Γερμανικές εκλογές: το μέλλον της Γερμανίας και της Ευρώπης

Γερμανικές εκλογές: το μέλλον της Γερμανίας και της Ευρώπης

Η τέταρτη συνεχόμενη εκλογική επικράτηση αφήνει στη Μέρκελ και τους Χριστιανοδημοκράτες μια γλυκόπικρη γεύση. Οι Χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν τις εκλογές αλλά είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται σημαντικά. Η Γερμανία είναι, από χθες, άλλη μια ευρωπαϊκή χώρα που πέρασε στον αστερισμό του καχεκτικού πολιτικού διπολισμού. Και τα δύο παραδοσιακά κόμματα, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές, είχαν σοβαρές εκλογικές απώλειες. Οι Φιλελεύθεροι, όπως αναμενόταν, επέστρεψαν στην Bundestag, ενώ οι Πράσινοι και το Ντι Λινκε έμειναν πάνω-κάτω στα ίδια ποσοστά. Η είσοδος των ακροδεξιών στη Βουλή αναμενόταν, αλλά όχι η κατάληψη της τρίτης θέσης. Τελικά η Γερμανία, παρά το ιστορικό της παρελθόν, δεν απέφυγε την αναβίωση ενός ακροδεξιού, λαϊκιστικού, ρατσιστικού και μισαλλόδοξου κόμματος.

Εάν η απόφαση των Σοσιαλιστών να μη συμμετάσχουν σε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού δεν αλλάξει, η Μέρκελ θα έχει δύο επιλογές. Είτε θα σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους είτε θα προσφύγει εκ νέου σε εκλογές. Από ιδιοσυγκρασία, θα προσπαθήσει το πρώτο αλλά δεν θα είναι απλή υπόθεση. Οι διαπραγματεύσεις για την συγκρότηση κυβέρνησης, αλλά και η διακυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, θα απαιτήσουν μια συνεχή ιδεολογική και πολιτική σχοινοβασία. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα τρία κόμματα, στο Μεταναστευτικό-Προσφυγικό, σε θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος, σε θέματα οικογένειας και φύλου.

Οι θέσεις των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων, στις περισσότερες περιπτώσεις, βρίσκονται στον αντίποδα της συντηρητικής βάσης των Χριστιανοδημοκρατών. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που ο επαναπατρισμός των ψηφοφόρων που ψήφισαν το ακροδεξιό κόμμα από τους Χριστιανοδημοκράτες θα απαιτεί ακόμη πιο συντηρητική στροφή. Κυρίως στο Μεταναστευτικό, που φούσκωσε τα πανιά της Ακροδεξιάς.

Η Μέρκελ μεσουράνησε στη γερμανική πολιτική σκηνή με τον ωμό πραγματισμό της. Αυτή τη φορά, όμως, θα επιχειρήσει μια πολιτική ακροβασία ανάμεσα σε Πράσινους, Φιλελεύθερους και Ακροδεξιούς από θέση αδυναμίας. Η Μέρκελ είναι διπλά αποδυναμωμένη. Η κοινοβουλευτική της δύναμη έχει περιοριστεί και, ταυτόχρονα, εισέρχεται στην τέταρτη και τελευταία θητεία της. Γίνεται αυτό που οι Αγγλοσάξωνες ονομάζουν lameduck. Ήδη διατυπώνονται εικασίες για το αν θα ολοκληρώσει τη θητεία της ή θα αποχωρήσει στα μισά δίδοντας στον διάδοχό της το χρόνο να προετοιμαστεί για τις επόμενες εκλογές.

Στα ευρωπαϊκά θέματα η μεταρρυθμιστική ατζέντα Μακρόν, που είχε τη μερική συναίνεση των Χριστιανοδημοκρατών, θα συναντήσει την αντίδραση των Φιλελευθέρων. Ιδιαίτερα στο θέμα ενός ενισχυμένου προϋπολογισμού. Στα θέματα της ευρωπαϊκής άμυνας η σταδιακή ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα θα προχωρήσει. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών, όμως, θα συναντήσει την αντίδραση των Πρασίνων.

Σε πλανητικό επίπεδο, η Γερμανία της Μέρκελ έπαιζε έναν σταθεροποιητικό ρόλο στο διεθνές σύστημα. Ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της Γερμανίας, αυτή την εποχή, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και ευρύτερα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Γερμανικές εκλογές: Η τέταρτη θητεία της Μέρκελ

Γερμανικές εκλογές: Η τέταρτη θητεία της Μέρκελ

Η Μέρκελ βαδίζει, με σχετική ευκολία, προς μια ακόμη εκλογική επικράτηση, καθώς οι γερμανοί πολίτες δεν δείχνουν καμία διάθεση αλλαγής. Και είναι φυσικό. Η Γερμανία συνολικά, και η γερμανική οικονομία προσώρας, είναι σε καλή κατάσταση ενώ ο κόσμος γύρω της συνταράσσεται. Το Brexit, η εκλογή Τραμπ, ο αναθεωρητισμός του Πούτιν, η Κορέα, το Μεταναστευτικό αποτελούν απειλητικές προκλήσεις. Ακολουθώντας μια πολιτική ήρεμης δύναμης σε μια ταραγμένη εποχή και τριγωνοποιώντας το πολιτικό διακύβευμα, η Μέρκελ οδεύει προς την τέταρτη και τελευταία θητεία της.
Η Μέρκελ άρχισε την προεκλογική εκστρατεία πολύ αργά και ακολούθησε μία ήπια, σχεδόν υποτονική, στρατηγική. Καθώς όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις τής έδιναν άνετη διαφορά από τους πολιτικούς της αντιπάλους, απέφυγε επιμελώς τις αντιπαραθέσεις και την πόλωση.
Όταν ανέκυψαν ζητήματα πάνω στα οποία οι αντίπαλοί της θα μπορούσαν να χτίσουν πολιτική και ιδεολογική ατζέντα, η Μέρκελ κινήθηκε με πραγματισμό και μετριοπάθεια, αφοπλίζοντάς τους από πολιτικά επιχειρήματα.
Όταν έγινε το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα, οι Πράσινοι, σταθερά αντίθετοι στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας, είδαν τα ποσοστά τους να φτάνουν μέχρι και 20% στις δημοσκοπήσεις. Η αντίδραση της Μέρκελ ήταν άμεση. Έκλεισε άμεσα κάποια εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας ενώ τα υπόλοιπα αναμένεται να κλείσουν μέχρι το 2021. Τα ποσοστά των Πρασίνων ξεφούσκωσαν.
Το ίδιο έγινε και με το γάμο μεταξύ ομοφύλων που οι Πράσινοι και οι Σοσιαλιστές είχαν επιλέξει ως πεδίο αντιπαράθεσης. Η Μέρκελ τοποθετήθηκε πολιτικά αλλά άφησε τους βουλευτές της να ψηφίσουν κατά συνείδηση. Οι Πράσινοι και οι Σοσιαλιστές κέρδισαν την ψηφοφορία αλλά η Μέρκελ απέφυγε την ήττα.
Με την κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης, αφαίρεσε από τους Φιλελεύθερους ένα σημαντικό και δημοφιλές προεκλογικό όπλο.
Όταν ο Σουλτς προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αντιδημοφιλία του Τραμπ, κατηγορώντας τη Μέρκελ για σκυλάκι του, εκείνη έκανε την περίφημη δήλωση ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους.
Η συζήτηση, πλέον, περιστρέφεται γύρω από τη σύνθεση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού και τις προτεραιότητές του. Η Μέρκελ έχει θέσει τρεις προεξάρχουσες προτεραιότητες για την τελευταία θητεία της.
Η πρώτη αφορά τις μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη και την Ευρώπη. Σε γενικές γραμμές συμφωνεί με τον Μακρόν για την εμβάθυνση της ενοποίησης, τη δημιουργία ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών και του ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου, αλλά τα βήματά της θα είναι πολύ προσεκτικά.
Η δεύτερη αφορά την ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού πυλώνα στον τομέα της ασφάλειας, όπου αρκετοί στη Γερμανία αναμένουν αύξηση των αμυντικών δαπανών. Και η τρίτη μεγάλη προτεραιότητα είναι η σταθεροποίηση της υποσαχάριας Αφρικής.
Το σίγουρο είναι ότι σε μια πολιτική πλανητικής αστάθειας με πολλές απρόβλεπτες μεταβλητές εντός και εκτός Ευρώπης η Γερμανία της Μέρκελ αναδεικνύεται σε έναν από τους ελάχιστους παράγοντες σταθερότητας στο διεθνές σύστημα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ο Γερμανός Γκιούλιβερ

Ο Γερμανός Γκιούλιβερ

Η Άνγκελα Μέρκελ βαδίζει προς τις γερμανικές εκλογές υποφέροντας από τους εφιάλτες του Μπίσμαρκ. Τους εφιάλτες των αντιγερμανικών συσπειρώσεων. Ο Μπίσμαρκ κατόρθωσε ν´απαλλαγεί από τους εφιάλτες του. Δημιουργώντας έναν ιστό περίπλοκων και δεσμευτικών συνθηκών. Που εγκλώβιζε όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και δεν τους άφηνε περιθώρια να αυτονομηθούν και να απειλήσουν το status quo.

Ήταν η ίδια λογική που εφάρμοσαν οι Αμερικανοί στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Μόνο που αυτή τη φορά ο ιστός αφορούσε τη Γερμανία. Οι αμερικανοί είδαν την πολιτική ιστορία της γηραιάς ηπείρου ως το αφήγημα της εξέλιξης του γερμανικού ζητήματος. Πόλεμοι επανένωσης κατακερματισμένων γερμανικών κρατιδίων ή πόλεμοι επέκτασης μιας ενωμένης μιλιταριστικής Γερμανίας. Μετά το 1945 το στρατηγικό ζητούμενο ήταν να υπάρξει μια Γερμανία της Ευρώπης και όχι μια Ευρώπη της Γερμανίας. Το 1955 η Ομοσπονδιακή Γερμανία εντάχθηκε σε όλους τους ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς. Και η Βόννη δεσμεύτηκε συνταγματικά να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Στον τομέα της ευρωπαϊκής ασφάλειας η εγγυήτρια δύναμη ήταν, και παραμένει, μια εξωχώρια δύναμη. Οι ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ έλυσαν το αιώνιο πρόβλημα ασφάλειας της Ευρώπης.

Η δημιουργία του γαλλογερμανικού άξονα το 1963, με τη Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας, δημιούργησε συνθήκες συναπόφασης στα κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα.

Ο Φρανσουά Μωριάκ, βέβαια, είδε την ισορροπία στη διχοτόμηση της Γερμανίας. Λέγοντας γλαφυρά: αγαπώ τόσο πολύ τη Γερμανία που θέλω να υπάρχουν δυο. Και η διχοτομημένη Γερμανία όμως αποτέλεσε μια διπλωματική πρόκληση για τη Δύση. Καθώς οι δυτικογερμανοί έθεταν πιεστικά το ζήτημα της επανένωσης της Γερμανίας ως προϋπόθεση για την ύφεση στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Η ισορροπία, μετά την επανένωση της Γερμανίας, αποκαταστάθηκε με τη νομισματική ενοποίηση και την ΟΝΕ.

Ο ιστός αυτός των ευρωπαϊκών και ευρωατλαντικών δεσμεύσεων έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας στους λιλιπούτειους της Ευρώπης από το Γερμανό Γκιούλιβερ.

Η κρίση της ευρωζώνης και η υποχώρηση της Γαλλίας, έφεραν, de facto, τη Γερμανία σε ηγεμονική θέση. Αφυπνίζοντας στερεότυπα. Οι Γάλλοι ανακάλυψαν ότι η ΟΝΕ δεν αρκεί για την εποπτεία των γερμανικών οικονομικών αποφάσεων. Το είχε ομολογήσει ο Ντελόρ, άλλωστε, από το 1996. Αυτό που μετράει δεν είναι μόνο οι νομισματικές αποφάσεις, αλλά η οικονομική ισχύς ενός κράτους που προκαλεί άνισο ανταγωνισμό και αθέμιτα πλεονάσματα. Μια συγχορδία χωρών κατηγορεί τους Γερμανούς για μια πολιτική οικονομικής επιβολής που δημιουργεί αποικίες χρέους μέσα στην Ευρώπη. Και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προνομιακοί συνομιλητές της Γερμανίας, εξεγείρονται κατά της πολιτικής που ακολουθεί στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Η πρόκληση, λοιπόν, για το γερμανό Γκιούλιβερ είναι να ξαναγίνει ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αποκαθιστώντας το αίσθημα ασφάλειας και ισότητας στους λιλιπούτειους της Ευρώπης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Εξαρτήσεις

Εξαρτήσεις

Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης έδωσαν τη θέση τους στα tweets της διαμαρτυρίας. Γιατί και τα σύνορα έκλεισαν, και η βαλκανική οδός σφραγίστηκε. Και η χώρα μας απέμεινε με δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, εγκλωβισμένους εντός συνόρων. Έναν αριθμό που ολοένα αυξάνεται. Χωρίς κανείς να είναι σε θέση να προβλέψει που μπορεί να φτάσει.

Όπως συνέβη και με την περίφημη διαπραγμάτευση στα θέματα της οικονομίας, η κυβέρνηση, και στο προσφυγικό, τα έκανε θάλασσα. Υποτίμησε το πρόβλημα και τους κινδύνους και πιάστηκε, και πάλι, απροετοίμαστη. Δεν κατανόησε, για άλλη μια φορά, το κλίμα και τις συνθήκες που διαμορφώνονταν στις ευρωπαϊκές χώρες, και βρέθηκε απομονωμένη. Γιατί όταν οι Ευρωπαίοι διαπίστωσαν την αρχική ελαφρότητα με την οποία η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε το πρόβλημα, και στη συνέχεια την ανικανότητα της, έκαναν, γι’ αυτούς, το αυτονόητο. Έκλεισαν τα σύνορα. Αντί να εξαρτώνται από την Ελλάδα για τον έλεγχο των προσφυγικών μεταναστευτικών ροών, άφησαν την Ελλάδα να εξαρτάται από την Τουρκία για τη διαχείριση μιας διαφαινόμενης ανθρωπιστικής κρίσης.

Τώρα ο Πρωθυπουργός πανηγυρίζει ξανά, όπως το συνηθίζει, για τη συμφωνία με την Τουρκία. Μια συμφωνία που εξαρτάται πλήρως από τις προθέσεις της Τουρκίας να την τηρήσει. Εξαρτώμεθα δηλαδή, πλήρως, από τις προθέσεις μιας χώρας, που πάγια αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο. Εξαρτώμεθα από μια χώρα, η οποία έχει το casus belli σε ισχύ απέναντι στη χώρα μας. Η ιστορία όμως είναι αμείλικτη. Η Τουρκία χρησιμοποίησε κάθε κρίση προκειμένου να προωθήσει τις αιτιάσεις της και τις μονομερείς διεκδικήσεις της απέναντι στην Ελλάδα. Και να δημιουργήσει τετελεσμένα. Και όλα αυτά με μια Ελλάδα ισχυρή απέναντι της. Πως τώρα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και θα σεβαστεί μια Ελλάδα ανίσχυρη και γονατισμένη, μόνο ο Πρωθυπουργός φαίνεται να γνωρίζει.

Ανίκανοι κι απροετοίμαστοι, έχοντας ξεπεραστεί από τη χιονοστιβάδα των εξελίξεων και τη διπλή κρίση, οι κυβερνώντες αποδέχθηκαν επώδυνες αποφάσεις.

Περνώντας πλήρως στον αστερισμό της Μέρκελ, αποδέχθηκαν μοιρολατρικά την εξάρτηση από την Τουρκία για τη διαχείριση του προσφυγικού μεταναστευτικού. Ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα κοντεύει με τους χειρισμούς τους να μετατραπεί σε ελληνοτουρκικό. Με σιωπηρό αντάλλαγμα την επιστροφή του κουαρτέτου στην Αθήνα και το μαλάκωμα της στάσης του για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Μια εξευτελιστική για τη χώρα συσχέτιση και επικίνδυνη εξέλιξη.

Έχοντας μετατρέψει τη χώρα σε περίκλειστη χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, η κυβέρνηση επιλέγει τώρα την οδό της πόλωσης και του διχασμού στο εσωτερικό για να επιβιώσει πολιτικά. Την ώρα που η Κύπρος ομονοούσα βγαίνει από το μνημόνιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διχάζει και βυθίζει το τόπο ολοένα και περισσότερο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”