Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η ιστορία της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008 που συγκλόνισε και την Ευρώπη και το ευρώ δεν έχει γραφτεί ακόμη. Το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC, παρότι γίνεται με νωπά ακόμη τα γεγονότα και με πολλούς από τους πρωταγωνιστές ακόμη ενεργούς, επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση της κρίσης, τουλάχιστον όσον αφορά το ευρωπαϊκό σκέλος της.

Η κρίση, όμως, άρχισε στις ΗΠΑ όταν έσπασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων. Επιδεινώθηκε από μια σειρά κακών τραπεζικών προϊόντων με μεγάλο ρίσκο, τα παράγωγα ενυπόθηκων δανείων. Δάνεια δηλαδή που ήταν σχεδόν αδύνατον να αποπληρωθούν από τους οφειλέτες τους. Όταν έσπασε η φούσκα, οι απώλειες εξάντλησαν τα κεφάλαια των τραπεζών προκαλώντας τους κρίση ρευστότητας. Η κρίση δεν περιοριζόταν μόνο στις αμερικανικές τράπεζες αλλά εξαπλωνόταν γρήγορα και στις ευρωπαϊκές.

Στην Αμερική η κρίση αντιμετωπίστηκε από τις συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας που κράτησε τα επιτόκια χαμηλά και τύπωσε τρισεκατομμύρια δολαρίων μετατρεπόμενη σε «δανειστή έσχατης ανάγκης» (lender of last resort).

Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα έγινε «δανειστής έσχατης ανάγκης» και για τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Αυτό ήταν ασύνηθες αλλά αναγκαίο για να αποτραπεί μια μαζική πώληση αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι δανειακές ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών σε δολάρια ήταν τόσο μεγάλες, που οι αμερικανικές αρχές κατέφυγαν σε ένα ξεχασμένο μηχανισμό για να συνεχίζουν να τις δανείζουν σε δολάρια. Το μηχανισμό ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap line). Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα δάνειζε σε δολάρια δεχόμενη το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2007 μέχρι τον Αύγουστο του 2010 η ΕΚΤ άντλησε 2,5 τρις δολάρια από το μηχανισμό.

Ενώ όμως η κρίση αποκλιμακωνόταν στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη μια σειρά θεσμικών αδυναμιών και πολιτικών λαθών κλιμάκωσε την κρίση απειλώντας όχι μόνον την ευρωζώνη, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.

Η Γερμανία, έχοντας ήδη ξοδέψει 1,3 τρις για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν απρόθυμη να εγγυηθεί την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα επιβάλλοντας μια τιμωρητική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας στις προβληματικές οικονομίες της ευρωζώνης. Παράλληλα, η ΕΚΤ, επί Τρισέ, χωρίς τις τυπικές αρμοδιότητες και τη συναίνεση των Γερμανών αρνήθηκε πεισματικά να γίνει «δανειστής έσχατης ανάγκης».

Η αλλαγή ηγεσίας στην ΕΚΤ και η αποφασιστικότητα του Ντράγκι οδήγησαν σε μια σειρά μέτρων όπως η μείωση των επιτοκίων, ο δανεισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών και η αγορά κρατικών ομολόγων, που τελικά απέτρεψαν το κραχ.

Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έγινε, όμως, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, με τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Η διάψευση των προσδοκιών των πολιτών οδήγησε σε αντιελιτισμό και αντισυστημική συμπεριφορά. Οδήγησε στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και έφερε μια πολιτική έκρηξη, ένα πολιτικό μπιγκ μπανγκ. Στο κραχ του 1929 η πολιτική κρίση αποσοβήθηκε γιατί οι πολιτικές του νιου ντηλ του Ρούζβελτ, επικεντρώθηκαν στη διάσωση των πολιτών. Στην κρίση του 2008, αντίθετα, οι πολιτικές επικεντρώθηκαν κυρίως στη διάσωση των τραπεζών και ο θυμός των πολιτών συνέβαλε στην άνοδο του Τραμπ. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, η κρίση οδήγησε στην επέλαση του λαϊκισμού, δεξιάς και αριστεράς κοπής, και του εθνικισμού.

Δέκα χρόνια μετά, οι πολίτες γλύφουν ακόμη τις πληγές τους, το πολιτικό σύστημα αναδιατάσσεται, αλλά ο μύθος των αυτορυθμιζόμενων αγορών καλά κρατεί.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Σπουδή

Σπουδή

Η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Ζητήματα που αποτελούσαν ταμπού για την Αριστερά υπερκεράστηκαν ως διά μαγείας. Τα σπίτια περνάνε με πλειστηριασμούς στα χέρια των τραπεζιτών και οι απεργίες θα αποτελούν σε λίγο παρελθόν. Οι τελευταίες κόκκινες γραμμές της αριστερής κυβέρνησης κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα. Εγκλωβισμένη στα δόκανα του Μνημονίου και με τα χρονικά περιθώρια της τετραετίας να εξαντλούνται, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει τη μόνη εφικτή πολιτική επιλογή. Την αποδοχή της πατρότητας του προγράμματος και την ολοκλήρωση της υλοποίησής του για την επιστροφή στην κανονικότητα. Ήδη η κυβέρνηση χτίζει το αφήγημα της επιστροφής στην κανονικότητα και την έξοδο από τα Μνημόνια. Είναι η συριζαίικη εκδοχή του success story, διανθισμένου με πολλή σκανδαλολογία και διχαστική πόλωση. Επισπεύδει μήπως και η οικονομία δείξει σημάδια ανάκαμψης, που θα της επιτρέψουν να στηρίξει ένα πολιτικό αφήγημα. Η απόδοσή της στους υπόλοιπους κυβερνητικούς τομείς αποτελεί, ούτως ή άλλως, απαγορευτική ύλη ακόμη και για τα fake news στα οποία ειδικεύεται.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι και αυτό το αφήγημα είναι διάτρητο. Οι επιτυχημένες δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές, η ολοκλήρωση του swap και τα χαμηλά spreads είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι αυτή της πραγματικής οικονομίας. Κι εδώ είναι ορατά τα αποτελέσματα από τη ζημιά που η ίδια προκάλεσε στην οικονομία το πρώτο οκτάμηνο του 2015 και από τις τεράστιες καθυστερήσεις στην υλοποίηση του Μνημονίου που υπέγραψε.

Η ζημιά στο τραπεζικό σύστημα, που επιδεινώθηκε από το φούσκωμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Με αποτέλεσμα, το τραπεζικό σύστημα να μη διαθέτει σήμερα την αναγκαία ρευστότητα για να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας. Η ζημιά από την υπερφορολόγηση, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση, την καθυστέρηση των διαρθρωτικών αλλαγών και των ιδιωτικοποιήσεων που κρατούν την οικονομία καθηλωμένη.

Πέραν τούτων, μέχρι την τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση η κυβέρνηση έχει να ολοκληρώσει πολλές και σημαντικές εκκρεμότητες. Το πρώτο εξάμηνο του 2018 θα είναι δύσκολο. Θα πρέπει να ολοκληρώσει ιδιωτικοποιήσεις που αφορούν τα ασημικά του κράτους και να ψηφίσει μια σειρά άλλων επώδυνων μέτρων.

Η κυβέρνηση, τώρα, θέλει να τρέξει γιατί βλέπει την επιστροφή στην κανονικότητα ως τη μόνη πολιτική της διέξοδο. Επισπεύδει τις αλλαγές που λυσσαλέα πολέμησε ως αντιπολίτευση και καθυστέρησε να υλοποιήσει ως κυβέρνηση. Μήπως και προλάβει να διασωθεί πολιτικά.

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η στρατηγική αυτή ναρκοθετήθηκε από την ίδια στην αρχή της θητείας της.

Τώρα απλά θα αναγκαστεί να πιεί το ποτήρι των μέτρων ως το τέλος. Αλλά η πραγματική ανάκαμψη της οικονομίας απαιτεί μια άλλη φιλοσοφία και θα έλθει από μια άλλη κυβέρνηση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Πισωγύρισμα

Πισωγύρισμα

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ επιβεβαίωσε σε ομιλία του στον Economist το κόστος από το πισωγύρισμα της χώρας το 2015. Το 2015 ανακόπηκε η έξοδος από την ύφεση, ακυρώθηκε η είσοδος στην ποσοτική χαλάρωση και η έξοδος στις αγορές. Μαζί ανακόπηκε και το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων. Η προηγούμενη κυβέρνηση, παρά τα όποια λάθη και αδυναμίες, είχε φέρει θετικά αποτελέσματα τόσο στο δημοσιονομικό σκέλος όσο και στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων.

Η ανακοπή αυτής της πορείας και η επιμονή σε λανθασμένες και ανέφικτες επιλογές οδήγησαν σε μια καταστροφική διαπραγμάτευση που κόστισε στη χώρα πολλά δισεκατομμύρια. Πολλές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης ξηλώθηκαν και η κοινωνία μπολιάστηκε με έναν ακραίο λαϊκισμό. Καλλιεργήθηκαν φρούδες ελπίδες με ψεύτικες υποσχέσεις. Η τεράστια απόσταση προεκλογικών εξαγγελιών και κυβερνητικών έργων έχει οδηγήσει την κυβέρνηση σε ένα θέατρο σκιών. Ένα παιχνίδι καθυστερήσεων με τους έξω για να διαπραγματευτούν με τους μέσα. Με το κομματικό τους ακροατήριο και την εκλογική τους πελατεία.

Καθυστέρησαν στην αποδοχή ιδιοκτησίας του προγράμματος, καθυστερούν στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, καθυστερούν στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων. Αυτή η συνεχής καθυστέρηση μπορεί να τους επιτρέπει την ομαλή πολιτική τους μετάλλαξη αλλά βλάπτει σοβαρά τη χώρα. Αυξάνει την αβεβαιότητα σε εγχώριους και εξωχώριους επενδυτές και φέρνει ασφυξία στην πραγματική οικονομία. Επιβαρύνει τα δημοσιονομικά μεγέθη και επιβραδύνει την έξοδο από την ύφεση. Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της τελευταίας αξιολόγησης είναι ιδιαίτερα αδικαιολόγητη. Αφού, κατά δική τους παραδοχή, γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να πετύχουν κάτι για το χρέος.

Τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής είναι εμφανή πλέον σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας του πολίτη. Η χώρα κόντεψε να πνιγεί από τα σκουπίδια γιατί η κυβέρνηση υποσχόταν να μονιμοποιήσει τους συμβασιούχους με τη διαδικασία των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Πράγμα που γνὠριζε ότι δεν μπορεί να συμβεί γιατί αντίκειται στο Σύνταγμα. Δεύτερον, έχει δεσμευτεί στο μνημόνιο για ένα συγκεκριμένο αριθμό συμβασιούχων για το δημόσιο, τον οποίο έχει υπερβεί κατά πολύ.

Στον τομέα της δημόσιας τάξης τα πράγματα είναι χειρότερα. Η κυβέρνηση βρέθηκε ανάμεσα στη νόμιμη επιλογή μιας κοινωνικής ομάδας να διαδηλώσει σε έναν χώρο και στην εικαζόμενη αντίδραση ομάδων που σφετερίζονται αυτόν το χώρο. Αντί να δημιουργήσει συνθήκες ομαλής διεξαγωγής αυτής της διαδήλωσης επέλεξε να την απαγορεύσει. Παραδίδοντας, με τον τρόπο αυτό, μια ιστορική περιοχή στους σφετεριστές της. Αυτό στέλνει λάθος μηνύματα και δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες.

Αλλά και η διολίσθηση της κυβέρνησης σε συνεχείς παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη αντιστρατεύεται την διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου και, τελικά, το δημόσιο συμφέρον.

Στα οικονομικά, με την «περήφανη διαπραγμάτευση», η κυβέρνηση πήγε τη χώρα πίσω. Στα θεσμικά τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα χειρότερα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Καταχνιά

Καταχνιά

Οι εκπρόσωποι των δανειστών αποχώρησαν από την Αθήνα χωρίς να έχει κλείσει η αξιολόγηση. Θα επιστρέψουν μετά το Πάσχα των Καθολικών. Και τότε θα συμβεί αυτό που όλοι καταλάβαμε από τις διαρροές των τελευταίων ημερών. Η σταύρωση του έλληνα φορολογούμενου. Για άλλη μια φορά οι διαπραγματευτικές γραμμές της κυβέρνησης φαίνεται να έχουν καταρρεύσει σαν τη γραμμή Μαζινό. Γιατί, τελικά, και οι συντάξεις θα μειωθούν, και οι φόροι θα αυξηθούν και το αφορολόγητο όριο θα μειωθεί. Προσθέστε και τη βόμβα της νέας κλίμακας στην έκτακτη εισφορά που έρχεται να αποτελειώσει τα μικρομεσαία εισοδήματα. Ένας πραγματικός γολγοθάς, που καλείται εκ νέου να ανέβει ο έλληνας φορολογούμενος. Και με τους δανειστές να πιέζουν για άμεση απαλλαγή των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια. Μια πρόταση θεωρητικά ορθή, αν είναι να μπορέσουν να αιμοδοτήσουν την οικονομία και τις επιχειρήσεις και να ξαναγίνουν μοχλός ανάπτυξης. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι αν η κυβέρνηση θα μπορέσει να εξασφαλίσει καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας. Αν ακούσετε πάλι ότι διαπραγματεύονται σκληρά μπορείτε να φανταστείτε τι θα συμβεί. Η εικόνα στην οικονομία είναι όπως την συνόψισε ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, σε μια κρίση ειλικρίνειας, «τελείωσαν τα άσχημα, έρχονται τα χειρότερα».

Κι όλα αυτά μετά από ένα χρόνο κυβέρνησης αριστεράς, που διακήρυσσε ότι θα τα είχε λύσει όλα και θα είχε βρει τα λεφτά από την πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Πομπώδεις διακηρύξεις που εύκολα ειπώθηκαν, γρήγορα ξεχάστηκαν. Το βέβαιον είναι ότι αντί για την ανάπτυξη, που μας υποσχέθηκε ο κ. Τσίπρας μετά την Ανάσταση, η Ελλάδα φτωχοποιείται ραγδαία. Ένα στα δυο νοικοκυριά βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ενώ η ανεργία στους νέους καλπάζει πάνω από 50%. Η φτωχοποίηση αρχίζει πια να γίνεται ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Οι συμπολίτες μας που καταφεύγουν στα συσσίτια αυξάνονται, ενώ ολοένα και περισσότερο βλέπεις ανθρώπους να σκαλίζουν τους κάδους απορριμμάτων. Οι υποδομές κακοσυντηρούνται, και ο στόλος των αυτοκινήτων στους ελληνικούς δρόμους γίνεται ολοένα και πιο φτηνός και γερασμένος. Το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα υγείας μετά βίας ανταπεξέρχονται. Ο τομέας της εστίασης και της ψυχαγωγίας έχει συρρικνωθεί σε κύκλους εργασιών μίας άντε δύο ημερών εβδομαδιαίως. Όσο για τον τουρισμό θα είναι θαύμα αν αντέξει τη λαίλαπα του προσφυγικού-μεταναστευτικού.

Και την ώρα που η διπλή κρίση της οικονομίας και του προσφυγικού έχει απλωθεί πάνω από τη χώρα και τις προοπτικές της σαν καταχνιά, τι κάνει η κυβέρνηση. Το μόνο που γνωρίζει. Προσπαθεί να εξαφανίσει την πραγματικότητα με επικοινωνιακή διαχείριση και αντιπερισπασμό. Διαπλοκή, λίστες επί λιστών και η πολιτική ζωή στο βούρκο.

Μαύρη καταχνιά.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”