Transatlantic Relations After AUKUS

Transatlantic Relations After AUKUS

AUKUS was an agreement high on symbolism but low on substance.

It symbolised the continuity of the “Pivot to Asia” policy through three successive Presidencies, from Obama, to Trump, to Biden. In terms of strategic substance, however, it did not add much to existent collective security arrangements. The US and Australia were already formally bound together, along with New Zealand in a tripartite collective defense agreement (ANZUS). The signatories of AUKUS are also members of other security arrangements, such as the “Five Eyes” agreement on sharing intelligence, that includes Canada and New Zealand.

Furthermore, AUKUS is not an alliance in the strict sense of the term, in that it does not include a collective defence commitment like NATO’s Article 5does. Accordingly, it does not provide for automatic collective action in the event, let us say, of a Chinese provocation in Taiwan. All this may have amounted, in strategic terms, to a storm in a teacup, if the Biden administration had not infuriated the French and annoyed the Europeans with the way it handled the whole issue.

The French were infuriated because the largest arms export deal in French history (roughly 56 billion euros) was “stolen” from them, and to add insult to injury to Macron, it happened less than a year from the French elections. The deal was struck in secrecy, with the Americans and the Australians failing to inform the French that they were involved in parallel negotiations. This is not supposed to happen among allies and friends, and the French struck back accusing the parties involved of lies, duplicity, and a major breach of trust. The agreement was also a real blow to France’s Indo-Pacific strategy, meticulously developed over the last several years, along the Paris-New Delhi-Canberra axis.

Finally, there was the ghost of Nassau. The French felt, once again in their history, slighted by the Anglo-Saxons. In December 1962, it was the Kennedy administration that tried to appease the Macmillan government over the cancellation of the Skybolt missile project that was supposed to provide the basis of the UK’s independent nuclear deterrence. In order to appease the British, the Kennedy administration conceded to provide them with the Polaris missiles that represented a much more technologically advanced missile system. De Gaulle became outraged over the special treatment of the British by the Americans and the fact that a similar deal wasn’t extended to the French. He castigated this “Anglo-Saxon collusion” and, months later, blocked Britain’s entry into the EEC. It would be the beginning of de Gaulle’s independent foreign policy. The force de frappe, the “all azimuth strategy”, and the eventual French withdrawal from NATO’s military structure would become de Gaulle’s heretical actions within the Western camp during the apex of the Cold War.

The AUKUS agreement felt like déjà vu to the French political elite. It was no accident that the French opposition revived the Gaullist rhetoric, while the official French communiqué talked about “the need to raise loud and clear the issue of European strategic autonomy”.
If the French felt betrayed by AUKUS, the Europeans felt that the honeymoon between the European Union and the Biden administration came to an abrupt end. First, it was America’s hasty withdrawal from Afghanistan that did not give the Europeans enough time to withdraw their own people. Second, it was the troubling aspect of AUKUS that included Britain at the expense of a European member state, giving Brexiters the pretext to boast that they have delivered on their promises on a post-Brexit “Global Britain”.

AUKUS reminded Europeans that Europe’s geopolitical significance to American policymakers has declined after the dissolution of the Soviet Union and the rise of China. More importantly, it was a sad reminder that Europe is not viewed by the US as a global power with whom America needs to deepen cooperation to face common challenges.

Suddenly, Europeans realised that Trump might be gone, but his policies remain, and Biden’s comforting words on the value of transatlantic ties did not amount to much more than words. It is no coincidence that besides the offended French, the Germans, the staunchest transatlanticists of the continent, argued that AUKUS “ought to be a wake-up call for all Europeans”.

No one in Europe would argue against America’s urgent priority to focus on China’s rise and the need to deal with the challenges of China’s global agenda. The “Pivot to Asia”, however, together with the American withdrawal from other regions, send the wrong signals to other revisionist authoritarian powers such as Russia. They signal that America is receding from its role as a global hegemon, abdicating its global responsibilities. Furthermore, while America may be pivoting to Asia, China is pivoting everywhere, as its globally ambitious “Belt and Road” strategy suggests. Whereas China is emerging as a global power, America is perceived to be posturing as a regional Pacific power.

The United States needs to address the rising Chinese challenge across the globe and in every relevant policy area. In this effort, “Pivoting to Asia” will not suffice. To effectively meet the Chinese challenge, America will need to resume its global reach. Doing so will require the cooperation of the European Union, and the unity of the Transatlantic Alliance. A united West “Pivoting to Eurasia” is a much more geopolitically sensible strategy to effectively counter China’s growing challenge.

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ακούγεται σουρεαλιστικό αλλά μάλλον είναι σημείο των καιρών που ζούμε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Αμερικανικού Κογκρέσου ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Ακούγεται εξωφρενικό ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά παίρνουμε τα λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ στα σοβαρά», σχολίασε ένα μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η αφορμή ήταν διαρροές αξιωματούχων του Λευκού Οίκου ότι κατά τη διάρκεια του 2018 ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκμυστηρευτεί στους συνεργάτες του ότι ήθελε την αποχώρηση της Αμερικής από το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ είχε, προεκλογικά, χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως απηρχαιωμένο οργανισμό ζητώντας την κατάργησή του. Μετεκλογικά είχε στραφεί εναντίον των ευρωπαίων συμμάχων ζητώντας να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Με δεδομένη τη θέση του ΝΑΤΟ, ως ακρογωνιαίου λίθου στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Τραμπ αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση οικονομικών ανταλλαγμάτων από τους συμμάχους.

Η επίμονη όμως επαναφορά του θέματος της αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ανησύχησε το αμερικανικό κατεστημένο. Κι αυτό γιατί είχαν ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και τη Συμφωνία του Ειρηνικού. Η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για την αμερικανική ασφάλεια, όμως, πυροδότησε τη λειτουργία των θεσμικών αντίβαρων του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τραμπ στη παραίτησή του επισήμανε τη σημασία των συμμαχιών.

Στα 70 χρόνια της λειτουργίας της η Συμμαχία αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι στη σοβιετική απειλή, έδωσε στην Ευρώπη τη δυνατότητα να προχωρήσει απερίσπαστη στο ενοποιητικό εγχείρημα και συνέσφιξε τις διατλαντικές σχέσεις. Όπως είχε περιγράψει με μια ατάκα ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο λόρδος Ismay, το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να κρατήσει τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω, και τους Γερμανούς κάτω».

Η επιμονή του Τραμπ αποδομεί τη Συμμαχία ακόμη και αν τελικά δεν ευοδωθούν οι προθέσεις του. Η συζήτηση, και μόνο, για ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Η δε αποχώρηση «θα αποτελούσε γεωπολιτικό λάθος επικών διαστάσεων», όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Σταυρίδης.

Η στάση του Τραμπ δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες στους Ευρωπαίους για την αμερικανική αμυντική παρουσία και την δέσμευσή τους απέναντι στη Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτές οι αμφιβολίες έχουν ήδη οδηγήσει σε διεργασίες προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.

Η αποσύνδεση, όμως, των δυο πλευρών του ευρωατλαντικού χώρου θα οδηγήσει σε μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γεωπολιτικό δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν. Και θα άφηνε τεράστιο κενό ασφάλειας στην αντιμετώπιση νέων απειλών, όπως η τρομοκρατία.

Σε μια εποχή λαϊκισμού ο Τραμπ διεγείρει τα αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην Ευρώπη και τα απομονωτικά αντανακλαστικά στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό Κογκρέσο διασφάλισε αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, ότι «το ΝΑΤΟ παρείχε την καλύτερη αν όχι τη μόνη ελπίδα ειρήνης στην εποχή μας».

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Τι συμβαίνει με τον Τραμπ;

Τι συμβαίνει με τον Τραμπ;

Η συνάντηση κορυφής στο Ελσίνκι θα αποτελέσει σημείο καμπής για την προεδρία Τραμπ. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στις σχέσεις της ηγέτιδας δύναμης της Δύσης με τους συμμάχους της. Ήταν το επιστέγασμα μιας καταστροφικής περιοδείας του Τραμπ στην Ευρώπη.

Ο Τραμπ προσπαθεί πεισματικά να καταφέρει μια καλύτερη συμφωνία για την Αμερική στο ζήτημα των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, το περιβόητο burden sharing. Οι Αμερικανοί θεωρούν, και δικαίως, ότι μετά την μεταπολεμική ανόρθωση και οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι δεν μπορεί να παραμένουν «τζαμπατζήδες» στον τομέα της άμυνας. Θα πρέπει να αυξήσουν την συνεισφορά τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Μόνο που με τον τρόπο που το θέτει ο Τραμπ διαρηγνύει την εμπιστοσύνη με τους Ευρωπαίους συμμάχους και δημιουργεί ερωτήματα για τη συνολική αμερικανική δέσμευση προς την Ευρώπη. Δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις στο ΝΑΤΟ και τάσεις στρατηγικής αυτονόμησης της Ευρώπης. Επιπλέον, ο κατευνασμός της Ρωσίας και του Πούτιν από τον Τραμπ νομιμοποιούν αντίστοιχες φωνές στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία μια αμερικανική προεδρία που φαίνεται απρόθυμη να θέσει θέματα Κριμαίας και Ουκρανίας σε μια συνάντηση κορυφής. Που αρνείται να θέσει τα ζητήματα της ρωσικής ανάμειξης στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών.

Η αποξένωση των δυο πυλώνων των διατλαντικών σχέσεων θα σημάνει μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι που αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της Ρωσίας. Γιατί σε μια ευάλωτη Ευρώπη θα επιστρέψουν τα φαντάσματα της συμφωνίας Μολότοφ- Ρίμεντροπ.

Στο εσωτερικό τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τον Τραμπ. Η κατηγορία της ρωσικής ανάμειξης στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές στοιχειώνει την προεδρία του. Ο Τραμπ βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αποδεχόμενος τη βασιμότητα των κατηγοριών είναι σαν να ξεθεμελιώνει την ίδια του την Προεδρία. Αν παραδεχθεί την ρωσική παρέμβαση στις εκλογές είναι σαν να παραδέχεται ότι η Κλίντον θα έπρεπε να έχει κερδίσει. Πόσο μάλλον όταν η Κλίντον κέρδισε τον Τραμπ στη λαϊκή ετυμηγορία με τρία εκατομμύρια ψήφους διαφορά και ο Τραμπ αναδείχθηκε πρόεδρος χάρις στο απηρχαιωμένο σύστημα του κολλεγίου των εκλεκτόρων.

Από την άλλη πλευρά, το να αποδεχθεί την εκδοχή του Πούτιν εις βάρος των εισηγήσεων των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας του ξεσήκωσε πολιτική θύελλα στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και σφοδροί υποστηρικτές του έσπευδαν να τον αποδοκιμάσουν.

Οι κατηγορίες για ρωσική ανάμειξη και η έρευνα του ειδικού ανακριτή δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον Τραμπ. Η σκλήρυνση της στάσης του απέναντι στη Ρωσία θα ερμηνευθεί ως αποδοχή της ρωσικής ανάμειξης και άρα ακυρώνει τη νίκη του στις εκλογές. Ο κατευνασμός της αναθεωρητικής Ρωσίας φέρνει όργιο θεωριών συνομωσίας μέχρι και κατηγορίες για προδοσία. Η συνολική του πολιτική απέναντι στη Ρωσία έχει ουσιαστικά ακυρωθεί. Και αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο και ανησυχητικό για τις ΗΠΑ και για τη Δύση συνολικά.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”