Η Αμερική μετά την κρίση

Η Αμερική μετά την κρίση

Η Αμερική κλυδωνίζεται. Οι νεκροί από την πανδημία υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τις 150 χιλιάδες. Απώλειες υπερδιπλάσιες αυτών του Βιετνάμ σε καιρό ειρήνης. Η κυβέρνηση Τραμπ κατηγορείται για ολιγωρία, ανεπάρκεια, έλλειψη συντονισμού με τις πολιτείες και συνεχή επίρριψη ευθυνών σε τρίτους. Χαοτική την χαρακτήρισε ο Ομπάμα. Οι δημοκρατικοί κατηγορούν τον Τραμπ ότι διχάζει την Αμερική και την οδηγεί διεθνώς στην ανυποληψία. Ο Τραμπ, όμως, είναι το σύμπτωμα, βαθύτερων δομικών προβλημάτων.

Ο Φουκουγιάμα εστιάζει στις δυσλειτουργίες (gridlock) που προκύπτουν από την επικάλυψη αρμοδιοτήτων και λειτουργιών ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία, τη δικαστική, κυρίως το Ανώτατο Δικαστήριο, και το Κογκρέσο. Στη σημερινή εποχή της ακραίας πόλωσης, τα θεσμικά αντίβαρα έχουν μετατραπεί σε αγκυλώσεις κι σ’ ένα καθεστώς συνεχών βέτο (vetocracy) που δυσχεραίνουν την διακυβέρνηση.

Υπάρχουν, όμως, και οι συνέπειες της ανατροπής των πολιτικών του New Deal του Ρούζβελτ από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση. Οι ανισότητες ανάμεσα στην τεχνοκρατική κεφαλαιοκρατική ελίτ των μητροπολιτικών αστικών κέντρων και τα αγροτικά και εργατικά στρώματα διευρύνθηκαν.

Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε τις αγωνίες των φτωχότερων στρωμάτων και εξελέγη μετατρέποντας το ρεπουμπλικανικό κόμμα σε ένα τζακσονικό κόμμα λαϊκιστικού εθνικισμού. Ο αντισυστημικός του λόγος, η προστατευτική οικονομική πολιτική, η σκληρή αντιμεταναστευτική του στάση και οι εμπορικές αψιμαχίες με την Κίνα και την Ευρώπη θυσίασαν πλεονεκτήματα της Αμερικής στο βωμό της ψηφοθηρίας στα εργατικά και αγροτικά στρώματα.

Υπάρχει, τέλος, και μια αίσθηση απώλειας των πρωτείων στους δείκτες της ήπιας ισχύος.

Η καλοήθης ηγεμονία των ΗΠΑ στον πλανήτη στηρίχθηκε σε τρείς πυλώνες. Στους πόρους της, στο σύστημα θεσμών και συμμαχιών που έχτισε πάνω στις αξίες της ελευθερίας της δημοκρατίας και των ανοιχτών αγορών. Και, κυρίως, στον αέρα υπεροχής που δημιουργούσε μια κουλτούρα ικανότητας και αποτελεσματικότητας. Η Αμερική ήταν σκαπανεύς σε ό,τι καινοτόμο και προοδευτικό σε κάθε κλάδο.

Αυτή η αμερικανική υπεροχή άρχισε να αμφισβητείται μετά την 11/9, τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, τις αποτυχημένες επεμβάσεις στη Λιβύη στην Υεμένη και στη Συρία, την οικονομική κρίση του 2008, τα προβλήματα με το Μποϊνγκ 737 ΜΑΧ.

Η Αμερική μοιάζει να μην εμπνέει δέος, να μην αποπνέει επάρκεια, να φαντάζει τρωτή. Ο εφησυχασμός έφερε τη σταδιακή έκπτωση στα αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια, την έλλειψη λογοδοσίας, και μια κουλτούρα εγωιστικού ατομοκεντρισμού. Από τον πατριωτισμό του Κένεντυ, «τι μπορείς να κάνεις εσύ για την πατρίδα σου και όχι η πατρίδα σου για σένα», περάσαμε στην απενοχοποίηση της απληστίας την εποχή του Ρέιγκαν. Η απληστία είναι καλό πράγμα έλεγε ο Γκόρντον Γκέκο στην ταινία “Wall Street» του Όλιβερ Στόουν. Και ο Τραμπ έφερε τον ναρκισσιστικό λαϊκισμό υποστηρίζοντας ότι θα εκλεγόταν ακόμη και αν πυροβολούσε κάποιον στην 5η οδό.

Η κυβέρνηση Τραμπ και η διαχείριση της πανδημικής κρίσης συμβολίζουν την απώλεια των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Αμερικής. Η εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου, στη δίνη της πανδημικής και οικονομικής κρίσης, θα είναι σημείο καμπή για τη δυνατότητα της Αμερικής να ανακάμψει, και να ηγηθεί πάλι της Δύσης.

πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”