Ένας Κινέζος στην Ευρώπη

Ένας Κινέζος στην Ευρώπη

Ο Πρόεδρος της Κίνας περιοδεύει την Ευρώπη κλείνοντας μεγάλες εμπορικές συμφωνίες πολλών δισ. στα πλαίσια της πολιτικής “one belt one road”. Και κυρίως καθησυχάζοντας τους φόβους των Ευρωπαίων για την αλματώδη κινεζική οικονομική διείσδυση στην Ευρώπη αλλά και τη συνολική γεωπολιτική προβολή ισχύος στην Ευρασία.

Η Κίνα, με την πρωτοβουλία της πολιτικής του “one belt one road”, ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα περιφερειακών οικονομικών οργανισμών και συμμαχιών που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος και απειλή για τα δυτικά συμφέροντα. Ιστορικά, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους και σε έναν ψυχρό πόλεμο προκειμένου να αποτρέψουν τον έλεγχο της Ευρασίας από μια ηγεμονική δύναμη και να επιβάλουν τη δική τους ηγεμονία. Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι ο σοβαρότερος παράγοντας που ανησυχεί την αμερικανική υπερδύναμη.

Η Κίνα, όμως, δεν εγείρει αξιώσεις βίαιης ανατροπής της σημερινής ισορροπίας στο διεθνές σύστημα, που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν ηγεμονικό πόλεμο. Αντίθετα, προσανατολίζεται σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αυτό γίνεται για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω εγγενών αδυναμιών, όπως η στρατιωτική της αδυναμία και οι εσωτερικές της ανισότητες.

Δεύτερον, λόγω διαφορετικών πολιτισμικών παραστάσεων και αξιών που οδηγούν σε μια στρατηγική σκέψη και κουλτούρα διαφορετική από αυτή της Δύσης. Τα μεγάλα κινεζικά κείμενα του Σουν Τζου και του Σουν Μπιν για τη στρατηγική και την τέχνη του πολέμου βοηθούν στην αποκωδικοποίηση της κινεζικής στρατηγικής. Σύμφωνα με αυτά, η επιτυχία της στρατηγικής εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη σωστή ανάλυση της δυναμικής της εκάστοτε συγκυρίας και η μετατροπή της προς όφελός σου.

Η Κινεζική στρατηγική δεν επιδιώκει την κυριαρχία μέσα από μια καθοριστική αντιπαράθεση, αλλά τη βελτίωση της θέσης της Κίνας μέσα από μια σειρά κινήσεων. Η φιλοσοφία τους είναι μια συνεχής διαδικασία συσσώρευσης σχετικών κερδών παρά η απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο. Ως έθνος με πολιτισμό που πάει πίσω πέντε χιλιετηρίδες, οι Κινέζοι έχουν μια διασταλτική αίσθηση του χρόνου. Μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα σε άμεσα και χρόνια συμφέροντα και στόχους, που μπορεί να υπερβαίνουν τα χρονικά όρια μιας γενιάς.

Επομένως, η Κίνα δεν φαίνεται, στο άμεσο μέλλον, να επιχειρήσει να αμφισβητήσει ή να ανατρέψει την τρέχουσα διεθνή τάξη. Αντίθετα, επικεντρώνεται στη μεγιστοποίηση του οικονομικού της οφέλους μέσα από το παρόν διεθνές οικονομικό σύστημα. Προς το παρόν τουλάχιστον, ισχυροποιεί τη θέση της στο πλανήτη χωρίς να απειλεί την κυριαρχία άλλων κρατών, αλλά διασφαλίζοντας πρόσβαση στις αγορές τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ανάδυση της Κίνας θα οδηγήσει σε μια οικονομική αλληλεξάρτηση με τη Δύση ή στην παγίδα του Θουκυδίδη, δηλαδή σε έναν στρατηγικό ανταγωνισμό.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Αναδίπλωση

Αναδίπλωση

Η Αμερική οδηγήθηκε σε πλανητική υπερεπέκταση στη μεταψυχροπολεμική εποχή για τρεις κυρίως λόγουςΠρώτον, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε ένα γεωπολιτικό κενό, που σχεδόν αυτόματα, με κεκτημένη ταχύτητα, έσπευσαν να πληρώσουν οι ΗΠΑ ως μόνη πλανητική δύναμη. Δεύτερον, η ιδεολογική επικράτηση έναντι του σοβιετικού κομμουνισμού έφερε ένα κλίμα ευφορίας και θριαμβολογίας στη Δύση και ψευδαισθήσεις για το τέλος της ιστορίας και της εξάπλωσης των δυτικών ιδεών στον υπόλοιπο πλανήτη. Τρίτον, η ψυχροπολεμική εποχή είχε δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα στον τρόπο σκέψης και διαμόρφωσης της στρατηγικής. Αυτό το υπόδειγμα, μαζί με τα επιμέρους γραφειοκρατικά συμφέροντα του τεράστιου γραφειοκρατικού θεσμικού πλαισίου του Ψυχρού Πολέμου, εμπόδισαν οποιαδήποτε σκέψη αναδίπλωσης. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου όλο αυτό το οικοδόμημα απέκτησε ένα νέο raison d’ étre.

Τρεις δεκαετίες πλέον, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η στρατηγική της επέκτασης δίνει τη θέση της στη στρατηγική της αναδίπλωσης για μια σειρά από λόγουςΠρώτον, η επεκτατική στρατηγική έφερε αντίδραση και ανταγωνισμό. Δεύτερον, ακόμη και για μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, το κόστος της επεκτατικής στρατηγικής αποδείχθηκε δυσθεώρητο. Σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 2008, και την πολιτική του “τζαμπατζή» στα θέματα ασφάλειας από τους συμμάχους τους, η πολιτική αυτή έπαψε να έχει ερείσματα στο κατεστημένο και την αμερικανική κοινωνία. Οι ΗΠΑ επίσης αντιλήφθηκαν ότι η παγκοσμιοποιημένη φιλελεύθερη ηγεμονία συνάντησε οξεία αντίδραση και οδήγησε στην ενδυνάμωση των εθνοτικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τη σταδιακή επιστροφή στο υπόδειγμα του ρεαλισμού στη διαμόρφωση της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής. Στοχαστές όπως ο Mearsheimer, ο Stephen Walt και ο Barry Posen υποστηρίζουν μια ρεαλιστική πολιτική αυτοσυγκράτησης που ιεραρχεί τρεις απειλές για τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα και σκιαγραφεί μιαν άλλη στρατηγική αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών στη θέση της πλανητικής επέκτασης. Τα ζητήματα αυτά είναι η ισορροπία ισχύος στην Ευρασίατο ζήτημα της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων και η αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. Ο περιορισμός του φάσματος των στρατηγικών απειλών κατά των αμερικανικών συμφερόντων οδηγεί σε μια στρατηγική αυτοσυγκράτησης. Αυτή η σχολή σκέψης σε συνδυασμό με το “America First” της κυβέρνησης Τραμπ κυριαρχεί σήμερα στη διαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετεί τη σχολή της αυτοσυγκράτησης καθώς συνδυάζεται αρμονικά με τον προστατευτισμό στην οικονομική πολιτική της, την ανταλλακτική νοοτροπία (transactionalism) του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική και τον λαϊκισμό. Ο Τραμπ, με τον τρόπο αυτό, εκμεταλλεύεται πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινωνίας από τον συνεχή παρεμβατισμό των ΗΠΑ, για να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο.

Η πολιτική της αυτοσυγκράτησης, ή αναδίπλωσης, όμως, δημιουργεί ένα συστημικό κενό. Ένα κενό το οποίο θα σπεύσουν να πληρώσουν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, και κυρίως η Κίνα. Αν αυτή η πολιτική πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά, στην περίπτωση μιας δεύτερης θητείας Τραμπ, θα οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση των πλανητικών ισορροπιών μέσα από εντάσεις και αστάθεια.

δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Στο σημερινό διεθνές σύστημα οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, η ισχυρότερη δύναμη. Η Κίνα, με την πολιτική του “one belt one road” ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα ανταγωνιστικών διεθνών οικονομικών θεσμών. Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος.

Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η αμερικανική κυριαρχία.

Το πρόβλημα για τη Δύση είναι ότι ενώ η Αμερική του Τραμπ αποδομεί τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης που η ίδια οικοδόμησε και επί σειρά ετών εξυπηρέτησαν τα αμερικανικά και τα δυτικά συμφέροντα, η Κίνα οικοδομεί περιφερειακούς οικονομικούς οργανισμούς και συμμαχίες που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τάσεις των συνολικών δεικτών ισχύος, η Κίνα θα έχει εξισορροπήσει τις ΗΠΑ μέχρι το 2040. Είναι ήδη η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί είναι υψηλότεροι αυτών της Αμερικής, κι ενώ πριν από 25 χρόνια αποτελούσε το 2% της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα αποτελεί το 15%. Εννέα από τις 20 σημαντικότερες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι κινεζικές. Η συμμετοχή της Κίνας στις τεχνολογικές αλλαγές, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού της συστήματος και η βελτίωση των διοικητικών της δομών είναι τα θεμέλια της πλανητικής της ανάδυσης.

Η ενδυνάμωσή της θα οδηγήσει, νομοτελειακά, σε αξιώσεις συστημικής αλλαγής. Γιατί η ιστορία διδάσκει ότι με την αύξηση των δυνατοτήτων αναθεωρούνται και διευρύνονται οι στόχοι και οι φιλοδοξίες.

Η πολιτισμική ασυμβατότητα της Κίνας με τις ΗΠΑ οξύνει τον ανταγωνισμό και δυσχεραίνει την ενσωμάτωσή της στο σύστημα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης με όρους «υπεύθυνου μετόχου». Η Κίνα, όπως έγραψε ο Κίσινγκερ, είναι μια πολιτισμική δύναμη, που έχει διαφορετική αντίληψη για το διεθνές σύστημα και την διεθνή τάξη από τις ΗΠΑ. Η κινεζική πρόσληψη της διεθνούς τάξης είναι ιεραρχική με βάση την υποταγή στην υπέρτερη ισχύ. Σε αντίθεση με την δυτική εκδοχή της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, όπου η αμερικανική ηγεμονία προσπαθεί να προωθήσει τη δημοκρατία και τους κανόνες δικαίου μέσα σε ένα περιβάλλον Χομπσιανής αναρχίας.

Η Κινεζική στρατηγική υπακούει σε μια φιλοσοφία σταδιακής, επαυξητικής συσσώρευσης σχετικών κερδών (relative gains) παρά σε μια απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο με στόχο την εξαφάνισή του. Με την έννοια αυτή, η κινεζική στρατηγική δεν στοχεύει σε μια συστημική αλλαγή μέσω ενός ηγεμονικού πολέμου, αλλά σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αντίστροφα, στη δυτική δημόσια σφαίρα η συζήτηση για την Κίνα έχει περάσει στο επόμενο στάδιο. Όχι, δηλαδή, στο αν η Κίνα συνιστά αναθεωρητική δύναμη ικανή να επιφέρει συστημική αλλαγή, αλλά στο πώς και αν αυτή η συστημική αλλαγή μπορεί να αποτραπεί.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”