Πόλωση

Πόλωση

Η ημέρα της ορκωμοσίας του νέου προέδρου στις ΗΠΑ είναι ημέρα ισχυρών συμβολισμών. Αποπνέει ίσως την ισχυρότερη εικόνα της αμερικανικής δημοκρατίας. Την εικόνα μιας θεσμικά θωρακισμένης δημοκρατίας, με την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία να επικυρώνεται μέσα σε ένα κλίμα πολιτικού πολιτισμού, ενότητας, και εορτασμών.

Η εικόνα της φετινής ορκωμοσίας ήταν εικόνα διαίρεσης. Δυο εικόνες, δυο Αμερικές που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Το πρωί κυριάρχησε η εικόνα του απερχόμενου Τραμπ. Αποσυνάγωγος για τους εχθρούς του, Μεσσίας για τους φανατικούς οπαδούς του, αποχώρησε αμετανόητος και υποσχόμενος να συνεχίσει το κίνημα που ξεκίνησε.

Την εικόνα αυτή διαδέχθηκε η εικόνα της «εισόδου» του νέου προέδρου. Με ένα τελετουργικό επιμελώς ενορχηστρωμένο για την αποκατάσταση του κύρους και της ενότητας της τραυματισμένης αμερικανικής δημοκρατίας.

Τόσο η εικόνα όσο και οι πρώτες ημέρες της Προεδρίας Μπάιντεν έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Την αποκατάσταση της ενότητας, και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.

Το αμερικανικό δικομματικό πολιτικό σύστημα, όμως, είναι ακραία πολωμένο. Τα δυο κόμματα δεν είναι πια οι πολυσυλλεκτικοί συνασπισμοί του παρελθόντος. Στο παρελθόν υπήρχε επικάλυψη αξιών, πολιτικών, και στόχων ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα. Στην προεδρική εκλογή του 1976, μόνο το 50% των αμερικανών θεωρούσε ότι το ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν πιο συντηρητικό από το δημοκρατικό. Το 30% θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα. Οι ψηφοφόροι μπορούσαν να ψηφίσουν ρεπουμπλικάνο πρόεδρο και δημοκρατικό γερουσιαστή στην ίδια εκλογή.

Σταδιακά αυτό άλλαξε. Τα δυο μεγάλα κόμματα θυσίασαν τον χαρακτήρα των πολυσυλλεκτικών συνασπισμών στο βωμό της ιδεολογικής και προγραμματικής ομοιογένειας. Η κομματική ταύτιση, που αποτελούσε αρνητική έννοια για την αμερικανική κοινωνία, όχι μόνο αυξήθηκε αλλά έγινε, κυρίως, με όρους απόρριψης και δαιμονοποίησης του αντίπαλου κόμματος.

Η πολιτική αντιπαλότητα έγινε εχθρότητα.

Η παράδοση του πολιτικού πραγματισμού, που επέτρεπε να συναντώνται στο μέσον του πολιτικού φάσματος, κατά περίσταση, δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι και να διαμορφώνουν συναινέσεις και κυβερνητικές πλειοψηφίες τελείωσε.

Δημιουργήθηκαν σιγά σιγά ιδεολογικά, κομματικά, και πολιτικά στεγανά. Σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο PEW, το 1994 το 39% των δημοκρατικών και το 26% των ρεπουμπλικάνων θεωρούσαν ότι οι φυλετικές διακρίσεις εμποδίζουν την κοινωνική κινητικότητα. Το 2017, το ποσοστό ανέβηκε στο 64% για τους δημοκρατικούς, αλλά έπεσε στο 14% για τους ρεπουμπλικάνους.

Αντίστοιχα, το 1994, 32% των δημοκρατικών και 30% των ρεπουμπλικάνων πίστευαν ότι η μετανάστευση έχει θετικά αποτελέσματα για την Αμερική. Το 2017 το ποσοστό είχε ανέβει στο 84% για τους δημοκρατικούς αλλά μόνο στο 40% για τους ρεπουμπλικάνους.

Την ίδια κομματική διαίρεση παρατηρούμε για μια σειρά κοινωνικών θεμάτων από τις αμβλώσεις ως την οπλοκατοχή, και το σύστημα υγείας.

Η ιδεολογική διαίρεση έφερε αλλαγές και στα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούν τα δυο κόμματα. Το δημοκρατικό κόμμα έγινε το κόμμα της μορφωτικής και οικονομικής ελίτ των μητροπολιτικών κέντρων. Αντίθετα, το ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε το κόμμα των αγροτικών και εργατικών στρωμάτων.

Σε αυτό το πολωμένο πολιτικό περιβάλλον, τα δυο κόμματα είναι, πλέον, σε διάταξη μάχης. Υπηρετώντας το δικό τους στενά εννοούμενο συμφέρον, την δική τους μετα-αλήθεια.

Αδυνατούν να συμφωνήσουν ακόμη και για την ανενδοίαστη καταδίκη και τιμωρία του ηθικού αυτουργού της απόπειρας κατάλυσης της αμερικανικής δημοκρατίας. Αυτό αποδεικνύει πόσο δύσκολη θα είναι η αναγκαία διακομματική συνενόηση για την αντιμετώπιση των κρίσεων που αντιμετωπίζει η αμερικανική δημοκρατία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 30-01-2021.

6 Ιανουαρίου 2021: Προεδρικό Πραξικόπημα

6 Ιανουαρίου 2021: Προεδρικό Πραξικόπημα

Η εισβολή στο αμερικανικό Καπιτώλιο ήταν το αποκορύφωμα μιας προμελετημένης θεσμικής εκτροπής σχεδιασμένης και υποκινημένης από τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Η θεσμική εκτροπή άρχισε από την ευθεία αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον Τραμπ την επομένη της ήττας του. Συνεχίστηκε, παρά την απόρριψη των αβάσιμων κατηγοριών από δικαστήρια όλων των βαθμίδων της αμερικανικής Δικαιοσύνης, μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο. Κλιμακώθηκε με το μπούλινγκ και τους εκβιασμούς αμερικανών αξιωματούχων, από τον ίδιο τον Τραμπ και τους λακέδες του, σε Πολιτείες-κλειδιά για την ανατροπή της ετυμηγορίας του αμερικανικού λαού. Και κορυφώθηκε με την υποκίνηση της εφόδου στο Καπιτώλιο. Ο Τραμπ, αφού εξαγρίωσε τον όχλο με εμπρηστική και διχαστική ρητορική μίσους, τον έστρεψε εναντίον του Καπιτωλίου.

Το Καπιτώλιο παραβιάστηκε για δεύτερη φορά στην αμερικανική ιστορία. Το 1814, κατά τη διάρκεια του αμερικανο-βρετανικού πολέμου, ήταν οι Βρετανοί που εισέβαλαν στην Ουάσιγκτον και έκαψαν κυβερνητικά κτίρια και το Καπιτώλιο. Αυτή τη φορά ο εχθρός ήταν εντός των τειχών.

Η κατάληψη του Καπιτώλιου και οι σκηνές χάους που ακολούθησαν έφεραν συνειρμούς του εμπρησμού της Ράιχσταγκ. Η Αμερική βρέθηκε ένα βήμα από την κήρυξη στρατιωτικού νόμου από τον Τραμπ, με πρόσχημα τις αναταραχές και την κατάλυση της δημοκρατίας.

Η αμερικανική δημοκρατία τελικά επιβίωσε από το πιο βίαιο stress test της ιστορίας της. Βγαίνει, όμως, βαριά τραυματισμένη από τα γεγονότα της Τετάρτης και συνολικά από την τετραετία Τραμπ. Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε τα συστημικά προβλήματα της αμερικανικής δημοκρατίας για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Επένδυσε στις ανισότητες. Εργαλειοποίησε τις αγωνίες των φτωχότερων στρωμάτων και μετέτρεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε ένα τζακσονικό κόμμα λαϊκιστικού εθνικισμού. Με υπόρρητο ρατσισμό απευθύνθηκε στον λευκό φυλετισμό της Αμερικής και όξυνε τις φυλετικές διακρίσεις.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή τηλε-ευαγγελιστή και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό και διχαστικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Ο Τραμπ, όμως, αποδείχθηκε πέρα από λαϊκιστής δημαγωγός ένας αυταρχικός επίδοξος δικτάτορας.

Με παντελή έλλειψη σεβασμού για την ελευθερία του λόγου, τις νόρμες της δημοκρατίας και τη διάκριση των εξουσιών, διέφθειρε το ήθος και τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Εκμεταλλεύτηκε την ανασφάλεια των πολιτών για να οδηγήσει μια ανοιχτή κοινωνία, όπως η Αμερική, στην οπισθοδρόμηση και στον φυλετισμό των κλειστών κοινωνιών. Η υπερδύναμη, που βασίστηκε στον ορθολογισμό, στις επιστήμες και στην καινοτομία, κυβερνήθηκε από ένα πρόεδρο που αναπαρήγαγε τη συνωμοσιολογία και τις δεισιδαιμονίες του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η Hannah Arendt έγραψε για την «κοινοτοπία του κακού» για να εξηγήσει το πέρασμα στον ολοκληρωτισμό. Ο Τραμπ έκανε κάτι χειρότερο. Νομιμοποίησε το κακό. Από τον λευκό φυλετισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό μέχρι τους κάθε λογής δικτάτορες.

Η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ χειραγώγησε ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που είχε σταδιακά διολισθήσει σε ακραίες θέσεις. Μετρήσεις δείχνουν ότι η ρεπουμπλικανική βάση εμπιστεύεται περισσότερο τους ισχυρούς ηγέτες από το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 45% των Ρεπουμπλικάνων ενέκρινε την επίθεση στο Κογκρέσο και μόνο το 27% το θεώρησε απειλή για τη δημοκρατία.

Ακόμη και μετά τα γεγονότα,133 Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων και 8 γερουσιαστές συνέχισαν στη γραμμή Τραμπ, προσπαθώντας με ενστάσεις να φέρουν προσκόμματα στην επικύρωση των αποτελεσμάτων. Η αποστασιοποίηση της ηγεσίας του κόμματος από τον Τραμπ, μετά τα γεγονότα, είναι περισσότερο κίνηση τακτικής για την αποφυγή ευθυνών. Το σοβαρό συντηρητικό κομμάτι των Ρεπουμπλικανών φαίνεται να έχει αποξενωθεί από τους τραμπιστές και να μιλάει δημόσια, πλέον, για τη δημιουργία νέου συντηρητικού κόμματος γύρω από το Lincoln Project.

Η νέα κυβέρνηση καλείται να αντιστρέψει μια πορεία φθοράς μέσα σε ένα βεβαρημένο περιβάλλον μιας πανδημικής και οικονομικής κρίσης. Μετά το Κραχ του 1929 η Αμερική ανένηψε, κέρδισε τον πόλεμο και οικοδόμησε μια παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη. Σήμερα, όμως, η Αμερική είναι βαθιά διχασμένη, οι φυγόκεντρες δυνάμεις πολλές και οι προκλήσεις μεγαλύτερες. Ο Μπάιντεν μίλησε για συνασπισμό δημοκρατιών για τη διάσωση της δημοκρατίας στον κόσμο, αλλά θα πρέπει πρώτα να διασφαλίσει τη διάσωση της δημοκρατίας στην ίδια την Αμερική.

Το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας μας αφορά όλους. Η φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και η εβδομηντακονταετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας στην Ιστορία. Και δεν οφείλεται στην αυτόματη εξάπλωση της ιδεολογικής ηγεμονίας των αρχών του Διαφωτισμού. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές και οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας ήταν αρχές και αξίες που προωθήθηκαν και στηρίχθηκαν από την υπερδύναμη του συστήματος, τις ΗΠΑ. Παρά τα σοβαρά ιστορικά λάθη-εξαιρέσεις του συγχρωτισμού με δικτατορικά καθεστώτα μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

Η πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 10-01-2021.

Η Αμερική του Μπάιντεν

Η Αμερική του Μπάιντεν

Η εξωτερική πολιτική της Προεδρίας Μπάιντεν θα διαφέρει σημαντικά από την κλασσική φιλελεύθερη διεθνιστική πολιτική προηγούμενων διοικήσεων των δημοκρατικών.

Κι αυτό γιατί οι δραματικές αλλαγές, τόσο στο διεθνές στερέωμα, όσο και στο εσωτερικό της Αμερικής, απαιτούν μια διαφορετική προσέγγιση. Οι δημοκρατίες είναι σε υποχώρηση, και η διεθνής πολιτική έχει επιστρέψει σε ένα Χομπσιανό περιβάλλον ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Το μοντέλο του αυταρχικού καπιταλισμού των αναθεωρητικών δυνάμεων αυτού του πολυκεντρικού κόσμου βρίσκει μιμητές ακόμη και στη Δύση. Το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι πλέον η διάδοση της δημοκρατίας αλλά η διάσωση της δημοκρατίας. Πόσο μάλλον όταν η ίδια η προεδρία Τραμπ έχει καταρρακώσει και απονομιμοποιήσει την ίδια την αμερικανική δημοκρατία.

Οι πολλαπλές εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αμερική θα απορροφήσουν, άλλωστε, πολλή από την ενέργεια της διοίκησης Μπάιντεν.

Η Προεδρία Τραμπ σηματοδότησε το τέλος ενός ενάρετου κύκλου οικοδόμησης και εξάπλωσης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Ο Τραμπ εξέφρασε πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινής γνώμης με τις συνεχείς διεθνείς παρεμβάσεις και με το άνισο οικονομικό μέρισμα του διεθνισμού και της παγκοσμιοποίησης.

Ο Τραμπ, που δεν θα εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή, θα υπενθυμίζει στην κοινή γνώμη ότι η Αμερική δεν ενεπλάκη ούτε σε έναν πόλεμο στην διάρκεια της προεδρίας του. Και ότι η προστατευτική οικονομική πολιτική που ακολούθησε ήταν προς όφελος των αμερικανών εργατών.

Η στρατηγική της διοίκησης Μπάιντεν θα περιλαμβάνει αρκετά από τα κλασσικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής. Θα σημάνει την επιστροφή στην πολυμερή διπλωματία και τους διεθνείς θεσμούς, την επαναβεβαίωση των συμμαχιών, και την διαβούλευση με τους εταίρους. Θα επαναφέρει τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εξωτερική πολιτική.

Οι δημοκρατικοί κατανοούν, όμως, ότι μετά την προεδρία Τραμπ, μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική αποκομμένη από τα εσωτερικά πολιτικά αιτήματα δεν θα έχει την αποδοχή και την στήριξη της κοινής γνώμης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπάιντεν κάνει συχνές αναφορές στην περίοδο Ρούζβελτ.

Η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη είχε αφετηρία την εφαρμογή των αρχών του New Deal και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές τις αρχές αποτύπωσαν ο Ρούζβελτ και ο Τσώρτσιλ στο Σύμφωνο του Ατλαντικού του 1941. Που προέβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, “μια διεθνή οικονομική συνεργασία με στόχο την διασφάλιση βελτιωμένων εργασιακών σχέσεων, οικονομικής προόδου, και κοινωνικής ασφάλισης”. Από εκεί άντλησε τη νομιμοποίηση της η μεταπολεμική αμερικανική στρατηγική.

Ο Μπάιντεν και το επιτελείο του αναφέρονται σε ένα New Deal, στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική, για τον 21ο αιώνα. Ο Μπάιντεν παρουσιάζοντας τον νέο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, σε μια πολιτική εθνικής οικονομικής ασφάλειας, που θα έχει χειροπιαστά oφέλη για την μεσαία τάξη και τους πολίτες της Αμερικής.

Από την άλλη πλευρά, ο νέος ΥΠΕΞ προαναγγέλει ένα νέο συνασπισμό δημοκρατιών. Ο συνασπισμός αυτός, όμως, θα είναι αμυντικογενής με στόχο την διάσωση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του αυταρχισμού παρά την εξάπλωση των δημοκρατιών. Η προεδρία Μπάιντεν θα αποστεί από τον παραδοσιακό ιεραποστολικό φιλελεύθερο ιδεαλισμό.

Η περιχαράκωση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, μια διεθνής οικονομική πολιτική με εσωτερικούς αποδέκτες, και μια πολιτική επιλεκτικού παρεμβατισμού θα είναι το μίγμα της πολιτικής Μπάιντεν για την Αμερική “που επιστρέφει”.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 05-12-2020.

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Η συμμετοχή των πολιτών στην πιο κρίσιμη προεδρική εκλογή των ΗΠΑ ήταν ιστορική.

150 εκατομύρια Αμερικανών αψήφησαν την φονική πανδημία για να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα. Ακύρωσαν με εκκωφαντικό τρόπο τις προσπάθειες του Τραμπ να δυσχεράνει την συμμετοχή, είτε με διαδικαστικά τερτίπια, είτε προεξοφλώντας νοθεία. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης της πολιτικής διαδικασίας, οι αμερικανοί υπενθύμισαν το γράμμα του αμερικανικού συντάγματος, “We the People”.

Ο Τραμπ νίκησε βιολογικά τον κορωνοϊό αλλά ηττήθηκε πολιτικά εξαιτίας του κορωνοϊού. Η πανδημία με τους 250 χιλιάδες νεκρούς και τα εκατομμύρια κρούσματα ήταν ένας ακήρυχτος πόλεμος. Ο Τραμπ επέλεξε να διαχειριστεί επικοινωνιακά ένα πόλεμο αντί να τον πολεμήσει. Δεν είχε ούτε την συγκρότηση, ούτε την πειθαρχία, ούτε την μεθοδικότητα, ούτε τον ορθολογισμό για να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη κρίση της προεδρίας του. Αντίθετα, η κρίση της πανδημίας ανέδειξε όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που για τους αντιπάλους του, τον καθιστούν ακατάλληλο για το ύπατο αξίωμα της υπερδύναμης.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή- τηλεευαγγελιστή, και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Αυτά τα στοιχεία μαζί με την ακραία πόλωση, που υποδαύλισε, συσπείρωσαν την ρεπουμπλικανική βάση. Ο Τραμπ απέφυγε έτσι την συντριβή αλλά δεν απέφυγε την ήττα.

Ο υπόρρητος ρατσισμός του αποξένωσε μειονότητες. Ο σεξισμός του αποξένωσε τις γυναίκες, παρά τις εκκλήσεις του προς τις γυναίκες των προαστίων “να τον αγαπήσουν». Η οικονομική του πολιτική αποξένωσε τους εργάτες του Μίσιγκαν και του Γουισκόνσιν και της Πενσυλβάνια. Των πολιτειών που του είχαν δώσει τη νίκη το 2016. Γιατί ούτε φοροαπαλλαγές τους έδωσε, ούτε επενδύσεις στις υποδομές με μεγάλα έργα έκανε, ούτε την κατασκευαστική βιομηχανία ανασυγκρότησε.

Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ξεκάθαρο αλλά και ισορροπημένο. Ο Μπάϊντεν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ με διαφορά πέντε εκατομυρίων ψήφων και κερδίζει και το κολλέγιο των εκλεκτόρων με ικανή διαφορά. Δεν υπήρξε, όμως, το «μπλε κύμα» που πολλοί προεξοφλούσαν. Η συντηρητική αμερικανική κοινωνία φαίνεται να έχρισε μεταβατικό πρόεδρο έναν βετεράνο συστημικό πολιτικό με την εντολή να κάνει αυτό που τον διέκρινε σε όλο τον πολιτικό του βίο. Να συνεργαστεί με την άλλη πλευρά, να βρεί κοινό τόπο, σε μια ακραία πολωμένη πολιτική σκηνή και μια βαθιά διχασμένη κοινωνία.

Ο Μπάιντεν είναι αντιμέτωπος με την κρίση της πανδημίας, την οικονομική κρίση, τις τεράστιες ανισότητες, και τις φυλετικές διακρίσεις.

Πριν από όλα αυτά, όμως, είναι αντιμέτωπος με μια συνταγματική κρίση. Ο απερχόμενος πρόεδρος αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του.

Ο Τραμπ, με το πρόσχημα μιας αναπόδεικτης νοθείας, αρνείται να αποδεχθεί την ετυμηγορία του αμερικανικού λαού. Η στάση του προϊδεάζει για συνταγματικό πραξικόπημα. Οι αγωγές του στα δικαστήρια πέφτουν η μια μετά την άλλη αλλά δημιουργούν εντυπώσεις και συσπειρώνουν τη βάση του. Πολλοί εικάζουν ότι θα ζητήσει από πολιτείες, στις οποίες οι ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία, να αλλοιώσουν την σύνθεση των εκλεκτόρων που θα στείλουν στο κολλέγιο των εκλεκτόρων προς όφελος του. Ο Τραμπ επιδιώκει να αλλοιώσει και τελικά να ανατρέψει ένα καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα.

Η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας της και την πιο κρίσιμη δοκιμασία για τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας της.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο στις 14/11/2020.