαίδευση προσπαθώντας να αλλάξουμε δομές και νοοτροπίες δεκαετιών. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το όνειρο κάθε οικογένειας, που συντήρησε το πολιτικό σύστημα για πελατειακούς λόγους, ήταν η εισαγωγή των παιδιών στο Πανεπιστήμιο, και μετά η πρόσληψή τους στο Δημόσιο. Αυτή η νοοτροπία απαξίωσε στην πράξη την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και στέρησε τη χώρα μας από ανθρώπινο δυναμικό με δεξιότητες. Επιμέναμε να «παράγουμε» άνεργους πτυχιούχους, στερώντας πολλούς επαγγελματικούς κλάδους από ανθρώπινο δυναμικό. Για τον λόγο αυτό δημιουργήσαμε ένα καινοτόμο Επαγγελματικό Λύκειο με 26 ειδικότητες που έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας. Εφαρμόζοντας για όλους τους μαθητές τον θεσμό της Μαθητείας, δηλαδή της πρακτικής άσκησης στην επιχείρηση. Συνδέσαμε, έτσι, τον χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης με τις επιχειρήσεις. Ιδρύσαμε τις δημόσιες Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης για τους αποφοίτους της τυπικής Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. Έτσι ώστε τα παιδιά που δεν θέλουν να συνεχίσουν στη μεταγυμνασιακή τυπική εκπαίδευση να αποκτούν δεξιότητες. Και να μην βγαίνουν ανειδίκευτοι στην αγορά εργασίας. Συνδέσαμε τον αναπτυξιακό χάρτη της χώρας με το χάρτη των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Περιορίζοντας, με τις συγχωνεύσεις ή καταργήσεις τμημάτων, όλα τα άσχετα με την Τεχνολογική Εκπαίδευση αντικείμενα. Δίνοντας έμφαση σε κλάδους αιχμής για την ανάπτυξη της χώρας.

Οι στρατηγικές προτεραιότητες αυτής της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ήταν βασισμένες στις αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και λογοδοτούσαν σε ένα αξιακό πρόταγμα. Η σημερινή κυβέρνηση, εσχάτως, αρχίζει να επαναφέρει κάποια από τα μέτρα που αρχικά κατήργησε. Όπως τη Μαθητεία, τις εξετάσεις στα πρότυπα, την Τράπεζα Θεμάτων. Μια συνολική μεταρρύθμιση, όμως, για να αποδώσει χρειάζεται χρόνο και όχι το ράβε-ξήλωνε της ελληνικής κακοδαιμονίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Big Bang

Big Bang

Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν. Το εφιαλτικό σενάριο ενός διδύμου Λεπέν-Μελανσόν, ευτυχώς για τη Γαλλία και την Ευρώπη, δεν προέκυψε ποτέ. Στις δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων, όσο και στις αγορές, είναι διάχυτο το αίσθημα της ανακούφισης. Ο Μακρόν, ένας κανονικός υποψήφιος, όχι μόνο πέρασε στον β΄ γύρο, αλλά πέρασε και με το ψυχολογικό προβάδισμα που του δίνει η πρώτη θέση. Οι ταραγμένες συνθήκες που ζούμε ήταν πρόσφορες για το μισαλλόδοξο, ενθολαϊκιστικό και ξενοφοβικό κήρυγμα της Λεπέν. Με ένα τρομοκρατικό χτύπημα τις παραμονές των εκλογών να φαίνεται δημοσκοπικά ότι ενισχύει την υποψηφιότητά της. Παρόλα αυτά, και παρά το lifting κανονικότητας που έκανε στην υποψηφιότητά της, η Λεπέν δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει κατά πολύ το 18% του 2012. Ο Μακρόν, με τη συσπείρωση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων του ευρωπαϊκού τόξου, ακόμα και χωρίς τη στήριξη του Μελανσόν, θα είναι, εκτός απροόπτου, ο επόμενος Πρόεδρος της Γαλλίας.

Εδώ τελειώνουν τα καλά νέα και αρχίζει η πλοήγηση στα αχαρτογράφητα νερά της πολιτικής. Για πρώτη φορά τα τελευταία 60 χρόνια, οι δύο μονομάχοι του β΄ γύρου δεν προέρχονται από τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς. Ένα πραγματικό big bang για το γαλλικό πολιτικό σύστημα. Τα αίτια, λίγο έως πολύ, κοινά με άλλα ανορθόδοξα πολιτικά φαινόμενα. Όπως η εκλογή Τραμπ, το Brexit, και η άνοδος του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Έχουν να κάνουν με μια συνολική κρίση των δυτικών δημοκρατιών. Η αλλοτρίωση στρωμάτων της κοινωνίας που μένουν πίσω από την παγκοσμιοποίηση, η ανασφάλεια από τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα και την τρομοκρατία, δημιουργούν γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τις συστημικές ελιτ.

Ο Μακρόν, με έναν τριγωνοποιημένο πολιτικό λόγο, μπήκε σφήνα ανάμεσα στις παραδοσιακές γαλλικές πολιτικές δυνάμεις που εμφανίζουν σημάδια κόπωσης και κατακερματισμού. Παρότι γνήσιος εκπρόσωπος του συστήματος, κατόρθωσε να προβάλει την υποψηφιότητά του ως αντισυστημική. Ο Μακρόν θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, αλλά κινδυνεύει να είναι στρατηγός χωρίς στρατό. Για να μπορέσει να κυβερνήσει, θα πρέπει να ανεύρει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Να δημιουργήσει μέχρι τον Ιούνιο συνθήκες πολιτικού κινήματος που να έχει την πατρότητά του είναι μάλλον αδύνατο. Αυτό που του απομένει είναι να δημιουργήσει συνθήκες πλειοψηφίας σε ένα «Βυζάντιο» κατακερματισμένων πολιτικών δυνάμεων με μεγάλες ιδεολογικές διαφορές. Με τα άκρα να αθροίζουν ήδη ένα 40%. Αυτό σημαίνει ότι εάν ο 39χρονος ρούκι της πολιτικής, που παντρεύτηκε την κατά 24 χρόνια μεγαλύτερη δασκάλα του, δεν κρύβει μέσα του έναν Ταλεϋράνδο, η Γαλλία μπορεί να σώθηκε από τα χειρότερα, αλλά δεν θα αποφύγει την αστάθεια.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Θραύσματα μνήμης από την εθνική τραγωδία

Θραύσματα μνήμης από την εθνική τραγωδία

Πριν από πενήντα χρόνια η χούντα των συνταγματαρχών έβαζε την Ελλάδα στον γύψο. Ο Παπαδόπουλος και οι απριλιανοί συνεργάτες του ανελάμβαναν να σώσουν τη χώρα από τον κομμουνισμό, «δένοντας τον ασθενή επί της κλίνης… δια να υποστή ακινδύνως την εγχείρισιν». Η γλώσσα προμήνυε τις βιαιότητες και χυδαιότητες που θα ακολουθούσαν. Εξορίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια, κατάργηση όλων των ελευθεριών και καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, κάνοντας την πρώτη δήλωσή του κατά της χούντας τον Απρίλη του ‘67, ήταν αισιόδοξος ότι το τέλος τους δεν θ’ αργούσε, και θα ήταν «το τέλος που επιφυλάσσουν οι ελεύθεροι λαοί στους τυράννους των».

Το τέλος του καθεστώτος όμως θα αργούσε να έρθει. Μετά την αποτυχία του αντικινήματος του βασιλιά Κωνσταντίνου τον Δεκέμβρη του 1967 το καθεστώς εδραιώθηκε.

Τον Νοέμβριο του ‘68, ο θάνατος του Γεωργίου Παπανδρέου οδηγούσε στην πρώτη μαζική διαδήλωση κατά της δικτατορίας. Χωρίς συνέχεια όμως.

Η γενναία απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη κατά του Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του ‘68 αποτύγχανε οδηγώντας σε σκλήρυνση του καθεστώτος, συλλήψεις και βασανισμούς.

Έναν χρόνο μετά, ο Σεφέρης προφήτευε την επερχόμενη τραγωδία: «… στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή».

Τον Δεκέμβριο του ‘69 η χούντα αναγκάζεται να αποσύρει τη χώρα από το Συμβούλιο της Ευρώπης για να προλάβει την επικείμενη αποπομπή της λόγω της διαρκούς καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του βασανισμού πολιτικών κρατουμένων.

Το ‘70 ο Κέδρος εξέδιδε το βιβλίο Δεκαοκτώ Κείμενα. Για πρώτη φορά δεκαοκτώ άνθρωποι των γραμμάτων τολμούσαν με επώνυμα κείμενα να ορθώσουν ανάστημα κατά της χούντας.

Το ‘73 ο Αβέρωφ οργάνωνε το κίνημα του Ναυτικού. Η πολιτική της γέφυρας, που ο ίδιος αφηγείται στο Στοιχειώδες Καθήκον, ένα άγνωστο βιβλίο του, είχε ουσιαστικά αποτύχει. Το Κίνημα του Ναυτικού θα αποτύγχανε, αλλά μετά και τις καταδικαστικές δηλώσεις του Καραμανλή από το Παρίσι το καθεστώς ήταν πλήρως απομονωμένο.

Η τραγωδία, που προφήτευε ο Σεφέρης, θα ολοκληρωνόταν με τη βίαιη και αιματηρή καταστολή του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου, το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή.

Και μετά θα επιβεβαιώνονταν οι φόβοι του Μανόλη Αναγνωστάκη. «Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία, μεσούντος κάποιου Ιουλίου, βγήκαν στις πλατείες κραυγάζοντας, δώστε τη χούντα στο λαό».

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Early attempts at European unity: the “External Federators”

Early attempts at European unity: the “External Federators”

From Immanuel Kant and William Penn to Aristide Briand, the idea of European Unity represents something of an age-old dream in Europe.

The early post WWII attempts at European unity, however, were the result of the destructive excesses of nationalism, and war. The motivation was to transcend the tradition of national antagonism, and create a network of economic interdependence that would virtually eliminate the possibility of renewed conflict among European states. So that Europe would not regress to a “dark continent” ever again.

Building a new economic and political structure in Europe, would subordinate national sovereignty to a wider European loyalty and decision-making process. The prospect of European unity also meant enhanced, and quicker economic recovery and eventual prosperity.

There was also the realization on the part of Western European powers that the scale of world politics had radically changed as a result of WWII. None of the great European powers alone would be able to reinstate their global position in the post war era. Only united they stood a chance of reestablishing their influence in world affairs.

European unity also became a major US foreign policy objective after the war. For one reason or another, the US found itself deeply involved in two European wars inside a generation. It became an accepted proposition that the US had a right and an interest to become involved in Europe’s postwar reconstruction. Support in Europe and the US for European unity rose dramatically with the beginning of the cold war.
The Berlin blockade and the communist takeover in Prague, with the backing of the Soviet Union, were a stark evidence of the Soviet threat to European security. In the emerging bipolar structure of the cold war, the strengthening of Western Europe became a vital interest of both western Europeans and Americans.

A further American motivation for unity was the German problem. European unity was seen as a way of addressing the German problem by anchoring Germany in the West. Germany’s economic potential could also be vital for west European recovery. It is no secret that this was a major American motive in proposing the Marshall plan in 1947 and associating W. Germany with it in 1948.

For skeptical members of Congress, European unity was seen as a major means of avoiding a situation of permanent European economic dependence upon the US.

For that reason the Marshall plan intended to rebuild European production capabilities to enable the Europeans to export sufficiently to support their import needs through their export earnings. The US position was that any new dollar aid would have to carry reliable guarantees of getting the Europeans off the US dole within a period of four years. For that reason the Marshall plan was based on a concerted regional basis unlike the earlier UNRRA bilateral aid approaches.

The US made it clear that continuation of Marshall aid funds would depend upon European cooperation and institutional creativity. In that sense the US encouraged the creation of OEEC as an organization, which would encourage West European unity. OEEC would get the questions of who gets what, settled by the Europeans themselves. Then the Europeans would present their agreed upon proposals to Washington for consideration.

OEEC was an intergovernmental organization without any pretension of supranationality or federalizing tendencies. It was an institution for the coordination of nationally determined economic recovery projects. It could not compel states to do anything.

OEEC did, however, contribute greatly to west European economic recovery, which was a precondition for European integration later represented by the ECSC and the EEC. Furthermore, OEEC through the European Payments Union (EPU) stimulated major European trade increases leading to the growth of European assets in the 50s, which was a precondition to allow European currencies to become convertible.

This, in turn, was a precondition for the integration that started with the treaty of Rome. OEEC was also successful in the import quota abolition. It also made an important contribution to the restructuring of the locus of European decision-making in the economic realm. It developed and consolidated a process of consultations among European governments with respect to economic plans and policies, which smoothed the way to the next level of economic cooperation in the context of the EEC.

The conditions of the post war era and the realities of the emerging cold war motivated and rallied a number of European statesmen around the dream of European unity. Exceptional figures such as Schuman, Adenauer, Spaak, Monet, Spinelli, and de Gasperi, seized the moment to promote the vision of a united Europe. They, rightly, came to be called the founding fathers of European unity.

To a large extent, however, the early impulses for European unity in the immediate post war era came from the so called “external federators”. The positive and decisive role of the United States, on the one hand, and the emerging challenges and threats posed by the Soviet Union and the cold war, on the other.

Europe at sixty is facing a similar set of challenges, and the reasons for the continuity of the European project remain as strong as ever. Europe can only united face the challenges of globalization, and cope effectively with its current polycrisis. Its unity remains vital for the West and US interests, even under the Trump administration. While, on the other hand, Putin’s assertive Russia makes unity imperative for its survival.

Ενός Ανδρός Αρχή

Ενός Ανδρός Αρχή

Τον Νοέμβριο του 1922 το τουρκικό Κοινοβούλιο της Άγκυρας κατήργησε επίσημα το σουλτανάτο, βάζοντας τέλος σε 623 συναπτά έτη οθωμανικής εξουσίας. Το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης αναγνώρισε την κυριαρχία της νεότευκτης δημοκρατίας της Τουρκίας ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ατατούρκ δημιουργούσε, διά πυρός και σιδήρου, τη σύγχρονη Τουρκία ως μια κοσμική, δυτικόστροφη, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μια μετάβαση δύσκολη και κατάστικτη από πραξικοπηματικές εκτροπές, με πιο πρόσφατη αυτή του περασμένου Ιουλίου.

Σχεδόν 100 χρόνια μετά ο Ερντογάν βάζει ένα τέλος στην Τουρκία του Ατατούρκ. Έχοντας αποδομήσει μια προς μια τις παραδοχές του ατατουρκικού πρότζεκτ. Καταρχήν τη γενέθλια Συνθήκη της Λωζάννης. Κατόπιν, τη δυτικόστροφη ευρωπαϊκή της πορεία, και τέλος τον κοσμικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Ο Ερντογάν διαδράμοντας μια ελικοειδή πορεία τακτικών ελιγμών κατόρθωσε να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του. Η αρχική προσχώρηση στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν ήταν παρά ένας τακτικός ελιγμός. Που στόχευε, μέσα από τη διεύρυνση των ελευθεριών, στην αποδυνάμωση του κεμαλικού στρατοκρατικού κατεστημένου. Όταν εδραίωσε την πολιτική του ηγεμονία, ο Ερντογάν εκτροχίασε την ευρωπαϊκή προοπτική. Αποκάλυψε τη συγκεντρωτική ισλαμική του ατζέντα και δεν δίστασε να συγκρουστεί με το κεμαλικό κατεστημένο. Στη διαδρομή εξαφάνισε πολιτικά όποιον απείλησε την παντοδυναμία του. Από τον Γκιούλ μέχρι τον Νταβούτογλου.

Για να δημιουργήσει τη δική του ισλαμική εκλογική πελατεία υιοθέτησε μια αντισημιτική και αντιδυτική ρητορική. Αλλά και η ισλαμική του ατζέντα δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί εσχάτως με τους γκιουλενιστές, όταν διαφώνησαν στη νομή της εξουσίας. Συμμάχησε με όλους με την ίδια ευκολία που συγκρούστηκε στη συνέχεια μαζί τους, αφού προηγουμένως απορρόφησε τη δύναμή τους.

Αντίστοιχα, με την ίδια ευκολία, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, επέδειξε τακτική ευελιξία και ικανότητα αναδίπλωσης από ακραίες θέσεις. Όπως έκανε με τη Ρωσία και το Ισραήλ.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου τού έδωσε την αφορμή να προχωρήσει στη συνταγματική αλλαγή που θα άλλαζε τη μορφή του πολιτεύματος. Μετατρέποντάς το ουσιαστικά σε ενός ανδρός αρχή. Άδραξε την ευκαιρία. Απευθύνθηκε στα φτωχά στρώματα της ενδοχώρας με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με εμπρηστικό και λαϊκιστικό λόγο. Στους κεμαλιστές και τους ακροδεξιούς με ένα εθνικιστικό παραλήρημα. Και στους γκιουλενιστές με αντιευρωπαϊκή και αντιδυτική ρητορική. Σε μια εργώδη προσωπική προεκλογική εκστρατεία, συγκρούστηκε με όλους για να πετύχει τον στρατηγικό του στόχο. Την απόλυτη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του.

Μετά την οριακή επικράτησή του, η τουρκική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη αλλά ο Ερντογάν δεν έχει πλέον ουσιαστικό αντίπαλο. Αλλά και οι ξένες δυνάμεις δεν έχουν ουσιαστικές επιλογές. Ο εξηντατριάχρονος Ερντογάν μπορεί να θεωρείται ένας απρόβλεπτος και αναξιόπιστος μονάρχης αλλά είναι προτιμότερος από το χάος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Στεναχώριες

Στεναχώριες

Από τα πανηγύρια στις στεναχώριες. Μόλις δυο μήνες πριν πανηγύριζαν για μια συμφωνία που δεν είχε κλείσει. Θριαμβολογώντας για το τέλος της λιτότητας. Τώρα είναι πιο προσεκτικοί. Κάνοντας λόγο για μέτρα που θα στεναχωρήσουν τον λαό. Και τότε και τώρα, όμως, μόνον πολιτική προσυμφωνία είχαμε. Και την άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης από όλες τις κόκκινες γραμμές που είχε θέσει. Συντάξεις, μείωση του αφορολόγητου, νομοθέτηση μέτρων για το 2019 και το 2020 και πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Ουσιαστικά, ένα τέταρτο Μνημόνιο, ομολογία αποτυχίας, και δέσμευση της επόμενης κυβέρνησης. Αφού η αντιπολίτευση τους έκοψε τον βήχα για νομοθέτηση των μέτρων με αυξημένη πλειοψηφία, μετακύλισαν τα μέτρα για το 2019. Για την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές. Δεσμεύοντας δημοσιονομικά τη χώρα για πολλά χρόνια.

Ακόμη και αυτή η συμφωνία όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εξωραΐσει πλέον, δεν έχει κλείσει. Για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματεύεται κυρίως με το βλέμμα στο εσωτερικό της χώρας. Στις συνιστώσες του, στην εκλογική πελατεία που προσπαθεί να χτίσει και στις δημοσκοπήσεις.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι υπάρχει πάντα η κρυφή προσδοκία του από μηχανής θεού. Της θρυαλλίδας που θα αλλάξει τους περιβόητους συσχετισμούς στην Ευρώπη. Πρώτα ήταν η Ολλανδία, στη συνέχεια η Γαλλία, μετά η Γερμανία. Ο εκλογικός κύκλος που μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση έχει στραγγίξει την οικονομία μαζεύοντας ό,τι ρευστό υπάρχει. Για να πληρώσει, αν χρειαστεί, τις δόσεις του Ιουλίου χωρίς να έχει κλείσει τη συμφωνία. Μέχρι τέλους θα περιμένουν ένα θαύμα που μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες που θα μετριάζουν το πολιτικό τους κόστος. Η απραξία και η αμφιθυμία, όμως, μαζί με την ανικανότητα έχουν διαλύσει την οικονομία. Έπειτα από δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όλοι οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας έχουν καταρρεύσει. Και αυτό θα συνεχιστεί ακόμη και μετά την υπογραφή της συμφωνίας.

Η χώρα μετά το καλοκαίρι, και με ευθύνη της κυβέρνησης, θα μπει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Η κυβέρνηση θα ψάχνει εναγωνίως το παράθυρο ευκαιρίας για τη διεξαγωγή των εκλογών πριν εφαρμοστούν τα σκληρά μέτρα που συμφώνησε. Όποτε και να τις κάνει, το σίγουρο είναι ότι θα τις χάσει. Αφού έφερε ένα τρίτο αχρείαστο Μνημόνιο και φέσωσε τον ελληνικό λαό με 100 δισ. χρέος, η κυβέρνηση αυτή θα φύγει έχοντας δεσμεύσει τη χώρα με ένα τέταρτο Μνημόνιο χωρίς χρηματοδότηση. Όσο γρηγορότερα κάνει τις εκλογές τόσο καλύτερα. Μήπως και σώζεται ό,τι απέμεινε από την πραγματική οικονομία.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Το Συριακό χάος

Το Συριακό χάος

Οι εικόνες κόβουν την ανάσα. Δεκάδες νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες σε ένα νέο κρεματόριο στο Ιντλίμπ στη Συρία. Κυρίως άμαχοι και γυναικόπαιδα. Αυτό που βιώνει ο συριακός λαός είναι ένα ολοκαύτωμα είπε ο πρώην αρχιραββίνος του Ισραήλ, Yisrael Meir Lau, επιζών του Ολοκαυτώματος ο ίδιος.

Ένα shoah του συριακού λαού.

Από το 2011 πάνω από 300.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ 5 εκατ. εγκατέλειψαν την περιοχή. Δημιουργώντας ένα τεράστιο προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα που κατακλύζει τον Λίβανο, την Ιορδανία, την Τουρκία, τη χώρα μας και την Ευρώπη. Άλλα έξι εκατ. έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους και παραμένουν εσωτερικά εκτοπισμένοι στη Συρία. Ενώ το 85% του συριακού πληθυσμού βρίσκεται στα όρια της φτώχειας.

Μια ειρηνική διαδήλωση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ την εποχή της αραβικής άνοιξης εξελίχθηκε σε έναν αιματηρό εμφύλιο, και στη συνέχεια σε περιφερειακή σύγκρουση με την τελική εμπλοκή των δύο υπερδυνάμεων.

Η Ρωσία, το Ιράν, το καθεστώς Άσαντ, και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο από τη μια. Οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, και οι αντικαθεστωτικοί από την άλλη. Για το Ιράν, η Συρία του Άσαντ είναι ο αναγκαίος συνδετικός κρίκος με τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Για τη Ρωσία, η εμπλοκή στη Συρία σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων και των διεθνών επεμβάσεων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το μήνυμα προς τη Δύση είναι σαφές. Η Ρωσία δεν πρόκειται ξανά να αφήσει φιλικά καθεστώτα να έχουν την τύχη του Μιλόσεβιτς, του Σαντάμ ή του Καντάφι. Οι ΗΠΑ που υποστήριξαν τους αντικαθεστωτικούς, σιγά σιγά συμφιλιώνονται με την παραμονή του Άσαντ, τουλάχιστον σε ένα κομμάτι της Συρίας. Όταν το 2013 ο Άσαντ είχε κάνει εκτεταμένη χρήση χημικών όπλων σκοτώνοντας εκατοντάδες αμάχους, η κυβέρνηση Ομπάμα είχε απειλήσει με πόλεμο. Τελικά κατέληξε σε συμφωνία, βάσει της οποίας ο Άσαντ παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος του χημικού οπλοστασίου του. Η κυβέρνηση Τραμπ, μετά τη νέα επίθεση με χημικά, απάντησε με στοχευμένα πυραυλικά χτυπήματα. Που δεν φαίνονται, όμως, ικανά να αλλάξουν την ισορροπία που έχει διαμορφωθεί στο έδαφος. Ο Άσαντ ελέγχει το τμήμα της συριακής επικράτειας με τις μεγαλύτερες πόλεις, οι αντικαθεστωτικοί ένα δεύτερο τμήμα και οι τζιχαντιστές και ο ISIS ένα τρίτο. Η πολιτική διευθέτηση του Συριακού είναι περίπλοκη και θα πάρει χρόνο. Γιατί πέρα από την επίλυση της εμφύλιας διαμάχης, η όποια διευθέτηση θα πρέπει να ικανοποιεί τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Όπως της Ρωσίας, που ανταλλάσσει έναν συμβιβασμό στο Συριακό με λευκή επιταγή για τα θέματα στην εγγύς περιφέρειά της. Μέχρι τότε, η «πολιτισμένη Δύση» θα συμβιβάζεται με την ανθρωπιστική κρίση στη Συρία και τις φρικιαστικές και αποτρόπαιες εικόνες του Ιντλίμπ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Δρόμος χωρίς επιστροφή

Δρόμος χωρίς επιστροφή

Μετά τις 16 Απριλίου η Τουρκία θα είναι μια διαφορετική χώρα. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα καθορίσει το μέλλον του Ερντογάν, την πορεία της Τουρκίας και τις σχέσεις της με τη Δύση. Αν το Ναι στο δημοψήφισμα επικρατήσει, ο Ερντογάν θα καταστεί ένας πανίσχυρος, ελέω λαού, μονάρχης. Συγκεντρώνοντας απεριόριστες εξουσίες στο πρόσωπό του, θα μπορεί να διορίζει τους υπουργούς, να διαλύει τη Βουλή, και να ελέγχει τη Δικαιοσύνη. Ο Ερντογάν γνωρίζει, όμως, ότι δεν αρκεί να κερδίσει το δημοψήφισμα. Πρέπει η επικράτησή του να είναι εμφατική. Σε περίπτωση ήττας ή οριακής επικράτησης, θα έχει διχάσει βαθιά την τουρκική κοινωνία, θα έχει αποσταθεροποιήσει τη χώρα, και θα έχει αποδυναμώσει την ηγεσία του.

Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να θριαμβεύσει στο δημοψήφισμα. Κλιμακώνει επικίνδυνα τη ρητορική του αντιπαράθεση με τη Δύση. Κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι σχεδίασε και υποστήριξε το πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου. Κατηγόρησε τη Γερμανία και την Ολλανδία για ναζιστικές πρακτικές. Επιτέθηκε στον Πάπα και απειλεί με δημοψήφισμα για την εγκατάλειψη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Ενώ, παράλληλα, κλιμακώνει την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και επιδεικνύει αδιαλλαξία στο Κυπριακό. Υποδαυλίζει τον εθνολαϊκισμό για να προσελκύσει τους κεμαλιστές, και τον αντιδυτικισμό για να προσελκύσει τους γκιουλενιστές.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι μετά την επικράτησή του, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις του τόσο με την ΕΕ, όσο και με τις ΗΠΑ. Κυρίως γιατί αυτό επιβάλλει το ισοζύγιο οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ και το ισοζύγιο ασφάλειας με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Την ίδια ευελιξία, άλλωστε, επέδειξε ο Ερντογάν και με τη Ρωσία και το Ισραήλ. Με χώρες που οι σχέσεις της Τουρκίας είχαν διαρραγεί στο παρελθόν.

Είναι πιθανόν να το επιχειρήσει. Είναι αμφίβολο, όμως, κατά πόσον θα μπορέσει να το επιτύχει. Τα πρόσφατα επεισόδια είναι ο επίλογος του σταδιακού εξισλαμισμού του προσανατολισμού της Τουρκίας από τον Ερντογάν, που την απομακρύνουν οριστικά από την ΕΕ. Με τις ΗΠΑ, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ρητορική του, που, ιδίως, η κυβέρνηση Τράμπ θα μπορούσε να αντιπαρέλθει. Είναι, κυρίως, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο πλευρών. Για την καταπολέμηση του ISIS και την επίλυση του Συριακού, για παράδειγμα, οι Κούρδοι είναι για τους Αμερικανούς η μόνη αξιόπιστη δύναμη. Ενώ για τους Τούρκους αποτελούν απειλή κατά της εθνικής τους ασφάλειας.

Οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες του Ερντογάν τον καθιστούν ολοένα πιο απρόβλεπτο και αναξιόπιστο εταίρο για τη Δύση. Η σταδιακή απόκλιση των συμφερόντων των δύο πλευρών καθιστούν την όποια επαναπροσέγγιση τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα.

Αυτή η εξέλιξη καθιστά σταδιακά την Ελλάδα χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση. Μια εξέλιξη που κρύβει κινδύνους αλλά και τεράστιες ευκαιρίες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Διαγωγή χειρίστη

Διαγωγή χειρίστη

Ο υπουργός Παιδείας προανήγγειλε στη Βουλή την κατάργηση της αξιολόγησης της διαγωγής των μαθητών. Η διάταξη, είπε, είναι αναχρονιστική και χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για να τιμωρήσει μαθητές για τις ιδέες τους ή την πολιτική τους δράση.

Με αφορμή ακρότητες και στρεβλώσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή ενός μέτρου, η κυβέρνηση, εν χορδαίς και οργάνοις, αναγγέλλει την κατάργησή του. Θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να κάνουμε μια καλόπιστη και εποικοδομητική συζήτηση για την αναγκαιότητα της αλλαγής ή της πλήρους κατάργησης της διάταξης για τη διαγωγή. Μόνο που αυτή η κυβέρνηση έχει απολέσει την έξωθεν καλή μαρτυρία στα θέματα της Παιδείας.

Ο τρόπος που αντιμετωπίζει και το θέμα της διαγωγής των μαθητών εντάσσεται στην πολιτική ισοπεδωτικού εξισωτισμού και λαϊκισμού, την οποία ακολούθησε με συνέπεια από την πρώτη στιγμή. Θωπεύοντας τις αδυναμίες της κοινωνίας, ικανοποιώντας τις συντεχνίες και κατεβάζοντας τον πήχη. Δημιουργώντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία ελέγχου, αξιολόγησης, και αριστείας.

Κατήργησαν την αξιολόγηση. Γιατί ξεσηκώθηκαν οι συνδικαλιστές της εκπαίδευσης ενάντια σε αυτή τη δήθεν αντιλαϊκή πολιτική. Σε όλες τις χώρες του κόσμου η αξιολόγηση είναι αναπόσπαστο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στην Ελλάδα δεν την χρειαζόμαστε.

Κατήργησαν τη βάση του δέκα σε Γλώσσα και Μαθηματικά. Για να μη δυσκολεύονται τα παιδιά. Όπως είχε δηλώσει ο Κουράκης στη Βουλή, είναι εξωφρενικό να κόβεσαι όταν παίρνεις κάτω από δέκα.

Κατήργησαν την Τράπεζα Θεμάτων. Γιατί ζορίστηκαν οι καθηγητές, καθώς η Τράπεζα Θεμάτων τούς ανάγκαζε να διδάξουν όλη τη διδακτέα ύλη.

Κατήργησαν τις εξετάσεις στα Πρότυπα και επανέφεραν την εισαγωγή με κλήρωση.

Κατήργησαν τον συνυπολογισμό της βαθμολογίας των τριών τάξεων του Λυκείου στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Και προανήγγειλαν τη συνολική κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων. Χωρίς να έχουν σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Μόνο και μόνο για να χαϊδέψουν τα αυτιά των πολιτών.

Κατήργησαν το νέο λύκειο, που βασιζόταν στην αξιολόγηση, στη δημιουργική γνωσιακή διαδικασία και στην αυστηροποίηση του συστήματος προαγωγής. Και μας γύρισαν σ’ ένα λύκειο της ήσσονος προσπάθειας.

Κατήργησαν την ηλεκτρονική ψηφοφορία που απελευθέρωνε τις εκλογικές διαδικασίες στα πανεπιστήμια από τη βία των μπαχαλάκηδων.

Κατήργησαν τα Συμβούλια Ιδρυμάτων γιατί δήθεν δημιουργούσαν προβλήματα λειτουργίας και δημοκρατίας.

Καταργούν τα ξενόγλωσσα προγράμματα, όπως το αγγλόφωνο του ΕΚΠΑ, που φέρνουν εξωστρέφεια και ανάπτυξη.

Τη δεκαετία του ‘80 το ΠΑΣΟΚ κατήργησε τον επιθεωρητή στα σχολεία, ως συντηρητικό και ξεπερασμένο θεσμό. Κατήργησε, έτσι, κάθε έννοια αξιολόγησης. Στη συνέχεια, κατήργησε και τα Πρότυπα της αριστείας. Τις συνέπειες αυτής της πολιτικής τις πληρώσαμε πολύ ακριβά. Ο λαϊκισμός και η προχειρότητα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στην Εκπαίδευση θα έχει καταστροφικές και μακροχρόνιες κοινωνικές συνέπειες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”