Αφιερωμένος στην τέχνη του. Ενεργός μέχρι το τέλος. Με συνεχείς εκθέσεις και μεγάλα έργα. Όταν τον τίμησε η ελληνική πολιτεία με το τελευταίο βραβείο, το βραβείο «Γιάννης Μόραλης», απουσίαζε. Η ασθένεια τον είχε πια καταβάλει. Την πορεία του επηρέασε το συναπάντημα του με τον Πικιώνη, τον Παρθένη, τον Χατζηκυριάκο Γκίκα. Αναντίρρητα, σφράγισε την πορεία της ελληνικής μεταπολεμικής ζωγραφικής. Δεν επηρεάστηκε από την ατμόσφαιρα της εποχής του. Την απόρριψη της παράδοσης, την οργή, την αμφισβήτηση, τα διάφορα ρεύματα. Επέμεινε στη ζωγραφική του βλέμματος και των αισθήσεων. Η ζωγραφική του γεμάτη φως και ελληνικότητα. Όπως η ποίηση του Ελύτη.
Όπως είπε η μεγάλη μας ποιήτρια και καλή του φίλη, Κική Δημουλά, «τόσο αστείρευτο, γενναιόδωρο κι αληθινό φως, που σκέπτομαι πως αν κάποια στιγμή το σύμπαν σκοτεινιάσει οριστικά, οι πίνακες του Τέτση θα λειτουργήσουν ως γεννήτριες φωτός».
Χρώματα, φύση και ελευθερία. Μια εικόνα του κόσμου, υψηλής αισθητικής. Εικόνες βιωματικές. Που αναδύουν ευγένεια και μια ατμόσφαιρα ανθρωπιάς. Το μεγαλείο της ζωής. Ο Τέτσης αγαπούσε τη ζωή και τον κόσμο γύρω του. Και το έδειχνε με την τέχνη του. Η λαϊκή αγορά, ίσως το εμβληματικό του έργο, είναι ωδή στη καθημερινότητα. Τα χρώματα, η κίνηση, ακόμα και η βουή που αναδύεται παραπέμπουν σε μια καθημερινότητα που δεν είναι άγος αλλά πανηγύρι. Ένα πολὐχρωμο πανηγύρι. Το πανηγύρι της ζωής.
Το έδειχνε και με τη στάση ζωής του. Καθηγητής, Πρύτανης της ΑΣΚΤ, ακαδημαϊκός αλλά κυρίως «δάσκαλος» για τους νέους. Και ευπατρίδης. Δώρισε με μεγάλη ευκολία 210 έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη. Και με την ίδια ευκολία ζήτησε το 20% των έργων αυτών να διατεθεί για την αγορά έργων άλλων καλλιτεχνών, ώστε να εμπλουτιστούν οι συλλογές της πινακοθήκης. Με απόλυτη ενσυναίσθηση, δηλαδή, της σημαντικότητας της ύπαρξης του αλλά, ταυτόχρονα, και των ορίων του.
Πριν από τρία χρόνια είχα την τιμή να εγκαινιάσω μια από τις τελευταίες του εκθέσεις στο ιστορικό μουσείο της Ύδρας. Του αγαπημένου του γενέθλιου τόπου. Η σχέση του με την Ύδρα, και τη νησιωτική ύπαιθρο ήταν ακατάλυτη. Καθίσαμε εκείνο το βράδυ, μετά τα εγκαίνια, σε ένα ταβερνάκι της προκυμαίας μέχρι αργά. Μιλούσε για τα βράχια, τα τοπία, τη θάλασσα της Ύδρας, τις εμπνεύσεις του. Πως αντέχεις μου είπε. Εγω ήθελα πάντα να ζω ελεύθερα, να ζωγραφίζω ελεύθερα χωρίς πίεση.
Τα τελευταία του έργα ήταν επικών διαστάσεων. Λες και ήθελε να σφραγίσει τον επίλογο. Απεικονίζουν τη φύση όπως τη φανταζόμαστε από τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη και τους στίχους του Σεφέρη. Έφυγε πλήρης ημερών με την ευλογία της αναγνώρισης του έργου του εν ζωή.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”