Οι φετινές αμερικανικές εκλογές είναι πρωτόγνωρες από κάθε άποψη. Και ως προς το ύφος της πολιτικής αντιπαράθεσης και ως προς τον τρόπο που τίθενται και αντιμετωπίζονται σοβαρά θέματα. Πάρτε για παράδειγμα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, που αφορούν όλους τους πολίτες του κόσμου. Καθώς η εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης επηρεάζει κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο τρόπος που συζητήθηκαν οι αμερικανορωσικές σχέσεις είναι χαρακτηριστικός. Το δημοκρατικό κόμμα κατηγόρησε τον Τραμπ ότι βλέπει τις αμερικανορωσικές σχέσεις υπό το πρίσμα των επιχειρηματικών του συμφερόντων στη Ρωσία. Η Κλίντον πήγε ένα βήμα παραπέρα, στο τελευταίο debate, αποκαλώντας τον Τραμπ πιόνι του Πούτιν. Και όλα αυτά εν μέσω γενικευμένων κατηγοριών για ευθεία παρέμβαση της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές. Οι κατηγορίες αφορούν τις στοχευμένες διαρροές των emails της Κλίντον, από τα wikileaks, σε κρίσιμες φάσεις της προεκλογικής περιόδου.
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου οι σχέσεις με τη Ρωσία είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα στην εσωτερική προεκλογική αντιπαράθεση. Ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα κύρια θέματα συζήτησης αφορούσαν την τρομοκρατία, τη γενικότερη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, και τις σχέσεις με τη Κίνα.
Η Ρωσία, όμως, αναδεικνύεται, και πάλι, ως το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η εισβολή στη Γεωργία και την Ουκρανία, και η παρέμβαση στη Συρία έχουν επιβαρύνει τις αμερικανορωσικές σχέσεις. Όπως και οι κατηγορίες για χρηματοδότηση ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη και η προσπάθεια πρέμβασης στις αμερικανικές εκλογές. Το κλίμα στα think tanks της Ουάσιγκτον, που είναι ουσιαστικά ο προθάλαμος της κάθε κυβέρνησης, είναι νεοψυχροπολεμικό.
Στα θέματα εθνικής ασφάλειας, η Κλίντον ισχυρίζεται ότι διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την καλύτερη ομάδα. Παρά το γεγονός ότι η θητεία της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για πολλούς ήταν αμφιλεγόμενη. Πολλοί της καταλογίζουν ότι η πολιτική του reset στις αμερικανορωσικές σχέσεις το 2009 ήταν λανθασμένη. Έστειλε τα λάθος μηνύματα στο Πούτιν, και οδήγησε, ουσιαστικά, στα γεγονότα της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Όπως της καταλογίζουν λανθασμένους χειρισμούς στη κρίση της Λιβύης και τα γεγονότα στο Benghazi.
Στον αντίποδα, η απόλυτη έλλειψη εμπειρίας, αλλά κυρίως γνώσεων και ευθυκρισίας του Τραμπ, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, είναι πρωτοφανής. Η επιπολαιότητα που δείχνει σε κρίσιμα θέματα, όπως η χρήση των πυρηνικών όπλων, δημιουργεί ρίγη ανησυχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σχεδόν καθ᾽ολοκληρίαν, το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής τον έχει αποκηρύξει.
Όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, οι αμερικανορωσικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια νέα ψυχροπολεμική εποχή. Γι’αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να προσέξει τα ανοίγματα της στα ρωσικά πελάγη, που είχε διακηρύξει ο Πρωθυπουργός. Γιατί η οικονομική κρίση μπορεί να μετατραπεί σε γεωπολιτική.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”