Η πολιτική ζωή στις ΗΠΑ έχει εισέλθει στο λυκόφως της διαδικασίας καθαίρεσης του Προέδρου από το αξίωμά του. Η διαδικασία αυτή, γνωστή ως impeachment, έχει δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, η Βουλή των Αντιπροσώπων διερευνά αν έχει παραβιαστεί το άρθρο 2, παράγραφος 4, του Αμερικανικού συντάγματος, που αναφέρει ότι “ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί των ΗΠΑ καθαιρούνται από το αξίωμά τους εάν καταδικαστούν για προδοσία, δωροδοκία και άλλα σοβαρά εγκλήματα και πταίσματα.”
Εάν η έρευνα της Βουλής των Αντιπροσώπων καταλήξει ότι τεκμαίρεται κατάχρηση εξουσίας ή άλλα σοβαρά εγκλήματα και πταίσματα, ψηφίζει την παραπομπή του Προέδρου στη Γερουσία, η οποία λειτουργεί ως ειδικό δικαστήριο.
Η διαδικασία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, νομική αλλά είναι βαθιά πολιτική καθώς απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρόντων στην Βουλή των Αντιπροσώπων για την παραπομπή και πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία για την καθαίρεση.
Η διαδικασία της καθαίρεσης είναι ένα απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Θεσμοθετήθηκε από το αγγλικό Κοινοβούλιο το 1376 για να ελέγχονται οι υπουργοί του Βασιλέα, που είχε το αλάθητο, για κατάχρηση εξουσίας. Για να αποτραπεί, με τον τρόπο αυτό, τυχόν διολίσθηση σε ένα απολυταρχικό καθεστώς.
Η πρακτική αυτή, που είχε ατονήσει πλέον στο αγγλικό πολιτικό σύστημα, υιοθετήθηκε 400 χρόνια μετά από την αμερικανική συντακτική συνέλευση του 1787 στη Φιλαδέλφεια. Διευρύνθηκε μάλιστα για να συμπεριλάβει τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ. Αυτό ήταν ένα συνταγματικό παράδοξο καθώς η διάταξη δεν αφορούσε έναν Βασιλέα, αλλά τον Πρόεδρο μιας νεότευκτης δημοκρατίας. Στις δημοκρατίες ο τρόπος άσκησης της εξουσίας ενός προέδρου κρίνεται, ελέγχεται και αξιολογείται κάθε τέσσερα χρόνια. Ελέγχεται επίσης μέσω της διάκρισης των εξουσιών και από τα θεσμικά αντίβαρα που, στην περίπτωση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, είναι αρκετά ισχυρά.
Οι ιδρυτές της αμερικανικής δημοκρατίας, όμως, επιζητούσαν μια επιπλέον δικλείδα ασφαλείας, όπως υποστήριξαν ο Τζέϊμς Μάντισον, αλλά και ο Τζώρτζ Μέϊσον από τη Βιρτζίνια.
Έκτοτε, δυο πρόεδροι, ο Άντριου Τζόνσον το 1868, και ο Κλίντον το 1998, παραπέμφθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αθωώθηκαν, όμως, τελικά στη Γερουσία γιατί δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων για την καθαίρεσή τους.
Τον Οκτώβριο του 1973, η Βουλή των Αντιπροσώπων ξεκίνησε την έρευνα κατά του προέδρου Νίξον για το σκάνδαλο Γουωτεργκέιτ. Στις 9 Αυγούστου του 1974, πριν η Ολομέλεια ψηφίσει την πρόταση μομφής, ο Νίξον παραιτήθηκε.
Η έρευνα για τη στοιχειοθέτηση κατάχρησης εξουσίας που θα οδηγήσει σε πρόταση μομφής κατά του Προέδρου Τραμπ, είναι η τέταρτη στην ιστορία των ΗΠΑ.
Εάν το παρελθόν αποτελεί τον πρόλογο, σε τέτοιες διχαστικές πολιτικές διαδικασίες, οι βουλευτές και οι γερουσιαστές στοιχίζονται πίσω από τις κομματικές διαχωριστικές γραμμές. Εκτός αν υπάρξουν αδιάσειστα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως έγινε στην περίπτωση Νίξον.
Στην πολιτικά πολωμένη Αμερική, το πιθανότερο είναι ότι η ελεγχόμενη από τους δημοκρατικούς Βουλή των Αντιπροσώπων θα παραπέμψει τον Τραμπ, αλλά η ελεγχόμενη από τους ρεπουμπλικανούς Γερουσία θα τον αθωώσει.
εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”