Η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί κορυφαία πολιτική διαδικασία. Δυστυχώς στη χώρα μας, πλην ελαχίστων ιστορικών εξαιρέσεων, είναι αντικείμενο κομματικού καιροσκοπισμού. Έτσι και σήμερα. Η κυβέρνηση πολιτικά στο καναβάτσο, βλέπει τη συνταγματική αναθεώρηση ως σημαία ευκαιρίας. Και τον εκλογικό νόμο ως σανίδι σωτηρίας.
Αυτό, όμως, δεν πρέπει να οδηγήσει στον ευτελισμό του διαλόγου και στην απουσία σοβαρών προτάσεων. Κατ’ αρχήν έχει ανάγκη η χώρα από ένα νέο συνταγματικό χάρτη. Το Σύνταγμα του 1975 μας έδωσε ένα σύγχρονο Συνταγματικό χάρτη που έδωσε στη χώρα μια μακρά περίοδο θεσμικής ομαλότητας. Η πολύπλευρη κρίση που χειμάζει τη χώρα μας μπορεί να έχει πολιτικά αἰτια. Αλλά όχι συνταγματικά. Δεν οφείλεται, δηλαδή, σε σοβαρές δομικές δυσλειτουργίες του Συντάγματος. Μπορεί η απουσία ενός θεσμικού εκσυγχρονισμού, που θα είχε βοηθηθεί απο μια συνταγματική αναθεώρηση να επέτεινε την κρίση. Αλλά δεν τη δημιούργησε.
Δεν υπήρξαν, με άλλα λόγια, δυσλειτουργίες στο Σύνταγμα του 1975, που να οδήγησαν σε πολιτικές ή πολιτειακές κρίσεις, όπως σε προηγούμενα Συντάγματα της χώρας. Όπως για παράδειγμα δυσλειτουργίες του Συντάγματος του 1952 που συνέβαλαν στο βάθεμα της κρίσης του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος.
Το Σύνταγμα του ‘75, λοιπόν, άντεξε τη δοκιμασία του χρόνου. Έχει ωριμάσει, όμως, το αίτημα για μια συνταγματική αναθεώρηση που θα στοχεύει, κυρίως, στο θεσμικό εκσυγχρονισμό. Διατηρώντας τη φύση του πολιτεύματος μας.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται συζήτηση για τις αρμοδιότητες και τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα του 1975 προέβλεπε ενισχυμένες αρμοδιότητες για τον ΠτΔ. Η αναθεώρηση του 1986 περιόρισε τις ουσιαστικές αρμοδιότητες του ΠτΔ στο ελάχιστο. Μετατρέποντας το πολιτικό σύστημα σε πρωθυπουργοκεντρικό. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται ενίσχυση των αμοδιοτήτων του ΠτΔ. Ζητούμενο είναι μόνον το εύρος των αρμοδιοτήτων. Αυτό, όμως, προκύπτει από την ιστορική εμπειρία, τη φύση του πολιτεύματος μας, και την ανάγκη θεσμικών ισορροπιών. Θέλουμε ενίσχυση των αρμοδιοτήτων που καθιστούν τον ΠτΔ θεσμικό ανάχωμα. Όχι αυτών που τον καθιστούν συγκυβερνήτη.
Είμαι αντίθετος στην απευθείας εκλογή του ΠτΔ από το λαό. Γιατί αυτό, όπως σωστά επιχειρηματολογεί ο Θ. Διαμαντόπουλος, ενέχει το σπέρμα μιας συγκρουσιακής δυαρχίας. Σε μια χώρα ιστορικά επιρρεπή σε εθνικούς διχασμούς, θα προσέθετα. Είμαι επίσης αντίθετος στη διεύρυνση του εκλογικού σώματος. Και τα δύο θα συνιστούσαν αλλοίωση του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού μας πολιτικού συστήματος. Θα πρέπει, τέλος, να αποσυνδεθεί η εκλογή ΠτΔ από τη διάλυση του Κοινοβουλίου. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει εκλογή ΠτΔ με τη μικρότερη δυνατή συναίνεση, δηλαδή, με απλή πλειοψηφία. Γιατί, όπως μας έδειξε η πρόσφατη εμπειρία του Δεκεμβρίου του 2014, τα αποτελέσματα της σύνδεσης των δύο μπορούν να αποβούν καταστροφικά για τη χώρα.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”