Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες υποδέχθηκαν με ανακούφιση την ήττα Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα ήταν καταστροφική για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, και την δημοκρατία ως συστατική αξία του ευρωατλαντικού χώρου. Θα ενίσχυε τις δυνάμεις του αυταρχισμού και στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη. Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα έφερνε και την πλήρη αποσυναρμολόγηση του θεσμικού οικοδομήματος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια σειρά κινήσεων, που θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη και θα βελτιώσουν το κλίμα στις σχέσεις Ευρώπης – Αμερικής.
Ο Μπάιντεν θα επαναπροσδιορίσει την σημασία του ΝΑΤΟ. Θα επιστρέψει στην συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια βελτιωμένη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Θα ηγηθεί, επίσης, της αναμόρφωσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Ο ευρωατλαντικός χώρος, όμως, έχει υποστεί βαθιές και δομικές αλλαγές. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρώπη δεν έχει την ίδια γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη αλλά δεν συνιστά απειλή του ίδιου μεγέθους. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ έχει στραφεί αμετάκλητα προς την Ασία και την πλανητική πρόκληση της Κίνας. Το μειούμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ευρώπη προκύπτει και από μια σειρά από άλλους παράγοντες. Στο κατεστημένο της αμερικανικής διπλωματίας, οι «ατλαντιστές», που κυριάρχησαν στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, είναι πλέον σε υποχώρηση. Τα ηνία, σταδιακά, περνούν στους «ασιάτες». Η μετανάστευση από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ έχει μειωθεί σημαντικά. Συνακόλουθα, έχει μειωθεί δραματικά και το ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές σπουδές στα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ευρωπαίος εταίρος των ΗΠΑ δεν είναι πλέον το δυτικό κομμάτι της διχοτομημένης Ευρώπης του ψυχρού πολέμου. Είναι η ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίος δρών, είναι πληθυσμιακά, οικονομικά, και σε ήπια ισχύ, σχεδόν ισοδύναμη με τις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη σήμερα, διακηρύσσει την μετάβαση από την “στρατηγική εξάρτηση» από τις ΗΠΑ στην «στρατηγική αυτονομία».
Ευρώπη και Αμερική, όμως, εξακολουθούν να συνδέονται με κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα, ενώ αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις και απειλές. Ο ενωμένος ευρωαμερικανικός χώρος αριθμεί το ένα δις του παγκόσμιου πληθυσμού, το 1/3 του παγκοσμίου εμπορίου, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, και το 60% των παγκοσμίων ξένων επενδύσεων. Η Δύση, ενωμένη, παραμένει κυρίαρχη στο πλανητικό σύστημα. Αντίθετα, η αποσύνδεση (decoupling) των δυο πλευρών του Ατλαντικού θα σημάνει μια απομονωμένη και αποδυναμωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κίνας, της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών, του μεταναστευτικού, της τρομοκρατίας, της τεχνολογικής επανάστασης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, προϋποθέτουν την αρραγή ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου.
Για να αντιμετωπιστούν οι νέες αυτές προκλήσεις και οι δομικές αλλαγές στον ευρωατλαντικό χώρο δεν αρκεί μια απλή επανεκκίνηση. Χρειάζεται ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο, που να αποτυπώνει τα νέα δεδομένα.
Σε μια ασυνήθιστη πρωτοβουλία, για τα ιστορικά δεδομένα των ευρωαμερικανικών σχέσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε μια ατζέντα διαλόγου σε τέσσερις άξονες. Έχει σημειολογικό ενδιαφέρον ότι η πρωτοβουλία εκδηλώνεται τρεις μόλις εβδομάδες μετά την εκλογή Μπάϊντεν. Οι θεματικές συγκλίνουν με τις προτεραιότητες Μπάϊντεν. Στους πρώτους δυο άξονες, δηλαδή στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής η συνεργασία θα είναι άμεση και εύκολη. Στα θέματα τεχνολογίας, εμπορίου και κανονισμών τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Η σκιά του Τραμπ, αναγκαστικά θα σκληρύνει την στάση της κυβέρνησης Μπάϊντεν στις νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Ο τελευταίος άξονας που αφορά τις αμυντικές σχέσεις και την στρατηγική είναι, ίσως, και ο πλέον κρίσιμος. Η νέα στόχευση δεν είναι, πλέον, η διάδοση, αλλά η περιχαράκωση και η διάσωση των δημοκρατιών και η ανάσχεση του αυταρχισμού.
Για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων χρειάζεται μια νέα στρατηγική σχέση. Η «στρατηγική αυτονομία» πρέπει να υπάρχει ως αξιόπιστη ευρωπαϊκή επιλογή αλλά πολιτικά και επιχειρησιακά απαιτεί χρόνο. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι δεν οριοθεοτούν την «στρατηγική αυτονομία» αντιθετικά προς τις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν δίνει την ευκαιρία για τη στρατηγική αναδιάταξη της διατλαντικής συμμαχίας. Να υπάρξει μια πιο ισότιμη σχέση, και μια νέα κατανομή ρόλων. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, πλέον, για την μετάβαση από το καθεστώς της «στρατηγικής εξάρτησης» στην διατλαντική «στρατηγική συμπληρωματικότητα».
Στα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Τουρκία αναφέρεται ότι η “Ε.Ε. θα επιδιώξει να συντονισθεί σε θέματα που αφορούν την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο με τις ΗΠΑ”. Σε δυο γραμμές πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει την ανάγκη «στρατηγικής συμπληρωματικότητας» και συνεννόησης στα μεγάλα προβλήματα.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στη στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στις 19-12-2020.