Σε μια σπάνια ιστορική σύμπτωση ολοκληρώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα ένας εκλογικός κύκλος σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο. Και στις τρεις χώρες έχουμε ισχυρές κυβερνήσεις με νωπή λαϊκή εντολή και καθαρό ορίζοντα διακυβέρνησης. Η συγκυρία αυτή γεννάει προσδοκίες για βελτίωση των σχέσεων ιδιαίτερα μετά την ύφεση που έφερε ο φονικός σεισμός στην Τουρκία. Δημιουργεί επίσης τις κατάλληλες συνθήκες για διπλωματικές πρωτοβουλίες. Εταίροι και σύμμαχοί μας εμφανίζονται επισπεύδοντες για μια συνολική διευθέτηση που θα παγιώσει τη σταθερότητα στο τρίγωνο αυτό της Ανατολικής Μεσογείου για γεωπολιτικούς, ενεργειακούς και οικονομικούς λόγους. Ολα αυτά, μαζί με την επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, στο παρασκήνιο της συνόδου του ΝΑΤΟ, δημιουργούν αισιοδοξία και προσδοκίες.
Οι πλανητικές εξελίξεις, όμως, αλλά και οι ευρύτερες ισορροπίες στην περιοχή δεν δικαιολογούν ούτε αισιοδοξία ούτε εφησυχασμό.
Οι ΗΠΑ από το φθινόπωρο εισέρχονται σε έναν εκλογικό κύκλο που μπορεί να είναι το ριμέικ του 2019. Με τον Τραμπ υπόδικο και τον Μπάιντεν σε προχωρημένη ηλικία ελλοχεύει ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Μια Αμερική σε εσωστρέφεια λόγω μιας ακόμη κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, και με το Ουκρανικό ανοιχτό, είναι αμφίβολο αν μπορεί να εστιάσει στη διευθέτηση περιφερειακών διενέξεων που χρονίζουν.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, επίσης απορροφημένη από τον ουκρανικό πόλεμο, μόνο υποστηρικτικό ρόλο φαίνεται να μπορεί να διαδραματίσει σε μια ενδεχόμενη διπλωματική πρωτοβουλία προερχόμενη από τις ΗΠΑ.
Μια διπλωματική πρωτοβουλία της Δύσης, πέραν από την παγίωση της σταθερότητας, στην ευρύτερη περιοχή έχει και μια επιπλέον στόχευση. Την επαναφορά της Τουρκίας σε δυτική τροχιά και την επανασύσφιξη των σχέσεων Τουρκίας – ΗΠΑ.
Η τουρκική εξωτερική πολιτική, όμως, μετά την επανεκλογή Ερντογάν εμφανίζει τα πάγια χαρακτηριστικά των τελευταίων χρόνων.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η αποδυτικοποίησή της. Η Τουρκία θεωρεί ότι οι γεωπολιτικές συνθήκες και απειλές που επέβαλαν την πλήρη ενσωμάτωσή της στη Δύση έχουν εκλείψει προ πολλού. Η ευρωπαϊκή ενταξιακή της προοπτική έχει επίσης ενταφιαστεί προ πολλού. Απέναντι στη Δύση, πλέον, η Τουρκία συμπεριφέρεται με όρους παζαριού και συναλλαγής παρά συμμάχου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στάση της στη νατοϊκή ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Η απαγκίστρωση της Τουρκίας από τη Δύση τη φέρνει κοντύτερα σε αναθεωρητικές μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα, με τις οποίες συνάπτει παντός είδους συμφωνίες.
Το δεύτερο είναι η νεοοθωμανική αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της. Η Τουρκία συμπεριφέρεται σε επίπεδο συμβολισμών και πολιτικής ως αναθεωρητική περιφερειακή δύναμη με προβολή ισχύος και επιρροής στην εγγύς περιφέρειά της. Επιχειρεί να διαδραματίσει περιφερειακό ρόλο που πολλές φορές αποκλίνει από τα συμφέροντα της Δύσης και απειλεί τη σταθερότητα στην περιοχή.
Τρίτον, η εκδίπλωση της εξωτερικής της πολιτικής και των στόχων της γίνεται περισσότερο με όρους ισχύος και απειλής χρήσης βίας παρά με όρους διπλωματίας και διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία συμπεριφέρεται περισσότερο ως Χομπσιανή παρά ως Καντιανή δύναμη. Και θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος επεισοδίου ή ανάφλεξης παραμένει υψηλός πριν, κατά τη διάρκεια, και ιδιαίτερα μετά από έναν άκαρπο διάλογο.
Η στρατηγική τοποθέτηση της ερντογανικής Τουρκίας στις νέες πλανητικές ισορροπίες δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την επανένταξη της Τουρκίας στους δυτικούς σχεδιασμούς. Και η αναθεωρητική της πολιτική δεν αφήνει αισιοδοξία για την επιτυχία των όποιων διπλωματικών πρωτοβουλιών στην περιοχή.
Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Προέχει η συνεχής ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος και η διπλωματική προβολή πως οτιδήποτε έχει να κάνει με κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας είναι μη διαπραγματεύσιμο. Πέραν της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ και μιας δίκαιας και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση για άλλα θέματα.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 8 Ιουλίου 2023