Το τέλειο τηλεφώνημα

Το τέλειο τηλεφώνημα

Μια σαιξπηρική τραγωδία εκτυλίσσεται στην καρδιά της Αμερικής. Δύο εβδομάδες δημοσίων ακροάσεων στο Κογκρέσο ανέδειξαν μια εικόνα βαθιάς πολιτειακής κρίσης. Ο Πρόεδρος, με τη συμπεριφορά και τη ρητορική του, έχει προκαλέσει σοβαρή και διαρκή βλάβη στους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας και, κατά πολλούς, στα αμερικανικά συμφέροντα. Το Κογκρέσο είναι διχασμένο στα κομματικά χαρακώματα. H φωτεινή όψη της Αμερικής ήταν οι δημόσιοι λειτουργοί που κατέθεταν επί ώρες και μέρες με υψηλό αίσθημα καθήκοντος και αφοσίωσης στο Σύνταγμα, τους νόμους και το δημόσιο συμφέρον. Αψήφησαν τους κινδύνους από τη δημόσια έκθεση και το μπούλινγκ του Προέδρου, που τουιτάριζε εναντίον τους την ίδια ώρα που κατέθεταν. Οι καταθέσεις τους ήταν αποκαλυπτικές. Το επίσημο κράτος απέναντι σε έναν παράλληλο μηχανισμό που εκτελούσε “πολιτικά θελήματα” για τον Πρόεδρο. Να πιεστεί η Ουκρανική κυβέρνηση να κατασκευάσει ενοχοποιητικά στοιχεία για την οικογένεια Μπάιντεν, με αντάλλαγμα την αμερικανική βοήθεια. Βοήθεια, που είχε εγκρίνει το Κογκρέσο αλλά κατακρατούσε ο Λευκός Οίκος, ως μοχλό άσκησης πίεσης.

Από την ακροαματική διαδικασία στο Κογκρέσο προέκυψε κατάχρηση εξουσίας του Προέδρου, αλλά και παρακώλυση της δικαιοσύνης. Ο Λευκός Οίκος αρνείται πεισματικά να παραδώσει στοιχεία ή να επιτρέψει σε εμπλεκόμενα μέλη της εκτελεστικής εξουσίας να καταθέσουν στην έρευνα του Κογκρέσου.

Η ηγεσία των δημοκρατικών, παρά τις επανειλημμένες ευκαιρίες που είχε, δίσταζε να ξεκινήσει διαδικασία καθαίρεσης κατά του Τραμπ. Φοβόταν ότι με την πόλωση που επικρατεί θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση του «Ουκρανικού τηλεφωνήματος» άλλαξε στρατηγική γιατί θεώρησε ότι προέκυπταν αδιάσειστα στοιχεία για κατάχρηση εξουσίας που μπορούσαν εύκολα να εξηγηθούν στη κοινή γνώμη.

Σε άλλη εποχή, τα στοιχεία που προέκυψαν θα είχαν παρασύρει οποιαδήποτε Προεδρία. Ο Τραμπ, όμως, ανέβηκε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος την απονομιμοποίηση της πολιτικής διαδικασίας, το αντισυστημικό ρεύμα, τις διαιρέσεις και τα χειρότερα ένστικτα της αμερικανικής κοινωνίας. Έκτοτε, κάνει ό,τι μπορεί για να τα υποδαυλίζει. Πολιτεύεται με διχαστική και πολωτική ρητορική, υβρίζει και στοχοποιεί αντιπάλους, υιοθετεί θεωρίες συνωμοσίας, χρησιμοποιεί όρους trash culture και παραποιεί συστηματικά την αλήθεια. Έχει δύο συμμάχους στο πλευρό του. Την καλή πορεία της οικονομίας, και τα μίντια. Χρησιμοποιεί τα φιλικά μέσα και στοχοποιεί τα αντιπολιτευόμενα εξίσου αποτελεσματικά.

Η συσπείρωση της εκλογικής του βάσης δεν αφήνει, για την ώρα, περιθώρια αποστασίας στους ρεπουμπλικανούς αντιπροσώπους. Οι ρεπουμπλικάνοι έχουν χαράξει δυο γραμμές αμύνης. Η πρώτη ταυτίζεται με τον Τραμπ στην εκδοχή του “τέλειου τηλεφωνήματος”. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά του μπορεί να ήταν ανάρμοστη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνεται λόγος έκπτωσης από το προεδρικό αξίωμα.

Rebus sic stantibus, οι γραμμές θα αντέξουν και, στη χειρότερη περίπτωση, ο Τραμπ θα εισπράξει μια επίπληξη (censure) από τη Γερουσία. Οι δυο πλευρές θα οδηγηθούν, έτσι, στη μητέρα όλων των μαχών, τις προεδρικές εκλογές του 2020. Δεν θα πρέπει, όμως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ανατροπής καθώς, μετά από τρία χρόνια, το βαθύ κράτος των ΗΠΑ δείχνει σημάδια αφύπνισης και ενεργοποίησης.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Καθαίρεση

Καθαίρεση

Η πολιτική ζωή στις ΗΠΑ έχει εισέλθει στο λυκόφως της διαδικασίας καθαίρεσης του Προέδρου από το αξίωμά του. Η διαδικασία αυτή, γνωστή ως impeachment, έχει δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, η Βουλή των Αντιπροσώπων διερευνά αν έχει παραβιαστεί το άρθρο 2, παράγραφος 4, του Αμερικανικού συντάγματος, που αναφέρει ότι “ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί των ΗΠΑ καθαιρούνται από το αξίωμά τους εάν καταδικαστούν για προδοσία, δωροδοκία και άλλα σοβαρά εγκλήματα και πταίσματα.”

Εάν η έρευνα της Βουλής των Αντιπροσώπων καταλήξει ότι τεκμαίρεται κατάχρηση εξουσίας ή άλλα σοβαρά εγκλήματα και πταίσματα, ψηφίζει την παραπομπή του Προέδρου στη Γερουσία, η οποία λειτουργεί ως ειδικό δικαστήριο.

Η διαδικασία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, νομική αλλά είναι βαθιά πολιτική καθώς απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρόντων στην Βουλή των Αντιπροσώπων για την παραπομπή και πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία για την καθαίρεση.

Η διαδικασία της καθαίρεσης είναι ένα απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Θεσμοθετήθηκε από το αγγλικό Κοινοβούλιο το 1376 για να ελέγχονται οι υπουργοί του Βασιλέα, που είχε το αλάθητο, για κατάχρηση εξουσίας. Για να αποτραπεί, με τον τρόπο αυτό, τυχόν διολίσθηση σε ένα απολυταρχικό καθεστώς.

Η πρακτική αυτή, που είχε ατονήσει πλέον στο αγγλικό πολιτικό σύστημα, υιοθετήθηκε 400 χρόνια μετά από την αμερικανική συντακτική συνέλευση του 1787 στη Φιλαδέλφεια. Διευρύνθηκε μάλιστα για να συμπεριλάβει τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ. Αυτό ήταν ένα συνταγματικό παράδοξο καθώς η διάταξη δεν αφορούσε έναν Βασιλέα, αλλά τον Πρόεδρο μιας νεότευκτης δημοκρατίας. Στις δημοκρατίες ο τρόπος άσκησης της εξουσίας ενός προέδρου κρίνεται, ελέγχεται και αξιολογείται κάθε τέσσερα χρόνια. Ελέγχεται επίσης μέσω της διάκρισης των εξουσιών και από τα θεσμικά αντίβαρα που, στην περίπτωση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, είναι αρκετά ισχυρά.

Οι ιδρυτές της αμερικανικής δημοκρατίας, όμως, επιζητούσαν μια επιπλέον δικλείδα ασφαλείας, όπως υποστήριξαν ο Τζέϊμς Μάντισον, αλλά και ο Τζώρτζ Μέϊσον από τη Βιρτζίνια.

Έκτοτε, δυο πρόεδροι, ο Άντριου Τζόνσον το 1868, και ο Κλίντον το 1998, παραπέμφθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αθωώθηκαν, όμως, τελικά στη Γερουσία γιατί δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων για την καθαίρεσή τους.

Τον Οκτώβριο του 1973, η Βουλή των Αντιπροσώπων ξεκίνησε την έρευνα κατά του προέδρου Νίξον για το σκάνδαλο Γουωτεργκέιτ. Στις 9 Αυγούστου του 1974, πριν η Ολομέλεια ψηφίσει την πρόταση μομφής, ο Νίξον παραιτήθηκε.

Η έρευνα για τη στοιχειοθέτηση κατάχρησης εξουσίας που θα οδηγήσει σε πρόταση μομφής κατά του Προέδρου Τραμπ, είναι η τέταρτη στην ιστορία των ΗΠΑ.

Εάν το παρελθόν αποτελεί τον πρόλογο, σε τέτοιες διχαστικές πολιτικές διαδικασίες, οι βουλευτές και οι γερουσιαστές στοιχίζονται πίσω από τις κομματικές διαχωριστικές γραμμές. Εκτός αν υπάρξουν αδιάσειστα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως έγινε στην περίπτωση Νίξον.

Στην πολιτικά πολωμένη Αμερική, το πιθανότερο είναι ότι η ελεγχόμενη από τους δημοκρατικούς Βουλή των Αντιπροσώπων θα παραπέμψει τον Τραμπ, αλλά η ελεγχόμενη από τους ρεπουμπλικανούς Γερουσία θα τον αθωώσει.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”