Το σύνδρομο της Μάνδρας

Το σύνδρομο της Μάνδρας

Οταν πολιτεύεσαι με στόχο τον αντίπαλο και όχι τα προβλήματα της χώρας, τότε θα πέσεις από το σύνδρομο της Μάνδρας. Κατά την προσφιλή της τακτική, η κυβέρνηση φόρτωσε την προηγούμενη φονική πλημμύρα στους προηγούμενους. Και μετά ήρθε η επόμενη πλημμύρα και την ξεγύμνωσε. Η κυβέρνηση μας είπε ότι τα αντιπλημμυρικά έργα προχωράνε, αλλά δεν έχουν ακόμη αρχίσει. Είμαστε ακόμη στη χαρτούρα δηλαδή.
Η αλήθεια είναι ότι η δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων, στο τοξικό περιβάλλον της κρίσης, έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας κυβέρνηση. Του επέτρεψε ακόμη να απορροφήσει και τους κραδασμούς της σύγκρουσης με την πραγματικότητα. Η «πρώτη φορά Αριστερά», τον Σεπτέμβριο του 2015, κέρδισε μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτό όμως που δεν κατάλαβαν στην κυβέρνηση είναι ότι το 2015 η κοινωνία έκλεισε τους λογαριασμούς της με τους προηγούμενους και άνοιξε λογαριασμούς με τους επόμενους.
Στην επόμενη εκλογική στροφή αυτή που θα κριθεί είναι η σημερινή κυβέρνηση για τα πεπραγμένα της, όχι οι προηγούμενοι. Επειτα από οκτώ χρόνια ύφεσης και περικοπών και μια γεμάτη τετραετία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ η οικονομία θα κρίνει τις εκλογές. Και όταν ο Κλίντον έλεγε την περίφημη ατάκα για την οικονομία εννοούσε την τσέπη του φορολογούμενου. Κι εκεί τα πράγματα ζορίζουν. Γιατί αυτό που θα κριθεί δεν είναι τι οδήγησε στην κρίση, ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο Μνημόνιο. Αυτά κρίθηκαν. Αυτό που θα κριθεί είναι το Μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τι άλλαξε στα τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνησης στην τσέπη του πολίτη. Ο Πρωθυπουργός μπορεί να πανηγυρίζει την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο και να βαφτίζει το τέταρτο εποπτεία. Οι άδειες τσέπες όμως είναι αυτές που θα καθορίσουν με τι θα γεμίσουν οι ψηφοφόροι τις κάλπες. Και φαίνεται ότι στην κυβέρνηση άρχισαν να καταλαβαίνουν τι τους έρχεται.
Σε όλους τους τομείς του κυβερνητικού έργου η κυβέρνηση πολιτεύτηκε όπως στη Μάνδρα. Οταν τέλειωσε με την καταγγελία των προηγούμενων τα έκανε μούσκεμα με ό,τι καταπιάστηκε. Στο Σκοπιανό η συμφωνία έφερε τριγμούς στη συγκυβέρνηση και οι βουλευτές της συμπολίτευσης από τη Λαμία και πάνω δυσκολεύονται. Αντί για Νομπέλ προς το παρόν πέφτει γιούχα. Η γιούχα, όμως, φέρνει πανικό. Και ο πανικός είναι κακός σύμβουλος. Ηδη βλέπουμε τα πρώτα σημάδια. Από το Ζάππειο ο Πρωθυπουργός ανήγγειλε ότι μετά τα Μνημόνια αρχίζει η κάθαρση, δηλαδή νέος γύρος σκανδαλολογίας. Και από το Λονδίνο μάς είπε ότι η κυβέρνηση είναι πολύ σκληρή για να πεθάνει. Στην Αθήνα είχαν ήδη αρχίσει τις θεωρίες για τη νέα αποστασία. Από τις μεγάλες επιτυχίες το ρίξανε στις μεγάλες συνωμοσίες.
Οσο η «πρώτη φορά Αριστερά» βλέπει το τέλος να πλησιάζει, τόσο θα εκτρέπεται σε καθεστωτικές πρακτικές. Την κρίση για τα πεπραγμένα της όμως δεν θα μπορέσει να την αποφύγει.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Κογιότ

Κογιότ

Το Σκοπιανό είναι ο μετεωρίτης που αλλάζει τους συσχετισμούς στο πολιτικό σκηνικό. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι με την επίλυση του εθνικού θέματος θα επιτύγχανε τρεις στόχους. Πρώτον, θα κατήγαγε μια πολιτική επιτυχία με ιδεολογικό πρόσιμο. Η αριστερή ιδεολογική της πανοπλία θα την βοηθούσε να λύσει ένα θέμα που αποτύγχαναν να λύσουν οι εθνικόφρονες. Και θα ήταν και μια αναρρίπιση της συνθηκολογημένης αριστεροσύνης της. Δεύτερον, θα κέρδιζε πολιτικό κεφάλαιο στο εξωτερικό προβάλλοντας ως αναγκαίος παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Και τρίτον, θα άλλαζε προς όφελός της τις πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό. Ο στρατηγικός της στόχος ήταν να διχάσει, ή και να διασπάσει την αξιωματική αντιπολίτευση.

Απέτυχε παταγωδώς και στους τρεις. Πρώτον, γιατί η ιδεολογία της, που της επέτρεψε τη λύση, ήταν αυτή που την οδήγησε σε μια συμφωνία που προσβάλει το εθνικό πατριωτικό αίσθημα της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Όχι μιας δράκας εθνικιστών και πατριδοκάπηλων αλλά της πλειοψηφίας των Ελλήνων πατριωτών που δεν συμβιβάζονται με μια εθνική υποχώρηση. Και όπως προδίδει η ιστορία, τα εσωτερικά θέματα μπορεί να φθείρουν μια κυβέρνηση, αλλά τα εξωτερικά μπορεί να την σκοτώσουν. Ιδιαίτερα μια κυβέρνηση που έχει ήδη σωρεύσει κόστος και φθορά.

Η κυβέρνηση διέπραξε, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο λάθος που έκανε και ο Σημίτης με τις ταυτότητες. Προσέβαλε ένα σύνολο αξιών και πεποιθήσεων που είναι βαθιά ριζωμένες στη συνείδηση του κόσμου. Και παρά τη βαθιά πολιτισμική κρίση παραμένουν σταθερές. Όποιος πάει αντίθετα καταβάλει και το πολιτικό κόστος. Αυτό πληρώνει ήδη η κυβέρνηση με το Σκοπιανό.

Τα εγκώμια απο το εξωτερικό έχουν την αξία τους υπό έναν όρο. Επειδή η εξωτερική πολιτική γίνεται στη βάση του συμφέροντος, η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σίγουρη ότι τα ξένα συμφέροντα είναι συμβατά με το εθνικό συμφέρον. Όταν δηλαδή πανηγυρίζουν στην Εσπερία θα πρέπει να ηχούν χαρμόσυνα και οι καμπάνες στις Πρέσπες. Αλλοιώς κάτι έχει κάνει λάθος.

Όσον αφορά την εσωτερική της στόχευση η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς. Αντί να διχάσει τη ΝΔ, τη συσπείρωσε. Η συνολική στάση της ΝΔ ήταν εθνικά υπεύθυνη και πολιτικά αποτελεσματική. Στέρησε την ακροδεξιά από πολιτικό καύσιμο και της πήρε το τιμόνι από τα χέρια. Και με την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε μετατόπισε το πρόβλημα στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού. Και επειδή η πολιτική είναι και αριθμητική, στην πολιτική σκακιέρα μετρούν ήδη τις απώλειες. Ο μικρός κυβερνητικός εταίρος φυλορροεί και οι κυβερνητικοί βουλευτές δυσκολεύονται. Γι’ αυτό και άρχισαν τις θεωρίες συνομωσίας.

Ο πρωθυπουργός με το Σκοπιανό έπαθε ό,τι παθαίνουν οι Πρωθυπουργοί που αποκτούν την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας. Που θεωρούν ότι υπερνικούν το νόμο της βαρύτητας. Ο ίλιγγος της εξουσίας τούς οδηγεί σε υπέρβαση του χείλους του πολιτικά εφικτού. Νομίζουν ότι τρέχουν ακόμη αλλά μετεωρίζονται ήδη στο κενό. Όπως τα κογιότ στα κινούμενα σχέδια της Warner Bros.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Κακή συμφωνία

Κακή συμφωνία

Το ιδεολογικό υπόβαθρο της κυβέρνησης και ο μικροκομματικός τρόπος που χειρίστηκε τη διαπραγμάτευση προϊδέαζαν για το αποτέλεσμα. Ιστορικά, στη διαχείριση του εθνικού θέματος της Μακεδονίας, η Αριστερά δεν έχει δάφνες να επιδείξει. Το ίδιο συμβαίνει και με τη συμφωνία στην οποία κατέληξε για το Σκοπιανό. Το πρώτον και μείζον πρόβλημα της συμφωνίας είναι η άνευ όρων παράδοση στο θέμα της γλώσσας και της εθνότητας. Oι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας θα είναι Μακεδόνες που θα ομιλούν τη μακεδονική γλώσσα. Πράγμα που συνιστά τον πυρήνα του σκοπιανού αλυτρωτικού ιδεολογήματος του «μακεδονισμού». Αναμφίβολα, η αλλαγή συνταγματικής ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, η αλλαγή του Συντάγματος και το erga omnes είναι θετικά στοιχεία. Αλλά και το erga omnes φαίνεται να μην ισχύει απολύτως.

Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα της συμφωνίας είναι ο σπονδυλωτός της χαρακτήρας. Ιδιαίτερα, η υποστήριξη από ελληνικής πλευράς της πρόσκλησης ένταξης της γειτονικής χώρας σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ με ανοιχτές τις εκκρεμότητες της συμφωνίας. Είναι κατανοητό ότι αυτό γίνεται για να διευκολύνει τις διαδικασίες κύρωσης και δημοψηφίσματος από την άλλη πλευρά. Ωστόσο, οι διαδικασίες αυτές γεννούν έννομα δικαιώματα και δημιουργούν de facto καταστάσεις που μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες στην περίπτωση που τελικά η διαδικασία ναυαγήσει.

Τρίτον, πολλά ζητήματα αναφύονται σχετικά με τα προϊόντα προέλευσης και τα εμπορικά σήματα των μακεδονικών μας προϊόντων που παραπέμπονται προς διευθέτηση σε μελλοντικό χρόνο.

Τέταρτον, το εσωτερικό μέτωπο, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, είναι διαιρεμένο και οδηγείται σε μια διχαστική αντιπαράθεση που θα αποβεί επιζήμια για τον τόπο. Η κυβέρνηση εξαρχής χειρίστηκε το θέμα στη βάση ενός ισολογισμού κόστους-οφέλους μικροκομματικής και όχι εθνικής στόχευσης. Η κυβέρνηση προσπάθησε να διχάσει την αντιπολίτευση, όταν η ίδια αντιπαρέρχεται με κυνικό τρόπο τον διχασμό στο εσωτερικό της. Η κυβέρνηση έχει συνολική ευθύνη για τη συμφωνία την οποία δεν μπορεί να αποφύγει ο κύριος Καμμένος όσα τερτίπια και αν σκαρφιστεί. Η στάση του θα έπρεπε σε μια ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία να είχε οδηγήσει στην αυτόματη αποπομπή του από την κυβέρνηση.

Εάν η κυβέρνηση είχε συγκροτήσει ένα εθνικό μέτωπο διαπραγμάτευσης ή εάν, έστω, διαβουλευόταν τακτικά με την αντιπολίτευση, θα είχε οδηγηθεί σε καλύτερο αποτέλεσμα. Κυρίως, όσον αφορά στο θέμα της εθνότητας και της γλώσσας που θα είχαν καταστήσει τον συμβιβασμό αποδεκτό.

Ούτως ειπείν, πρέπει τώρα με νηφαλιότητα και ιστορική ευθύνη να ζυγίσουμε το εθνικό συμφέρον. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να ενσωματωθεί η περιοχή των δυτικών Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να υπάρξει ένα ανάχωμα στους βαλκανικούς μεγαλοιδεατισμούς, τα μουσουλμανικά τόξα, τις επιδιώξεις για μεγάλη Αλβανία. Να υπάρξει ανάσχεση της τουρκικής επιρροής και του διαίρει και βασίλευε της αναθεωρητικής ρωσικής πολιτικής. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν οι πολιτικές δυνάμεις είναι αν τα θετικά στοιχεία αυτής της προοπτικής υποσκελίζουν τα μελανά σημεία μιας κακής συμφωνίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Singapore summit: ο ταλαντούχος κύριος Κιμ

Singapore summit: ο ταλαντούχος κύριος Κιμ

Μετά από ένα roller coaster προσωπικών ύβρεων και απειλών για πυρηνικό πόλεμο, δύο αταίριαστοι συνομιλητές κατέληξαν σε συμφωνία ανταλλάσσοντας, μάλιστα, και εγκώμια. Η συμφωνία των ΗΠΑ με τη Βόρεια Κορέα είναι γενική και αόριστη. Είναι περισσότερο δήλωση προθέσεων και ευχών παρά τεκμηριωμένη συμφωνία με μηχανισμούς επαλήθευσης και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Είναι, όμως, αναμφίβολα ιστορική και επωφελής για την διεθνή κοινότητα. Γιατί αποκλιμακώνει την ένταση σε μια ζώνη ισορροπίας του τρόμου που ενέπλεκε περιφερειακά κράτη αλλά και υπερδυνάμεις. Και απομακρύνει το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολέθρου.

Η συμφωνία αυτή με το πιο ανελεύθερο και στυγνό καθεστώς του πλανήτη κατέστη δυνατή για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί ο ταλαντούχος, κατά τον Τραμπ, κύριος Κιμ ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες ισχύος του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Το καθεστώς Κιμ βασίζει την επιβίωσή του και την κρατική κυριαρχία της Βόρειας Κορέας στην αποτρεπτική ισχύ. Και η πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας ήταν η απόφαση με το προσμετρημένο ρίσκο που διασφάλιζε και τα δύο. Αφού αυτά είχαν διασφαλιστεί, ο Κιμ αποδέχθηκε την διαπραγμάτευση με τον πλανητάρχη σε μια σύνοδο κορυφής που τον μετέτρεπε αυτομάτως από παρία της διεθνούς σκηνής σε αποδεκτό ηγέτη.

Ο δεύτερος είναι γιατί η αμερικανική εξωτερική πολιτική, υπό τον Τραμπ, έχει αλλάξει υπόδειγμα. Όπως μας είχε προϊδεάσει με το προεκλογικό του σύνθημα “πρώτα η Αμερική» και, κυρίως, με την ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη, ο Τραμπ επιστρέφει σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο με κυρίαρχες ρυθμιστικές νόρμες την ισχύ και το συμφέρον. Αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκε η μεταπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη και οι προσπάθειες για μια Καντιανή θεσμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας. Στην εποχή Τραμπ, η κατάλυση της δημοκρατίας και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρόκειται να προκαλέσουν ούτε ανθρωπιστική επέμβαση, ούτε απόπειρα καθεστωτικής αλλαγής, όπως στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Στον κόσμο του Τραμπ το κράτος έχει ασυλία για το τι συμβαίνει εντός της κυριαρχίας του. Έτσι, στο θέμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κορέα γίνεται μια ονομαστική αναφορά χωρίς να αποτελεί αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.

Αυτή η προσέγγιση των διεθνών ζητημάτων με την στενή έννοια του συμφέροντος, και το μάτι στραμμένο στο εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο, είναι πάγια στην εξωτερική πολιτική Τραμπ. Γι’ αυτό, πολυμερείς συμφωνίες, όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, εγκαταλείπονται. Συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, διαταράσσονται γιατί οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται ως τζαμπατζήδες. Ενώ η ευρωαμερικανική κοινότητα θρυματίζεται στη βάση μιας στενής αντίληψης για το εμπορικό ισοζύγιο.

Ο ρεαλισμός του Τραμπ μαζί με μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού και νεοαπομονωτισμού αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Ο κόσμος του Τραμπ περιστρέφεται γύρω από συμφέροντα, τα οποία διευθετούνται στη βάση της ισχύος παρά του δικαίου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Μία άλλη Τουρκία

Μία άλλη Τουρκία

Πριν από δεκαέξι χρόνια, ελάχιστοι προέβλεψαν τη ριζική μετεξέλιξη της Τουρκίας που θα έφερνε η κυβέρνηση Ερντογάν. Το κεμαλικό κατεστημένο είδε την κυβέρνηση Ερντογάν ως πολιτική παρένθεση, ανάλογη της κυβέρνησης Ερμπακάν. Η τουρκική οικονομία ήταν στην εντατική με ένα διεθνές πρόγραμμα διάσωσης της τάξης των 20 δις. Η τουρκική λίρα ήταν σε περιδίνηση, ο πληθωρισμός κάλπαζε ανεξέλεγκτα, το ίδιο και η ανεργία.

Ο Ερντογάν εισέβαλε ως σίφουνας στην τουρκική πολιτική σκηνή. Σταθεροποίησε την τουρκική οικονομία, τριπλασίασε το τουρκικό ΑΕΠ, μείωσε τον πληθωρισμό σε μονοψήφια ποσοστά και προσέλκυσε ξένες επενδύσεις της τάξης των 220 δις δολαρίων. Για πολλά χρόνια η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό το οικονομικό θαύμα εκτόξευσε τη δημοτικότητα του Ερντογάν, τον εδραίωσε στην εξουσία και νομιμοποίησε τα πολιτικά του σχέδια.

Για τη Δύση το φαινόμενο Ερντογάν ήρθε ως μάνα εξ ουρανού. Ήταν η εποχή που η ηγεσία της Δύσης συνειδητοποιούσε ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν ισοδυναμούσε με το τέλος της ιστορίας. Η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης άνοιγε έναν νέο ματωμένο κύκλο στη διαλεκτική της ιστορίας. Που απειλούσε να πάρει διαστάσεις σύγκρουσης πολιτισμών. Μιας διαμάχης ανάμεσα στη Δύση και ένα ριζοσπαστικοποιημένο Ισλάμ. Ο Ερντογάν, αίφνης, στα μάτια των δυτικών ήταν ένας μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής ηγέτης που θα αναστήλωνε την τουρκική δημοκρατία. Προβάλλοντας ως το αρχετυπικό παράδειγμα για ολόκληρη την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ο αρχικός του οίστρος για τη διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών και η εντατικοποίηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας ενίσχυσαν αυτή την προοπτική. Η Τουρκία κεφαλαιοποιούσε τη γεωπολιτική της αξία.

Η επαναστατική ορμή με την οποία ο Ερντογάν αποδόμησε το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο δεν μεταφράστηκε, όμως, σε ευρωπαϊκή δημοκρατική πορεία αλλά σε επιθετική ισλαμική ατζέντα. Το νεοοθωμανικό του αφήγημα τον έφερε νομοτελειακά σε σύγκρουση με το Ισραήλ και τη Δύση. Η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» μετατράπηκε σε πολιτική πολλαπλών μετώπων και αδιεξόδων. Στο εσωτερικό, η κυβέρνησή του μετατράπηκε σταδιακά σε θεοκρατικό καθεστώς. Όσο εδραιωνόταν στην εξουσία τόσο περιόριζε τις πολιτικές ελευθερίες και την ελευθερία του τύπου. Η πολιτική νεοοθωμανικού μεγαλείου συμβολίστηκε από ένα νεόδμητο Σεράι, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα άρχισε η περίοδος του τρόμου. Μαζικές εκκαθαρίσεις, συλλήψεις και ένα μόνιμο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Μαζί με τη δημοκρατία καταρρέει και το αφήγημα της οικονομικής ευημερίας. Η τουρκική λίρα βουλιάζει, ο πληθωρισμός καλπάζει και το εξωτερικό χρέος έφτασε τα 300 δις.

Την επόμενη μέρα των εκλογών ο Ερντογάν θα πρέπει να επιλέξει αν θα κλείσει τον ιστορικό του κύκλο ως δημοκρατικός μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής ή ως αυταρχικός δεσπότης που θα υποστεί την τουρκική ενάτη Θερμιδώρ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος: ο κύκλος της αμφισβήτησης

Ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος: ο κύκλος της αμφισβήτησης

Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος σε Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία ήταν τροχιοδεικτικός. Η Ευρώπη άντεξε αλλά με απώλειες. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειχναν ξεκάθαρα ότι ήταν τα τελευταία αναχώματα απέναντι σε ένα ρεύμα επελαύνουσας αμφισβήτησης και οργής προς το οικονομικό μοντέλο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το στοίχημα για την Ευρώπη, γράφαμε τότε (9/5/2017), ήταν αυτές οι εκλογές να μην αποδειχθούν μάχες οπισθοφυλακής αλλά προάγγελος αλλαγών. Γιατί αν τα πράγματα δεν αλλάξουν, τα αναχώματα δύσκολα θα αντέξουν στον επόμενο εκλογικό κύκλο. Ο μόνος που πήρε το μήνυμα ήταν ο Μακρόν. Ο Μακρόν προώθησε μια εμπροσθοβαρή ατζέντα για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, κοινό προϋπολογισμό και υπουργό οικονομικών, κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Οι αλλαγές αυτές δεν θα έλυναν άμεσα τα προβλήματα αλλά θα έδιναν κατεύθυνση σε μια Ευρώπη που μετεωρίζεται ανάμεσα στο κράτος και την ομοσπονδία, ανάμεσα στην εθνική και την υπερεθνική μορφή οργάνωσης. Θα έδιναν όραμα και προσδοκία στους πολίτες. Η Γαλλία όμως είναι αδύναμη, στην παρούσα φάση, να επιβάλει αλλαγές χωρίς τη συναίνεση των Γερμανών.  Και οι Γερμανοί, όπως τόνισε ο Μακρόν αποδεχόμενος το βραβείο του Καρλομάγνου, καθυστερούν. Ή μάλλον δεν αντιλαμβάνονται ότι η παρούσα πορεία είναι αδιέξοδη. Η πολιτική της δημοσιονομικής  οικονομικής λιτότητας διαλύει την Ευρώπη. Οι Γερμανοί έχασαν δυο πολέμους και τώρα φαίνεται να χάνουν και την ειρήνη.

Νομοτελειακά ήρθε ο επόμενος εκλογικός κύκλος. Το 55% των Ιταλών ψήφισαν τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Η ατζέντα της προεκλογικής περιόδου ήταν ίδια με τις προηγούμενες ευρωπαϊκές εκλογές και το Brexit. Το μεταναστευτικό, το οικονομικό, η ασφάλεια, ο ευρωσκεπτικισμός. Η επικράτηση των λαϊκιστών ήταν το ευρωπαϊκό ατύχημα που όλοι περίμεναν και δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν. Έτσι, στον φτωχό ιταλικό Νότο το κίνημα των πέντε αστέρων ψηφίστηκε γιατί υποσχόταν θέσεις εργασίας, πάταξη της διαφθοράς, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Ενώ στον αναπτυγμένο Ιταλικό βορρά η Λέγκα υποσχόταν ένα flat tax 15% και πάταξη της γραφειοκρατίας. Ο λαϊκισμός και η φθορά των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών φαίνεται να οδηγούν στην Τρίτη Ιταλική Δημοκρατία.

Ο πρόεδρος της Ιταλικής δημοκρατίας, στη βάση σοβαρών οικονομικών κινδύνων για τη χώρα, αρνήθηκε να ορκίσει υπουργό οικονομικών της νέας κυβέρνησης έναν ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγο που έβγαζε φιλιππικούς εναντίον του ευρώ. Είτε πραξικόπημα κατά της λαϊκής ετυμηγορίας, είτε άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Συντάγματος, η πράξη του είναι απλά ένα ανάχωμα. Η κυβέρνηση που θα προκύψει θα αποτελέσει, ούτως ή άλλως, μία δοκιμασία υψηλού κινδύνου, τόσο για το ευρώ όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσο η Ευρώπη ακολουθεί στρουθοκαμηλική πολιτική οι δυνάμεις του λαϊκισμού και των άκρων θα ξηλώνουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βήμα βήμα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”