Οι νέοι συντηρητικοί

Οι νέοι συντηρητικοί

Λίγους μόλις μήνες πριν τις ευρωεκλογές και η γηραιά ήπειρος θυμίζει ένα ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί και πάλι. Υπόγειες και σύνθετες κοινωνικές διεργασίες συντελούνται στο ευρωπαϊκό corpus. Η παγκοσμιοποίηση ως μαινάδα, τα μεταναστευτικά ρεύματα ως κοινωνική και δημογραφική απειλή, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ως συλητής εθνικής εξουσίας και η κινούμενη άμμος των αξιακών αλλαγών δημιουργούν ένα εύφλεκτο μάγμα.

Το πρώτο κύμα αυτών των κοινωνικών διεργασιών και αντιδράσεων συνέτεινε στην άνοδο του λαϊκισμού δεξιάς και αριστερής κοπής, τη συρρίκνωση των παραδοσιακών πολιτικών οικογενειών και την απονομιμοποίηση δημοκρατικών θεσμών.

Αυτό όμως είναι το πρώτο κύμα της πλημμυρίδας. Ένα κύμα που μπορεί να αντανακλά και να εκτονώνει τις πρώτες αντιδράσεις. Υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο μιας πιο αποκρυσταλλωμένης αντιμετώπισης των προκλήσεων και των απειλών που αρχίζει να παίρνει ιδεολογική σάρκα και οστά, σε έναν νεοσυντηρητισμό με ευδιάκριτα κοινά στοιχεία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Είναι ένας μετριοπαθής συντηρητισμός, που αντλεί από την οργανική πρόσληψη της κοινωνίας του ευρωπαϊκού συντηρητισμού του 19ου αιώνα. Βλέπει την Ευρώπη ως ένα ενιαίο χριστιανικό πολιτισμό από διαφορετικά έθνη, με διακριτές γλώσσες και έθιμα. Η πρωτόλεια μονάδα οργάνωσης του έθνους είναι η οικογένεια και η θεμελιώδης ευθύνη κάθε κοινωνίας είναι να μεταλαμπαδεύει τη γνώση, το ήθος και τον πολιτισμό στις επόμενες γενιές. Η κοινωνία, με άλλα λόγια, δεν είναι το απλό άθροισμα αυτόνομων ατόμων, φορέων δικαιωμάτων.

Αυτός ο νέος συντηρητισμός είναι αντίθετος με τον γάμο μεταξύ ομοφύλων και ενάντιος στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Αντιτίθεται, όμως ταυτόχρονα, στην εξουσία των απορυθμισμένων αγορών, στη νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική λιτότητα, στον καταναλωτισμό, στη γενετική μετάλλαξη.

Θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει μετατοπιστεί από τις πολιτισμικές, αξιακές και θρησκευτικές θεμελιώδεις αξίες του σε ένα άθροισμα πολιτών στη βάση του οικονομικού συμφέροντος. Η ομογενοποίηση στη βάση της οικονομικής αποτελεσματικότητας αποχυμώνει τον ευρωπαϊκό οργανισμό από τα ιδιαίτερα εθνικά πολιτισμικά νάματα. Η δημοσιονομική λιτότητα πλήττει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και τελικά η οικονομική πολιτική δεν εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ η κοινωνική αλληλεγγύη εξαφανίζεται. Η μαζική μετανάστευση πολιτισμικά ασύμβατων ισλαμικών ομάδων απειλεί την κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο νέος ευρωπαϊκός συντηρητισμός, σε αντίθεση με τον αμερικανικό, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην κλιματική αλλαγή. Οι πεποιθήσεις του για την οικογένεια και τη σχέση των φύλων είναι επηρεασμένες από τις παραδοσιακές αξίες του Καθολικισμού.

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν αυτή η στροφή σε συντηρητικές αξίες θα εκφραστεί πολιτικά σε ένα κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα, πιο στέρεο από τον άγουρο δημαγωγικό λαϊκισμό. Όπως για παράδειγμα ο Θατσερικός και Ριγκανικός νεοφιλελευθερισμός στη δεκαετία του ‘80. Ή αν θα είναι μια στιγμιαία αποτύπωση των κοινωνικών διεργασιών της εποχής, που θα παρασυρθεί στη συνέχεια από τις επελαύνουσες δυνάμεις της τεχνολογικής επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση, διανοούμενοι, όπως ο Mark Lilla αλλά και η Pascale Tournier στο βιβλίο της Le vieux monde est de retour, μας προτρέπουν να μην τις αγνοήσουμε.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ, εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η ιστορία της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008 που συγκλόνισε και την Ευρώπη και το ευρώ δεν έχει γραφτεί ακόμη. Το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC, παρότι γίνεται με νωπά ακόμη τα γεγονότα και με πολλούς από τους πρωταγωνιστές ακόμη ενεργούς, επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση της κρίσης, τουλάχιστον όσον αφορά το ευρωπαϊκό σκέλος της.

Η κρίση, όμως, άρχισε στις ΗΠΑ όταν έσπασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων. Επιδεινώθηκε από μια σειρά κακών τραπεζικών προϊόντων με μεγάλο ρίσκο, τα παράγωγα ενυπόθηκων δανείων. Δάνεια δηλαδή που ήταν σχεδόν αδύνατον να αποπληρωθούν από τους οφειλέτες τους. Όταν έσπασε η φούσκα, οι απώλειες εξάντλησαν τα κεφάλαια των τραπεζών προκαλώντας τους κρίση ρευστότητας. Η κρίση δεν περιοριζόταν μόνο στις αμερικανικές τράπεζες αλλά εξαπλωνόταν γρήγορα και στις ευρωπαϊκές.

Στην Αμερική η κρίση αντιμετωπίστηκε από τις συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας που κράτησε τα επιτόκια χαμηλά και τύπωσε τρισεκατομμύρια δολαρίων μετατρεπόμενη σε «δανειστή έσχατης ανάγκης» (lender of last resort).

Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα έγινε «δανειστής έσχατης ανάγκης» και για τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Αυτό ήταν ασύνηθες αλλά αναγκαίο για να αποτραπεί μια μαζική πώληση αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι δανειακές ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών σε δολάρια ήταν τόσο μεγάλες, που οι αμερικανικές αρχές κατέφυγαν σε ένα ξεχασμένο μηχανισμό για να συνεχίζουν να τις δανείζουν σε δολάρια. Το μηχανισμό ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap line). Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα δάνειζε σε δολάρια δεχόμενη το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2007 μέχρι τον Αύγουστο του 2010 η ΕΚΤ άντλησε 2,5 τρις δολάρια από το μηχανισμό.

Ενώ όμως η κρίση αποκλιμακωνόταν στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη μια σειρά θεσμικών αδυναμιών και πολιτικών λαθών κλιμάκωσε την κρίση απειλώντας όχι μόνον την ευρωζώνη, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.

Η Γερμανία, έχοντας ήδη ξοδέψει 1,3 τρις για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν απρόθυμη να εγγυηθεί την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα επιβάλλοντας μια τιμωρητική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας στις προβληματικές οικονομίες της ευρωζώνης. Παράλληλα, η ΕΚΤ, επί Τρισέ, χωρίς τις τυπικές αρμοδιότητες και τη συναίνεση των Γερμανών αρνήθηκε πεισματικά να γίνει «δανειστής έσχατης ανάγκης».

Η αλλαγή ηγεσίας στην ΕΚΤ και η αποφασιστικότητα του Ντράγκι οδήγησαν σε μια σειρά μέτρων όπως η μείωση των επιτοκίων, ο δανεισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών και η αγορά κρατικών ομολόγων, που τελικά απέτρεψαν το κραχ.

Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έγινε, όμως, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, με τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Η διάψευση των προσδοκιών των πολιτών οδήγησε σε αντιελιτισμό και αντισυστημική συμπεριφορά. Οδήγησε στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και έφερε μια πολιτική έκρηξη, ένα πολιτικό μπιγκ μπανγκ. Στο κραχ του 1929 η πολιτική κρίση αποσοβήθηκε γιατί οι πολιτικές του νιου ντηλ του Ρούζβελτ, επικεντρώθηκαν στη διάσωση των πολιτών. Στην κρίση του 2008, αντίθετα, οι πολιτικές επικεντρώθηκαν κυρίως στη διάσωση των τραπεζών και ο θυμός των πολιτών συνέβαλε στην άνοδο του Τραμπ. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, η κρίση οδήγησε στην επέλαση του λαϊκισμού, δεξιάς και αριστεράς κοπής, και του εθνικισμού.

Δέκα χρόνια μετά, οι πολίτες γλύφουν ακόμη τις πληγές τους, το πολιτικό σύστημα αναδιατάσσεται, αλλά ο μύθος των αυτορυθμιζόμενων αγορών καλά κρατεί.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ακούγεται σουρεαλιστικό αλλά μάλλον είναι σημείο των καιρών που ζούμε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Αμερικανικού Κογκρέσου ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Ακούγεται εξωφρενικό ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά παίρνουμε τα λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ στα σοβαρά», σχολίασε ένα μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η αφορμή ήταν διαρροές αξιωματούχων του Λευκού Οίκου ότι κατά τη διάρκεια του 2018 ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκμυστηρευτεί στους συνεργάτες του ότι ήθελε την αποχώρηση της Αμερικής από το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ είχε, προεκλογικά, χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως απηρχαιωμένο οργανισμό ζητώντας την κατάργησή του. Μετεκλογικά είχε στραφεί εναντίον των ευρωπαίων συμμάχων ζητώντας να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Με δεδομένη τη θέση του ΝΑΤΟ, ως ακρογωνιαίου λίθου στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Τραμπ αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση οικονομικών ανταλλαγμάτων από τους συμμάχους.

Η επίμονη όμως επαναφορά του θέματος της αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ανησύχησε το αμερικανικό κατεστημένο. Κι αυτό γιατί είχαν ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και τη Συμφωνία του Ειρηνικού. Η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για την αμερικανική ασφάλεια, όμως, πυροδότησε τη λειτουργία των θεσμικών αντίβαρων του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τραμπ στη παραίτησή του επισήμανε τη σημασία των συμμαχιών.

Στα 70 χρόνια της λειτουργίας της η Συμμαχία αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι στη σοβιετική απειλή, έδωσε στην Ευρώπη τη δυνατότητα να προχωρήσει απερίσπαστη στο ενοποιητικό εγχείρημα και συνέσφιξε τις διατλαντικές σχέσεις. Όπως είχε περιγράψει με μια ατάκα ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο λόρδος Ismay, το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να κρατήσει τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω, και τους Γερμανούς κάτω».

Η επιμονή του Τραμπ αποδομεί τη Συμμαχία ακόμη και αν τελικά δεν ευοδωθούν οι προθέσεις του. Η συζήτηση, και μόνο, για ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Η δε αποχώρηση «θα αποτελούσε γεωπολιτικό λάθος επικών διαστάσεων», όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Σταυρίδης.

Η στάση του Τραμπ δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες στους Ευρωπαίους για την αμερικανική αμυντική παρουσία και την δέσμευσή τους απέναντι στη Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτές οι αμφιβολίες έχουν ήδη οδηγήσει σε διεργασίες προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.

Η αποσύνδεση, όμως, των δυο πλευρών του ευρωατλαντικού χώρου θα οδηγήσει σε μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γεωπολιτικό δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν. Και θα άφηνε τεράστιο κενό ασφάλειας στην αντιμετώπιση νέων απειλών, όπως η τρομοκρατία.

Σε μια εποχή λαϊκισμού ο Τραμπ διεγείρει τα αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην Ευρώπη και τα απομονωτικά αντανακλαστικά στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό Κογκρέσο διασφάλισε αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, ότι «το ΝΑΤΟ παρείχε την καλύτερη αν όχι τη μόνη ελπίδα ειρήνης στην εποχή μας».

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”