Η Τουρκία απειλεί τα συμφέροντα της Δύσης συνολικά – Ανήκει στο ΝΑΤΟ αλλά δεν είναι πια συμμαχική χώρα

Η Τουρκία απειλεί τα συμφέροντα της Δύσης συνολικά – Ανήκει στο ΝΑΤΟ αλλά δεν είναι πια συμμαχική χώρα

Συνέντευξη στο ERTNEWS στους δημοσιογράφους Θ. Σιαφάκα & Κ. Λασκαράτο.

Δείτε εδώ το απόσπασμα της εκπομπής:

Από μια λεπτή κλωστή

Από μια λεπτή κλωστή

Η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας δεν θα είναι παροδική. Συναρτάται με τις συνολικές εξελίξεις στην περιοχή αλλά και τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία. Ο Ερντογάν συνδέει, υπό μορφήν απειλής, τυχόν αρνητικές εξελίξεις στα ανατολικά του με συνολική αναδιαμόρφωση του status quo σε όλη την περιοχή. Και εγείρει αξιώσεις συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η τουρκική απειλή δεν συνίσταται στον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου. Γιατί, παρά την κρίση, η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας μας παραμένει αξιόπιστη. Το κόστος από έναν γενικευμένο πόλεμο θα ήταν τόσο υψηλό για την Τουρκία ώστε να ακύρωνε το όποιο όφελος. Με την αντίστροφη λογική, και η Ελλάδα αποτρέπεται από την απειλή του γενικευμένου πολέμου, του casus belli, της Τουρκίας. Το κόστος από έναν πόλεμο μάς αποτρέπει να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια, όπως έχουμε δικαίωμα από το δίκαιο της θάλασσας.

Η λειτουργία της αποτροπής οδήγησε την Τουρκία τα τελευταία χρόνια σε αλλαγή τακτικής. Επέλεξε μια τακτική κρίσεων χαμηλής έντασης, που οδηγούν γρήγορα σε πολιτικοδιπλωματική διευθέτηση. Η τακτική αυτή βασίζεται, κυρίως, στον αιφνιδιασμό. Είναι η πολιτική που ακολούθησε στα Ίμια και η πολιτική των γκρίζων ζωνών. Η τακτική αυτή εκδιπλώνεται και κλιμακώνεται σε περιορισμένο βαθμό ώστε να μην δικαιολογεί μια γενικευμένη αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Ο Ερντογάν δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιες τακτικές. Τώρα φαίνεται να τις υιοθετεί.

Η τακτική αυτή εγκυμονεί τρεις άμεσους κινδύνους για τη χώρα μας. Ο πρώτος είναι ο αιφνιδιασμός. Στα Ίμια ΙΙ, και στον εμβολισμό του Γαύδος αιφνιδιαστήκαμε. Και στο επιχειρησιακό επίπεδο, είναι πρακτικά δύσκολο να αντιδράσεις με ένα ισοδύναμο μέτρο χωρίς τον κίνδυνο της κλιμάκωσης. Η σύλληψη των δύο στρατιωτικών είναι μια ειδική περίπτωση πρόκλησης, την οποία ο Ερντογάν σχετίζει με την περίπτωση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η κλιμάκωση. Η κλιμάκωση μπορεί να συμβεί όταν τέτοιου είδους αψιμαχίες οδηγήσουν σε ευρύτερο τοπικό θερμό επεισόδιο. Είτε από ατύχημα είτε από σχεδιασμό. Σχεδιασμό που να στοχεύει από την Τουρκία σε στρατηγικό όφελος. Να στοχεύει για παράδειγμα σε γκριζάρισμα βραχονησίδων, ή διεμβολισμό της ελληνικής ΑΟΖ.

Και υπάρχει και ένας τρίτος κίνδυνος. Η διεθνής ρευστότητα. Η μόνη δύναμη που μπορεί, ουσιαστικά, να παρέμβει σε μια τέτοια κρίση είναι οι ΗΠΑ. Ουδείς γνωρίζει, όμως, την αντίδραση, στα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα, της κυβέρνησης Τραμπ. Και το ΝΑΤΟ, παρότι χώρα-μέλος της κρατεί αδικαιολόγητα στρατιώτες άλλης χώρας-μέλους, σφυρίζει αδιάφορα.

Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών, πέραν της διπλωματικής συνεχούς ενημέρωσης συμμάχων και εταίρων, απαιτεί ψυχραιμία και υψηλή στρατιωτική ετοιμότητα. Οι συνεχείς ασκήσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο λειτουργούν αποτρεπτικά και προληπτικά, μειώνοντας το ενδεχόμενο αιφνιδιασμού. Οι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο και να εντάσσονται στη συνολική προβολή της αποτρεπτικής μας ισχύος. Η παρόρμηση δεν μπορεί να γίνεται πολιτική όταν διακυβεύονται τα εθνικά ζωτικά μας συμφέροντα.

Η κυβέρνηση οφείλει, επιπλέον, να ενεργοποιήσει το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και τα αρμόδια Κοινοβουλευτικά όργανα για τα εθνικά ζητήματα. Σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στη γείτονα χώρα, η αντιπολίτευση δεν πλειοδοτεί σε εθνικιστικές κορώνες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα εθνικής ομοψυχίας και ενίσχυσης της αποτροπής.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Θυρωρός στον Άδη

Θυρωρός στον Άδη

Η ευρωτουρκική συνάντηση στη Βάρνα επιβεβαίωσε το ρήγμα στις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας. Η σχέση αυτή δεν βασίζεται σε κοινότητα αξιών ούτε στη βάση του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Είναι μια σχέση συναλλαγής. Η Τουρκία δεν είναι και δεν συμπεριφέρεται ως μια τυπική υποψήφια προς ένταξη χώρα.

Η Τουρκία θεωρεί ότι είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ισοϋψής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ταυτότητά της δεν είναι Ευρωπαϊκή. Η Τουρκία δεν ανήκει στη Δύση, σε κάθε περίπτωση, δεν ανήκει μόνο στη Δύση. Η Δύση και η Ευρώπη αποτελούν έναν από τους κύκλους ενδιαφέροντος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο άλλος είναι η Μέση Ανατολή και ο ισλαμικός κόσμος.

Δύο χώρες είχαν μια τέτοια ιδιόμορφη σχέση με την Ευρώπη. Και οι δύο βρίσκονται στις παρυφές της Ευρώπης. Η πρώτη είναι η Βρετανία. Με το αυτοκρατορικό παρελθόν και την εξωτερική πολιτική των τριών κύκλων, της Ευρώπης, της Κοινοπολιτείας και της ιδιαίτερης σχέσης με τις ΗΠΑ, και τη νησιώτικη νοοτροπία, ουδέποτε απετέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της.

Η δεύτερη είναι η Τουρκία που ως σύγχρονος Ιανός κοιτάζει προς Δύση αλλά και Ανατολή. Με το οθωμανικό παρελθόν και τις ισλαμικές συγγένειες, η Τουρκία διαμόρφωσε ιστορικά μια σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε αντιπαλότητας είτε συναλλαγής. Υπήρξε εχθρός ή επιτήδειος ουδέτερος. Απείλησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δεν αποτέλεσε κομμάτι της ιστορικής του εξέλιξης.

Ακόμη και την περίοδο του κεμαλικού καθεστώτος, που η δυτικόστροφη πολιτική ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της Τουρκίας, δεν ήταν η αποκλειστική προτεραιότητα. Η κεμαλική πολιτική συνέκλινε πάντως με τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες της Δύσης. Ήταν η εποχή που η Δύση, και κυρίως οι ΗΠΑ, θεωρούσαν την Τουρκία ως γεωπολιτικό μοχλό. Η σταδιακή ενσωμάτωσή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα αγκυροβολούσε την Τουρκία στη Δύση. Θα δημιουργούσε μια χώρα με κοσμικό δημοκρατικό πολίτευμα που θα λειτουργούσε ως μοντέλο για τα ισλαμικά κράτη της Μέσης Ανατολής. Η λογική αυτή οδήγησε στο Ελσίνκι, όπου η Τουρκία χρίστηκε υποψήφια προς ένταξη χώρα. Για την Τουρκία, η ευρωπαϊκή πορεία δεν σηματοδοτούσε προσχώρηση αλλά ενίσχυση και πολλαπλασιασμό της ισχύος της.

Ο Ερντογάν αποκάλυψε την εργαλειακή προσέγγιση των τουρκικών ελίτ απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική. Πρώτα, τη χρησιμοποίησε για να ξεδοντιάσει το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο και να εδραιωθεί στην εξουσία. Στη συνέχεια την οριοθέτησε με όρους ισότιμης συναλλαγής. Και τώρα η συναλλαγή αυτή γίνεται με τη μορφή εκβιασμού. Ο Ερντογάν είναι θυρωρός στις πύλες του Άδη. Κρατάει στα χέρια του τον έλεγχο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων και της επιστροφής των ευρωπαίων τζιχαντιστών του ISIS. Ζητάει χρήματα και λόγο στη διευθέτηση ζητημάτων που αφορούν τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας. Επιμένει ρητορικά στην ένταξη στην Ευρώπη αλλά μόνο για λόγους παζαριού. Άλλωστε, η διολίσθηση της Τουρκίας σε ένα καθεστώς ανελεύθερης δημοκρατίας απομακρύνει ακόμη περισσότερο την Τουρκία από την Ευρώπη.

Οι Ευρωπαίοι είναι εξοργισμένοι με τα τερτίπια του. Ο μοχλός των μεταναστευτικών-προσφυγικών ρευμάτων λειτούργησε αποσταθεροποιητικά στα πολιτικά τους συστήματα. Θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την Τουρκία αναζητώντας μια νέα σχέση. Η σχέση αυτή θα πάρει πιθανότατα τη μορφή μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής σύνδεσης. Θα προβληθεί ως ενδιάμεσος σταθμός αλλά θα είναι στην ουσία ο τελικός σταθμός στο ευρωπαϊκό ταξίδι της Τουρκίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ελληνοτουρκικά: επικίνδυνη όξυνση

Ελληνοτουρκικά: επικίνδυνη όξυνση

Επί Ερντογάν, η Τουρκία είχε ακολουθήσει μια πολιτική συνεχούς και συστηματικής καταγραφής των πάγιων αιτιάσεών της κατά της χώρας μας. Ακολουθώντας μια τακτική χαμηλής έντασης χωρίς όμως να υπερβαίνει τα όρια. Ακόμη και την περίοδο που, λόγω κρίσης, η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση σχετικής αδυναμίας. Η σύλληψη και κράτηση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά και η γενικότερη στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, σηματοδοτούν αλλαγή στρατηγικής και επικίνδυνη κλιμάκωση.

Η εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας είναι συνυφασμένη με τις εσωτερικές εξελίξεις. Το καθεστώς Ερντογάν διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Την ευρωπαϊκή, την ισλαμική και την αυταρχική. Σε κάθε περίοδο ο Ερντογάν νομιμοποίησε την εξουσία του σε διαφορετικό νομιμοποιητικό καμβά.

Η αρχική προσχώρηση στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ήταν ένας τακτικός ελιγμός. Έδωσε όμως στον Ερντογάν την απαραίτητη νομιμοποίηση για να αποδυναμώσει το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο μέσα από τη διεύρυνση των ελευθεριών. Όταν εδραίωσε την πολιτική του ηγεμονία, ο Ερντογάν εκτροχίασε την ευρωπαϊκή προοπτική. Αποκάλυψε την ισλαμική του ατζέντα και προχώρησε σε οριστική ρήξη με το κεμαλικό κατεστημένο. Στη διαδρομή εξαφάνισε πολιτικά όποιον απείλησε την παντοδυναμία του. Από τον Γκιουλ μέχρι τον Νταβούτογλου. Συμμάχησε με όλους με την ίδια ευκολία που συγκρούστηκε στη συνέχεια μαζί τους, αφού προηγουμένως απορρόφησε τη δύναμή τους.

Για να νομιμοποιήσει την εξουσία του στην ισλαμική εκλογική του πελατεία, υιοθέτησε ακραία αντισημιτική και αντιδυτική ρητορική. Η ισλαμική φάση του Ερντογάν έφτασε σε αδιέξοδο όταν συγκρούστηκε με τους στρατηγικούς του εταίρους, τους γκιουλενιστές, διαφωνώντας στη νομή της εξουσίας.

Αφού χρέωσε το αποτυχημένο πραξικόπημα στον Γκιουλέν και στις ΗΠΑ, άδραξε την ευκαιρία να προχωρήσει σε συνταγματική αλλαγή εδραιώνοντας την ενός ανδρός αρχή. Η στρατηγική πολιτικής νομιμοποίησης του καθεστώτος του άλλαξε. Έχοντας συγκρουστεί με κεμαλιστές και γκιουλενιστές, απευθύνεται στα φτωχά στρώματα της ενδοχώρας με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με εμπρηστικό και λαϊκιστικό λόγο. Και προσπαθεί να προσελκύσει εθνικιστές και ακροδεξιούς με ένα εθνικιστικό παραλήρημα.

Ύστερα από μια ελικοειδή πορεία ελιγμών και συγκρούσεων, ο Ερντογάν έχει, πλέον, διχάσει την Τουρκία. Ταυτόχρονα, υφίσταται την πίεση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ρεύματος και την απειλή δημιουργίας ενός κουρδικού μορφώματος. Ο Ερντογάν χειρίζεται το προσφυγικό-μεταναστευτικό ως μοχλό άσκησης πίεσης. Μαζί οξύνει τις αναθεωρητικές αιτιάσεις κατά της Ελλάδας, που για πολύ καιρό είχε βάλει στα κάτω ράφια της πολιτικής του. Συσπειρώνει το εσωτερικό του και στέλνει σαφές μήνυμα στη Δύση. Αρνητικές εξελίξεις στην περιοχή για την Τουρκία θα έχουν σοβαρά αντίποινα.

Σε μια εποχή εθνικής αδυναμίας, και ευρωατλαντικών ανακατατάξεων, η απειλή για την Ελλάδα είναι άμεση και υπαρκτή. Και απαιτείται εθνική στρατηγική και ομοψυχία για τη διαχείριση της κρίσης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η τουρκική απειλή

Η τουρκική απειλή

Από το 1974 και μετά η Τουρκία ακολουθεί σταθερά μια αναθεωρητική πολιτική στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου και στην αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Κυπριακό οι συνεχείς τουρκικές πιέσεις και οι ελληνικές υποχωρήσεις έχουν αλλοιώσει αισθητά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Έχουμε φθάσει πλέον να συζητάμε διάφορα σχέδια που προβλέπουν τη δημιουργία ενός υβριδικού μορφώματος που, κατ’ ουσίαν, θα επεκτείνει την επικυριαρχία της Τουρκίας στο σύνολο του νησιού.

Στο Αιγαίο η Τουρκία ακολούθησε, από το 1974 και μετά, μια σύνθετη πολιτική. Μια πολιτική παραβιάσεων και παραβάσεων και απαγόρευσης άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με την απειλή πολέμου. Επιπλέον, με μια πολιτική στρατιωτικοπολιτικών κρίσεων χαμηλής έντασης η Τουρκία διαβρώνει την ελληνική κυριαρχία. Δημιουργεί γκρίζες ζώνες και αυξάνει σταδιακά το εύρος των διεκδικήσεών της.

Απέναντι στην τουρκική απειλή η Ελλάδα, διαχρονικά, αντέταξε τρεις γραμμές αμύνας. Η πρώτη βασιζόταν στην επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, των διεθνών συμβάσεων και των συνθηκών. Ήταν μια ενδεδειγμένη γραμμή αμύνας για μια χώρα που σέβεται τη διεθνή έννομη τάξη και αμύνεται απέναντι σε μια παραβατική χώρα. Μόνο που η γραμμή αυτή ήταν περιορισμένης αποτελεσματικότητας καθώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται και δρα στη διεθνή πολιτική με όρους ισχύος και όχι με όρους δικαίου. Η δεύτερη γραμμή αμύνας ήταν μια πολιτική αποτροπής, μέσα από τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Η πολιτική αυτή λειτούργησε αποτελεσματικά αποτρέποντας την Τουρκία από το να αποτολμήσει μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη στην Κύπρο ή στο Αιγαίο. Δεν παρέχει όμως ικανή απάντηση στην τουρκική τακτική των κρίσεων χαμηλής έντασης. Η τρίτη γραμμή άμυνας ήταν η πολιτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Υπό την έννοια ότι μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια πιο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική χώρα. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, όμως, έχει πλέον ανακοπεί. Η Τουρκία διολισθαίνει σε ένα αυταρχικό καθεστώς και κλιμακώνει τις προκλήσεις προς κάθε κατεύθυνση εξάγοντας τα εσωτερικά της αδιέξοδα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια στρατηγική πρόκληση. Να διατηρήσει αμείωτη την αποτρεπτική της ικανότητα και να εκμεταλλευτεί διπλωματικά, σε ευρωπαϊκό και ατλαντικό επίπεδο, τη γεωπολιτική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση. Με διττή στρατηγική. Με την πολιτική της γέφυρας προς την Ευρώπη στον βαθμό που αυτή παραμένει μια εφικτή επιλογή για Τουρκία και Ευρώπη. Και με τη στρατηγική του αναχώματος της Δύσης στον βαθμό που η Τουρκία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα βυθιζόμενη στην κινούμενη άμμο του ισλαμικού μεσανατολικού inferno. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν μια Ελλάδα ενωμένη. Όχι μια Ελλάδα που τρώει τις σάρκες της.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”