Παλινωδίες στα εθνικά θέματα

Παλινωδίες στα εθνικά θέματα

Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδας ζώνης) στα 12 μίλια αποτελεί αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας μας που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις. Συγκεκριμένα, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας που υπογράφηκε το 1982 στο Montego Bay και κυρώθηκε από τη χώρα μας το 1995. Στην αιγιαλίτιδα ζώνη κάθε κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, η οποία εκτείνεται στον εναέριο χώρο πάνω από αυτήν, στο βυθό και το υπέδαφός του.

Η Ελλάδα διατηρεί αιγιαλίτιδα ζώνη εύρους 6 ναυτικών μιλίων, από το 1936, επιφυλασσόμενη να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα επεκτείνοντας την αιγιαλίτιδα της ζώνη σε εύθετο χρόνο. Ο λόγος που δεν το έχει πράξει μέχρι σήμερα είναι η απειλή πολέμου (casus belli) που έχει εκτοξεύσει η Τουρκία, από το 1995, σε περίπτωση εφαρμογής από την Ελλάδα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.

Η τμηματική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 ναυτικά μίλια ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ξαφνικά και με ρητορικές κορώνες περί επέκτασης της χώρας μας («προσθήκης μιας Θεσσαλίας»). Σημειολογία που αποφεύγουν ακόμη και μεγάλες ηγεμονικές δυνάμεις στο διεθνοπολιτικό τους λεξιλόγιο. Η μερική άσκηση του κυριαρχικού μας δικαιώματος που δεν εντάσσεται σε μια συνολική πολιτική οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών της χώρας είναι προβληματική. Γιατί συνιστά de facto αποδοχή της αδυναμίας άσκησης του δικαιώματος στο Αιγαίο. Και με τον τρόπο αυτό ενισχύει τους τουρκικούς ισχυρισμούς περί «ιδιαιτέρων συνθηκών» στο Αιγαίο, που χρήζουν διαφορετικής προσέγγισης του ζητήματος.

Η επιλογή του χρόνου μερικής οριοθέτησης της Ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, το timing, είναι κακή για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, γιατί δεν έχει υπάρξει διπλωματική προετοιμασία του διεθνούς παράγοντα, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση ίσων αποστάσεων του State Department. Δεύτερον, γιατί δεν έχει υπάρξει εσωτερική συνενόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Και μάλιστα ένα κορυφαίο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας εγείρεται σε μια τελετή παράδοσης-παραλαβής του Υπουργείου Εξωτερικών. Τρίτον, γιατί οι κινήσεις αυτές γίνονται σε μια περίοδο που η Τουρκία είναι εμφανώς στριμωγμένη και αναζητά αφορμές για επιθετικές ενέργειες. Ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, που η πολιτική Ελλάδας και Κύπρου έχει δημιουργήσει μια σύγκλιση συμφερόντων με μεγάλες δυνάμεις και πολυεθνικούς κολοσσούς για την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων. Αυτό που πρέπει να αποφύγει η χώρα μας είναι να δώσει στην Τουρκία την ευκαιρία ενός αντιπερισπασμού στο Αιγαίο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, με αφορμή την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο, η Τουρκία υπενθύμισε, με κάθε επισημότητα και σε όλους τους τόνους, το casus belli.

Ο Πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας το Υπουργείο των Εξωτερικών έσπευσε να αναδιπλωθεί παραπέμποντας το θέμα σε διάλογο. Μόνο που με τις παλινωδίες μας ενώ οι Τούρκοι μας απειλούν με πόλεμο εμείς τους απειλούμε με γέλιο μέχρι θανάτου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η αρχή του τέλους

Η αρχή του τέλους

Η πολιτική είναι, σε μεγάλο βαθμό, διαχείριση συμβόλων. Η πολιτική ζημιά που υπέστη ο Πρωθυπουργός από την αποπομπή του υπουργού των Εξωτερικών είναι μη αναστρέψιμη. Στην πολιτική το λάθος συγχωρείται, αλλά όχι η πολιτική αδυναμία. Η υποχώρηση στα τερτίπια του μικρού κυβερνητικού εταίρου συρρικνώνει την εικόνα του Πρωθυπουργού και τον απομειώνει στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Πόσω μάλλον όταν αυτό συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση, και αφορά και πολιτικές και πρόσωπα. Και όταν μάλιστα τα δυο από αυτά τα πρόσωπα, οι κ. Φίλης και Κοτζιάς, ήταν σημαίνοντες υπουργοί της κυβέρνησης. Και ίσως οι μόνοι που, αν μη τι άλλο, είχαν δείξει στην κυβερνητική τους θητεία μια ιδεολογική και πολιτική συνέπεια με την αριστερή προέλευση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο δε υπουργός των Εξωτερικών ήταν ο αρχιτέκτονας της μόνης μη μνημονιακής παραγωγής πολιτικής της αριστερής κυβέρνησης, της συμφωνίας των Πρεσπών. Την οποία ο Πρωθυπουργός ανέδειξε ως μείζονα επιτυχία του. Και τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης έχτιζαν πάνω σ’ αυτή ένα δυσθεόρητο διεθνές προφίλ του που έφτανε μέχρι τη διεκδίκηση του βραβείου Νομπέλ.

Πώς αποπέμπεις τον αρχιτέκτονα αυτής της συμφωνίας και κρατάς τον πολέμιο της συμφωνίας είναι ένα ερώτημα. Που θα πρέπει να απαντήσει ο Πρωθυπουργός. Φοβούμαι, όμως, ότι την απάντηση την έχει δώσει αντ’ αυτού ο κ. Καμμένος. Με το προεκλογικό σποτ των ΑΝΕΛ για τον μικρό Αλέξη. Είναι μια εικόνα που ο μικρός κυβερνητικός εταίρος έχει κατορθώσει να επιβάλει στην κοινή γνώμη. Του πολιτικού πατερναλισμού έναντι ενός άπειρου νέου πολιτικού που στο βωμό της εξουσίας είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τα πάντα. Φτάνοντας να γράφει με το δεξί.

Ο κ. Τσίπρας συνέπηξε μια ανίερη και κυνική συμμαχία με έναν ετερόκλητο πολιτικό εταίρο. Η συμμαχία αυτή μπορεί να ήταν πολιτικά ανεκτή όσο παρέμενε ειδικού σκοπού. Για την έξοδο από το Μνημόνιο, όπως έλεγε η κυβέρνηση. Από τη στιγμή που μετατράπηκε σε κυνικό εξουσιαστικό συνεταιρισμό έγινε θηλιά στον λαιμό του κ. Τσίπρα.

Κονιορτοποιεί το υποτιθέμενο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και αμαυρώνει την εικόνα του κ. Τσίπρα. Η ασύδοτη λειτουργία και τα καμώματα του κ. Καμμένου έχουν έναν και μόνο στόχο, την πολιτική του επιβίωση. Αυτή η προσπάθεια, πλέον, δεν γίνεται μόνον εις βάρος της κυβέρνησης, αλλά και εις βάρος του κ. Τσίπρα προσωπικά. Οπως βυθίζεται πολιτικά ο κ. Καμμένος συμπαρασύρει μαζί του στο βυθό και τον κ. Τσίπρα. Στην πολιτική, συνήθως, την ύβριν ακολουθεί η νέμεσις.

Η θεσμική καχεξία και η θεσμική ασυνέχεια κάνουν την πολιτική στον τόπο μας προσωποκεντρική. Ο λαός αναζητά ηγέτες χαρισματικούς, πατερούληδες. Πολλές φορές πλάθει με τη φαντασία του μύθους. Τις περισσότερες φορές η απομυθοποίηση έρχεται ραγδαία και η πτώση με πάταγο. Οταν δύσει το άστρο του εκάστοτε πρωθυπουργού έρχεται και το τέλος της κυβέρνησης. Ο κ. Καμμένος αποδομεί και απομυθοποιεί τον κ. Τσίπρα σπρώχνοντας το άστρο του στη δύση και την κυβέρνησή του στην έξοδο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η χώρα βρίσκεται στο κόκκινο

Η χώρα βρίσκεται στο κόκκινο

Η κυβέρνηση προπαγάνδισε το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια αλλά βρίσκεται χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα. Χωρίς σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, αναζητεί διέξοδο σε μια σπασμωδική και αναχρονιστική πολιτική παροχών. Μόνο που κι αυτή η πολιτική επιλογή είναι αδιέξοδη για την κυβέρνηση. Πρώτον, γιατί η υλοποίηση των εξαγγελιών περνάει από την έγκριση των θεσμών. Αναδεικνύεται έτσι το βάθος της επιτροπείας, και το ψεύδος της κυβέρνησης. Και επαληθεύεται η αντιπολίτευση, που μιλάει για τέταρτο μνημόνιο. Δεύτερον, γιατί η πολιτική των παροχών γίνεται όχι μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά από την υπερφορολόγηση μιας ολοένα συρρικνούμενης οικονομικής πίτας. Και οι φορολογούμενοι πολίτες αντιλαμβάνονται τη κοροϊδία να τους παίρνεις δέκα με την υπερφορολόγηση και να τους επιστρέφεις ένα εν είδει επιδόματος.

Οι αγορές, που δεν καταλαβαίνουν από την προπαγάνδα της κυβέρνησης, κάνουν τον εξωτερικό δανεισμό απαγορευτικό και τα funds κερδοσκοπούν σε βάρος των τραπεζών. Και η επιλογή της κυβέρνησης για δήθεν καθαρή έξοδο χωρίς προληπτική πιστοληπτική γραμμή ίσως αποβεί μοιραία για τη χώρα. Το χειρότερο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση με τις πολιτικές της επιβάρυνε την ελληνική οικονομία και παράτεινε την ύφεση. Μετά τη διεθνή κρίση του 2008, και μετά από δέκα χρόνια ύφεσης και στασιμότητας, η ελληνική οικονομία ευάλωτη και απροετοίμαστη, θα ξαναπέσει στην επόμενη διεθνή κρίση που φαίνεται να έρχεται. Και αυτή τη φορά η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να δείχνει το επάρατο παλαιό πολιτικό σύστημα ως αποδιοπομπαίο τράγο. Θα φέρει αποκλειστικά την ευθύνη.

Οι χειρισμοί της κυβέρνησης στα εθνικά θέματα είναι ακόμα χειρότεροι. Αφού υπέγραψε μια κακή συμφωνία κάνοντας μείζονες παραχωρήσεις στο θέμα της γλώσσας και της εθνότητας, βρίσκεται μπροστά στο εξής παράδοξο. Να απορρίπτει τη συμφωνία η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών κομμάτων, αλλά να μην σχηματίζεται θετική πλειοψηφία ούτε στην άλλη πλευρά.

Η στάση του κυβερνητικού εταίρου, σε οποιαδήποτε σοβαρή χώρα, θα είχε οδηγήσει στην αποπομπή του από την κυβέρνηση και σε εκλογές. Αντ’ αυτού βλέπουμε τον μικρό κυβερνητικό εταίρο να προτείνει επίσημα στις ΗΠΑ εναλλακτική πρόταση της συμφωνίας των Πρεσπών συνοδευόμενη και από διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα. Η διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα είναι πολιτική απόφαση που λαμβάνεται στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Και υλοποιείται μετά από σοβαρή προετοιμασία και διαπραγμάτευση για εθνικά οφέλη. Δεν είναι πολιτική που γίνεται στο πόδι από τον μικρό κυβερνητικό εταίρο. Η διγλωσσία, η προχειρότητα και ο πολιτικός μικρομεγαλισμός μπορούν να μένουν ατιμώρητα στο εσωτερικό. Στο εξωτερικό, όμως, καταρρακώνουν τη διεθνή εικόνα της χώρας και βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα.

Σε μια εποχή διεθνών αναταράξεων, η κυβέρνηση χωρίς σχέδιο και στρατηγική, και δέσμια των εσωτερικών της αντινομιών, οδηγεί τη χώρα σε περιδίνηση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Βόμβες Σκοπίων

Βόμβες Σκοπίων

Το 2015 το κόμμα του Ζάεφ, που βρισκόταν τότε στην αντιπολίτευση, αποκάλυψε ότι το κυβερνητικό κόμμα του VMRO μαγνητοφωνούσε παράνομα τις συνομιλίες μερικών χιλιάδων αξιωματούχων στα Σκόπια. Οι συνομιλίες αναδείκνυαν μια πρωτοφανή εικόνα διαφθοράς, παρανομίας κάθε μορφής και παραβατικότητας. Το κόμμα του Ζάεφ άρχισε να δημοσιοποιεί κομμάτια από το περιεχόμενο των συνομιλιών σε 38 συνολικά συνεντεύξεις Τύπου που ονομάστηκαν «Η αλήθεια για τη Μακεδονία». Ο λαός στα Σκόπια τις ονόμασε Bombi, τις βόμβες του Ζάεφ. Το σκοπιανό Γουότεργκεϊτ οδήγησε τελικά τον Ζάεφ στην εξουσία. Την περασμένη Κυριακή οι Σκοπιανοί έστειλαν τις δικές τους βόμβες.

Για όσους παρακολουθούν προσεκτικά το Σκοπιανό από τη δεκαετία του ’90 το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε έκπληξη. Για μια σειρά από λόγους. Η διεθνής κοινότητα επέτρεψε για δύο και πλέον δεκαετίες στους Σκοπιανούς να προβάλουν και να εδραιώσουν ένα εθνικιστικό, μαξιμαλιστικό και αλυτρωτικό ιδεολόγημα. 140 χώρες είχαν αποδεχθεί επίσημα την ονομασία των Σκοπίων ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Για την πλειοψηφία των Σκοπιανών το αφήγημα αυτό έγινε υπαρξιακό, ο πυρήνας της κρατικής τους υπόστασης, το σκοπιανό raison d’ état. Για όλους αυτούς τους λόγους οτιδήποτε λιγότερο, ακόμη και η προσθήκη ενός γεωγραφικού επιθετικού προσδιορισμού στην ονομασία, συνιστούσε μείζονα και μη αποδεκτή υποχώρηση.

Οι πολιτικές ελίτ της Δύσης ζητούσαν τώρα από τους Σκοπιανούς να υπαναχωρήσουν από αυτό που οι ίδιες είχαν αποδεχθεί και νομιμοποιήσει πρώτες. Η σπουδή, η ένταση και ο διδακτισμός των δυτικών ελίτ που παρήλασαν από τα Σκόπια προωθώντας το Ναι στο δημοψήφισμα έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα. Πρώτον, γιατί συνολικά οι πολιτικές ελίτ είναι απονομιμοποιημένες. Δεύτερον, γιατί η απονομιμοποίηση είναι μεγαλύτερη όταν αλλάζουν θέση στο ίδιο θέμα. Και τρίτον, γιατί σε θέματα εθνικής σημασίας και φόρτισης, οι εξωτερικές παρεμβάσεις φέρνουν συνήθως το αντίστροφο αποτέλεσμα.

Η επίκληση της ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Είναι άλλο ένα δημοψήφισμα που η έστω και έμμεση ανάμειξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν φαντάζει τόσο ελκυστικό όσο στο παρελθόν, ακόμη και για μια μικρή και φτωχή χώρα όπως τα Σκόπια.

Ολα αυτά διευκόλυναν την τακτική της αποχής που υιοθέτησε η αντιπολίτευση. Παρότι το δημοψήφισμα είχε συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα, η βιωσιμότητα κάθε συμφωνίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή της από την κοινωνία. Και η χαμηλή συμμετοχή αποτελεί πλήγμα για τη συμφωνία των Πρεσπών αλλά και για τον Ζάεφ.

Για να διασωθεί η συμφωνία των Πρεσπών θα πρέπει τώρα να περάσει πια από τη σκοπιανή Βουλή με πλειοψηφία δύο τρίτων. Είναι σχεδόν αδύνατον η αντιπολίτευση, στηριζόμενη και στη ρωσική εναντίωση στη συμφωνία, να ψηφίσει θετικά. Ο Ζάεφ, κατά πάσα πιθανότητα, θα αναγκαστεί να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Με την ΠΓΔΜ, αλλά και την Ελλάδα εισερχόμενες σε τροχιά εκλογών, η συμφωνία των Πρεσπών μάλλον παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”