Ενδιάμεσες εκλογές – Βαθιά διχασμένη η κοινωνία των ΗΠΑ

Ενδιάμεσες εκλογές – Βαθιά διχασμένη η κοινωνία των ΗΠΑ

Συνέντευξη στο topontiki.gr – Οι ανισότητες θολώνουν το αμερικανικό όνειρο

Ποιο είναι το διακύβευμα των ενδιάμεσων εκλογών; Τι θα καθορίσει τις επιλογές των Αμερικανών;

Καταρχάς εδώ έχουμε να κάνουμε με την πρόθεση των Ρεπουμπλικάνων να επιστρέψουν στο πολιτικό παιχνίδι. Πώς μπορεί να γίνει αυτή η επιστροφή; Με το να κερδίσουν το ένα ή και τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Δηλαδή να αποκτήσουν την πλειοψηφία είτε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είτε στη Γερουσία. Αποκτώντας την πλειοψηφία, οι Ρεπουμπλικανοί θα προσπαθήσουν να δυσχεράνουν το έργο της κυβέρνησης Μπάιντεν στα δύο χρόνια που απομένουν της προεδρίας του.

Επιπλέον επιδιώκουν να τοποθετηθούν εν όψει των επόμενων προεδρικών εκλογών του 2024. Αν κερδίσουν την Βουλή των Αντιπροσώπων αντιλαμβάνεστε πως η Επιτροπή με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου θα πρέπει να θεωρείται τελειωμένη και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν ήδη δηλώσει πως θα κάνουν Εξεταστική για να δουν γιατί οι Δημοκρατικοί έκαναν Εξεταστική…

Επίσης, θα κινήσουν διαδικασίες καθαίρεσης του Προέδρου Μπάιντεν, άρα θα επιστρέψουν με τάσεις ρεβανσισμού.

Αυτό που θα καθορίσει το αποτέλεσμα των εκλογών είναι κυρίως η οικονομία. Η οικονομιία των ΗΠΑ συνολικά δεν είναι σε κακή κατάσταση, το πρόβλημα όμως για την κυβέρνηση και την Προεδρία Μπάιντεν είναι ο πληθωρισμός. Ο πληθωρισμός ως αποτέλεσμα και της ενεργειακής κρίσης αλλά και των «πληθωριστικών» πακέτων, όπως των κατηγορούν οι αντίπαλοί του, που νομοθέτησε τα πρώτα δύο χρόνια της θητείας του. Αυτα τα δύο πακέτα, το ένα πακέτο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας μετά την πανδημία και την ανεργία, «αχρείαστο» για τους επικριτές του οι οποίοι πίστευαν πως η οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει έφερε πληθωριστικές τάσεις και το δεύτερο, το πρόγραμμα μαμούθ ανάταξης των υποδομών το οποίο επίσης σύμφωνα με τους πολιτικούς του αντιπάλους έφερε τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός λοιπόν έρχεται σήμερα να δημιουργήσει ένα πρόβλημα για τους Δημοκρατικούς γιατί ουσιαστικά επιβαρύνει την καθημερινότητα των πολιτών, τόσο στα καύσιμα όσο και στο σούπερ μάρκετ. Άρα λοιπόν η οικονομία είναι το ένα θέμα. Το δεύτερο έχει να κάνει με μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων.

Από το ζήτημα των αμβλώσεων, της οπλοκατοχής, της αποδόμησης της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των φυλετικών και άλλων διακρίσεων που είχε θεσπιστεί από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μια σειρά λοιπόν από κοινωνικά θέματα τα οποία έρχονται να μπουν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Κομβικό επίσης είναι το θέμα του νόμου και της τάξης. Οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τον Μπάιντεν ότι είναι πολύ ήπιος απέναντι στην εγκληματικότητα και ότι στερεί κονδύλια από την αστυνομία. Για παράδειγμα στην Πενσιλβάνια κατηγορούν τον κυβερνήτη ότι είναι πολύ ήπιος απέναντι στην εγκληματικότητα, έχει απονείμει πολλές χάρες κ.ο.κ. Το άλλο θέμα είναι το ζήτημα των αμβλώσεων που έχει δημιουργήσει μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα.

Η αμερικανική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη, κάτι για το οποίο ο Μπάιντεν είχε δεσμευθεί ότι θα φροντίσει να επουλώσει. Πόσο πέτυχε σε αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί πολύ μεγάλη πρόοδος. Η αμερικανική κοινωνία αυτή τη στιγμή είναι βαθιά διχασμένη τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Ένας από τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι ότι στον πολιτικό ανταγωνισμό δεν μπαίνουν μόνο πολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά και αξιακά ζητήματα. Είναι ζητήματα υπαρξιακά, ο ρόλος της γυναίκας για παράδειγμα, αν έχει τη δυνατότητα να έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής της, τα ζητήματα της οπλοκατοχής και πώς αυτά επηρεάζουν τις ζωές των πολιτών μέσα από την ευκολία να έχει κάποιος όπλο και πώς αυτό καταλήγει σε πολλές περιπτώσεις σε μαζικές δολοφονίες, τα θέματα των διακρίσεων και άλλα.

Όλα αυτά έχουν μπει στην πολιτική αντιπαράθεση είναι ζητήματα αξιακά και έχουν πολώσει την Αμερική. Βλέπουμε πια ευκρινώς «δύο Αμερικές»: μια κοσμοπολίτικη Αμερική της προόδου, των Μητροπολιτικών κέντρων, των ακτών όπου η οικονομία έχει προχωρήσει με την τεχνολογική επανάσταση, με την ψηφιοποιημένη οικονομία, όπου υπάρχουν συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή και από την άλλη μεριά είναι η Αμερική της ενδοχώρας, των αγροτικών εκτάσεων, οι αποβιομηχανοποιημένες ζώνες της προηγούμενης οικονομίας και αυτό έχει χωρίσει την Αμερική στα δύο, αυτός ο διαχωρισμός έχει μπει και στην πολιτική αντιπαράθεση.

Οι Δημοκρατικοί έρχονται να εκφράσουν αυτά τα Μητροπολιτικά κέντρα ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι αντίθετα, να εκφράσουν την ενδοχώρα, τα αγροτικά και τα εργατικά στρώματα. Έτσι λοιπόν αυτή η πόλωση υπάρχει στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, είναι πολύ βαθιά και δεν φαίνεται προσώρας τι είναι αυτό που θα μπορέσει να επανενώσει την αμερικανική κοινωνία. Οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες έχουν θολώσει το αμερικανικό όνειρο. Ποιά ήταν βάση του αμερικανικού ονείρου; Η κοινωνική κινητικότητα. Ότι δηλαδή ανεξάρτητα από την κοινωνική σου τάξη, αν δουλέψεις σκληρά μπορείς να επιτύχεις τα πάντα. Αυτό, οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και η διεύρυνση των ανισοτήτων, το έχουν θολώσει και αυτό συντελεί στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Μετά τις ενδιάμεσες εκλογές αναμένεται να ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες για τις προεδρικές εκλογές. Τόσο ο Τραμπ, όσο και ο Μπάιντεν δηλώνουν πως θα είναι εκ νέου υποψήφιοι για τις εκλογές του 2024. Πόσο πιθανό είναι να τους δούμε να διασταυρώνουν ξανά τα ξίφη τους;
Το βλέπω δύσκολο. Έχουμε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Ο μεν Μπάιντεν είναι ένας βετεράνος της πολιτικής, προσπαθεί να ανατάξει τη χώρα και οικονομικά, να ξαναφέρει την εξωτερική πολιτική σε μια σωστή κατεύθυνση, προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές, αλλά δυστυχώς είναι μια αναιμική προεδρία. Η αμερικανική πολιτική κουλτούρα βασίζεται πολύ σε συμβολισμούς και στη δύναμη ισχύος. Η προεδρία Μπάιντεν εκπέμπει μια αναιμικότητα, ο ίδιος είναι πολύ μεγάλος, βλέπετε όλες αυτές τις εικόνες που προδίδουν μια τρωτότητα και δεν εμπνέει μια παράσταση ισχύος. Είναι ένας επιπλέον παράγοντας που κοστίζει στους Δημοκρατικούς. Το βλέπω δύσκολο ο Μπάιντεν να επιμείνει στην υποψηφιότητά του το 2024 κι αν επιμείνει νομίζω ότι δεν έχει πολύ μεγάλη τύχη.

Από την άλλη πλευρά ο Τραμπ, έχει σοβαρές δικαστικές περιπέτειες. Και δεν εννοοώ μόνο τα σοβαρά ζητήματα που εξετάζει η Επιτροπή για την 6η Ιανουαρίου και την επίθεση στο Καπιτώλιο, τα οποία αν κερδίσουν οι Ρεπουμπλικάνοι θα λήξουν άδοξα, αλλά στα νομικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με φορολογικά, τις οικονομικές ατασθαλίες του Ντόναλντ Τραμπ τα οποία φαίνεται να είναι σοβαρά.

Όπως σοβαρή είναι η υπόθεση με τα απόρρητα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοικία του τέως προέδρου, χωρίς αυτά να έχουν αποχαρακτηριστεί. Αντιμετωπίζει σοβαρές περιπέτειες με τη Δικαιοσύνη και δυσκολεύομαι να δω ότι θα μπορέσει να είναι ξανά υποψήφιος.

Το χειρότερο βέβαια είναι ότι ο Τραμπ δημιούργησε σχολή στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων. ‘Εχει επηρέασει πολύ το κόμμα προς ακραίες θέσεις. Θα δούμε πολλούς υποψηφίους να ακολουθούν την τραμπική φιλοσοφία γιατί ο Τραμπ παραμένει δημοφιλής σε ένα μεγάλο μέρος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και παραμένει ικανός να μαζεύει πολιτικό χρήμα που είναι αναγκαίο για την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ.

Οι περισσότεροι υποψήφιοι θεωρούν ότι πρέπει να «φιλήσουν το χέρι Τραμπ» για να μπορέσουν να εκλεγούν. Αυτό δημιουργεί μια σέκτα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και μάλιστα μεγάλη, η οποία το φθείρει και το στρέφει προς ακραίες πολιτικές με έλλειψη σεβασμού προς τις δημοκρατικές διαδικασίες, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τις ψήφους στις προεδρικές εκλογές.

Φοβούμαι πολύ ότι μπαίνουμε σε μια κρίση της αμερικανικής δημοκρατίας η οποία είναι αυτή τη στιγμή ό,τι χειρότερο μπορεί να προκύψει.

Πηγή: topontiki.gr / Σύνδεσμος: https://www.topontiki.gr/2022/11/08/endiameses-ekloges-k-arvanitopoulos-sto-topontiki-gr-vathia-dichasmeni-i-kinonia-ton-ipa-i-anisotites-tholonoun-to-amerikaniko-oniro/

6 Ιανουαρίου 2021: Προεδρικό Πραξικόπημα

6 Ιανουαρίου 2021: Προεδρικό Πραξικόπημα

Η εισβολή στο αμερικανικό Καπιτώλιο ήταν το αποκορύφωμα μιας προμελετημένης θεσμικής εκτροπής σχεδιασμένης και υποκινημένης από τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Η θεσμική εκτροπή άρχισε από την ευθεία αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον Τραμπ την επομένη της ήττας του. Συνεχίστηκε, παρά την απόρριψη των αβάσιμων κατηγοριών από δικαστήρια όλων των βαθμίδων της αμερικανικής Δικαιοσύνης, μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο. Κλιμακώθηκε με το μπούλινγκ και τους εκβιασμούς αμερικανών αξιωματούχων, από τον ίδιο τον Τραμπ και τους λακέδες του, σε Πολιτείες-κλειδιά για την ανατροπή της ετυμηγορίας του αμερικανικού λαού. Και κορυφώθηκε με την υποκίνηση της εφόδου στο Καπιτώλιο. Ο Τραμπ, αφού εξαγρίωσε τον όχλο με εμπρηστική και διχαστική ρητορική μίσους, τον έστρεψε εναντίον του Καπιτωλίου.

Το Καπιτώλιο παραβιάστηκε για δεύτερη φορά στην αμερικανική ιστορία. Το 1814, κατά τη διάρκεια του αμερικανο-βρετανικού πολέμου, ήταν οι Βρετανοί που εισέβαλαν στην Ουάσιγκτον και έκαψαν κυβερνητικά κτίρια και το Καπιτώλιο. Αυτή τη φορά ο εχθρός ήταν εντός των τειχών.

Η κατάληψη του Καπιτώλιου και οι σκηνές χάους που ακολούθησαν έφεραν συνειρμούς του εμπρησμού της Ράιχσταγκ. Η Αμερική βρέθηκε ένα βήμα από την κήρυξη στρατιωτικού νόμου από τον Τραμπ, με πρόσχημα τις αναταραχές και την κατάλυση της δημοκρατίας.

Η αμερικανική δημοκρατία τελικά επιβίωσε από το πιο βίαιο stress test της ιστορίας της. Βγαίνει, όμως, βαριά τραυματισμένη από τα γεγονότα της Τετάρτης και συνολικά από την τετραετία Τραμπ. Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε τα συστημικά προβλήματα της αμερικανικής δημοκρατίας για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Επένδυσε στις ανισότητες. Εργαλειοποίησε τις αγωνίες των φτωχότερων στρωμάτων και μετέτρεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε ένα τζακσονικό κόμμα λαϊκιστικού εθνικισμού. Με υπόρρητο ρατσισμό απευθύνθηκε στον λευκό φυλετισμό της Αμερικής και όξυνε τις φυλετικές διακρίσεις.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή τηλε-ευαγγελιστή και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό και διχαστικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Ο Τραμπ, όμως, αποδείχθηκε πέρα από λαϊκιστής δημαγωγός ένας αυταρχικός επίδοξος δικτάτορας.

Με παντελή έλλειψη σεβασμού για την ελευθερία του λόγου, τις νόρμες της δημοκρατίας και τη διάκριση των εξουσιών, διέφθειρε το ήθος και τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Εκμεταλλεύτηκε την ανασφάλεια των πολιτών για να οδηγήσει μια ανοιχτή κοινωνία, όπως η Αμερική, στην οπισθοδρόμηση και στον φυλετισμό των κλειστών κοινωνιών. Η υπερδύναμη, που βασίστηκε στον ορθολογισμό, στις επιστήμες και στην καινοτομία, κυβερνήθηκε από ένα πρόεδρο που αναπαρήγαγε τη συνωμοσιολογία και τις δεισιδαιμονίες του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η Hannah Arendt έγραψε για την «κοινοτοπία του κακού» για να εξηγήσει το πέρασμα στον ολοκληρωτισμό. Ο Τραμπ έκανε κάτι χειρότερο. Νομιμοποίησε το κακό. Από τον λευκό φυλετισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό μέχρι τους κάθε λογής δικτάτορες.

Η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ χειραγώγησε ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που είχε σταδιακά διολισθήσει σε ακραίες θέσεις. Μετρήσεις δείχνουν ότι η ρεπουμπλικανική βάση εμπιστεύεται περισσότερο τους ισχυρούς ηγέτες από το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 45% των Ρεπουμπλικάνων ενέκρινε την επίθεση στο Κογκρέσο και μόνο το 27% το θεώρησε απειλή για τη δημοκρατία.

Ακόμη και μετά τα γεγονότα,133 Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων και 8 γερουσιαστές συνέχισαν στη γραμμή Τραμπ, προσπαθώντας με ενστάσεις να φέρουν προσκόμματα στην επικύρωση των αποτελεσμάτων. Η αποστασιοποίηση της ηγεσίας του κόμματος από τον Τραμπ, μετά τα γεγονότα, είναι περισσότερο κίνηση τακτικής για την αποφυγή ευθυνών. Το σοβαρό συντηρητικό κομμάτι των Ρεπουμπλικανών φαίνεται να έχει αποξενωθεί από τους τραμπιστές και να μιλάει δημόσια, πλέον, για τη δημιουργία νέου συντηρητικού κόμματος γύρω από το Lincoln Project.

Η νέα κυβέρνηση καλείται να αντιστρέψει μια πορεία φθοράς μέσα σε ένα βεβαρημένο περιβάλλον μιας πανδημικής και οικονομικής κρίσης. Μετά το Κραχ του 1929 η Αμερική ανένηψε, κέρδισε τον πόλεμο και οικοδόμησε μια παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη. Σήμερα, όμως, η Αμερική είναι βαθιά διχασμένη, οι φυγόκεντρες δυνάμεις πολλές και οι προκλήσεις μεγαλύτερες. Ο Μπάιντεν μίλησε για συνασπισμό δημοκρατιών για τη διάσωση της δημοκρατίας στον κόσμο, αλλά θα πρέπει πρώτα να διασφαλίσει τη διάσωση της δημοκρατίας στην ίδια την Αμερική.

Το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας μας αφορά όλους. Η φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και η εβδομηντακονταετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας στην Ιστορία. Και δεν οφείλεται στην αυτόματη εξάπλωση της ιδεολογικής ηγεμονίας των αρχών του Διαφωτισμού. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές και οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας ήταν αρχές και αξίες που προωθήθηκαν και στηρίχθηκαν από την υπερδύναμη του συστήματος, τις ΗΠΑ. Παρά τα σοβαρά ιστορικά λάθη-εξαιρέσεις του συγχρωτισμού με δικτατορικά καθεστώτα μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

Η πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 10-01-2021.

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Η συμμετοχή των πολιτών στην πιο κρίσιμη προεδρική εκλογή των ΗΠΑ ήταν ιστορική.

150 εκατομύρια Αμερικανών αψήφησαν την φονική πανδημία για να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα. Ακύρωσαν με εκκωφαντικό τρόπο τις προσπάθειες του Τραμπ να δυσχεράνει την συμμετοχή, είτε με διαδικαστικά τερτίπια, είτε προεξοφλώντας νοθεία. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης της πολιτικής διαδικασίας, οι αμερικανοί υπενθύμισαν το γράμμα του αμερικανικού συντάγματος, “We the People”.

Ο Τραμπ νίκησε βιολογικά τον κορωνοϊό αλλά ηττήθηκε πολιτικά εξαιτίας του κορωνοϊού. Η πανδημία με τους 250 χιλιάδες νεκρούς και τα εκατομμύρια κρούσματα ήταν ένας ακήρυχτος πόλεμος. Ο Τραμπ επέλεξε να διαχειριστεί επικοινωνιακά ένα πόλεμο αντί να τον πολεμήσει. Δεν είχε ούτε την συγκρότηση, ούτε την πειθαρχία, ούτε την μεθοδικότητα, ούτε τον ορθολογισμό για να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη κρίση της προεδρίας του. Αντίθετα, η κρίση της πανδημίας ανέδειξε όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που για τους αντιπάλους του, τον καθιστούν ακατάλληλο για το ύπατο αξίωμα της υπερδύναμης.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή- τηλεευαγγελιστή, και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Αυτά τα στοιχεία μαζί με την ακραία πόλωση, που υποδαύλισε, συσπείρωσαν την ρεπουμπλικανική βάση. Ο Τραμπ απέφυγε έτσι την συντριβή αλλά δεν απέφυγε την ήττα.

Ο υπόρρητος ρατσισμός του αποξένωσε μειονότητες. Ο σεξισμός του αποξένωσε τις γυναίκες, παρά τις εκκλήσεις του προς τις γυναίκες των προαστίων “να τον αγαπήσουν». Η οικονομική του πολιτική αποξένωσε τους εργάτες του Μίσιγκαν και του Γουισκόνσιν και της Πενσυλβάνια. Των πολιτειών που του είχαν δώσει τη νίκη το 2016. Γιατί ούτε φοροαπαλλαγές τους έδωσε, ούτε επενδύσεις στις υποδομές με μεγάλα έργα έκανε, ούτε την κατασκευαστική βιομηχανία ανασυγκρότησε.

Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ξεκάθαρο αλλά και ισορροπημένο. Ο Μπάϊντεν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ με διαφορά πέντε εκατομυρίων ψήφων και κερδίζει και το κολλέγιο των εκλεκτόρων με ικανή διαφορά. Δεν υπήρξε, όμως, το «μπλε κύμα» που πολλοί προεξοφλούσαν. Η συντηρητική αμερικανική κοινωνία φαίνεται να έχρισε μεταβατικό πρόεδρο έναν βετεράνο συστημικό πολιτικό με την εντολή να κάνει αυτό που τον διέκρινε σε όλο τον πολιτικό του βίο. Να συνεργαστεί με την άλλη πλευρά, να βρεί κοινό τόπο, σε μια ακραία πολωμένη πολιτική σκηνή και μια βαθιά διχασμένη κοινωνία.

Ο Μπάιντεν είναι αντιμέτωπος με την κρίση της πανδημίας, την οικονομική κρίση, τις τεράστιες ανισότητες, και τις φυλετικές διακρίσεις.

Πριν από όλα αυτά, όμως, είναι αντιμέτωπος με μια συνταγματική κρίση. Ο απερχόμενος πρόεδρος αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του.

Ο Τραμπ, με το πρόσχημα μιας αναπόδεικτης νοθείας, αρνείται να αποδεχθεί την ετυμηγορία του αμερικανικού λαού. Η στάση του προϊδεάζει για συνταγματικό πραξικόπημα. Οι αγωγές του στα δικαστήρια πέφτουν η μια μετά την άλλη αλλά δημιουργούν εντυπώσεις και συσπειρώνουν τη βάση του. Πολλοί εικάζουν ότι θα ζητήσει από πολιτείες, στις οποίες οι ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία, να αλλοιώσουν την σύνθεση των εκλεκτόρων που θα στείλουν στο κολλέγιο των εκλεκτόρων προς όφελος του. Ο Τραμπ επιδιώκει να αλλοιώσει και τελικά να ανατρέψει ένα καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα.

Η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας της και την πιο κρίσιμη δοκιμασία για τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας της.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο στις 14/11/2020.

Αλλαγή ισορροπιών στη Μέση Ανατολή

Αλλαγή ισορροπιών στη Μέση Ανατολή

Η απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία δεν υπακούει σε καμία διεθνοπολιτική λογική. Αντίκειται στα συμφέροντα των ΗΠΑ και δυναμιτίζει τις ισορροπίες στην περιοχή. Η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων αφήνει την περιοχή στο έλεος της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας. Εγκαταλείπει τους Κούρδους της Συρίας που σήκωσαν όλο το βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον του ISIS. Επιβαρύνει την ασφάλεια του Ισραήλ αφήνοντας χώρο ανάπτυξης εχθρικών ιρανικών δυνάμεων. Δίνει την ευκαιρία στον ISIS να ανασυνταχθεί. Επιβραβεύει την Τουρκία που, με κάθε τρόπο, δείχνει εδώ και καιρό την απομάκρυνσή της από τη Δύση, την περιφρόνησή της προς τις ΗΠΑ και την προσέγγισή της με τη Ρωσία. Στέλνει ένα μήνυμα αναδίπλωσης των ΗΠΑ που αποθαρρύνει φίλους και συμμάχους και αποθρασύνει αναθεωρητικές χώρες.

Ο Τραμπ πήρε την απόφαση αυτή υπό τη σκιά της έρευνας του Κογκρέσου για κατάχρηση εξουσίας και το ενδεχόμενο της καθαίρεσης να πλανάται πάνω από την Προεδρία του. Με το πρόσχημα της εκπλήρωσης της προεκλογικής του υπόσχεσης για επαναπατρισμό των Αμερικανών στρατιωτών απευθύνεται στο θυμικό των εκλογέων του βλάπτοντας όμως, μακροπρόθεσμα, τα αμερικανικά συμφέροντα. Προσπαθεί να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του για να εγκλωβίσει τους αντιπροσώπους τους, ρεπουμπλικανούς Γερουσιαστές, που τους έχει ανάγκη εάν η υπόθεση καθαίρεσης φτάσει στη Γερουσία.

Από την άλλη πλευρά, ο τακτικιστής Ερντογάν βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα, μέσα σε ένα λαβύρινθο αντιφατικών αποφάσεων. Αλλάζει συμμαχίες, δημιουργεί εξωτερικούς εχθρούς, αναμετριέται με το φάντασμα του Κεμάλ, αλλά πάντοτε με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό και με γνώμονα την πολιτική του επιβίωση. Στο συριακό έχει κατά καιρούς συμμαχήσει με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Από τον ISIS, τον Άσαντ, μέχρι και τους Κούρδους.

Τώρα άδραξε την ευκαιρία που του προσέφερε ο Τραμπ για να διευρύνει τη ζώνη ασφαλείας που είχε ήδη δημιουργήσει στη βορειοδυτική Συρία. Ο στόχος του είναι να παγιώσει μια ζώνη τουρκικού ελέγχου, κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, για να μεταφέρει δύο με τρία εκατομμύρια από τα 3,6 προσφύγων που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος. Η μόνιμη μετεγκατάσταση των προσφύγων κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία θα αλλοιώσει την εθνοτική σύνθεση της περιοχής εις βάρος των Κούρδων. Και θα δημιουργήσει εντάσεις στις σχέσεις Κούρδων-Αράβων προς όφελος της Τουρκίας.

Η Ρωσία και το Ιράν είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι από τις εξελίξεις. Η Ρωσία εκμεταλλεύεται το ανέλπιστο δώρο της αμερικανικής αποχώρησης για να σημάνει την πλήρη επιστροφή της στη Μέση Ανατολή. Αφού διέσωσε τον Άσαντ χρησιμοποιεί τώρα την Τουρκική επίθεση για να φέρει τους Κούρδους κοντύτερα στο καθεστώς του Άσαντ. Το χειρότερο είναι ότι η αμερικανική αποχώρηση δημιουργεί εκ των πραγμάτων συνθήκες για περαιτέρω προσέγγιση της Ρωσίας με την Τουρκία και το Ιράν. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδιάταξη των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή εις βάρος των δυτικών συμφερόντων.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” – στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ακούγεται σουρεαλιστικό αλλά μάλλον είναι σημείο των καιρών που ζούμε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Αμερικανικού Κογκρέσου ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Ακούγεται εξωφρενικό ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά παίρνουμε τα λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ στα σοβαρά», σχολίασε ένα μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η αφορμή ήταν διαρροές αξιωματούχων του Λευκού Οίκου ότι κατά τη διάρκεια του 2018 ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκμυστηρευτεί στους συνεργάτες του ότι ήθελε την αποχώρηση της Αμερικής από το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ είχε, προεκλογικά, χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως απηρχαιωμένο οργανισμό ζητώντας την κατάργησή του. Μετεκλογικά είχε στραφεί εναντίον των ευρωπαίων συμμάχων ζητώντας να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Με δεδομένη τη θέση του ΝΑΤΟ, ως ακρογωνιαίου λίθου στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Τραμπ αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση οικονομικών ανταλλαγμάτων από τους συμμάχους.

Η επίμονη όμως επαναφορά του θέματος της αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ανησύχησε το αμερικανικό κατεστημένο. Κι αυτό γιατί είχαν ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και τη Συμφωνία του Ειρηνικού. Η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για την αμερικανική ασφάλεια, όμως, πυροδότησε τη λειτουργία των θεσμικών αντίβαρων του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τραμπ στη παραίτησή του επισήμανε τη σημασία των συμμαχιών.

Στα 70 χρόνια της λειτουργίας της η Συμμαχία αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι στη σοβιετική απειλή, έδωσε στην Ευρώπη τη δυνατότητα να προχωρήσει απερίσπαστη στο ενοποιητικό εγχείρημα και συνέσφιξε τις διατλαντικές σχέσεις. Όπως είχε περιγράψει με μια ατάκα ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο λόρδος Ismay, το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να κρατήσει τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω, και τους Γερμανούς κάτω».

Η επιμονή του Τραμπ αποδομεί τη Συμμαχία ακόμη και αν τελικά δεν ευοδωθούν οι προθέσεις του. Η συζήτηση, και μόνο, για ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Η δε αποχώρηση «θα αποτελούσε γεωπολιτικό λάθος επικών διαστάσεων», όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Σταυρίδης.

Η στάση του Τραμπ δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες στους Ευρωπαίους για την αμερικανική αμυντική παρουσία και την δέσμευσή τους απέναντι στη Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτές οι αμφιβολίες έχουν ήδη οδηγήσει σε διεργασίες προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.

Η αποσύνδεση, όμως, των δυο πλευρών του ευρωατλαντικού χώρου θα οδηγήσει σε μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γεωπολιτικό δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν. Και θα άφηνε τεράστιο κενό ασφάλειας στην αντιμετώπιση νέων απειλών, όπως η τρομοκρατία.

Σε μια εποχή λαϊκισμού ο Τραμπ διεγείρει τα αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην Ευρώπη και τα απομονωτικά αντανακλαστικά στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό Κογκρέσο διασφάλισε αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, ότι «το ΝΑΤΟ παρείχε την καλύτερη αν όχι τη μόνη ελπίδα ειρήνης στην εποχή μας».

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας

Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας

Η Τουρκία παραμένει τυπικά μια συμμαχική χώρα για τις ΗΠΑ αλλά δεν θεωρείται, πλέον, στρατηγικός εταίρος. Οι δυο χώρες έχουν πάψει προ πολλού να έχουν κοινά συμφέροντα και αξίες και οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή έλλειψη εμπιστοσύνης. Σημεία τριβής, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων και επιμέρους συμφερόντων, υπήρχαν πάντοτε στις σχέσεις των δυο χωρών. Αυτά όμως καλύπτονταν, την εποχή του ψυχρού πολέμου, από την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την απουσία κοινής απειλής η Τουρκία από εταίρος μετατράπηκε σταδιακά σε ανταγωνιστής.

Η επαναξιολόγηση της αμερικανοτουρκικής σχέσης από το αμερικανικό κατεστημένο γίνεται με αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Στην αμέσως μετά τον ψυχρό πόλεμο εποχή οι αμερικανοί συνέχισαν να βλέπουν την Τουρκία μέσα από το πρίσμα του ψυχρού πολέμου. Μέχρι και τις κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο, με κοινά συμφέροντα και αξίες και εξαγώγιμο πρότυπο δημοκρατίας για τον Ισλαμικό κόσμο. Οι προσδοκίες, όμως, των Αμερικανών για την Τουρκία διαψεύσθηκαν γρήγορα. Οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της Τουρκίας και είχαν υποτιμήσει το βαθμό απομάκρυνσης από τη Δύση της μετακεμαλικής ηγεσίας της. Η Τουρκία απέτυχε να διευρύνει την επιρροή της στη Κεντρική Ασία και, ακόμη περισσότερο, να ηγηθεί του Ισλαμικού κόσμου. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση και τη δημοκρατία.

Στην προσπάθεια της να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να μεταβάλει τις ισορροπίες ισχύος στην ευρύτερη περιοχή άρχισε να συγκρούεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από το Ιράκ και το Συριακό, τους Κούρδους της Συρίας, τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, το Παλαιστινιακό, τις σχέσεις με την Αίγυπτο και τα εξοπλιστικά προγράμματα, η Τουρκία κινείται σε αντίθετη τροχιά από τις ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Τουρκία θεωρεί ότι η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιεί την περιοχή και απειλεί την εδαφική ακεραιότητα του Τουρκικού κράτους. Και κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι υποθάλπει τον Γκιουλέν, τον στρατηγικό νου του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.

Η αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν και ο απροκάλυπτος αυταρχισμός του μετά το πραξικόπημα, έχουν επιβαρύνει περαιτέρω τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Το αμερικανικό κατεστημένο θεωρεί ότι αυτές οι μεταβολές δεν είναι επιφανειακές αλλά δομικές. Επιπλέον, η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσσία αντιβαίνει το consensus που διαμορφώνεται στο ΝΑΤΟ για τις προκλήσεις που θέτει η αναθεωρητική Ρωσσία στη Συμμαχία και τα συμφέροντα της. Σε βαθμό που στην Ουάσιγκτον να θεωρούν ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον στρατηγικός εταίρος στον νέο ανταγωνισμό Αμερικής -Ρωσίας.

Οι μεταβολές αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σημαίνουν περαιτέρω αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου και σύσφιγξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η πολιτική ελίτ της χώρας, ευτυχώς φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες. Οι πολιτικοί, όμως, είναι καταναλωτές ιδεών. Η χώρα χρειάζεται μια συνολική και συνεχή αποτίμηση των πλανητικών και περιφερειακών ισορροπιών και επαναχάραξη της εθνικής στρατηγικής.

Αυτή η παραγωγή σκέψης είναι η μεγάλη πρόκληση για την αξιόλογη διεθνολογική κοινότητα του τόπου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Τι συμβαίνει με τον Τραμπ;

Τι συμβαίνει με τον Τραμπ;

Η συνάντηση κορυφής στο Ελσίνκι θα αποτελέσει σημείο καμπής για την προεδρία Τραμπ. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στις σχέσεις της ηγέτιδας δύναμης της Δύσης με τους συμμάχους της. Ήταν το επιστέγασμα μιας καταστροφικής περιοδείας του Τραμπ στην Ευρώπη.

Ο Τραμπ προσπαθεί πεισματικά να καταφέρει μια καλύτερη συμφωνία για την Αμερική στο ζήτημα των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, το περιβόητο burden sharing. Οι Αμερικανοί θεωρούν, και δικαίως, ότι μετά την μεταπολεμική ανόρθωση και οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι δεν μπορεί να παραμένουν «τζαμπατζήδες» στον τομέα της άμυνας. Θα πρέπει να αυξήσουν την συνεισφορά τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Μόνο που με τον τρόπο που το θέτει ο Τραμπ διαρηγνύει την εμπιστοσύνη με τους Ευρωπαίους συμμάχους και δημιουργεί ερωτήματα για τη συνολική αμερικανική δέσμευση προς την Ευρώπη. Δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις στο ΝΑΤΟ και τάσεις στρατηγικής αυτονόμησης της Ευρώπης. Επιπλέον, ο κατευνασμός της Ρωσίας και του Πούτιν από τον Τραμπ νομιμοποιούν αντίστοιχες φωνές στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία μια αμερικανική προεδρία που φαίνεται απρόθυμη να θέσει θέματα Κριμαίας και Ουκρανίας σε μια συνάντηση κορυφής. Που αρνείται να θέσει τα ζητήματα της ρωσικής ανάμειξης στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών.

Η αποξένωση των δυο πυλώνων των διατλαντικών σχέσεων θα σημάνει μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι που αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της Ρωσίας. Γιατί σε μια ευάλωτη Ευρώπη θα επιστρέψουν τα φαντάσματα της συμφωνίας Μολότοφ- Ρίμεντροπ.

Στο εσωτερικό τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τον Τραμπ. Η κατηγορία της ρωσικής ανάμειξης στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές στοιχειώνει την προεδρία του. Ο Τραμπ βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αποδεχόμενος τη βασιμότητα των κατηγοριών είναι σαν να ξεθεμελιώνει την ίδια του την Προεδρία. Αν παραδεχθεί την ρωσική παρέμβαση στις εκλογές είναι σαν να παραδέχεται ότι η Κλίντον θα έπρεπε να έχει κερδίσει. Πόσο μάλλον όταν η Κλίντον κέρδισε τον Τραμπ στη λαϊκή ετυμηγορία με τρία εκατομμύρια ψήφους διαφορά και ο Τραμπ αναδείχθηκε πρόεδρος χάρις στο απηρχαιωμένο σύστημα του κολλεγίου των εκλεκτόρων.

Από την άλλη πλευρά, το να αποδεχθεί την εκδοχή του Πούτιν εις βάρος των εισηγήσεων των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας του ξεσήκωσε πολιτική θύελλα στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και σφοδροί υποστηρικτές του έσπευδαν να τον αποδοκιμάσουν.

Οι κατηγορίες για ρωσική ανάμειξη και η έρευνα του ειδικού ανακριτή δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον Τραμπ. Η σκλήρυνση της στάσης του απέναντι στη Ρωσία θα ερμηνευθεί ως αποδοχή της ρωσικής ανάμειξης και άρα ακυρώνει τη νίκη του στις εκλογές. Ο κατευνασμός της αναθεωρητικής Ρωσίας φέρνει όργιο θεωριών συνομωσίας μέχρι και κατηγορίες για προδοσία. Η συνολική του πολιτική απέναντι στη Ρωσία έχει ουσιαστικά ακυρωθεί. Και αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο και ανησυχητικό για τις ΗΠΑ και για τη Δύση συνολικά.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Singapore summit: ο ταλαντούχος κύριος Κιμ

Singapore summit: ο ταλαντούχος κύριος Κιμ

Μετά από ένα roller coaster προσωπικών ύβρεων και απειλών για πυρηνικό πόλεμο, δύο αταίριαστοι συνομιλητές κατέληξαν σε συμφωνία ανταλλάσσοντας, μάλιστα, και εγκώμια. Η συμφωνία των ΗΠΑ με τη Βόρεια Κορέα είναι γενική και αόριστη. Είναι περισσότερο δήλωση προθέσεων και ευχών παρά τεκμηριωμένη συμφωνία με μηχανισμούς επαλήθευσης και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Είναι, όμως, αναμφίβολα ιστορική και επωφελής για την διεθνή κοινότητα. Γιατί αποκλιμακώνει την ένταση σε μια ζώνη ισορροπίας του τρόμου που ενέπλεκε περιφερειακά κράτη αλλά και υπερδυνάμεις. Και απομακρύνει το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολέθρου.

Η συμφωνία αυτή με το πιο ανελεύθερο και στυγνό καθεστώς του πλανήτη κατέστη δυνατή για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί ο ταλαντούχος, κατά τον Τραμπ, κύριος Κιμ ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες ισχύος του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Το καθεστώς Κιμ βασίζει την επιβίωσή του και την κρατική κυριαρχία της Βόρειας Κορέας στην αποτρεπτική ισχύ. Και η πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας ήταν η απόφαση με το προσμετρημένο ρίσκο που διασφάλιζε και τα δύο. Αφού αυτά είχαν διασφαλιστεί, ο Κιμ αποδέχθηκε την διαπραγμάτευση με τον πλανητάρχη σε μια σύνοδο κορυφής που τον μετέτρεπε αυτομάτως από παρία της διεθνούς σκηνής σε αποδεκτό ηγέτη.

Ο δεύτερος είναι γιατί η αμερικανική εξωτερική πολιτική, υπό τον Τραμπ, έχει αλλάξει υπόδειγμα. Όπως μας είχε προϊδεάσει με το προεκλογικό του σύνθημα “πρώτα η Αμερική» και, κυρίως, με την ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη, ο Τραμπ επιστρέφει σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο με κυρίαρχες ρυθμιστικές νόρμες την ισχύ και το συμφέρον. Αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκε η μεταπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη και οι προσπάθειες για μια Καντιανή θεσμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας. Στην εποχή Τραμπ, η κατάλυση της δημοκρατίας και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρόκειται να προκαλέσουν ούτε ανθρωπιστική επέμβαση, ούτε απόπειρα καθεστωτικής αλλαγής, όπως στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Στον κόσμο του Τραμπ το κράτος έχει ασυλία για το τι συμβαίνει εντός της κυριαρχίας του. Έτσι, στο θέμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κορέα γίνεται μια ονομαστική αναφορά χωρίς να αποτελεί αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.

Αυτή η προσέγγιση των διεθνών ζητημάτων με την στενή έννοια του συμφέροντος, και το μάτι στραμμένο στο εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο, είναι πάγια στην εξωτερική πολιτική Τραμπ. Γι’ αυτό, πολυμερείς συμφωνίες, όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, εγκαταλείπονται. Συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, διαταράσσονται γιατί οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται ως τζαμπατζήδες. Ενώ η ευρωαμερικανική κοινότητα θρυματίζεται στη βάση μιας στενής αντίληψης για το εμπορικό ισοζύγιο.

Ο ρεαλισμός του Τραμπ μαζί με μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού και νεοαπομονωτισμού αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Ο κόσμος του Τραμπ περιστρέφεται γύρω από συμφέροντα, τα οποία διευθετούνται στη βάση της ισχύος παρά του δικαίου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”