Μπούμερανγκ

Μπούμερανγκ

Η κυβέρνηση διαπράττει ένα ατόπημα και κάνει ένα λάθος. Το ατόπημα είναι ότι προσπαθεί να χειριστεί ένα εθνικό θέμα με μικροπολιτική πονηριά και από κομματική σκοπιά. Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται περισσότερο να διχάσει την αντιπολίτευση για να καρπωθεί κομματικά οφέλη παρά να λύσει το εθνικό θέμα. Αντί να επιδιώξει την εθνική συνεννόηση, μετατρέπει ένα εθνικό θέμα σε εσωτερικό πολιτικό ζήτημα. Το λάθος που κάνει είναι ότι νομίζει ότι θα βγει ωφελημένη. Αν στο Μαξίμου ήταν στοιχειωδώς σε θέση να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα από Ευρώπη και Αμερική, θα καταλάβαιναν ότι παίζουν σε λάθος γήπεδο. Στην ταραγμένη εποχή που ζούμε οι πολίτες, είτε από φόβο είτε από ανέχεια, ταμπουρώνονται πίσω από τις εθνικές ταυτότητες. Γιατί θεωρούν την εθνική ταυτότητα ως το τελευταίο οχυρό της ύπαρξής τους. Και η έκφραση της εθνικής ταυτότητας είναι προνομιακό πεδίο της Δεξιάς στην Ελλάδα, όχι της διεθνιστικής Αριστεράς. Που ιδιαίτερα στην Ελλάδα και το Μακεδονικό έχει τη φωλιά της λερωμένη. Γι’ αυτό και τους γυρίζει μπούμερανγκ. Αν κάποιος διχάστηκε είναι η ετερόκλητη συμμαχία που συγκροτεί την κυβέρνηση.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμεναν τη λαϊκή αντίδραση. Δεν είδαν το παγόβουνο. Και πώς να το δουν άλλωστε. Δεν υπολόγισαν ότι ένας λαός καθημαγμένος από την πολυετή κρίση και εξουθενωμένος απο τον αγώνα της επιβίωσης θα βρεί το σθένος να διαμαρτυρηθεί για άυλες αξίες. Για κάτι που όλοι προσπαθούν να τον πείσουν ότι είναι ένας ιστορικός και εθνικός αταβισμός. Και όμως, η μαζική προσέλευση του κόσμου στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης τάραξε τα νερά του βάλτου. Ίσως γιατί για κάθε λαό η αίσθηση της απώλειας είναι πολύ πιο βαθιά όταν θεωρεί ότι θίγονται αυτά που διαμορφώνουν και οριοθετούν την ύπαρξή του. Αυτά που έμαθε από την οικογένεια, από το σχολείο, από την ιστορία, από όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Η Ελλάδα δεν έχει εδαφικές βλέψεις, επιζητεί την ειρηνική συνύπαρξη με τους γείτονές της και μία κοινά αποδεκτή λύση. Η ΝΔ έχει βάλει τον πήχη της εθνικής κόκκινης γραμμής με υπευθυνότητα. Προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση για το όνομα είναι το erga omnes και η εξάλειψη κάθε στοιχείου αλυτρωτισμού από την άλλη πλευρά.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε η κυβέρνηση το εθνικό θέμα δυσχέρανε τη διαδικασία εξεύρεσης λύσης. Αντί να οικοδομήσει ένα αρραγές εθνικό μέτωπο πάνω στις διαμορφωμένες εθνικές θέσεις, επέλεξε τα μικροπολιτικά παιχνιδάκια. Δεν ξέρω αν στην κυβέρνηση πραγματικά πίστευαν ότι θα διαιρέσουν τη Δεξιά. Το σίγουρο είναι ότι συσπείρωσαν τη χώρα εναντίον τους. Και το πιθανότερο είναι ότι με ευθύνη τους χάνεται μια ευκαιρία επίλυσης του προβλήματος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η τουρκική απειλή

Η τουρκική απειλή

Από το 1974 και μετά η Τουρκία ακολουθεί σταθερά μια αναθεωρητική πολιτική στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου και στην αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Κυπριακό οι συνεχείς τουρκικές πιέσεις και οι ελληνικές υποχωρήσεις έχουν αλλοιώσει αισθητά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Έχουμε φθάσει πλέον να συζητάμε διάφορα σχέδια που προβλέπουν τη δημιουργία ενός υβριδικού μορφώματος που, κατ’ ουσίαν, θα επεκτείνει την επικυριαρχία της Τουρκίας στο σύνολο του νησιού.

Στο Αιγαίο η Τουρκία ακολούθησε, από το 1974 και μετά, μια σύνθετη πολιτική. Μια πολιτική παραβιάσεων και παραβάσεων και απαγόρευσης άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με την απειλή πολέμου. Επιπλέον, με μια πολιτική στρατιωτικοπολιτικών κρίσεων χαμηλής έντασης η Τουρκία διαβρώνει την ελληνική κυριαρχία. Δημιουργεί γκρίζες ζώνες και αυξάνει σταδιακά το εύρος των διεκδικήσεών της.

Απέναντι στην τουρκική απειλή η Ελλάδα, διαχρονικά, αντέταξε τρεις γραμμές αμύνας. Η πρώτη βασιζόταν στην επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, των διεθνών συμβάσεων και των συνθηκών. Ήταν μια ενδεδειγμένη γραμμή αμύνας για μια χώρα που σέβεται τη διεθνή έννομη τάξη και αμύνεται απέναντι σε μια παραβατική χώρα. Μόνο που η γραμμή αυτή ήταν περιορισμένης αποτελεσματικότητας καθώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται και δρα στη διεθνή πολιτική με όρους ισχύος και όχι με όρους δικαίου. Η δεύτερη γραμμή αμύνας ήταν μια πολιτική αποτροπής, μέσα από τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Η πολιτική αυτή λειτούργησε αποτελεσματικά αποτρέποντας την Τουρκία από το να αποτολμήσει μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη στην Κύπρο ή στο Αιγαίο. Δεν παρέχει όμως ικανή απάντηση στην τουρκική τακτική των κρίσεων χαμηλής έντασης. Η τρίτη γραμμή άμυνας ήταν η πολιτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Υπό την έννοια ότι μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια πιο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική χώρα. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, όμως, έχει πλέον ανακοπεί. Η Τουρκία διολισθαίνει σε ένα αυταρχικό καθεστώς και κλιμακώνει τις προκλήσεις προς κάθε κατεύθυνση εξάγοντας τα εσωτερικά της αδιέξοδα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια στρατηγική πρόκληση. Να διατηρήσει αμείωτη την αποτρεπτική της ικανότητα και να εκμεταλλευτεί διπλωματικά, σε ευρωπαϊκό και ατλαντικό επίπεδο, τη γεωπολιτική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση. Με διττή στρατηγική. Με την πολιτική της γέφυρας προς την Ευρώπη στον βαθμό που αυτή παραμένει μια εφικτή επιλογή για Τουρκία και Ευρώπη. Και με τη στρατηγική του αναχώματος της Δύσης στον βαθμό που η Τουρκία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα βυθιζόμενη στην κινούμενη άμμο του ισλαμικού μεσανατολικού inferno. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν μια Ελλάδα ενωμένη. Όχι μια Ελλάδα που τρώει τις σάρκες της.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Πυροτεχνήματα

Πυροτεχνήματα

Η κυβέρνηση, έστω και με καθυστέρηση, προσχώρησε στη λογική των συγχωνεύσεων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Μια πολιτική που αποτέλεσε έναν από τους κύριους άξονες της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησής μας. Και υλοποιήθηκε, σε μια πρώτη φάση, από το Σχέδιο Αθηνά. Η πολιτική αυτή ήταν απόρροια της ανάγκης του συνολικού εξορθολογισμού του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας. Και της συνάρμοσής του με ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο για τη χώρα. Υπό την έννοια αυτή, η δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής από τη συγχώνευση των δύο ΑΤΕΙ, του Πειραιά και της Αθήνας, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι το λογικό βήμα μετά την ομοσπονδοποίηση των δυο ΑΤΕΙ που είχε φέρει το Σχέδιο Αθηνά. Με τη δική μας πολιτική όμως, στη δεύτερη φάση του σχεδίου, θα προέκυπτε από τη συγχώνευση ένα ισχυρό ανώτατο τεχνολογικό ίδρυμα όχι ένα πανεπιστήμιο.

Η δική μας πολιτική είχε στόχο την αναβάθμιση του ρόλου και του κύρους των ΑΤΕΙ και της δυαδικής εκπαίδευσης. Για να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος στον νέο αναπτυξιακό χάρτη της χώρας. Για τον λόγο αυτόν αναδιοργανώσαμε τα προγράμματα σπουδών τους σε πέντε κύκλους. Δίνοντας έμφαση σε γνωστικά αντικείμενα που άπτονται της τεχνολογικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και συγχωνεύσαμε 85 τμήματα, καταργώντας γνωστικά αντικείμενα που απλώς αντέγραφαν αυτά των Πανεπιστημίων υποβαθμίζοντας τα ΑΤΕΙ σε δεύτερης ταχύτητας Πανεπιστήμια. Η λογική αυτή αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού για να αποκτήσει η χώρα ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Η λογική της κυβέρνησης φαίνεται να είναι διαφορετική. Κινείται μάλλον προς την υποβάθμιση των ΑΤΕΙ και την τελική απορρόφησή τους από τα Πανεπιστήμια. Είναι μια λογική που λογοδοτεί σε ένα ξεπερασμένο μοντέλο κρατισμού και στη διόγκωση του δημόσιου τομέα. Είναι το μοντέλο που χρεοκόπησε τη χώρα.

Η ίδια λογική ακολουθείται στην εξαγγελία ιδρύσεως Νομικής στην Πάτρα. Ποια λογική υπαγορεύει ότι η χώρα με τόσους άνεργους δικηγόρους χρειάζεται μια τέταρτη νομική σχολή και μάλιστα στην περιφέρεια; Εάν υπήρχε τέτοια ανάγκη, που δεν υπάρχει, η λογική υπαγορεύει ότι η σχολή αυτή θα έπρεπε να ιδρυθεί στο κέντρο και όχι στην περιφέρεια. Η Αττική φιλοξενεί τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, αλλά μόνο τη μια από τις τρεις νομικές σχολές. Καθώς η κρίση δυσκολεύει τη φοίτηση εκτός εστίας, τα περισσότερα παιδιά, μέσω των μεταγραφών, προσπαθούν να γυρίσουν στην Αθήνα. Επιπλέον, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο υπήρχε ήδη ένα γενικό τμήμα δικαίου με έτοιμο δυναμικό να στελεχώσει μια νομική σχολή. Το καταργήσαμε απορροφώντας τους καθηγητές στα άλλα τμήματα, ακριβώς επειδή η χώρα δεν χρειάζεται τέταρτη νομική σχολή.

Η κυβέρνηση δυστυχώς λειτουργεί χωρίς σχέδιο, με αποσπασματικές εξαγγελίες υπό τη μορφή πυροτεχνημάτων.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Σκάνδαλο ή σκευωρία;

Σκάνδαλο ή σκευωρία;

H διερεύνηση του σκανδάλου Novartis σε βάθος και η τελική απόδοση ευθυνών είναι απόλυτη υποχρέωση και ευθύνη της Δικαιοσύνης.

Η διαπόμπευση όμως πολιτικών προσώπων χωρίς ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία είναι εκτροπή.

Έχουμε, αυτή την ώρα, ατεκμηρίωτες αναφορές καταθέσεων από τρεις προστατευόμενους μάρτυρες και αόριστες εκτιμήσεις δωροδοκίας και άλλες προφανώς ανακριβείς αναφορές. Αλλά δεν υπάρχει smoking gun. Δεν υπάρχει, δηλαδή, καμιά απόδειξη.

Με τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας δεν τεκμαίρονται τέτοιες πρωτοφανείς κατηγορίες.

Με αυτά τα στοιχεία όμως ξεκίνησε μια πρωτοφανής διαδικασία σπίλωσης ενός πρώην πρωθυπουργού, ενός υπηρεσιακού πρωθυπουργού, ενός επιτρόπου εν ενεργεία της χώρας, ενός πρώην αρχηγού κόμματος και πρώην υπουργών. Και μάλιστα όταν σ’ αυτή τη χώρα είναι νωπή η τραυματική εμπειρία του ειδικού δικαστηρίου, που τελικά αθώωσε τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Η σπουδή επίσης της κυβέρνησης να ξεδιπλώσει αυτή την ιστορία στον απόηχο των δύο μαζικών συλλαλητηρίων για το Σκοπιανό, γεννά εύλογα ερωτηματικά. Και πάντως, αν αυτές οι βαριές κατηγορίες εναντίον ανθρώπων που κατείχαν τα ύπατα αξιώματα της χώρας αποδειχθούν έωλες, η χώρα θα οδηγηθεί σε διχασμό και βαθιά θεσμική κρίση. Η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης παραβιάζουν κατάφωρα το κράτος δικαίου. Και τελικά οδηγούν στη συνολική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Στην Πολωνία, η Κομισιόν αποφάσισε να ξεκινήσει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων καθώς έκρινε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος παραβίασης του κράτους δικαίου. Στις ΗΠΑ, ακόμη και οι σώφρονες Ρεπουμπλικάνοι συμβουλεύουν τον πρόεδρό τους να μην διανοηθεί να παρέμβει στην ειδική έρευνα του Robert Mueller.

Υπάρχει, βέβαια, και το διδακτικό προηγούμενο του Γουότεργκεϊτ. Ο Νίξον είχε επιλέξει να αντιμετωπίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους με παρακρατικά μέσα. Όταν έγινε η διάρρηξη του γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ορίστηκε ο Archibald Cox ως ειδικός ανακριτής για να διερευνήσει το ζήτημα. Κάποια στιγμή ο Cox ζήτησε με δικαστική παραγγελία από τον πρόεδρο Νίξον τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του προεδρικού γραφείου στον Λευκό Οίκο. Ο Νίξον αρνήθηκε. Στη συνέχεια ο Νίξον ζήτησε από τον υπουργό δικαιοσύνης να απολύσει τον Cox, αλλά ο υπουργός αρνήθηκε και παραιτήθηκε ο ίδιος σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Το ίδιο έπραξε και ο υφυπουργός Δικαιοσύνης. Τη δουλειά έκανε τελικά ο διορισθείς να εκτελέσει χρέη υπουργού Robert Bork. Τα γεγονότα αυτά ονομάσθηκαν «Η σφαγή του Σαββατόβραδου». Και οδήγησαν στην έναρξη της διαδικασίας καθαίρεσης του Νίξον και στη τελική παραίτησή του.

Η σκηνή που έμεινε τελικά στην ιστορία από την προεδρία Νίξον είναι η αποχώρησή του με ελικόπτερο από το Καπιτώλιο. Και πρέπει να είναι διδακτική.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ξέσπασμα λαού

Ξέσπασμα λαού

Ήταν ένα μεγαλειώδες παλλαϊκό συλλαλητήριο. Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα του ελληνικού λαού. Ενός λαού που δέχθηκε σχεδόν αγόγγυστα τη μείωση των μισθών του, των συντάξεών του, την απαξίωση της περιουσίας του. Είδε τη δημόσια περιουσία της χώρας να περιέρχεται προς εκποίηση σε ένα υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων υπό την εποπτεία των δανειστών και δεν ξεσηκώθηκε. Ίσως γιατί αποδέχθηκε ενδόμυχα, πέραν των ευθυνών της πολιτικής του ηγεσίας, και το δικό του μερίδιο ευθύνης για τη χρεοκοπία της χώρας. Και ξαφνικά ξέσπασε. Το ζήτημα των Σκοπίων σαν να απελευθέρωσε ένα συμπιεσμένο ελατήριο ανάμεικτων συναισθημάτων οργής, φόβου, αδικίας και πατριωτισμού. Ίσως γιατί οι πολίτες ενδόμυχα συναισθάνθηκαν αυτό που με τον νεανικό της αυθορμητισμό περιέγραψε η εθνική μας πρωταθλήτρια, Κορακάκη. «Λιμάνια, αεροδρόμια, γη πωλούνται. Αξίες όχι».

Η ελληνική κοινωνία δείχνει ότι, παρά τον παρασιτικό καταναλωτισμό και τον μιθριδατισμό των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει απονευρωθεί εντελώς. Διαθέτει ακόμη υγιή κύτταρα και μάχεται για άυλες αξίες. Το ξέσπασμά της δεν είναι εθνικιστικό. Είναι πατριωτικό. Δεν διεκδικεί, αμύνεται ενάντια στην παραχάραξη της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Εξεγείρεται γιατί θεωρεί ότι θίγονται αυτά που διαμορφώνουν και οριοθετούν την ύπαρξή της. Αυτά που διδάχθηκε από την οικογένεια, από το σχολείο, από την Ιστορία, από όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα. Το ζήτημα των Σκοπίων είναι περίπλοκο γιατί η γεωπολιτική τέμνεται με την Ιστορία και μάλιστα μια ιδιαίτερα φορτισμένη διάστασή της. Μια διάσταση που συνεγείρει και αφυπνίζει εθνικά αντανακλαστικά γιατί ένα κομμάτι της αρχαίας πολιτιστικής μας κληρονομιάς αμφισβητείται έντονα και επανειλημμένα.

Αλλά και η νεότερη ιστορία για τη Μακεδονία διαμορφώνεται από τις επιβουλές των γειτόνων μας και τους απελευθερωτικούς αγώνες που έδωσε ο ελληνικός λαός στις αρχές του 20ού αιώνα.

Αυτό το εθνικό αφήγημα, από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τον Παύλο Μελά, μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Διαμόρφωσε την εθνική ταυτότητα, το αξιακό σύστημα του λαού και το συλλογικό του υποσυνείδητο. Δημιουργεί ισχυρά αντανακλαστικά και είναι αυτός ο λόγος που εξεγείρεται όταν αισθάνεται ότι απειλείται.

Η κυβέρνηση υποτίμησε την αντίδραση του κόσμου και υπερεκτίμησε τις δυνατότητές της. Θα έπρεπε να έχει οικοδομήσει ένα αρραγές εθνικό μέτωπο πάνω στις διαμορφωμένες εθνικές θέσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τους νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και τις δυνατότητες της χώρας, να επιδιώξει λύση που θα είναι εθνικά συμφέρουσα και ιστορικά επιτρεπτή. Αντίθετα, επέλεξε τα μικροπολιτικά παιχνίδια. Επεδίωξε να διχάσει την αντιπολίτευση όταν η ίδια έχει τεράστιο εσωτερικό πρόβλημα. Το σίγουρο, πλέον, είναι ότι κατόρθωσε να συσπειρώσει όλη τη χώρα εναντίον της. Και το πιθανότερο είναι ότι, με ευθύνη της, χάνεται μια ευκαιρία επίλυσης του προβλήματος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Συλλαλητήρια

Συλλαλητήρια

Η αναμόχλευση του ζητήματος των Σκοπίων δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Είναι αποτέλεσμα ευρύτερων γεωπολιτικών διεργασιών. Η Ρωσία έχει επιστρέψει σε μια λογική σφαιρών επιρροής. Και προσπαθεί να ανακτήσει την επιρροή της σε περιφερειακά υποσυστήματα. Τα Βαλκάνια επανέρχονται στη γεωπολιτική σκακιέρα ως μήλον της Έριδος των μεγάλων δυνάμεων. Η Δύση επιδιώκει να κλείσει τη μαύρη τρύπα των Δυτικών Βαλκανίων, να τα εντάξει στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και να αποτρέψει την επιστροφή της Ρωσίας. Εξού και η αναθέρμανση του διεθνούς ενδιαφέροντος και η διπλωματική κινητικότητα για την εξεύρεση λύσης.

Η κυβέρνηση, με την αυταρέσκεια και την αλαζονεία που τη διακρίνει και με την ορμή και προθυμία της νεοφώτιστης πλην συστημικής πλέον δύναμης, σπεύδει να κλείσει το θέμα όπως όπως.

Το κάνει άγαρμπα προσπαθώντας να προσποριστεί πολιτικά οφέλη και να διχάσει την αντιπολίτευση. Σιγά σιγά ανακαλύπτει ότι το ζήτημα των Σκοπίων αναδιατάσσει μεν τις διαμορφωμένες λεπτές πολιτικές ισορροπίες, αλλά όχι σύμφωνα με τους υπολογισμούς της. Τα προβλήματα δημιουργούνται κυρίως στο εσωτερικό της. Το ζήτημα των Σκοπίων είναι περίπλοκο καθώς γεωπολιτικά συμφέροντα και υπολογισμοί τέμνονται με μια ιδιαίτερα φορτισμένη ιστορική διάσταση. Μια διάσταση που συνεγείρει και αφυπνίζει εθνικά αντανακλαστικά γιατί είναι κομμάτι της αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς που έχει αμφισβητηθεί έντονα και επανειλημμένα. Χρειάστηκε η ιστορική τεκμηρίωση του Ζαμπέλιου και του Παπαρρηγόπουλου και η ποιητική φλέβα του Παλαμά για να διατρανωθεί η αδιάρρηκτη συνέχεια της εθνικής ιστορίας από την αρχαιότητα ώς σήμερα. Και αυτό το εθνικό αφήγημα μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Διαμόρφωσε την εθνική ταυτότητα, το αξιακό σύστημα του λαού και το συλλογικό του υποσυνείδητο. Και είναι αυτός ο λόγος που εξεγείρεται.

Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί συνολικά ο κόσμος διανύει μια εποχή περιχαράκωσης στις εθνικές ταυτότητες. Από τον φόβο που δημιουργούν οι κατακλυσμικές αλλαγές της εποχής μας. Από τις ανισότητες και την ανέχεια που δημιουργεί η σκοτεινή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Που στη χώρα μας επιβαρύνεται περαιτέρω από τη δεκάχρονη κρίση. Και εντείνεται από τα μεταναστευτικά ρεύματα που έρχονται να δημιουργήσουν αυτό που εύστοχα ο Robert Putnam προσδιόρισε ως «υπερφόρτωση του κοινωνικοψυχολογικού συστήματος».

Γι’ αυτούς τους λόγους, το Σκοπιανό λειτουργεί ως εκπυρσοκροτητής συμπιεσμένων συναισθημάτων και μιας αίσθησης πληγωμένης υπερηφάνειας.

Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι αντί να λοιδορεί αυτά τα συναισθήματα να τα κατανοήσει και να τα καθοδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση. Αντί να οξύνει τις διχαστικές γραμμές να τις αμβλύνει. Χωρίς πολιτικές κουτοπονηριές να προσπαθήσει να δημιουργήσει συνθήκες εθνικού μετώπου. Να κατανοήσει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και, έχοντας επίγνωση των δυνατοτήτων της χώρας, να επιδιώξει λύση που θα είναι εθνικά συμφέρουσα και ιστορικά επιτρεπτή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”