Πόλωση

Πόλωση

Η ημέρα της ορκωμοσίας του νέου προέδρου στις ΗΠΑ είναι ημέρα ισχυρών συμβολισμών. Αποπνέει ίσως την ισχυρότερη εικόνα της αμερικανικής δημοκρατίας. Την εικόνα μιας θεσμικά θωρακισμένης δημοκρατίας, με την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία να επικυρώνεται μέσα σε ένα κλίμα πολιτικού πολιτισμού, ενότητας, και εορτασμών.

Η εικόνα της φετινής ορκωμοσίας ήταν εικόνα διαίρεσης. Δυο εικόνες, δυο Αμερικές που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Το πρωί κυριάρχησε η εικόνα του απερχόμενου Τραμπ. Αποσυνάγωγος για τους εχθρούς του, Μεσσίας για τους φανατικούς οπαδούς του, αποχώρησε αμετανόητος και υποσχόμενος να συνεχίσει το κίνημα που ξεκίνησε.

Την εικόνα αυτή διαδέχθηκε η εικόνα της «εισόδου» του νέου προέδρου. Με ένα τελετουργικό επιμελώς ενορχηστρωμένο για την αποκατάσταση του κύρους και της ενότητας της τραυματισμένης αμερικανικής δημοκρατίας.

Τόσο η εικόνα όσο και οι πρώτες ημέρες της Προεδρίας Μπάιντεν έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Την αποκατάσταση της ενότητας, και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.

Το αμερικανικό δικομματικό πολιτικό σύστημα, όμως, είναι ακραία πολωμένο. Τα δυο κόμματα δεν είναι πια οι πολυσυλλεκτικοί συνασπισμοί του παρελθόντος. Στο παρελθόν υπήρχε επικάλυψη αξιών, πολιτικών, και στόχων ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα. Στην προεδρική εκλογή του 1976, μόνο το 50% των αμερικανών θεωρούσε ότι το ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν πιο συντηρητικό από το δημοκρατικό. Το 30% θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα. Οι ψηφοφόροι μπορούσαν να ψηφίσουν ρεπουμπλικάνο πρόεδρο και δημοκρατικό γερουσιαστή στην ίδια εκλογή.

Σταδιακά αυτό άλλαξε. Τα δυο μεγάλα κόμματα θυσίασαν τον χαρακτήρα των πολυσυλλεκτικών συνασπισμών στο βωμό της ιδεολογικής και προγραμματικής ομοιογένειας. Η κομματική ταύτιση, που αποτελούσε αρνητική έννοια για την αμερικανική κοινωνία, όχι μόνο αυξήθηκε αλλά έγινε, κυρίως, με όρους απόρριψης και δαιμονοποίησης του αντίπαλου κόμματος.

Η πολιτική αντιπαλότητα έγινε εχθρότητα.

Η παράδοση του πολιτικού πραγματισμού, που επέτρεπε να συναντώνται στο μέσον του πολιτικού φάσματος, κατά περίσταση, δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι και να διαμορφώνουν συναινέσεις και κυβερνητικές πλειοψηφίες τελείωσε.

Δημιουργήθηκαν σιγά σιγά ιδεολογικά, κομματικά, και πολιτικά στεγανά. Σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο PEW, το 1994 το 39% των δημοκρατικών και το 26% των ρεπουμπλικάνων θεωρούσαν ότι οι φυλετικές διακρίσεις εμποδίζουν την κοινωνική κινητικότητα. Το 2017, το ποσοστό ανέβηκε στο 64% για τους δημοκρατικούς, αλλά έπεσε στο 14% για τους ρεπουμπλικάνους.

Αντίστοιχα, το 1994, 32% των δημοκρατικών και 30% των ρεπουμπλικάνων πίστευαν ότι η μετανάστευση έχει θετικά αποτελέσματα για την Αμερική. Το 2017 το ποσοστό είχε ανέβει στο 84% για τους δημοκρατικούς αλλά μόνο στο 40% για τους ρεπουμπλικάνους.

Την ίδια κομματική διαίρεση παρατηρούμε για μια σειρά κοινωνικών θεμάτων από τις αμβλώσεις ως την οπλοκατοχή, και το σύστημα υγείας.

Η ιδεολογική διαίρεση έφερε αλλαγές και στα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούν τα δυο κόμματα. Το δημοκρατικό κόμμα έγινε το κόμμα της μορφωτικής και οικονομικής ελίτ των μητροπολιτικών κέντρων. Αντίθετα, το ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε το κόμμα των αγροτικών και εργατικών στρωμάτων.

Σε αυτό το πολωμένο πολιτικό περιβάλλον, τα δυο κόμματα είναι, πλέον, σε διάταξη μάχης. Υπηρετώντας το δικό τους στενά εννοούμενο συμφέρον, την δική τους μετα-αλήθεια.

Αδυνατούν να συμφωνήσουν ακόμη και για την ανενδοίαστη καταδίκη και τιμωρία του ηθικού αυτουργού της απόπειρας κατάλυσης της αμερικανικής δημοκρατίας. Αυτό αποδεικνύει πόσο δύσκολη θα είναι η αναγκαία διακομματική συνενόηση για την αντιμετώπιση των κρίσεων που αντιμετωπίζει η αμερικανική δημοκρατία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 30-01-2021.

Σκαληνό τρίγωνο

Σκαληνό τρίγωνο

Η κρίση στις σχέσεις Αμερικής και Τουρκίας με αφορμή τους S-400 είναι ένα ακόμη επεισόδιο που δείχνει την προοδευτική απόκλιση συμφερόντων των δύο χωρών στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Από τον πόλεμο του Ιράκ, την αραβική άνοιξη, το Συριακό και τις σχέσεις με το Ισραήλ, η Τουρκία διαφοροποιείται πλέον από τις βασικές επιλογές της αμερικανικής στρατηγικής στην ευρύτερη περιοχή. Στον αντίποδα αυτής της σταδιακής αποσύνδεσης από τη Δύση, η Τουρκία έχει αναπτύξει μια πολυεπίπεδη σχέση με τη Ρωσία που εξελίσσεται σε στρατηγική συνεργασία.

Οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας πέρασαν πολλά στάδια για να φτάσουν, από την ιστορική εχθρότητα της ψυχροπολεμικής εποχής, στη σημερινή στρατηγική συνεργασία.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο η Τουρκία αναζήτησε ζωτικό χώρο στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Ο αρχικός ανταγωνισμός με τη Ρωσία στην περιοχή εξελίχθηκε σε συγκατοίκηση και συνεργασία στα πεδία της ενέργειας, του εμπορίου και του τουρισμού.

Στη Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στο Ιράκ και η κοινή αντίθεση στην αμερικανική πολιτική έφερε περαιτέρω σύγκλιση των δύο χωρών.

Η ομιλία Πούτιν το 2007 στη διάσκεψη ασφάλειας του Μονάχου σηματοδότησε μια νέα φάση στη σχέση της Ρωσίας με τη Δύση. Η νέα αναθεωρητική πολιτική της Ρωσίας οδήγησε στις κρίσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Ενώ την ίδια εποχή η Ρωσία, εκμεταλευόμενη την κατάρρευση της περιφερειακής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή και την αραβική άνοιξη, ανακτούσε επιρροή στην περιοχή.

Η Τουρκία, για αρκετό καιρό, προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στους ατλαντικούς δεσμούς της και την σχέση που ανέπτυσσε με μια αναθεωρητική Ρωσία. Ήταν ακόμη η εποχή που η φιλελεύθερη διεθνής τάξη και η αμερικανική ηγεμονία παρέμεναν κυρίαρχες στη μεταψυχροπολεμική εποχή.

Η κρίση στη Συρία, όμως, και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 ενέτειναν την καχυποψία της Τουρκίας για τις αμερικανικές προθέσεις στην περιοχή και συνέβαλαν στη περαιτέρω προσέγγιση με τη Ρωσία. Οι δύο χώρες, αφού πέρασαν με επιτυχία το στρες τεστ της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους το 2015, διαμόρφωσαν όρους στρατηγικής συνεργασίας για μια σειρά από λόγους. Και στις δύο χώρες έχει αναπτυχθεί ένας αντιδυτικός εθνικισμός που βλέπει με καχυποψία αν όχι με εχθρότητα την αμερικανική ηγεμονία και τη φιλελεύθερη δυτική τάξη. Πούτιν και Ερντογάν έχουν πολλά κοινά στοιχεία στον τρόπο άσκησης της εξουσίας έχοντας εντάξει τις χώρες τους στο στρατόπεδο των «ανελεύθερων-αυταρχικών δημοκρατιών». Παράλληλα, οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει τις εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις τους.

Η αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία δεν είναι ένας διαπραγματευτικός ελιγμός της Τουρκίας για να αποκομίσει ωφέλη σε ένα παζάρι με τη Δύση και τις ΗΠΑ. Είναι απόρροια στρατηγικής σύγκλισης που οφείλεται στον επανακαθορισμό των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Τουρκίας σε ένα διεθνές σύστημα που αλλάζει. Ανεξάρτητα από την έκβαση του ζητήματος των S-400, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις πλησιάζουν το σημείο τήξης και η Τουρκία θα βρεθεί ενώπιον καθοριστικών επιλογών.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” – στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Στο σημερινό διεθνές σύστημα οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, η ισχυρότερη δύναμη. Η Κίνα, με την πολιτική του “one belt one road” ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα ανταγωνιστικών διεθνών οικονομικών θεσμών. Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος.

Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η αμερικανική κυριαρχία.

Το πρόβλημα για τη Δύση είναι ότι ενώ η Αμερική του Τραμπ αποδομεί τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης που η ίδια οικοδόμησε και επί σειρά ετών εξυπηρέτησαν τα αμερικανικά και τα δυτικά συμφέροντα, η Κίνα οικοδομεί περιφερειακούς οικονομικούς οργανισμούς και συμμαχίες που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τάσεις των συνολικών δεικτών ισχύος, η Κίνα θα έχει εξισορροπήσει τις ΗΠΑ μέχρι το 2040. Είναι ήδη η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί είναι υψηλότεροι αυτών της Αμερικής, κι ενώ πριν από 25 χρόνια αποτελούσε το 2% της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα αποτελεί το 15%. Εννέα από τις 20 σημαντικότερες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι κινεζικές. Η συμμετοχή της Κίνας στις τεχνολογικές αλλαγές, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού της συστήματος και η βελτίωση των διοικητικών της δομών είναι τα θεμέλια της πλανητικής της ανάδυσης.

Η ενδυνάμωσή της θα οδηγήσει, νομοτελειακά, σε αξιώσεις συστημικής αλλαγής. Γιατί η ιστορία διδάσκει ότι με την αύξηση των δυνατοτήτων αναθεωρούνται και διευρύνονται οι στόχοι και οι φιλοδοξίες.

Η πολιτισμική ασυμβατότητα της Κίνας με τις ΗΠΑ οξύνει τον ανταγωνισμό και δυσχεραίνει την ενσωμάτωσή της στο σύστημα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης με όρους «υπεύθυνου μετόχου». Η Κίνα, όπως έγραψε ο Κίσινγκερ, είναι μια πολιτισμική δύναμη, που έχει διαφορετική αντίληψη για το διεθνές σύστημα και την διεθνή τάξη από τις ΗΠΑ. Η κινεζική πρόσληψη της διεθνούς τάξης είναι ιεραρχική με βάση την υποταγή στην υπέρτερη ισχύ. Σε αντίθεση με την δυτική εκδοχή της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, όπου η αμερικανική ηγεμονία προσπαθεί να προωθήσει τη δημοκρατία και τους κανόνες δικαίου μέσα σε ένα περιβάλλον Χομπσιανής αναρχίας.

Η Κινεζική στρατηγική υπακούει σε μια φιλοσοφία σταδιακής, επαυξητικής συσσώρευσης σχετικών κερδών (relative gains) παρά σε μια απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο με στόχο την εξαφάνισή του. Με την έννοια αυτή, η κινεζική στρατηγική δεν στοχεύει σε μια συστημική αλλαγή μέσω ενός ηγεμονικού πολέμου, αλλά σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αντίστροφα, στη δυτική δημόσια σφαίρα η συζήτηση για την Κίνα έχει περάσει στο επόμενο στάδιο. Όχι, δηλαδή, στο αν η Κίνα συνιστά αναθεωρητική δύναμη ικανή να επιφέρει συστημική αλλαγή, αλλά στο πώς και αν αυτή η συστημική αλλαγή μπορεί να αποτραπεί.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”