Η κυβέρνηση κάνει την τελευταία της προσπάθεια να ανακάμψει πολιτικά. Πλειοδοτεί σε παροχές, καταπιάνεται με μεγάλα θέματα και προσπαθεί να σπιλώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους προκειμένου να αντιστρέψει το κλίμα. Και στα τρία αποτυγχάνει θεαματικά.
Η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής αντί να αποδώσει πολιτικά οφέλη στην κυβέρνηση, απαξιώνει συνολικά το πολιτικό σύστημα και απονομιμοποιεί τους θεσμούς. Αντί η Δικαιοσύνη να αφεθεί απερίσπαστη και ανεπηρέαστη να απονείμει δικαιοσύνη, υπάρχει μια συνεχής προαναγγελία διώξεων, και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων. Το αποτέλεσμα όμως είναι, αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύει ψηφοφόρους, να τους απομακρύνει συνολικά από τη πολιτική διαδικασία. Και να δημιουργεί μια ρεβανσιστική διάθεση στους πολιτικούς του αντιπάλους και ένα διχαστικό πολιτικό κλίμα. Το τελευταίο πράγμα, δηλαδή, που χρειάζεται μια χώρα που προσπαθεί να ανακάμψει.
Η προσπάθεια επίλυσης μεγάλων θεμάτων απέτυχε παταγωδώς. Στο Σκοπιανό επιχείρησαν να διχάσουν την αντιπολίτευση, έφεραν μια κακή συμφωνία την οποία θα περάσουν στο Κοινοβούλιο με κοινοβουλευτικούς ακροβατισμούς. Στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας κατόρθωσαν το ακατόρθωτο. Αντί να συνεχίσουν τα προσεκτικά βήματα και το σημαντικό έργο της επιτροπής Κράτους-Εκκλησίας που θεσμοθέτησε η κυβέρνησή μας, άρχισαν τις κορώνες για ιστορικές συμφωνίες. Διακηρύσσοντας ως νέο και ιστορικό αυτό που ήδη υπήρχε και λειτουργούσε. Με την πονηριά, όμως, της μετατροπής δέκα χιλιάδων κληρικών από δημοσίους υπαλλήλους σε επιδοματούχους. Με συνέπεια να δημιουργήσουν κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας και στις σχέσεις Αρχιεπισκοπής–Φαναρίου, και στο τέλος να αναγκαστούν να υποχωρήσουν.
Το ίδιο κάνουν και με τη συνταγματική αναθεώρηση. Προτάσεις πρόχειρες, πυροτεχνήματα για εντυπωσιασμό, επιπόλαιη και μικροκομματική αντιμετώπιση μιας κορυφαίας πολιτικής διαδικασίας που θα μπορούσε να συμβάλει στη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στην οικονομία πλειοδοτούν σε παροχές και διορισμούς για να αλλάξουν το πολιτικό κλίμα. Εξωραΐζουν την εικόνα της οικονομίας και πανηγυρίζουν για τον πρώτο μεταμνημονιακό προϋπολογισμό. Η πραγματικότητα όμως είναι ζοφερή. Το δημόσιο και εξωτερικό χρέος παραμένει υψηλό, όπως και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Όλα αυτά σε ένα οικονομικό περιβάλλον υψηλής ανεργίας, χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής επενδυτικής δραστηριότητας. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις καθυστερούν. Τα υπερπλεονάσματα της κυβέρνησης οφείλονται στην υποεκτέλεση δαπανών. Το κράτος, δηλαδή, δεν πληρώνει τις οφειλές στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι νέοι συνταξιούχοι περιμένουν πολλούς μήνες για να πάρουν συντάξεις. Κι ενώ η κυβέρνηση προχωράει σε παροχές και διορισμούς, οι δικαστικές αποφάσεις δημιουργούν νέες δημοσιονομικές δαπάνες. Για όλους αυτούς τους λόγους οι αγορές τιμωρούν. Οι αποδόσεις του ελληνικού ομολόγου δεκαετίας είναι στο 4,6%.
Αλλά και η ελληνική κοινωνία δεν πείθεται. Στην συντριπτική της πλειοψηφία θεωρεί ότι η χώρα πάει σε λάθος κατεύθυνση και υπάρχει ένα γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και ανησυχίας. Το μόνο αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής προσπάθειας της κυβέρνησης να διασωθεί πολιτικά είναι η επιδείνωση όλων των δεικτών διακυβέρνησης της χώρας. Αυτή θα είναι η βαριά κληρονομιά της στην επόμενη κυβέρνηση.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”