Διαζύγια

Διαζύγια

Τα διαζύγια, ακόμη και τα συναινετικά, συνήθως αφήνουν ουλές και στα δύο μέρη. Στην περίπτωση των κρατικών οντοτήτων τα πράγματα γίνονται ακόμη δυσκολότερα. Η ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη αιματηρά παραδείγματα, με πιο πρόσφατο τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν αποτέλεσμα μιας βίαιης και αιματηρής διαδικασίας. Η έξαρση των ιστορικών διαφορών των εθνικών οντοτήτων στη Γιουγκοσλαβία, μετά τον θάνατο του Τίτο, δημιούργησε αλυσίδα αιματηρών συρράξεων. Ξεκίνησαν το 1991, διήρκεσαν χρόνια και κατέληξαν στη δημιουργία 6 κρατών.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε μια μαύρη τρύπα στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Η Κροατία και η Σλοβενία κατόρθωσαν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τα υπόλοιπα κράτη παραμένουν στον προθάλαμο. Ο εθνικισμός και η οικονομική ανέχεια παραμένουν δυνάμεις αποσταθεροποίησης στην περιοχή.

Το βελούδινο διαζύγιο της Τσεχοσλοβακίας αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Η διαίρεση του κράτους ήταν απόρροια της επιθυμίας παράδοξων συνοδοιπόρων. Ήταν επιθυμία ενός τμήματος του δεξιού κατεστημένου από την πλευρά των Τσέχων και μιας κλίκας λαϊκιστών και οπορτουνιστών σλοβάκων πολιτικών.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιου είδους λαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση, η απόσχιση έγινε ειρηνικά. Και παρά τον αποτροπιασμό του Βάκλαβ Χάβελ, που ως πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας προσπάθησε να αποτρέψει το σχίσμα, τα δύο σημερινά κράτη πέτυχαν έναν βελούδινο χωρισμό και οι σχέσεις τους παραμένουν λειτουργικές.

Αυτές οι διαιρέσεις συνέβησαν στη δεκαετία του ‘90 και ήταν αποτέλεσμα της αφύπνισης εθνικιστικών κινημάτων που είχαν καταπιεστεί είτε από τον κομμουνιστικό ζυγό είτε από έναν χαρισματικό δικτάτορα όπως ο Τίτο.

Η περίπτωση της Καταλωνίας είναι διαφορετική αλλά εξίσου επικίνδυνη. Τυχόν απόσχιση της Καταλωνίας θα είναι επώδυνη και για την Ισπανία και για την Καταλωνία. Η Ισπανία θα χάσει τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της και το 20% του ΑΕΠ. Η Καταλωνία θα υποστεί τεράστιες οικονομικές συνέπειες, κυρίως λόγω της αποχώρησης επιχειρήσεων και τραπεζικών ομίλων.

Το χειρότερο είναι ότι η εξέλιξη της διαδικασίας ανάμεσα στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη δεν παραπέμπει σε βελούδινη και ειρηνική κατάληξη. Και ο απόλυτος διχασμός των Καταλανών για το ζήτημα της ανεξαρτησίας αυξάνει τους κινδύνους για παρατεταμένη αναταραχή και αστάθεια.

Το Μεταναστευτικό, ο ευρωσκεπτικισμός και οι λαϊκιστές υποδαυλίζουν τις πολιτικές ταυτότητας και τον εθνικισμό και δίνουν τροφή σε αποσχιστικά κινήματα. Το «μικρό και καθαρό» γίνεται και πάλι ελκυστικό. Η κίνηση των Καταλανών μπορεί να οδηγήσει στην αναζωπύρωση των αποσχιστικών κινημάτων σε όλη την Ευρώπη. Από τους Βάσκους και τους Κορσικανούς, μέχρι τη Σκωτία, τη Βόρεια Ιταλία και το Βέλγιο.

Προς τέρψη των μεγάλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία, που προτιμούν διαιρεμένα αδύναμα ευρωπαϊκά κράτη από μια ενωμένη και ισχυρή Ευρώπη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Συγκεντρωτικός εκσυγχρονισμός

Συγκεντρωτικός εκσυγχρονισμός

Το 19ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος σηματοδότησε σημαντικές αλλαγές για την πορεία της Κίνας. Συμβόλισε, καταρχάς, την απόλυτη συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του Σι Τζινπίνγκ μετά την πρώτη πενταετία διακυβέρνησης. Ο Σι, προερχόμενος από πολιτική οικογένεια, διαφέρει αισθητά από το μοντέλο των τεχνοκρατών ηγετών που μας είχε συνηθίσει η Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι περισσότερο πολιτικός, αρκετά χαρισματικός και απόλυτα αδίστακτος στη συγκέντρωση εξουσίας. Το μήνυμά του ήταν σαφές. Ανακήρυξε την Κίνα μεγάλη δύναμη, κάτι που στο παρελθόν οι κινέζοι ηγέτες απέφευγαν να πράξουν. Η για δεκαετίες αναδυόμενη κινεζική υπερδύναμη αποδέχθηκε, πλέον, τον ρόλο της υπερδύναμης. Προειδοποίησε κάθε ενδιαφερόμενο ότι το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο της Κίνας δεν θα είναι μια απομίμηση των δυτικών προτύπων. Και άφησε να εννοηθεί ότι ίσως παραμείνει στην εξουσία και τρίτη πενταετία.

Η Κίνα, παρά την οικονομική της ανάπτυξη, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και φυγόκεντρες δυνάμεις που απειλούν την ενότητά της. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες παραμένουν έντονες. Υπάρχουν εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα και διαφθορά. Και οι μεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές αναταράξεις.

Το καθεστώς προσπαθεί να αποφύγει μια κρίση νομιμοποίησης μέσα από την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας και τη μείωση των ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση προχώρησε σε συγκέντρωση εξουσιών σε πολιτικό επίπεδο και σε μια πολιτική κρατικού ελέγχου στην οικονομία. Ο Σι προχώρησε σε βαθιές αλλαγές στις δομές εξουσίας συγκεντρώνοντας την εξουσία στην κεντρική κυβέρνηση και στο κόμμα. Με πρόσχημα την πάταξη της διαφθοράς προχώρησε σε μεγάλες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στις ένοπλες δυνάμεις αλλά και στο χρηματοπιστωτικό τομέα.

Η βασική του πολιτική είναι η ανάπτυξη των φτωχών περιοχών της κινεζικής ενδοχώρας, η τόνωση της ζήτησης και η μείωση των ανισοτήτων. Στην προσπάθεια αυτή έδωσε κίνητρα σε εταιρείες, κυρίως του κατασκευαστικού τομέα, προκειμένου να μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στην κινεζική ενδοχώρα. Η ναυαρχίδα αυτής της προσπάθειας είναι η πρωτοβουλία “Belt and Road”, αυτό το τεράστιο πρόγραμμα υποδομών στοχεύει στην ανάπτυξη της κινεζικής ενδοχώρας αλλά και στην αύξηση της κινεζικής γεωπολιτικής υπεροχής στην Ευρασία.

Η πολιτική αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με εκτεταμένα τοπικά δίκτυα γραφειοκρατίας αλλά και σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στις παράκτιες μητροπόλεις.

Για να μπορέσει να προχωρήσει σ’ αυτήν την πολιτική, αλλά και να αποφύγει ένα ολιγαρχικό οικονομικό μοντέλο ο Σι προχωράει σε περισσότερο κρατικό έλεγχο στην κινεζική οικονομία. Το μοντέλο αυτό αντιστρατεύεται παλαιότερες διακηρύξεις του για τη στρατηγική σημασία των δυνάμεων της αγοράς.

Μένει να δούμε αν τέτοια συγκέντρωση εξουσιών σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο μπορεί να αποφέρει τον σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό που οραματίζεται η νέα ηγεσία της Κίνας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Οι προκλήσεις της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς

Οι προκλήσεις της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς

Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, δύο πολιτικές οικογένειες κυριάρχησαν στο ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο. Κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα έδωσαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες διακριτά ιδεολογικά προτάγματα, πολιτικές και οικονομικές επιλογές.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, υπήρξε μια σύγκλιση προς το κέντρο. Μια ώσμωση πολιτικών, κυρίως στο οικονομικό επίπεδο, που επιτάθηκε από την παγκοσμιοποίηση αλλά και την κοινή οικονομική και νομισματική πολιτική στην Ευρώπη. Ιδίως τα σοσιαλιστικά κόμματα διήνυσαν τη μεγαλύτερη πολιτική απόσταση κλίνοντας προς τα δεξιά και συγκλίνοντας προς το κέντρο. Ηταν η εποχή της τριγωνοποίησης της πολιτικής. Ο Μπλερ στην Αγγλία, ο Σρέντερ στη Γερμανία, το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη στην Ελλάδα. Αυτή η πολιτική μετατόπιση έδωσε στην Κεντροαριστερά πρόσκαιρες εκλογικές νίκες, αλλά μακροπρόθεσμα οδήγησε στη συρρίκνωσή της. Η υιοθέτηση δεξιών πολιτικών έφθειρε τον κεντροαριστερό πυλώνα του πολιτικού συστήματος στην Ευρώπη. Γιατί διέρρηξε τους δεσμούς της Κεντροαριστεράς με τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της.

Μια σειρά δομικών αλλαγών, όμως, απειλούν και την Κεντροδεξιά, αλλά και τη δημοκρατία συνολικά. Η παγκοσμιοποίηση διόγκωσε τις ανισότητες. Η τεχνολογική επανάσταση φέρνει νέες κοινωνικές διαιρέσεις και στρωματώσεις. Τα μεταναστευτικά ρεύματα δημιουργούν δημογραφικό και πολιτισμικό πανικό στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι κοινωνίες γίνονται ευάλωτες στα κηρύγματα των λαϊκιστών και των δημαγωγών και των κομμάτων διαμαρτυρίας.

Οι στόχοι είναι εύκολοι. Τα παραδοσιακά κόμματα, το κατεστημένο, η οικογενειοκρατία, οι τράπεζες, η παγκοσμιοποίηση, η Ευρώπη, οι ξένοι. Τα σχήματα που προτείνουν απλουστευτικά και εύπεπτα. Οικονομικός προστατευτισμός, εθνικισμός, ξενοφοβία, ευρωσκεπτικισμός, πολιτικές ταυτότητας.

Από τη λαίλαπα του εθνολαϊκισμού δεν ξέφυγε ούτε η Γερμανία. Που μεταπολεμικά είχε καταφέρει να εντάξει τη συζήτηση για την εθνική της ταυτότητα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Τώρα το AfD σπάει αυτό το ταμπού.

Τα κεντροδεξιά κόμματα παραμένουν η μεγάλη πολιτική οικογένεια στην Ευρώπη αλλά πλαγιοκοπούνται από τα δεξιά τους.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η λύση είναι η στροφή προς τα δεξιά. Να πλειοδοτήσουν, δηλαδή, σε δημαγωγία, σοβινισμό και προστατευτισμό. Σε μια προσπάθεια επαναπατρισμού ψηφοφόρων να μοιάσουν με το «τέρας». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη.
Τα κεντροδεξιά κόμματα πρέπει να μείνουν σταθερά στις αρχές, στις αξίες τους και την ιδεολογία τους. Διακρίνοντας τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό. Διακρίνοντας τις ανοιχτές κοινωνίες από τις κοινωνίες της ανομίας. Υποστηρίζοντας την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τον νόμο και την τάξη. Υποστηρίζοντας την οικονομία της αγοράς, αλλά παρεμβαίνοντας για να διορθώσουν τις ανισότητες. Η απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία δεν μπορεί να είναι η απομόνωση στο γαλατικό χωριό.

Εάν τα κεντροδεξιά κόμματα αποστούν από τις αρχές και τις αξίες τους, μακροπρόθεσμα θα έχουν την τύχη των σοσιαλιστών.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Centre-right parties: sailing in stormy seas

Centre-right parties: sailing in stormy seas

It has been a challenging year for the European Union. The hangover from Brexit, election fever in a number of European countries, terrorist attacks in European capitals, the perennial existentialist question of quo vadis Europe, and now the Catalan crisis.

After Macron’s victory in France, liberal democratic Europe breathed a sigh of relief. The outcome of the French presidential election and Merkel’s much anticipated victory would restore confidence in liberal democracy, and put the European project back on track. And to a large extent this has happened. It has not been a clean sheet, however.

Germany did not manage to escape the predicament of other European countries: the weakening of traditional democratic parties and the surge of nationalist populism and extremism. The western liberal order has survived for now but the party pillars of the political system have been weakened.

The centre-left, centre-right divide, for many decades, offered European societies a set of different ideological creeds, policy options, and solutions, within the framework of free market-based liberal democracy. Now, we are witnessing the erosion of this post WWII European political divide.

Structural changes such as globalization, the fiscal conformity in preparation for the monetary union, and the monetary union itself created a policy of convergence between parties. The main victims of this fusion were the centre left parties that travelled most of the political distance towards the centre.

The adoption of centre-right elements in economic policies and structural reforms gave them electoral victories in the short run but in the long run was a prologue of their demise. Mainly because it severed the ties with their party base and their traditional electorate. The financial crisis and the backlash against globalization further eroded the political centre.

Exacerbated economic inequalities, blamed on globalization and automation, have altered societal stratification, creating new haves and have-nots. New waves of immigration have created a demographic and cultural panic. Technological advances created a new divide in society between technologically literate and illiterate, and a new kind of technological unemployment.

Those that are left behind by change, frustrated and alienated, direct their anger towards mainstream politics. The centre-left parties may have become something of an endangered species, but the centre-right parties have come under pressure as well.
The disdain of politics as usual and political correctness has empowered populist leaders and parties from both ends of the political spectrum. From Beppe Grillo, Tsipras, Podemos, and Die Linke, to Trump, Farage, Le Pen, and Orban, all have run against status quo politics. They have tried to manipulate the anger and disappointment in government, the establishment, corruption and nepotism, stagnating salaries, and rising unemployment.

A new dividing line is being formed: on one side are the traditional political formations, and on the other side is an abrasive, anticonformist populism. A populist surge that is based on economic protectionism, an assertive nationalism, xenophobia, anti-immigration and anti-globalization policies.

The populists have also capitalised on the return of identity politics. When threatened, people tend to resort to fundamental values intrinsic to their identity. Germany managed, in the decades following WWII, to place the debate on identity within the European context. Now, AfD, breaking old taboos, brings back the debate to the national level, exploiting the uneasiness of part of the society from the presence of a million refugees on German soil.

The return of identity politics is interconnected with euroskepticism. The incomplete European project is at a critical juncture. The populist demagogues make a case against Europe as being unable to provide policy responses to the challenges of immigration, border security, homeland security, or economic inequalities.

They are questioning, in essence, the wisdom of transferring authority and sovereignty from the nation states to Brussels. The antiglobalization of the populist left feeds euroskepticsm, while the extreme right of AFD and Le Pen resort to xenophobia, protectionism, and nationalist extremism.

The new political landscape is a minefield for centre-right parties. Populism, extremism and especially right-wing extremism and nationalism have appealed to voters by distorting our ideological agenda. In an effort to repatriate those voters, centre-right parties might be tempted to veer to the right and trail extremism as it sets the agenda. That would be a political folly.

Before repatriating our voters we should repatriate our ideological agenda, reclaim it and project it forcefully. Centre-right parties have to stay the course, defend liberal values, respond to the challenges based on our own ideological arsenal. We can be patriotic without being nationalistic, we can defend freedom and human rights as well as law and order with equal conviction.

Open societies does not mean lawless societies and certainly not borderless states. We can defend the market economy while addressing inequalities. We can address the inequalities resulting from globalization and automation without becoming protectionist and isolated.
Compromising our values and principles will only present us with short term political gains, if it does. It will hurt, however, our fortunes in the long run, as the socialists have discovered.

Τεχνολογία & Δημοκρατία

Τεχνολογία & Δημοκρατία

Μια εικοσαετία σχεδόν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση αντιμετωπίζει σειρά εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων. Ρωσία και Κίνα, για διαφορετικούς λόγους, επιζητούν την αναθεώρηση του μεταψυχροπολεμικού status quo. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι σε ύφεση και τα αυταρχικά καθεστώτα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται και εντός της Δύσης. Νομιμοποιούνται από τη διεξαγωγή εκλογών, αλλά καταπατούν το κράτος δικαίου.

Η παγκοσμιοποίηση έχει οξύνει τις ανισότητες. Η τεχνολογική επανάσταση δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον τεχνολογικού αναλφαβητισμού και τεχνολογικής ανεργίας. Τα νέα κύματα μετανάστευσης δημιουργούν ανασφάλεια, δημογραφικό και πολιτισμικό πανικό. Η Δύση εμφανίζει σημάδια απώλειας στήριξης και, το κυριότερο, μια κρίση ηγεσίας και κρίση των ελίτ.

Οι δυτικές ελίτ είναι θύματα της δικής τους ύβρης. Της θριαμβολογίας και της αυταρέσκειας που εξέφρασαν στην αυγή του νέου κόσμου. Οταν η επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού διαφημίστηκαν ώς το τέλος της ιστορίας. Και η διάδοσή τους σε κάθε γωνιά του πλανήτη ήταν θέμα χρόνου με όχημα την τεχνολογία. Το Lexus θα συναντούσε την ελιά, όπως έγραφε ο Τόμας Φρίντμαν.

Η θριαμβολογία έγινε ευφορία όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνέβαλαν στην αραβική Ανοιξη. Αυτό αποτέλεσε το αφήγημα μιας ολόκληρης βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας. Ο Μαρκ Ζάκεμπεργκ παρουσίασε το facebook ως εργαλείο διαφάνειας, διαλόγου και ελέγχου των κυβερνήσεων.

Η τεχνολογία, όμως, είναι αξιακά και ηθικά ουδέτερη. Μας είχε προειδοποιήσει ο Αϊνστάιν, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της πυρηνικής ενέργειας. Σύντομα αρχίσαμε να διαπιστώνουμε τα προβλήματα από τη χρήση της τεχνολογίας για σκοτεινούς σκοπούς. Τρομοκράτες άρχισαν να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για προσηλυτισμό και πολλαπλασιασμό της εμβέλειας της επιρροής τους. Απέκτησαν ευκολότερη πρόσβαση σε στοιχεία και πληροφορίες που ενίσχυσαν τις δυνατότητές τους στον ασύμμετρο πόλεμο. Η Ρωσία κατηγορείται για ευθεία ανάμειξη στις εκλογικές διαδικασίες των δυτικών δημοκρατιών μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Αλλά δεν είναι μόνο τα ακραία αυτά παραδείγματα. Τεχνολογικές εταιρείες – κολοσσοί έχουν πλέον πρωτοφανή πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα. Η Amazon γνωρίζει την καταναλωτική μας συμπεριφορά. Η Google τα ενδιαφέροντά μας στην απόκτηση γνώσεων. Και το facebook τον τρόπο και το αντικείμενο της επικοινωνίας μας. Η χειραγώγηση και η εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων και πληροφοριών για τον προσπορισμό κέρδους αποτρέπει τις εταιρείες από τη χρήση φίλτρων. Κι έτσι τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να αξιοποιηθούν για ποικίλους σκοπούς από ποικίλους χρήστες. Και δεν είναι μόνο η τρομοκρατία, η πορνογραφία, ο ρατσισμός και κάθε κήρυγμα μίσους και βίας. Είναι ο πληθωρισμός της κακοφωνίας του περιθωρίου που αποδιοργανώνει την κοινωνία.

Η επιστροφή της ιστορίας φέρνει το τέλος της θριαμβολογίας και της ανάγκης επιβίωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις είναι ο δημοκρατικός έλεγχος της χρήσης των τεχνολογικών επιτευγμάτων.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Οι σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας

Οι σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας

Στην αυγή του 21ου αιώνα, μετά από ένα κύμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, η Τουρκία βρέθηκε στην αφετηρία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το 2005, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συγκέντρωνε την αποδοχή του 74% της τουρκικής κοινωνίας.

Για τη Δύση μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια απόδειξη ότι το Ισλάμ, η δημοκρατία και η νεωτερικότητα μπορούν να συνυπάρξουν. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα ξόρκιζε το σκοτεινό σενάριο του Χάντιγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Η Τουρκία θα αποτελούσε το μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Για την Ελλάδα, η προοπτική μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής Τουρκίας θα σήμαινε άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας και ειρηνική συνύπαρξη.

Μέσα σε μια δεκαετία τα πάντα άλλαξαν.

Η Τουρκία όχι μόνο δεν αποτέλεσε μοντέλο προς μίμηση για τον ισλαμικό κόσμο, αλλά έγινε μέρος του προβλήματος. Μετά την αποτυχία του εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής και το τέλος της Αραβικής Άνοιξης, η ριζοσπαστικοποίηση της Μέσης Ανατολής όξυνε την αντιπαράθεση του Ισλάμ με τη Δύση. Ο Ερντογάν άρχισε να στρέφεται προς τον ισλαμικό κόσμο, να υιοθετεί ισλαμική ατζέντα και να κλιμακώνει τη ρητορική του απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η ευρωπαϊκή προοπτική φάνηκε, πλέον, ότι ήταν μια εργαλειακή επιλογή για τον Ερντογάν και όχι στρατηγικός στόχος. Αφού δια του εκδημοκρατισμού εξουδετέρωσε το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο, σταδιακά απομακρύνθηκε από τη Δύση. Το αποκορύφωμα ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα, που έδωσε στον Ερντογάν το πρόσχημα να εδραιώσει ένα αυταρχικό καθεστώς.

Οι σχέσεις με την ΕΕ επιδεινώθηκαν. Από τον περασμένο Δεκέμβριο οι διαπραγματεύσεις έχουν ουσιαστικά παγώσει και το κλίμα στις Βρυξέλλες για την Τουρκία είναι βαρύ. Στις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας, ιδιαίτερα, επικρατεί πολικό ψύχος. Η ανάμειξη του Ερντογάν στις γερμανικές εκλογές κατά των μεγάλων κομμάτων, αλλά και οι συλλήψεις γερμανών πολιτών στην Τουρκία έχουν στρέψει τη γερμανική κοινή γνώμη εναντίον του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να προσανατολίζεται στην επίσημη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα απομακρύνει οριστικά την Τουρκία από τη Δύση και θα αποδυναμώσει τις δημοκρατικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στο εσωτερικό της. Θα θέσει σε κίνδυνο τη συμφωνία για το Μεταναστευτικό και θα καταστήσει δύσκολη τη συνεργασία σε θέματα κρίσιμα για την Ευρώπη όπως η ανταλλαγή πληροφοριών και η αμυντική συνεργασία.

Η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει πολιτική πραγματισμού απέναντι στην Τουρκία προτάσσοντας τη συνεργασία σε πεδία αμοιβαίου συμφέροντος. Η συμφωνία για το Μεταναστευτικό, η συνεργασία στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και η αμυντική συνεργασία αποτελούν τέτοια πεδία. Οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας θα μπορούσαν να ξανατεθούν στη βάση μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής σύνδεσης. Είναι μια εφικτή πολιτική, που θα διατηρούσε την Τουρκία σε δυτική τροχιά μειώνοντας τις εστίες της έντασης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

43 χρόνια ΝΔ: Κοιτάζοντας μπροστά

43 χρόνια ΝΔ: Κοιτάζοντας μπροστά

Η ΝΔ έκλεισε πριν από λίγες μέρες 43 χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας. Αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, αλλά και τα ευρωπαϊκά. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της μεταπολεμικής Ευρώπης υφίστανται τριγμούς. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά και οι Σοσιαλιστές. Στον τόπο μας η Κεντροαριστερά μοριοποιήθηκε μεταπολιτευτικά δύο φορές. Αρχικά η Ένωση Κέντρου και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ που την είχε διαδεχθεί, για να προκύψει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΝΔ, ο κεντροδεξιός χώρος, παρέμεινε σταθερός. Παρά τις αποχωρήσεις και τη δημιουργία μικρότερων σχημάτων, αλλά και τις εξελίξεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η παγκοσμιοποίηση, η δημοσιονομική προσαρμογή για την ένταξη στην ευρωζώνη, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και οι πολιτικές της ευρωζώνης αυτές καθαυτές απομάκρυναν τα κεντροαριστερά κόμματα από τη μήτρα της πολιτικής της. Οι δομικές αυτές αλλαγές ανάγκασαν τα σοσιαλιστικά κόμματα να απομακρυνθούν από την ιδεολογία τους να υιοθετήσουν πιο «δεξιές πολιτικές». Κατάφεραν έτσι πρόσκαιρες εκλογικές νίκες, αλλά μακροπρόθεσμα διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούσαν. Το κενό στα αριστερά τους καλύφθηκε από δημαγωγικά λαϊκιστικά κόμματα που, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης, λεηλάτησαν τον κεντροαριστερό χώρο. Υποσχόμενα παροχές και προνόμια που η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υποστηρίξει.

Η ΝΔ άντεξε γιατί οι αλλαγές που συνέβαιναν σε παγκόσμιο αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν, σε μεγάλο βαθμό, συμβατές με τις ιδεολογικές της αρχές αλλά και τις πολιτικές της. Οι μεταρρυθμίσεις, με αποδέκτη τον άνθρωπο, και όχι ως συνθηματολογία ευκαιρίας, όπως έχουν εκφυλιστεί στο τόπο μας, ήταν πάντοτε η σημαία της. Η βασική της πολιτική επιλογή, η ένταξη στην Ευρώπη, αλλά και ιδεολογία της, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, ανταποκρίνονταν στα κελεύσματα της εποχής.

Η ΝΔ είναι ένα κόμμα γνήσια λαϊκό, όχι λαϊκιστικό, πατριωτικό, όχι εθνικιστικό, φιλελεύθερο με κοινωνικό πρόσημο. Ακολουθώντας την πολιτική του μέτρου, λειτούργησε πάντοτε με γνώμονα το ευρύτερο εθνικό και όχι το στενά ταξικό συμφέρον. Και γι’ αυτό, σφυρηλάτησε δεσμούς ισχυρούς με πλατιά κοινωνικά στρώματα.

Ιδρύθηκε από μια χαρισματική και εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα, αλλά δεν έγινε προσωποπαγές κόμμα. Εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο κόμμα με δημοκρατική λειτουργία. Αναδεικνύοντας επτά αρχηγούς, μετά τον ιδρυτή της, και τέσσερις πρωθυπουργούς.

Παρά τα αναπόφευκτα λάθη, δικαιώθηκε για τις στρατηγικές επιλογές που έκανε για τη χώρα. Και στο διεθνές πεδίο, με το πλέγμα των συμμαχιών και τη κατεύθυνση που έδωσε στη χώρα, αλλά και στο εσωτερικό.

Η ΝΔ παραμένει ο μόνος πολιτικός σχηματισμός, που οι ιδέες του έχουν επικρατήσει διεθνώς, οι στρτηγικές του επιλογές δικαιωθεί, και οι κυβερνητικές θητείες του έχουν θετικό πρόσημο. για αυτό εκφράζει τις ελπίδες των πολιτών για το μέλλον.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Το Καταλανικό δημοψήφισμα

Το Καταλανικό δημοψήφισμα

Η αντιμετώπιση του καταλανικού δημοψηφίσματος από την κυβέρνηση Ραχόι ήταν στρουθοκαμηλική. Η ισπανική κυβέρνηση οχυρώθηκε αρχικά πίσω από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ισπανίας, ελπίζοντας ότι θα αρκούσε για την ακύρωση του δημοψηφίσματος. Όταν αυτό δεν συνέβη, κατέφυγε στην καταστολή για να το ματαιώσει. Ούτε αυτό πέτυχε. Παρ’ ότι η διαδικασία εξελίχθηκε σε παρωδία, το δημοψήφισμα έγινε. Ουδείς γνωρίζει πόσα εκλογικά τμήματα λειτούργησαν, πόσοι ψήφισαν, πού ψήφισαν και πόσες φορές. Τελικά, το ναι της ανεξαρτησίας συγκέντρωσε γύρω στο 90%.

Με τη στάση της η κυβέρνηση Ραχόι είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο. Να αποτύχει στη, δια της βίας, καταστολή του δημοψηφίσματος. Να θυματοποιήσει τις αποσχιστικές δυνάμεις και να διευρύνει τη βάση τους. Να συγκεντρώσει τα φώτα των διεθνών μέσων ενημέρωσης και της διεθνούς κοινότητας, διεθνοποιώντας ένα εσωτερικό θέμα.

Την επόμενη μέρα ο στρουθοκαμηλισμός συνεχίστηκε. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε δημοψήφισμα, ενώ οι Καταλανοί απέστειλαν το αποτέλεσμα στο καταλανικό Κοινοβούλιο. Πράγμα που σημαίνει ότι ετοιμάζονται να προβούν σε μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας.

Η Καταλωνία έχει βαθιά ιστορική και πολιτισμική παράδοση. Η γλώσσα, η καταλανική διάλεκτος, η πρόσληψη της ιστορίας και του εθνικού χαρακτήρα, από τον 10ο αιώνα κυρίως και μετά, έχουν διαμορφώσει μια εθνική ταυτότητα. Αυτή η καταλανική ταυτότητα επιβίωσε των συγκεντρωτικών ισπανών μοναρχών, την κατοχή του Ναπολέοντα, του ισπανικού εμφυλίου και του καθεστώτος του Φράνκο. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας αναγνωρίστηκε ως ιστορική εθνότητα της Ισπανίας. Η αλήθεια είναι ότι ως μια από τις 17 αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας απολαμβάνει ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας.

Οι Καταλανοί, όμως, επιθυμούν την ανεξαρτησία τους και για εθνοτικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους. Η Καταλωνία έχει το 20% του ισπανικού ΑΕΠ και θεωρεί ότι η οικονομία της πλήττεται από τους φόρους που αποδίδει στην κεντρική κυβέρνηση.

Το παράδοξο είναι ότι η Καταλωνία θέλει να αποσχιστεί από την Ισπανία και να αποκτήσει εθνική κυριαρχία. Δεν θέλει όμως να απεμπολήσει τη θέση της στο ευρωπαϊκό υπερεθνικό εγχείρημα. Που σημαίνει εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, τουλάχιστον σε ορισμένες βασικές πολιτικές.

Η απόσχιση της Καταλωνίας θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Θα λειτουργήσει ως ντόμινο και για την Ισπανία και για την Ευρώπη. Κάθε χώρα σχεδόν έχει περιοχές με αποσχιστικές τάσεις εν υπνώσει. Οι Βάσκοι, η Φλάνδρα, η Ουαλία και η Σκωτία, η Κορσική και η Λίγκα του Βορρά και οι Καταλανοί της Γαλλίας.

Η Μαδρίτη πρέπει να βρει τρόπο να φέρει τους Καταλανούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το ερώτημα είναι, πλέον, αν οι Καταλανοί είναι διατεθειμένοι να δεχθούν οτιδήποτε πλην της ανεξαρτησίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”