Νέα Δημοκρατία ή νέα αβεβαιότητα

Νέα Δημοκρατία ή νέα αβεβαιότητα

Στις 25 Ιανουαρίου, όταν οι εκλογές έφεραν στην πρώτη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ και του έδωσαν την πρώτη εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον Αλέξη Τσίπρα. Εκείνος επέλεξε ως κυβερνητικό εταίρο τον Πάνο Καμμένο και ως κεντρική πολιτική την “υπερήφανη” διαπραγμάτευση. Επέλεξε ως Υπουργό Οικονομικών τον Γιάνη Βαρουφάκη, ως Υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και μια σειρά από άλλα πρόσωπα, που αποδείχθηκαν πλήρως ακατάλληλα για τις θέσεις τους με καταστροφικά αποτελέσματα.

Έχουν περάσει μόλις οκτώ μήνες από τότε και η μόνη υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα, που δεν διαψεύσθηκε ήταν αυτή που έλεγε ότι σε έξι μήνες η Ελλάδα θα γινόταν μια άλλη χώρα. Έγινε μια άλλη χώρα, πολύ χειρότερη και με πολύ χειρότερες συνθήκες για τους πολίτες της. Μια χώρα παράδειγμα προς αποφυγή για όλη την Ευρώπη, μια χώρα που συσσώρευσε ακόμη μεγαλύτερα χρέη, μια χώρα με κλειστές τράπεζες, μια χώρα που έφτασε ένα βήμα πριν την αποπομπή της από την Ευρωζώνη.

Είναι αλήθεια ότι τον Ιανουάριο, πολλοί ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή ήθελαν η χώρα να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές και μάλιστα συνοδεύοντας την ψήφο με τη φράση «πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;». Κάποιοι άλλοι επέλεξαν τον Αλέξη Τσίπρα θέλοντας την Ελλάδα στην Ευρώπη και στο ευρώ, αλλά επιζητώντας σκληρή διαπραγμάτευση, ώστε να χαλαρώσουν οι όροι των μνημονίων.

Ο κ. Τσίπρας διέψευσε και τους δύο, ούτε σε ρήξη ήλθε, καθώς ευτυχώς για τη χώρα την τελευταία στιγμή υπαναχώρησε, ούτε ουσιαστική διαπραγμάτευση έκανε. Με αποτέλεσμα ένα τρίτο σκληρότερο μνημόνιο, που δεσμεύει τη χώρα για τα επόμενα χρόνια. Επίσης, διέψευσε όσους ψήφισαν Ποτάμι ή ΠΑΣΟΚ με την ελπίδα μιας Αριστερής- Κεντροαριστερής Κυβέρνησης και επιμένει να συνεργαστεί εκ νέου με τους ΑΝ.ΕΛ. Σήμερα, ουδείς μπορεί να πει ότι δεν ήξερε, αυτοί οι οκτώ μήνες απέδειξαν το κόστος της κάθε διαφορετικής διαδρομής. Τα διλήμματα της 20ης Σεπτεμβρίου είναι πλέον ξεκάθαρα για κάθε Έλληνα πολίτη.

Οι εκλογείς καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα σε σταθερότητα, σιγουριά, ασφάλεια ή αστάθεια και ολέθριους κινδύνους με νέες περιπέτειες και κίνδυνο το Grexit. Η Νέα Δημοκρατία δηλώνει έτοιμη να συνεργαστεί με όλους για να δώσει στον τόπο μια ισχυρή Κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να συνεργαστεί εκ νέου με τους ΑΝΕΛ που είναι αμφίβολο αν θα βρίσκονται στην επόμενη Βουλή. Ο κίνδυνος του Grexit δεν έχει περάσει και ο πιο ασφαλής δρόμος προς την έξοδο, είναι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ οι διασπάσεις και οι συνεχείς εκλογές. Η πολιτική σταθερότητα είναι σήμερα αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει ανάπτυξη και έξοδος από την κρίση.

Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε επενδύσεις και δουλειές ή κρατισμό και ανεργία. Η Νέα Δημοκρατία θέτει ως πρώτο στόχο τις μεταρρυθμίσεις και την προσέλκυση επενδύσεων, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και έχει αποδείξει ότι μπορεί να το επιτύχει. Από την άλλη πλευρά η Κυβέρνηση Τσίπρα εξαφάνισε τη χώρα από τον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη και αποδείχθηκε εχθρική απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην ανάπτυξη.

Την Κυριακή ψηφίζουμε μια Ελλάδα με τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί και στηρίζει την επιχειρηματικότητα, συμβάλει στην απασχόληση ή μια χώρα με capital controls που διώχνουν επιχειρήσεις, φέρνουν ανεργία και ταλαιπωρούν τον κόσμο. Ενώ μέχρι τον Δεκέμβριο η Ελλάδα φαινόταν να βγαίνει από το Μνημόνιο, από τον Ιούλιο και μετά υπέστημεν τις συνέπειες της κατάρρευσης του τραπεζικού μας συστήματος και της διαρκούς αβεβαιότητας.

Το κεντρικό δίλλημα αυτών των εκλογών είναι Νέα Δημοκρατία ή νέα αβεβαιότητα. Και αυτό διότι το εκλογικό σύστημα παίζει καταλυτικό ρόλο. Το κόμμα που θα λάβει τις περισσότερες ψήφους, ακόμη και μία παραπάνω ψήφο, θα πάρει το bonus των πενήντα εδρών και θα έχει την πρωτοβουλία για τον σχηματισμό Κυβέρνησης, που καλείται να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο.

Μόνο μια Κυβέρνηση με κορμό τη Νέα Δημοκρατία και Πρωθυπουργό τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη μπορεί να απαντήσει θετικά σε όλα αυτά τα διλήμματα και να πάει την Ελλάδα μπροστά.

Άρθρο στα “ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ”

ΝΔ: Τι να κάνουμε

ΝΔ: Τι να κάνουμε

Στην ομιλία του στην Πολιτική Επιτροπή ο Πρόεδρος της ΝΔ άρχισε με μια βασική παραδοχή. Με την οποία είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς. Ότι το 2012 παραλάβαμε χάος και το 2015 παραδώσαμε χώρα. Μια Ελλάδα που έβγαινε από την κρίση και από τα μνημόνια. Με πρωτογενή πλεονάσματα και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Για να επιτευχθεί αυτό το πρωτοφανές δημοσιονομικό νοικοκύρεμα πήραμε αποφάσεις δυσάρεστες. Που όμως ήταν αναγκαίες για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Αλλά βραχυπρόθεσμα, εκλογικά, μας στοίχισαν.

Πέραν αυτής της βασικής παραδοχής, ο Πρόεδρος της ΝΔ παραδέχτηκε αδυναμίες και αβελτηρίες που είχαμε επισημάνει από αυτήν εδώ τη στήλη στις 3 Φεβρουαρίου. Μίλησε για αδυναμία στο χώρο της επικοινωνίας. Και για το κυβερνητικό έργο, πέραν της δημοσιονομικής προσαρμογής, που δεν αναδείξαμε. Μίλησε επίσης «για σφάλματα που κάναμε, και οργανωτικές αδυναμίες και κενά που πρέπει να καλύψουμε».

Επανακαθόρισε τη ΝΔ ως το κόμμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Που εκτείνεται από την δημοκρατική δεξιά ως τις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας. Και πρόσθεσε ότι η ΝΔ είναι η εγγύηση της πορείας του τόπου στην Ευρώπη. Όντως αυτή είναι η Νέα Δημοκρατία. Και όχι ένα συρρικνωμένο δεξιόστροφο κόμμα, που θα ήθελαν κάποιοι.

Αποποιήθηκε τη δεξιά στροφή. Λέγοντας ότι η ασφάλεια δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερή. Είναι προτεραιότητα κάθε νοικοκύρη. Ορθόν. Με τη μόνη διαφορά ότι τα ζητήματα νόμου και τάξης ή το μεταναστευτικό σημασία έχει πως τα θέτεις. Τα ζητήματα αυτά έπρεπε να τεθούν με μετριοπάθεια και να αναδειχθεί η ακρότητα των θέσεων της άλλης πλευράς. Δυστυχώς, έγινε το αντίθετο.

Ο Πρόεδρος της ΝΔ προσδιόρισε την αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ λέγοντας όχι στη θεωρία της αριστερής παρένθεσης και όχι στη θεωρία του ώριμου φρούτου. Και είπε ορθά ότι οι μεγάλες παρατάξεις κερδίζουν με αγώνα, με παρέμβαση, με ευθύνη, με αλήθεια.

Στο τέλος, ξόρκισε την εσωστρέφεια και απέρριψε το έκτακτο συνέδριο. Πράγματι, με την ανεπάρκεια της κυβέρνησης και τους εθνικούς κινδύνους από την πολιτική της, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η χώρα είναι μια σπαρασσόμενη αξιωματική αντιπολίτευση.

Πέραν, όμως, από τις διαπιστώσεις πρέπει να αναλάβουμε τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες. Με στόχο την οργανωτική ανασυγκρότηση, την επικαιροποίηση του ιδεολογικού μας προτάγματος, και την άρθρωση προτασιακού οραματικού λόγου για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Και αυτά μόνο μέσα από έκτακτο συνέδριο μπορούν να γίνουν. Ένα συνέδριο που θα μπορούσε να οριστεί για το επόμενο φθινόπωρο που θα έχει ξεκαθαρίσει και ο πολιτικός ορίζοντας. Ένα συνέδριο όχι εσωστρέφειας αλλά ουσιαστικής επανίδρυσης του κόμματος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα ‘ΝΕΑ”