Ατενίζοντας το 2019: Υπνοβάτες

Ατενίζοντας το 2019: Υπνοβάτες

Στο τέλος της προηγούμενης χιλιετίας το κλίμα στη Δύση ήταν κλίμα ευφορίας, αυταρέσκειας και θριαμβολογίας. Η Δύση είχε επικρατήσει πλήρως σε όλα τα επίπεδα. Η προσδοκία ήταν ότι ο εικοστός πρώτος αιώνας θα ήταν ο αιώνας της εξάπλωσης των δυτικών αξιών, του δυτικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στον υπόλοιπο πλανήτη. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση θα έφερναν τη νέα τάξη και στο πιο απομακρυσμένο χωριό του πλανήτη. Στο συστημικό επίπεδο, η πλήρης επικράτηση της αμερικανικής υπερδύναμης δημιουργούσε συνθήκες μονοπολισμού, μιας νέας Ρώμης.

Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της νέας χιλιετίας, το νέο αυτό πλανητικό status quo με επίκεντρο και ηγεμόνα τη Δύση αποδεικνύεται βραχύβιο. Αντίθετα, ο πλανήτης επιστρέφει σε πολιτικές πρακτικές Μεσοπολέμου. Ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης και αντικρουόμενα συμφέροντα. Μια νέα ιστορική διαλεκτική αναπτύσσεται ανάμεσα στη Δύση και «τους άλλους», που έχει και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, με το ακραίο τζιχαντιστικό Ισλάμ που πήρε μανιχαϊστικές διαστάσεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου και μετά το νεοσυντηρητικό πρότζεκτ του εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής που απέτυχε βυθίζοντας την περιοχή στο χάος και την αστάθεια. Δεύτερον, με την Κίνα που βγαίνει αργά αλλά σταθερά από το περιφερειακό καβούκι της με ηγεμονικές αξιώσεις στην πλανητική σκακιέρα. Τρίτον, μια αναθεωρητική Ρωσία που έχει επιστρέψει σε λογικές σφαιρών επιρροής. Ακολουθώντας συνάμα μια επιθετική πολιτική αποσταθεροποίησης της Δύσης μέσα από την ανάμειξή της στα εσωτερικά των δυτικών δημοκρατιών. Προκλήσεις από χώρους με αντικρουόμενα γεωπολιτικά συμφέροντα, διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και διαφορετικό τρόπο πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Δύση δεν προέρχονται μόνον από «τους άλλους». Εξίσου σημαντικές είναι οι εγγενείς προκλήσεις. Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση. Από το 1950, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από 2% κατά μέσο όρο και με χαμηλό πληθωρισμό. Οι ανισότητες όμως είναι η αρνητική όψη της παγκοσμιοποίησης που δημιουργεί κοινωνική δυσανεξία. Ενώ η κρίση του 2008 ανέδειξε και τις ατέλειες της θεσμικής οργάνωσης της ευρωζώνης. Δεύτερον, η τεχνολογική επανάσταση. Η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργούν νέες συνθήκες στον τρόπο παραγωγής. Παραδοσιακές βιομηχανίες εξαφανίζονται ή υποχωρούν ενώ κάθε ρομπότ στον χώρο παραγωγής αφήνει 6 εργάτες ανέργους. Μια νέα διαιρετική τομή προνομιούχων και μη προνομιούχων δημιουργείται, με βάση τον τεχνολογικό αναλφαβητισμό. Τρίτον, είναι ο κατακερματισμός των δυτικών κοινωνιών μέσα από τις πολιτικές ταυτότητας. Η δημιουργία μιας πολιτικής ορθότητας που βασίζεται σε έναν στείρο δικαιωματισμό είτε στα πλαίσια φυλετικής ή γενετικής ή σεξουαλικής ταυτότητας δημιουργεί ομάδες που σκέπτονται όχι ως μέλη μιας κοινωνίας αλλά μόνο ως μέλη μιας ομάδας. Τα επιμέρους δικαιώματα που εκφράζονται εξατομικευμένα ή ομαδικά χωρίς να εκφράζονται συνολικά κοινωνικά μέσα από τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών κατακερματίζουν τις κοινωνίες και δημιουργούν αντίπαλες κοινωνικές ομάδες.

Ολα αυτά μαζί με το Μεταναστευτικό και την τρομοκρατία δημιουργούν δημογραφικό και πολιτισμικό πανικό, που στην Αμερική οδήγησαν στο whitelash και την εκλογή Τραμπ. Στην Ευρώπη οδήγησαν στο Μπρέξιτ και στον λαϊκισμό αριστεροδεξιάς κοπής.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών που οδηγούν σε εθνικιστικό παροξυσμό, την κατάρρευση των πολιτικών συνεργασίας και την ανάδυση νέων μεγάλων δυνάμεων. Η δημοκρατία είναι σε υποχώρηση, οι δημαγωγοί σε άνοδο, μαζί και ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Οπως ακριβώς και στον Μεσοπόλεμο. Το στοίχημα είναι να μη βαδίσουμε ως υπνοβάτες σε μια νέα καταστροφή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Αχαρτογράφητα νερά

Αχαρτογράφητα νερά

Η Μέι επιβίωσε πολιτικά από το εσωκομματικό πραξικόπημα, παρατείνοντας την παραμονή της στην ηγεσία του κόμματος. Έχασε την υποστήριξη του ενός τρίτου των βουλευτών της αλλά το αποτέλεσμα δεν επιτρέπει πρόταση μομφής για τους επόμενους 12 μήνες τουλάχιστον. Παρά το εύρος της αμφισβήτησης, η Μέι κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί, όπως η Θάτσερ το 1990. Τότε η Θάτσερ είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο με 204 ψήφους έναντι 152 του Χεζελτάιν και 16 αποχών. Βάσει του καταστατικού των Τόρηδων απαιτούνταν και δεύτερος γύρος. Η Θάτσερ δήλωσε αρχικά αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι τέλους. Το πρωινό της 22ας Νοεμβρίου του 1990, όμως, ανακοίνωσε την παραίτησή της. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η αμφισβήτηση της ηγεσίας της Θάτσερ προήλθε από την αρνητική της στάση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, η Μέι αμφισβητείται γιατί δεν έρχεται σε πλήρη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προκειμένου να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος, η Μέι αποδέχθηκε την αποδυνάμωσή της. Δεσμεύθηκε ότι δεν θα ηγηθεί του κόμματος στις επόμενες βουλευτικές εκλογές σηματοδοτώντας την έναρξη της μάχης διαδοχής στο διχασμένο κόμμα των Τόρηδων. Αποδυναμώνεται, όμως, στην προσπάθειά της να πετύχει καλύτερη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να περάσει τη συμφωνία από τη Βουλή.

Οι συντηρητικοί ευρωσκεπικιστές θεωρούν ότι μόνο ένα σκληρό Μπρέξιτ αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση του δημοψηφίσματος του 2016. Η προσπάθειά τους, όμως, να εκθρονίσουν τη Μέι και να τοποθετήσουν στη Ντάουνινγκ κάποιον που θα διαχειριστεί ένα σκληρό Μπρέξιτ εκτροχιάστηκε.

Τους απομένει μόνο η ακραία επιλογή να συνασπιστούν με κόμματα της αντιπολίτευσης ψηφίζοντας μια πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Υπό την έννοια αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών.

Εάν το ενδεχόμενο ενός σκληρού Μπρέξιτ είναι το πιο ακραίο ενδεχόμενο, το ήπιο Μπρέξιτ, που συμφώνησε η Μέι παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να περάσει από τη Βουλή. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δείχνει ότι η Μέι δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία να περάσει τη συμφωνία από το κοινοβούλιο. Αυτό την οδηγεί σε μια τελευταία απέλπιδα διαπραγμάτευση με την ΕΕ για μια καλύτερη Συμφωνία. Στο σημείο που βρίσκεται η Ευρώπη σήμερα είναι αμφίβολο αν μπορεί να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση στη Βρετανία. Μπορεί, ενδεχομένως, σημεία της Συμφωνίας να επαναδιατυπωθούν με διπλωματική αμφισημία αλλά δεν θα αλλάξουν πρόνοιες που είναι νομικά δεσμευτικές.

Η Μέι είναι δύσκολο να βρει ψήφους ανάμεσα στους εργατικούς αν η συμφωνία δεν αλλάξει ριζικά. Είναι δύσκολο επίσης να έχει τη στήριξη του βορειοϊρλανδικού κόμματος (DUP) με το ζήτημα του συνόρου της Ιρλανδίας. Με δεδομένη την αμφισβήτηση στο ίδιο της το κόμμα, οι πιθανές επιλογές της θα είναι οι εκλογές ή ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Μόνο που καμιά από τις δύο αυτές επιλογές δεν φαίνεται ικανή να λύσει το γόρδιο δεσμό της βρετανικής αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

The skillful shepherd

The skillful shepherd

Very few Presidents in the history of the United States have been as experienced and trained to hold the highest office in the country as George H. W. Bush was.

A seasoned public servant and diplomat, he knew first hand how to manoeuvre in the meanders of the US bureucracy, the elaborate nexus of international institutions, and state interests. He had served in just about every post of significance before he was elected to the highest office of the land, becoming the 41st US President. He had served in Congress, the Central Intelligence Agency, as Ambassador to the UN and China, and as Ronald Reagan’s Vice President.

Not only did he know the world of politics and diplomacy but he had a penchant for picking the right people for the right posts, while avoiding the bureaucratic infighting that comes with strong personalities. From the indispensable James Baker to the quietly effective Brent Scowcroft, Bush’s team was formidable and functional.

His Presidency would need every bit of this expertise as it came in the midst of the most momentous events of the twentieth century. The end of the Cold War and the liberation of Eastern Europe, the reunification of Germany, the massacre in Tienanmen square and the first Gulf War.

After the fall of the Berlin Wall in 1989, the Bush  administration had to deal with the German question. He outmaneuvered the Soviet leadership every step of the way convincing them to give up the military presence of 400,000 troops on German soil and any territorial claims. At the same time he dealt with the fears of a unified Germany among western allies.

The ‘four plus two’ negotiating formula unified Germany and anchored it in NATO and the West. Bush managed friends and foes skillfully.  By avoiding victory laps and showing restraint towards the Soviets, and by consulting with and informing America’s allies of US intentions or major upcoming decisions. Eastern Europe was liberated, Germany was unified, and eventually, the Soviet Union itself disintegrated without bloodshed.

He did not have any time to rest on his laurels, however. In the midst of all this, Saddam Hussein invaded Kuwait. Saddam saw a window of opportunity in a time of change to pursue his aggressive agenda in the Middle East. ‘This will not stand’ was Bush’s response. And it didn’t. International sanctions were followed by military action by an unprecedened international coalition, including Arab states, assembled skillfully by Bush.

It was the first post Cold War crisis that would bring US and the Soviet Union side by side creating premature hopes for a new world order of superpower cooperation. Saddam was rolled back from Kuwait but Bush stopped short from invading Iraq and getting enmeshed in the quicksand of regime change in the Middle East. Some pundits and neoconservative critics accused him of leaving behind unfinished business.

Nevertheless, Bush’s prudence paid off. The rules and norms of the international order were reaffirmed. The US emerged as a benign hegemon legitimising its power, interests, and world leadership through the mantra of international institutions and its adherence to international rules.

Bush’s domestic approval ratings skyrocketed to almost 90%. Having orchestrated a peaceful transition to the post-Cold War era, and having won the Gulf War no one would have expected that he would depart office as a one-term President. His nemesis was a young governor from Arkansas who successfully turned the public’s attention away from Bush’s international triumphs to a weak economy with the telling slogan, ‘it’s the economy stupid’.

Bill Clinton reminded Bush that international triumphs may build legacies but economic records win elections. It was a lesson Clement Attlee had also taught Winston Churchill after the Second World War.   

Years later, part of Bush’s international legacy would come into question. The neocons would convince the 43rd President, the younger Bush, after 9/11, to finish the job his father had left incomplete. Bring an end to Saddam’s regime and the axis of evil and engage in an ambitious project of democratization of the Middle East. Sadam was ousted from power and brought  to justice but subsequent developments in the region rather pointed to H.W. Bush’s prudence and strengthened his legacy.

Bush did not have a Wilsonian vision of a new world order, confessing in a self-deprecating manner, that ‘he was not good with that vision thing’. But he didn’t ‘go wobbly’ as Margaret Thatcher feared. He was a pragmatic leader that managed change skillfully at a time that events were unfolding rapidly.

He did so by being deferential to his allies and magnanimous and modest to the defeated. By building alliances and coalitions as well as by avoiding unnecessary friction and conflict. He did it by being prudent.

A weak economy and a broken promise on not raising taxes cost him the election to a second term. It was an inglorious end to an illustrious career of public service.  

www.martenscentre.eu/blog

Το φάντασμα του De Gaulle

Το φάντασμα του De Gaulle

Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν μια αιρετική μορφή στο δυτικό στρατόπεδο της ψυχροπολεμικής εποχής. Στο απόγειο του ψυχρού πολέμου, οραματιζόταν μια ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, απαλλαγμένη από τη συγκατοίκηση και την επικυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων. Η Γκωλική Ευρώπη, όμως, θα ήταν συνομοσπονδία κρατών, όχι υπερεθνική ομοσπονδία. Ο Ντε Γκωλ είχε μια αμφιθυμία απέναντι στους Αμερικανούς και έτρεφε βαθιά καχυποψία για τους Βρετανούς που τους θεωρούσε τον «δούρειο ίππο» της Αμερικής στην Ευρώπη.

Αρχικά, πάντως, επιδίωξε να κινηθεί στα πλαίσια του διπολισμού του ψυχρού πολέμου. Διεκδικώντας για τη Γαλλία ισότιμη θέση με τους «Αγγλοσάξονες», στην Ατλαντική Συμμαχία. Το 1958, πρότεινε στον Αϊζενχάουερ και τον ΜακΜίλλαν ένα τριμερές διευθυντήριο για τη διαμόρφωση των στρατηγικών αποφάσεων. Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια αναστήλωσης του γοήτρου της Γαλλίας, που είχε τρωθεί στην Αλγερία και την Ινδοκίνα. Ο Ντε Γκωλ προσπάθησε, μάταια, να επαναλάβει αυτό που είχε πετύχει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν σήκωσε στους ώμους του τη Γαλλία και ξέπλυνε τη ντροπή της ήττας και της κυβέρνησης του Βισύ. Οι συνθήκες, όμως, ήταν διαφορετικές. Η αμερικανική πυρηνική υπερδύναμη δεν είχε καμία διάθεση να εκχωρήσει προνόμια συναπόφασης σε θέματα στρατηγικής σε μια παρακμάζουσα πρώην μεγάλη δύναμη της γηραιάς ηπείρου.

Ο Ντε Γκωλ που «σε όλη του τη ζωή είχε μια συγκεκριμένη ιδέα για τη Γαλλία» δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τη μεταχείριση της Γαλλίας ως υποδεέστερου εταίρου. Αποστασιοποιήθηκε εκδιπλώνοντας μια αιρετική, για την εποχή, στρατηγική. Έθεσε δύο φορές βέτο στην αίτηση της Βρετανίας για ένταξη στην ΕΟΚ, το 1963 και το 1967, ενώ συνήψε Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας με τη Δυτική Γερμανία το 1963. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ανέπτυξε την πυρηνική επιλογή της Γαλλίας, την περίφημη force de frappe. Το 1966, αφού η Γαλλία διέθετε πλέον πυρηνική αποτροπή, αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, το 1965, με την κρίση της «κενής έδρας», ο Ντε Γκωλ μπλόκαρε την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αφού είχε δημιουργήσει τις συνθήκες μια γαλλογερμανικής δυτικής Ευρώπης, που θα βασιζόταν στη γαλλική πυρηνική ομπρέλα και όχι στην αμερικανική, ο Ντε Γκωλ επιχείρησε να ενθαρρύνει ανάλογες διεργασίες στο ανατολικό στρατόπεδο. Κάνοντας ανοίγματα προς τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία του Γκομούλκα. Όλα αυτά σταμάτησαν βίαια το 1968, με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία που κατέπνιξε την «Άνοιξη της Πράγας». Η στρατηγική του Ντε Γκωλ είχε συντριβεί στις συμπληγάδες του ψυχρού πολέμου. Το 1969, λίγο μετά τον Μάη του ‘68, θα ερχόταν «το τέλος εποχής».

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Στρατηγός πρέπει να γελάει από ψηλά. Η Ευρώπη είναι ενωμένη και ελεύθερη πλέον, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Ο Βρετανικός «δούρειος ίππος» αποχωρεί οικειοθελώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Αμερικανός Πρόεδρος καταφέρεται κατά του ΝΑΤΟ και δημιουργεί συνθήκες αυτονόμησης της Ευρώπης. Και ολοένα και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, υπό το κράτος του λαϊκισμού, θέλουν να βάλουν φρένο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η ιστορία θα δείξει αν οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν στην ισχυρότερη Ευρώπη που οραματιζόταν ο Ντε Γκωλ.Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν μια αιρετική μορφή στο δυτικό στρατόπεδο της ψυχροπολεμικής εποχής. Στο απόγειο του ψυχρού πολέμου, οραματιζόταν μια ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, απαλλαγμένη από τη συγκατοίκηση και την επικυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων. Η Γκωλική Ευρώπη, όμως, θα ήταν συνομοσπονδία κρατών, όχι υπερεθνική ομοσπονδία. Ο Ντε Γκωλ είχε μια αμφιθυμία απέναντι στους Αμερικανούς και έτρεφε βαθιά καχυποψία για τους Βρετανούς που τους θεωρούσε τον «δούρειο ίππο» της Αμερικής στην Ευρώπη.

Αρχικά, πάντως, επιδίωξε να κινηθεί στα πλαίσια του διπολισμού του ψυχρού πολέμου. Διεκδικώντας για τη Γαλλία ισότιμη θέση με τους «Αγγλοσάξονες», στην Ατλαντική Συμμαχία. Το 1958, πρότεινε στον Αϊζενχάουερ και τον ΜακΜίλλαν ένα τριμερές διευθυντήριο για τη διαμόρφωση των στρατηγικών αποφάσεων. Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια αναστήλωσης του γοήτρου της Γαλλίας, που είχε τρωθεί στην Αλγερία και την Ινδοκίνα. Ο Ντε Γκωλ προσπάθησε, μάταια, να επαναλάβει αυτό που είχε πετύχει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν σήκωσε στους ώμους του τη Γαλλία και ξέπλυνε τη ντροπή της ήττας και της κυβέρνησης του Βισύ. Οι συνθήκες, όμως, ήταν διαφορετικές. Η αμερικανική πυρηνική υπερδύναμη δεν είχε καμία διάθεση να εκχωρήσει προνόμια συναπόφασης σε θέματα στρατηγικής σε μια παρακμάζουσα πρώην μεγάλη δύναμη της γηραιάς ηπείρου.

Ο Ντε Γκωλ που «σε όλη του τη ζωή είχε μια συγκεκριμένη ιδέα για τη Γαλλία» δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τη μεταχείριση της Γαλλίας ως υποδεέστερου εταίρου. Αποστασιοποιήθηκε εκδιπλώνοντας μια αιρετική, για την εποχή, στρατηγική. Έθεσε δύο φορές βέτο στην αίτηση της Βρετανίας για ένταξη στην ΕΟΚ, το 1963 και το 1967, ενώ συνήψε Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας με τη Δυτική Γερμανία το 1963. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ανέπτυξε την πυρηνική επιλογή της Γαλλίας, την περίφημη force de frappe. Το 1966, αφού η Γαλλία διέθετε πλέον πυρηνική αποτροπή, αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, το 1965, με την κρίση της «κενής έδρας», ο Ντε Γκωλ μπλόκαρε την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αφού είχε δημιουργήσει τις συνθήκες μια γαλλογερμανικής δυτικής Ευρώπης, που θα βασιζόταν στη γαλλική πυρηνική ομπρέλα και όχι στην αμερικανική, ο Ντε Γκωλ επιχείρησε να ενθαρρύνει ανάλογες διεργασίες στο ανατολικό στρατόπεδο. Κάνοντας ανοίγματα προς τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία του Γκομούλκα. Όλα αυτά σταμάτησαν βίαια το 1968, με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία που κατέπνιξε την «Άνοιξη της Πράγας». Η στρατηγική του Ντε Γκωλ είχε συντριβεί στις συμπληγάδες του ψυχρού πολέμου. Το 1969, λίγο μετά τον Μάη του ‘68, θα ερχόταν «το τέλος εποχής».

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Στρατηγός πρέπει να γελάει από ψηλά. Η Ευρώπη είναι ενωμένη και ελεύθερη πλέον, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Ο Βρετανικός «δούρειος ίππος» αποχωρεί οικειοθελώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Αμερικανός Πρόεδρος καταφέρεται κατά του ΝΑΤΟ και δημιουργεί συνθήκες αυτονόμησης της Ευρώπης. Και ολοένα και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, υπό το κράτος του λαϊκισμού, θέλουν να βάλουν φρένο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η ιστορία θα δείξει αν οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν στην ισχυρότερη Ευρώπη που οραματιζόταν ο Ντε Γκωλ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”