Σχέδιο Μάρσαλ: 70 χρόνια μετά

Σχέδιο Μάρσαλ: 70 χρόνια μετά

Τον Μάρτιο του 1946, στο κολλέγιο Ουέστμινστερ στην κωμόπολη Φούλτον του Μισούρι, ο Τσόρτσιλ προειδοποιούσε τις ΗΠΑ ότι από τη Βαλτική μέχρι την Αδριατική η Σοβιετική Ένωση ανύψωνε ένα σιδηρούν παραπέτασμα. Ήταν η δεύτερη προειδοποίηση. Ένα μήνα πριν ο Τζώρτζ Κέναν, τότε διπλωμάτης στη Μόσχα, είχε αποστείλει στην Ουάσιγκτον το περίφημο μακρύ τηλεγράφημα. Στο τηλεγράφημα, ο Κέναν όχι μόνον επιβεβαίωνε τον επεκτατισμό του σοβιετικού κομμουνισμού αλλά εισηγούνταν στην αμερικανική κυβέρνηση την πολιτική της ανάσχεσης. Ο Κέναν ανήκε σε μια γενιά ικανών διπλωματών όπως ο Μάρσαλ, ο Χάριμαν, ο Άτσεσον, που εγκαίρως αντιλήφθηκαν την απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού και τις ορίζουσες του διπολικού κόσμου που ανέτειλε.

Η Αμερική, μετά την εμπλοκή της σε δύο παγκόσμιους πολέμους και έχοντας παραλάβει τη σκυτάλη της ηγεμονικής δύναμης της Δύσης από τη Βρετανία, ήταν αδύνατο να επιστρέψει στην προπολεμική παράδοση του απομονωτισμού. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε πλέον αρχίσει.

Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1947, ο Τζορτζ Μάρσαλ, υπουργός Εξωτερικών του Τρούμαν, περιέγραψε σε ομιλία του στο Χάρβαρντ την αναγκαιότητα ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της Ευρώπης. Το σχέδιο αυτό, που πήρε το όνομά του, μετουσιώθηκε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα οικονομικής βοήθειας. Η αρχιτεκτονική του ήταν σχεδιασμένη ώστε να συμβάλει όχι μόνο στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό οικονομικό θαύμα αλλά και στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η αρχική διατύπωση ήταν προσεκτική ώστε η παροχή βοηθείας να απευθύνεται σε όλη την Ευρώπη. Η Αμερική δεν ήθελε την ευθύνη της διχοτόμησης της Ευρώπης. Μια τέτοια κατάληξη θα έπρεπε να είναι έργο των Σοβιετικών. Όπως και έγινε, όταν η Μόσχα απαγόρευσε στους δορυφόρους της στην Ανατολική Ευρώπη να συμμετέχουν. Το καλοκαίρι του 1947, δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες αποδέχθηκαν την αμερικανική βοήθεια, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.

Σε αντίθεση με τα προγράμματα διμερούς βοήθειας της ΟΥΝΡΑ, το σχέδιο Μάρσαλ ήταν σχέδιο περιφερειακής οικονομικής ανασυγκρότησης. Προϋπέθετε, δηλαδή, διακρατική συνεννόηση για την εκπόνηση ενός περιφερειακού σχεδίου. Η πρόθεση των Αμερικανών ήταν να δημιουργηθούν συνθήκες συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης στην Ευρώπη. Περισσότερο από την ανοικοδόμηση της Ευρώπης τούς ενδιέφερε η οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης. Έτσι, ενθάρρυναν τη δημιουργία του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, ενός διακρατικού οργανισμού, που θα λειτουργούσε ως μοχλός διεύρυνσης της συνεργασίας ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη για τη διαχείριση της οικονομικής βοήθειας. Ο Οργανισμός συνέβαλε καθοριστικά στην οικονομική ανάκαμψη της Δυτικής Ευρώπης και στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας συνεργασίας που αργότερα θα οδηγούσε στον Οργανισμό Άνθρακα και Χάλυβα και, τελικά, στη Συνθήκη της Ρώμης και στην ΕΟΚ. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν το όραμα μεγάλων Ευρωπαίων όπως ο Σουμάν, ο Αντενάουερ, ο Σπινέλι, ο Σπάακ, ο Μονέ. Η αμερικανική πολιτική και το σχέδιο Μάρσαλ ήταν αυτά που καλιέργησαν το έδαφος για τη σπορά του οράματος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η ύφεση της δημοκρατίας

Η ύφεση της δημοκρατίας

Οι τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν ο θρίαμβος της δημοκρατίας. Η μετάβαση στη δημοκρατία στον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και σε χώρες της λατινικής και νότιας Αμερικής ήταν μια αχτίδα αισιοδοξίας. Και διδάσκονταν στα Τμήματα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών ως νομοτελειακές εξελίξεις χωρίς επιστροφή. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έφερε μια θριαμβική ευφορία, που εκφράστηκε από τον Φουκουγιάμα με το περίφημο τέλος της Ιστορίας. Την οριστική επικράτηση, δηλαδή, της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στα προτάγματα του κομμουνισμού και του φασισμού.

Στη στροφή του αιώνα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Σήμερα, όποιο δείκτη και όποια μεταβλητή και να χρησιμοποιήσουμε μετράμε τουλάχιστον 25 δημοκρατίες λιγότερες στον κόσμο. Το πολιτικό εκκρεμές δεν φαίνεται να έχει απλά σταματήσει, αλλά να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάτι που ανάγκασε τον Φουκουγιάμα να δηλώσει πρόσφατα ότι αντί για το τέλος της Ιστορίας τώρα φοβάται για το τέλος της δημοκρατίας. Ο Edward Luce στο βιβλίο του για την υποχώρηση του δυτικού φιλελευθερισμού καταγράφει τα βασικά αίτια. Η παγκοσμιοποίηση και οι εξελίξεις στην τεχνολογία διεύρυναν την ελευθερία μετακίνησης ανθρώπων. Αυτή η εξέλιξη επηρεάζει τη ζωή πολλών εργαζομένων που βλέπουν τις θέσεις εργασίας τους να απειλούνται από φθηνά εργατικά χέρια. Επιπλέον, η αυτοματοποίηση στην παραγωγή έρχεται να αποτελέσει μία ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τις θέσεις εργασίας. Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών γίνεται αγεφύρωτο, η μεσαία τάξη ισοπεδώνεται και η οικονομική ανασφάλεια διαλύει το κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτοί που μένουν πίσω, αυτοί που δεν μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, γίνονται ευάλωτοι στις σειρήνες του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Και καταλήγουν σε επιλογές τύπου Τραμπ, Λεπέν και Brexit.

Ένας δεύτερος λόγος είναι η σημαντική φθορά που έχει υποστεί η εικόνα της φιλελεύθερης δημοκρατικής Αμερικής, ως αποτέλεσμα του πρότζεκτ των νεοσυντηρητικών για τη βίαιη επιβολή της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια ανασύνταξης της προβολής της ήπιας ισχύος των ΗΠΑ από τον Ομπάμα δέχεται τώρα ένα ακόμη πλήγμα από τον Τραμπ.

Ένας τρίτος λόγος έχει να κάνει με τους υψηλούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης χωρών με ολιγαρχικά και ανελεύθερα καθεστώτα, όπως η Κίνα και μέχρι πρόσφατα και η Ρωσία. Αυτό στέλνει το μήνυμα σε άλλα κράτη και κοινωνίες στην Ευρασία αλλά και σε άλλα περιφερειακά υποσυστήματα ότι η οικονομική ανάπτυξη συνδυάζεται με την αυταρχική διακυβέρνηση.

Όλες αυτές οι εξελίξεις μαζί με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, ιδίως στην τεχνητή νοημοσύνη, θέτουν κατά πολλούς τεράστιες προκλήσεις όχι μόνο για τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα αλλά και για το αξιακό ουμανιστικό σύστημα συνολικά.

Προκλήσεις που αν δεν απαντηθούν θα σημάνουν όχι απλά την ύφεση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά το τέλος της.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ο νέος Δρόμος του Μεταξιού

Ο νέος Δρόμος του Μεταξιού

Σε μια εποχή ευρύτερων γεωπολιτικών αλλαγών, με τις περισσότερες μεγάλες δυνάμεις να οπισθοδρομούν σε μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού και εσωστρέφειας, η Κίνα ξεδιπλώνει τις πλανητικές της φιλοδοξίες. Σε μια εντυπωσιακή διεθνή συνδιάσκεψη για τα τέσσερα χρόνια από τη διακήρυξη του νέου Δρόμου του Μεταξιού συγκεντρώθηκαν εκπρόσωποι 130 χωρών και 70 διεθνών οργανισμών.

Ο νέος Δρόμος του Μεταξιού αποτελεί για την Κίνα το πρότζεκτ του αιώνα, ένα κινεζικό σχέδιο Μάρσαλ. Πρόκειται για έναν επίγειο και θαλάσσιο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ιμάντα που εκτείνεται από την Κίνα μέχρι την Ευρασία και την Ανατολική Ευρώπη από τη μια πλευρά, και τη Νοτιανατολική Ασία και την Ανατολική Αφρική από την άλλη. Ένα πρόγραμμα επενδύσεων στους τομείς των υποδομών, των μεταφορών, της ενέργειας και του εμπορίου σε 15 περιφέρειες της Κίνας και 64 χώρες. Οι υποδομές περιλαμβάνουν λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικές γραμμές, αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου και δίκτυα οπτικών ινών. Η συνολική επένδυση θα φτάσει τα 4 τρις δολάρια και θα συμπεριλάβει χώρες που διαθέτουν το 70% των ενεργειακών αποθεμάτων του κόσμου. Τα έργα υποδομών και μεταφορών που συμπεριλαμβάνει το πρότζεκτ θα δώσουν μεγάλη ώθηση στην κινεζική βιομηχανία τσιμέντου και χάλυβα. Αλλά και η βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας της Κίνας θα βρει εφαρμογές στο σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας, στα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας αλλά και στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών.

Ένας από τους στόχους του νέου δρόμου του μεταξιού είναι η μείωση των ανισοτήτων ανάμεσα στα μητροπολιτικά κέντρα των κινεζικών ακτών και τις λιγότερο ανεπτυγμένες, κυρίως αγροτικές, εκτάσεις της κινεζικής ενδοχώρας.

Πέρα από τα εσωτερικά οφέλη, η υλοποίηση του συνολικού σχεδίου θα αυξήσει κατακόρυφα την κινεζική επιρροή σε ενεργειακά κρίσιμες περιοχές και θα δημιουργήσει νέες αγορές για τις κινεζικές εταιρείες και τις κινεζικές τράπεζες. Η επιρροή αυτή διευρύνεται μέσα από τη χρηματοδότηση των έργων με ευνοϊκούς όρους από την Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων, από κινεζικά funds και τη νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, που είναι η Τράπεζα που δημιουργήθηκε από τα BRICS.

Μια τέτοιας κλίμακας διείσδυση δημιουργεί εκ των πραγμάτων ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η Ρωσία θεωρεί την Ευρασία ζωτικό της χώρο. Ενώ η Ινδία είναι ήδη ενοχλημένη από την αυξανόμενη κινεζική παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό αλλά και από τις συμφωνίες της Κίνας με το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και τη Σρι Λάνκα. Η κινεζική διείσδυση στην Πολωνία και την Ουγγαρία ανησυχεί τις Βρυξέλλες. Και η Αμερική δεν είναι διατεθειμένη να παραδώσει τα σκήπτρα της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας.

Για την Ελλάδα, πάντως, παρουσιάζονται σοβαρές επενδυτικές ευκαιρίες. Αυτό όμως προϋποθέτει μια κυβέρνηση που ευνοεί το επιχειρείν και τις επενδύσεις. Όπως έκανε η ΝΔ με το στρατηγικό άνοιγμα του λιμανιού του Πειραιά στην COSCO επί Καραμανλή. Που αποτελεί σήμερα τον συνδετικό κρίκο αυτού του γεωοικονομικού ιμάντα με τις ευρωπαϊκές αγορές.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η μοναξιά της Βρετανίας

Η μοναξιά της Βρετανίας

Οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου κλείνουν έναν κρίσιμο εκλογικό κύκλο στην Ευρώπη. Έναν εκλογικό κύκλο εν μέσω μιας πολυκρίσης και στο τέλος μιας δύσκολης δεκαετίας για την Ευρώπη. Η Ευρώπη άντεξε την επέλαση του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Το επίπεδο όμως της δυσαρέσκειας παραμένει υψηλό. Τα κοινωνικά στρώματα, που αδυνατούν να παρακολουθήσουν την παγκοσμιοποίηση και τις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και τις προκλήσεις της μετανάστευσης, αντιδρούν. Και ρέπουν σε επιλογές που έχουν κοινά στοιχεία. Τον προστατευτισμό, την αναδίπλωση στο κράτος-έθνος, την επιστροφή στο γαλατικό χωριό. Είναι επιλογές του θυμικού και λιγότερο ορθολογικές και γι´ αυτό περισσότερο ευάλωτες στις βουλές αδίστακτων δημαγωγών όπως ο Τραμπ, η Λεπέν, ο Βίλντερς, και τόσοι άλλοι.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Brexit. Οι μορφωμένοι νέοι των αστικών κέντρων ψήφισαν εναντίον του Brexit. Υπέρ ψήφισαν κυρίως οι άνω των 65 και τα εργατικά στρώματα σε περιοχές που βίωναν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της αυτοματοποίησης στην παραγωγή. Κάτι αντίστοιχο με τους ψηφοφόρους Τράμπ στη «ζώνη της σκουριάς» στην αμερικανική ενδοχώρα. Η ανέχεια και ο φόβος της μετανάστευσης τους οδήγησε να ψηφίσουν υπέρ του Brexit και την κυβέρνησή τους να διαπραγματευτεί ένα σκληρό Brexit. Αποκοπή, δηλαδή, από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση. Κι αυτό γιατί παραμονή στην ενιαία αγορά θα σήμαινε αποδοχή των τεσσάρων ελευθεριών: διακίνησης αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και κυρίως ανθρώπων. Αλλά η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων που έφερε, από το 2004, ενάμισι εκατομμύριο μετανάστες στη Βρετανία είναι για πολλούς Βρετανούς κόκκινο πανί.

Το σκληρό Brexit που προωθεί η βρετανική κυβέρνηση, με αποχώρηση από την ενιαία αγορά, θα έχει αρνητικές συνέπειες στη διακίνηση των βρετανικών προϊόντων και κατ´ επέκταση στη βρετανική οικονομία. Πολλοί, όμως, φοβούνται πλέον τη διάλυση του ίδιου του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Σκωτία ψήφισε το 2014 εναντίον της απόσχισης από το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τώρα, λόγω Brexit, βρίσκεται κοντά στην έξοδο απο την ενιαία αγορά παρά τη θέλησή της. Κι έτσι ο δρόμος παραμονής της στην ενιαία αγορά περνάει πλέον από την ανεξαρτητοποίηση από το Ηνωμένο Βασίλειο. Πέρα από τη Σκωτία, το Brexit υπονομεύει την εύθραυστη ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία. Η Ιρλανδία, μέλος της ΕΕ, απειλεί να κλείσει τα σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία, κάτι που στο παρελθόν αποτέλεσε πηγή προβλημάτων. Αλλά και το εσωτερικό μέτωπο στη Βρετανία παρουσιάζει ρωγμές. Το κόμμα των εργατικών είναι διχασμένο, αρκετοί Τόρις διαφωνούν και δυο πρωθυπουργοί, ο Τόνι Μπλερ και ο Τζων Μέιτζορ, αντιτίθενται σθεναρά.

Το Brexit από παράγοντας αποσταθεροποίησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος μεταβάλλεται, τελικά, σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της ίδιας της Βρετανίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Τι φοβάται ο Ερντογάν

Τι φοβάται ο Ερντογάν

Ο εξοπλισμός των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την Τουρκία. Σε άλλες εποχές η Τουρκία είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική στην περιοχή. Ιδιαίτερα, στον βαθμό που διακυβεύονταν ζωτικά της συμφέροντα. Σήμερα, απλώς απέσπασε μια συγκαταβατική δήλωση του αμερικανού υπουργού Άμυνας ότι τα συμφέροντά της θα προστατευτούν.

Αυτό που φοβάται η Τουρκία είναι η δημιουργία ενός αυτόνομου κουρδικού καντονίου σε μια ομοσπονδιακή Συρία στα πρότυπα του Ιρακινού Κουρδιστάν. Γιατί φοβάται ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ενός συνομόσπονδου κουρδικού κράτους και στον διαμελισμό της. Την αναθεώρηση, δηλαδή, της Συνθήκης της Λωζάννης όσον αφορά τα ανατολικά της σύνορα. Γι’ αυτό η Τουρκία κλιμακώνει τη ρητορική της όσον αφορά την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης συνολικά. Απειλεί, δηλαδή, να δημιουργήσει μια συνολικότερη κρίση εάν δεν διασφαλιστούν τα ανατολικά της σύνορα και εάν οι διευθετήσεις στην περιοχή δεν ικανοποιούν τα εθνικά της συμφέροντα.

Οι Αμερικανοί προχώρησαν στον εξοπλισμό των Κούρδων της Συρίας κυρίως γιατί είναι οι μόνες αξιόπιστες χερσαίες δυνάμεις στο πόλεμο κατά του ISIS. Κατά δεύτερο λόγο, για να ενισχύσουν τη θέση τους στη συριακή κινούμενη άμμο. Οι Κούρδοι της Συρίας έχουν πολύ λίγα κοινά στοιχεία με τις ισλαμικές δυνάμεις που αντιμάχονται το καθεστώς Άσαντ. Και είχαν αποφύγει να αντιπαρατεθούν στις στρατιωτικά υπέρτερες, λόγω ιρανικής και ρωσικής βοήθειας, δυνάμεις του Άσαντ. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άσαντ για να μη χάσουν την αμερικανική στήριξη.

Είναι γεγονός ότι η κατά καιρούς αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν, αλλά και η εν γένει πολιτεία του, τον έχουν καταστήσει έναν απρόβλεπτο και λιγότερο αξιόπιστο εταίρο. Όπως είναι δύσκολο για τους Αμερικανούς να ξεχάσουν την άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το έδαφος της στον πόλεμο του Ιράκ. Αυτό το δεύτερο μέτωπο από τον Βορρά που διακαώς επιθυμούσαν οι αμερικανοί στρατιωτικοί δεν κατέστη εφικτό. Αντίθετα, ήταν οι Κούρδοι μαχητές που πολέμησαν λυσσαλέα ενάντια στο καθεστώς του Σαντάμ.

Παρά ταύτα, η Τουρκία παραμένει γεωπολιτικά σημαντική χώρα για τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Γι’ αυτό τον λόγο, το πιθανότερο είναι ότι ο εξοπλισμός των Κούρδων της Συρίας δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από μια στρατιωτική συνεργασία περιορισμένης στόχευσης στον πόλεμο κατά του ISIS. Και δύσκολα θα εξελιχθεί σε μια πολιτική στήριξη για τη δημιουργία κουρδικού κράτους και μάλιστα με απόσχιση τουρκικών εδαφών. Είναι μια εξέλιξη, όμως, που ανησυχεί την Τουρκία και που σε άλλες εποχές θα είχε κατορθώσει να ακυρώσει. Αλλά ως γνωστόν στην πολιτική η εκδίκηση είναι πιάτο που σερβίρεται κρύο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Αναχώματα

Αναχώματα

Ο Μακρόν, με αρκετή δόση τύχης είναι αλήθεια, επικράτησε στις γαλλικές εκλογές. Κέρδισε το προεκλογικό στοίχημα. Τώρα θα πρέπει να κερδίσει και το πολιτικό. Και δεν θα είναι εύκολο. Η Γαλλία χρειάζεται πραγματική αλλαγή. Και σε οικονομικό και σε πολιτικό θεσμικό επίπεδο. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται η διαμόρφωση μιας ευρείας πλειοψηφίας. Ο Μακρόν κέρδισε τη μάχη με τη Λεπέν, αλλά τώρα θα πρέπει να κερδίσει έναν δύσκολο πόλεμο. Θα πρέπει να αναμείνουμε και το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου πριν βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα για το πως θα εξελιχθεί η προεδρία Μακρόν.

Το 34% της ψήφου που συγκέντρωσε η Λεπέν είναι ανησυχητικό. Είναι διπλάσιο από το 18% που είχε συγκεντρώσει ο πατέρας της το 2002. Η Λεπέν έχει σημειώσει σημαντική άνοδο και σε πραγματικούς αριθμούς. Στον πρώτο γύρο, το 2002, ο πατέρας της συγκέντρωσε 4. 804.713 ψήφους και 5.525.032 στον δεύτερο. Η Λεπέν συγκέντρωσε 7.679.493 στον πρώτο γύρο και 10.644.118 στον δεύτερο. Όχι μόνο διπλασίασε τις ψήφους και στους δυο γύρους, αλλά το εντυπωσιακό είναι η αύξηση των ψήφων της από τον πρώτο στον δεύτερο γύρο. Ο πατέρας της δεν κατόρθωσε να προσελκύσει ψηφοφόρους πέραν του σκληρού πυρήνα του κόμματός του στον δεύτερο γύρο. Σ’ αυτό συνέβαλε το απροκάλυπτα ναζιστικό του προσωπείο, αλλα και το ότι είχε κεντροδεξιό αντίπαλο, τον Σιράκ. Η Λεπέν προσελκύει σχεδόν τρία εκατομύρια επιπλέον ψηφοφόρους. Η απενοχοποίηση της ψήφου στη Λεπέν είναι προφανής και αποτελεί τον μεγάλο κίνδυνο. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι έχουμε το ποσοστό μικρότερης συμμετοχής από το 1969, σημαίνει ότι ο μπαμπούλας της Ακροδεξιάς δεν λειτούργησε. Είτε γιατί η επιχείρηση ευπρεπισμού που έκανε η Λεπέν στο ακροδεξιό προσωπείο της έφερε αποτελέσματα είτε γιατί το βουβό κύμα της οργής είναι βαθύτερο απ’ ό,τι αντιλαμβανόμαστε.

Τα χειρότερα, πάντως, αποφεύχθηκαν. Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος, σε Αυστρία, Ολλανδία και Γαλλία κλείνει με ανακούφιση. Απομένουν οι γερμανικές εκλογές αλλά εκεί τα πράγματα είναι λίγο ώς πολύ προβλέψιμα. Η Ευρώπη άντεξε. Με απώλειες, αλλά άντεξε. Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών, όμως, είναι τα τελευταία αναχώματα απέναντι σε ένα ρεύμα επελαύνουσας αμφισβήτησης και οργής απέναντι στο οικονομικό μοντέλο και απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Το στοίχημα για την Ευρώπη είναι αυτές οι εκλογές να μην αποδειχθούν μάχες οπισθοφυλακής αλλά προάγγελος αλλαγών. Ο Μακρόν ευαγγελίζεται μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, κοινό προϋπολογισμό και υπουργό Οικονομικών, κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτά όμως προϋποθέτουν πρώτα τη μεταρρύθμιση της γαλλικής οικονομίας και, κατόπιν, τη συναίνεση των Γερμανών. Αν τα πράγματα δεν αλλάξουν, τα αναχώματα δύσκολα θα αντέξουν στον επόμενο εκλογικό κύκλο. Και τότε οι κοινωνίες θα παραδοθούν πλήρως στον εθνολαϊκισμό και στον οικονομικό και κοινωνικό προστατευτισμό και στην οπισθοδρόμηση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

24η Απριλίου: ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Αρμενίων

24η Απριλίου: ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Αρμενίων

Ομιλία σε εκδήλωση της Επιτροπής για τη δικαίωση του αρμενικού εθνικού ζητήματος

Σεβασμιότατε Μητροπολίτη, αξιότιμε πρώην Πρόεδρε της Βουλής,
Αγαπητέ Δήμαρχε, εκλεκτοί προσκεκλημένοι
Καλημέρα σας.
Είναι ιδιαίτερη τιμή να είμαι ομιλητής στην εκδήλωση για την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Τους Έλληνες και τους Αρμένιους συνδέουν ισχυροί ιστορικοί και άρρηκτοι δεσμοί φιλίας που σφυρηλατήθηκαν στο διάβα της ιστορίας σε μαρτυρικές στιγμές.
Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί αναγκαίο όρο για τη διασφάλιση της συλλογικής αυτοσυνειδησίας της ανθρωπότητας.
Πρέπει να θυμόμαστε, ιδίως υπό τις σημερινές συνθήκες, και μπροστά στα σύννεφα που σωρεύονται στον παγκόσμιο ορίζοντα, τις χειρότερες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, όπως είναι η Αρμενική Γενοκτονία. Όχι για να καλλιεργήσουμε το μίσος και αισθήματα ρεβανσισμού εναντίον κρατών που τις διέπραξαν, αλλά για να μας θυμίζουν τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας του ανθρώπινου γένους, ώστε να αποφύγουμε στο μέλλον, ως ανθρωπότητα, ανάλογες δραματικές εμπειρίες.
Κυρίες και κύριοι,
Η Γενοκτονία των Αρμενίων δεν ήταν ένα στιγμιαίο έγκλημα, αλλά έγκλημα διαρκές.
Οι άγριοι διωγμοί άρχισαν από τον Αβδούλ Χαμίτ Β’ το 1894, με αποκορύφωμα βιαιότητας τη μεγάλη σφαγή και λεηλασία της Σασούν.
Η επικράτηση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908, επιδείνωσε την κατάσταση για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Αντί για τον σεβασμό των Συνθηκών και την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων που ευαγγελιζόταν, το νέο καθεστώς προέβη σε νέους διωγμούς κατά των Αρμενίων τον Απρίλιο του 1909 στα Άδανα και την ευρύτερη περιοχή της Κιλικίας. Οι σφαγές συνεχίστηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Στις 26 Μαρτίου 1915, αρχίζουν στο Ζεϊτούν οι σφαγές και διώξεις με σκοπό την εξολόθρευση του Αρμενικού και Χριστιανικού στοιχείου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στις 24 Απριλίου 1915, ημέρα Σάββατο, κατ’ εντολήν του Υπουργού εσωτερικών, Ταλαάτ Πασά, συλλαμβάνονται και εκτελούνται 250 πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης, βουλευτές, πρόκριτοι, συγγραφείς…
Αμέσως μετά άρχισαν ομαδικές σφαγές του αρμενικού λαού στην Ανατολική Μικρά Ασία. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Ταλαάτ στις 28 Απριλίου 1915 προς τους νομάρχες των περιοχών αυτών: «Αποφασίσθηκε να τεθεί τέρμα στο ζήτημα των Αρμενίων με εκτόπισίν τους στις ερήμους και την εξόντωση αυτού του ξενικού στοιχείου».
Οι στρατιώτες αρμενικής καταγωγής αφοπλίζονται και στέλνονται στα τάγματα εργασίας, όπου εξοντώνονται. Στις πόλεις και τα χωριά συλλαμβάνονται πρώτα οι άντρες και χωρίζονται από τις οικογένειές τους. Συνήθως εκτελούνται λίγο έξω από τους τόπους κατοικίας τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά ξεκινούν μια πορεία θανάτου προς τις ερήμους της Συρίας και της Μεσοποταμίας.
Στη Γενοκτονία συμμετείχαν Τούρκοι αλλά και Κούρδοι, που με την ειρωνεία της ιστορίας, υφίστανται σήμερα τις διώξεις του Τουρκικού κράτους.
Η Συνθήκη των Σεβρών προέβλεπε μία διευρυμένη Αρμενία, στην οποία θα υπαγόταν και η περιοχή του Πόντου, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας. Όμως μετά την εγκατάλειψή της από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την προσέγγιση Κεμάλ – Λένιν (1920), η Αρμενία σοβιετοποιείται.
Το 1922, όταν καταρρέει το μικρασιατικό μέτωπο, η Ελλάδα ηττάται. Στη Συνθήκη της Λωζάννης οι όροι «Αρμενία» ή «αρμενικός» δεν υφίστανται καν. Έτσι, το αρμενικό ζήτημα φαίνεται να «κλείνει» με τον αφανισμό ενός λαού.
Έως το 1918 πάνω από ενάμιση εκατομμύριο Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους ή αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Πολλοί εγκατέλειψαν το 1922 την Τουρκία μαζί με τους Έλληνες. Σήμερα, μόλις 50.000 Αρμένιοι ζουν στην Τουρκία, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.
Η αρμενική γενοκτονία ήταν έγκλημα διαρκές και προμελετημένο και υπήρξε ο προάγγελος των πιο σκοτεινών και αποτρόπαιων σελίδων της ιστορίας του 20ου αιώνα. Ο Αδόλφος Χίτλερ τη χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για να δικαιολογήσει το εβραϊκό ολοκαύτωμα. «Ποιος μιλάει σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;» διερωτήθηκε το 1939.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων δεν ήταν η μόνη που διεπράχθη από τους γείτονές μας. Δυστυχώς υπάρχει η Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Και υπάρχει η Γενοκτονία των Ασσυρίων ή Ασσυροχαλδαίων. Των χριστιανικών πληθυσμών της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, οι οποίοι σφαγιάστηκαν την ίδια περίοδο και υπό τις ίδιες συνθήκες με τους Έλληνες και τους Αρμενίους.
Η γενοκτονία των Αρμενίων παρέμεινε ατιμώρητη από τη διεθνή κοινότητα, παρότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων, βρισκόταν στους ηττημένους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τουρκία, ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ποτέ δεν παραδέχτηκε τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Η Τουρκία των Κεμαλιστών, και σήμερα οι Ισλαμιστές, ακολουθούν με την ίδια ένταση την πολιτική άρνησης της Γενοκτονίας και της παραχάραξης της ιστορίας. Παρά τη δήλωση συγγνώμης του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς τα εγγόνια των θυμάτων τον Απρίλιο του 2014, η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται τη γενοκτονία.
Όταν τρίτες χώρες αναγνωρίζουν, όπως η Γαλλία το 2001, ή επιχειρούν να αναγνωρίσουν, όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία ή η Βουλγαρία, τη Γενοκτονία των Αρμενίων, τότε η Τουρκία κινητοποιεί τα φιλικά προς αυτήν κέντρα, τους Τούρκους μετανάστες τού εξωτερικού ή δημιουργεί προβλήματα σε σημαντικά για τη Δύση ζητήματα. Οι πρόσφατες, μεγάλης έκτασης αντιδράσεις τής Τουρκίας για την ποινικοποίηση στη Γαλλία τής άρνησης οιασδήποτε γενοκτονίας είναι χαρακτηριστική του τρόπου που αντιδρά η Τουρκία.
Στην πολιτική της άρνησης επιστρατεύτηκαν όλα τα μέσα και επενδύθηκαν πολλά κεφάλαια σε δημόσιες σχέσεις, δωροδοκίες συγγραφέων, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων, απειλές, πιέσεις, ακόμη και δολοφονίες διανοουμένων:
• Ο Τανέρ Ακτσάμ, Τούρκος ιστορικός, επικριτής της τουρκικής πολιτικής άρνησης της Γενοκτονίας, αυτοεξορίστηκε.
• Ο Χραντ Ντίνκ, δημοσιογράφος αρμενικής καταγωγής, δολοφονήθηκε από το τουρκικό παρακράτος τον Ιανουάριο του 2007.
• Ο Ορχάν Παμούκ, που τιμήθηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας το 2006, είναι γνωστός για την κριτική του στάση στην πολιτική της Άγκυρας απέναντι στη Γενοκτονία των Αρμενίων. Το Φεβρουάριο του 2005 δήλωσε στον ξένο Τύπο ότι τα εγκλήματα κατά των Αρμενίων πρέπει να συζητηθούν από την τουρκική κοινή γνώμη. Αποτέλεσμα των δηλώσεών του ήταν να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη.

Στη δεκαετία του 2000, οι Ερντογάν και Νταβούτογλου προσπάθησαν να σκεπάσουν τη Γενοκτονία των Αρμενίων κάτω από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες».
Στα πλαίσια αυτής της ευρύτερης πολιτικής, που αφορούσε την ασφαλή διέλευση των αγωγών, Τουρκία και Αρμενία, υπό την πίεση των ΗΠΑ και της ΕΕ, υπέγραψαν το 2009 δύο Πρωτόκολλα, γνωστά ως Πρωτόκολλα της Ζυρίχης. Καμία χώρα δεν τα επικύρωσε. Η Τουρκία προσπάθησε να συνδέσει την επικύρωση με ικανοποίηση συμφερόντων της σε δύο σημαντικά ζητήματα: τη Γενοκτονία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Για τη διεθνή κοινότητα, το Αρμενικό ζήτημα, για πολλά χρόνια, φαινόταν να είχε «λυθεί» με την εξόντωση των Αρμενίων και την απορρόφηση της Αρμενίας από τη Σοβιετική Ένωση. Αυτό άρχιζε να αλλάζει μισό αιώνα μετά. Χρονιά ορόσημο ήταν το 1965, όταν, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη Γενοκτονία, μεγάλες διαδηλώσεις σε όλον τον κόσμο φανέρωσαν ότι η μνήμη ήταν ζωντανή στη δεύτερη γενιά των Αρμενίων προσφύγων ανά τον κόσμο, από την Αργεντινή μέχρι τη Σοβιετική Ένωση και από τη Σουηδία μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ! Στο Ερεβάν, μια μεγαλειώδης διαδήλωση – πρωτοφανής για τα σοβιετικά δεδομένα – με τη συμμετοχή ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, οι οποίοι φώναζαν μεταξύ άλλων «τα εδάφη μας!», ήρθε όχι μόνο να τονίσει το αίτημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας, αλλά και την αμφισβήτηση των συνόρων που είχαν επιβληθεί με τη Συνθήκη του Καρς.
Με πολύ δειλά βήματα κάποιες κυβερνήσεις και κοινοβούλια αρχίζουν να ασχολούνται με το ζήτημα και να προβαίνουν σε διάφορες μορφές αναγνώρισης της Γενοκτονίας και θεσμοθέτησης της 24ης Απριλίου ως ημέρας της μαύρης επετείου. Πολλοί ήταν οι ήρωες της αρμενικής διασποράς που αυτοκτόνησαν ή και αυτοπυρπολήθηκαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη – ακόμη και μέσα στην ίδια την Τουρκία – για να φέρουν στην επιφάνεια τα δίκαια αιτήματα του αρμενικού λαού.
Σε κάθε χώρα δημιουργήθηκαν οργανώσεις, όπως η Αρμενική Εθνική Επιτροπή που αναλάμβανε το συντονισμό της δράσης τής κάθε αρμενικής κοινότητας σε κάθε χώρα και ασκούσε πιέσεις στην τοπική κυβέρνηση. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η Αρμενική Εθνική Επιτροπή τής Αμερικής πρωταγωνίστησε και σε θέματα που αφορούν τον Ελληνισμό, όπως το Κυπριακό και το Μακεδονικό.
Ασφαλώς, η υπόθεση και οι προσπάθειες αναγνώρισης της Γενοκτονίας και ανάδειξης του Αρμενικού ζητήματος διαφοροποιούνται με την ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας, το 1991. Η συμμετοχή της ως κρατικής οντότητας σε όλους τους διεθνείς θεσμούς καλύπτει το κενό που υπήρχε από το 1920, καθώς η Σοβιετική Αρμενία δεν είχε τη δυνατότητα να ασκεί αυτόνομη εξωτερική πολιτική.
Η ανεξάρτητη Αρμενία – παρά τις αρχικές οικονομικές δυσκολίες και τον αποκλεισμό της από Τουρκία και Αζερμπαϊτζάν – μπόρεσε να ασκήσει μια ισορροπημένη εξωτερική πολιτική ανάμεσα σε Ρωσία και Η.Π.Α., με σταθερούς φίλους τόσο στην Ε.Ε., όσο και σε χώρες της Μέσης Ανατολής.
Μέχρι το 2015, 25 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα αλλά και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur).
Μόλις το 2015 η Γερμανία υπαναχώρησε από τη σταθερή μέχρι τώρα άρνησή της να χρησιμοποιήσει τον όρο «γενοκτονία» για την εξόντωση των Αρμενίων. «Η σφαγή των Αρμενίων πριν από 100 χρόνια υπήρξε γενοκτονία, το κλασικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης, μαζικής καταστροφής και απέλασης», δήλωσε ο πρόεδρος της Γερμανίας Γιοακίμ Γκάουκ, κατά την διάρκεια επιμνημόσυνης δέησης που έγινε στο Βερολίνο στις 23 Απριλίου 2015.
Κυρίες και κύριοι,
Τότε, δεν μπορούσαμε να αποτρέψουμε τη Γενοκτονία. Σήμερα όμως μπορούμε να σταματήσουμε την πολιτική της λήθης. Σήμερα, μπορούμε να διασφαλίσουμε την αποκατάσταση της Δικαιοσύνης.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων, όπως κάθε γενοκτονία, δεν αφορά μόνο έναν λαό, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα, είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Και είναι χρέος όλων μας να μην επιτρέψουμε ποτέ να επαναληφθούν παρόμοια εγκλήματα. Αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο αν διατηρήσουμε ζωντανή, από γενιά σε γενιά, τη μνήμη των εγκλημάτων αυτών που αμαύρωσαν την ιστορία. Διότι η λήθη μπορεί να αποβεί τόσο μοιραία, όσο τα ίδια τα επαχθή αυτά εγκλήματα.
Αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι η Γενοκτονία των Αρμενίων δεν είναι μια ιστορία, αλλά ενάμιση εκατομμύριο ξεχωριστές ιστορίες. Δεν είναι η ιστορία μας δολοφονίας που τελείωσε το 1918, αλλά κάθε φορά που κάποιος, άμεσα ή έμμεσα, αρνείται τη Γενοκτονία δολοφονεί ξανά και ξανά κάθε έναν από το ενάμιση εκατομμύρια άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Κυρίες και κύριοι,
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος τη χώρας Σερζ Σαρκισιάν ενάμιση εκατομμύριο μέλη της αρμενικής κοινότητας «σκοτώθηκαν μόνο και μόνο επειδή ήταν Αρμένιοι». Δυστυχώς, παρόμοιες νοοτροπίες εξακολουθούν να έχουν ρίζες στη σύγχρονη κοινωνία μας. Γι’ αυτό, αν δεν θέλουμε να ανθίσουν και πάλι, θα πρέπει να τα ξεριζώσουμε.
Πρέπει να εξαλείψουμε τα αίτια που τις προκαλούν.
Να υποστηρίξουμε το δικαίωμα στη διαφορετικότητα στο πλαίσιο μιας ανεκτικής και ανοικτής κοινωνίας.
Μόνον έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξαναζήσουμε εμείς ή τα παιδιά μας ανάλογες μελανές και αποφράδες σελίδες της ιστορίας.
Σας ευχαριστώ.

100 ημέρες Τραμπ

100 ημέρες Τραμπ

Το κυρίαρχο ερώτημα, μετά την εκλογή Τραμπ, ήταν πώς θα ανταποκριθούν οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας σε μία προεδρία αντισυστημική και με μικρή ανοχή στις συμβάσεις της αμερικανικής δημοκρατίας και την ελευθερία του Τύπου.

Η ανησυχία εντεινόταν από το γεγονός ότι ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, πέραν της εκτελεστικής εξουσίας, έχουν τον έλεγχο και της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Επιπλέον, με νέες τοποθετήσεις δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) μπορούν να επηρεάσουν δραστικά τη διαμόρφωση της ατζέντας για σοβαρά κοινωνικά θέματα. Τα θεσμικά αντίβαρα και οι παραδόσεις της αμερικανικής δημοκρατίας, όμως, φαίνεται ότι λειτουργούν αποτελεσματικά και ανασχετικά στον βολουνταριστικό τρόπο συμπεριφοράς του Τραμπ. Ήδη είδαμε τους πρώτους ελέγχους, τους πρώτους κόφτες σε μερικές από τις επιλογές του. Πρώτον, τις αποφάσεις δικαστηρίων που ανέστειλαν τα προεδρικά διατάγματα για την απαγόρευση εισόδου πολιτών από επτά χώρες. Αλλά και την αναγκαστική παραίτηση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, του Φλιν. Δεύτερον, την αρχική απόσυρση του νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, καθώς δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία. Δείγμα ότι η στήριξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν είναι δεδομένη για όλες τις πολιτικές του. Άλλωστε, στο παρελθόν, οι Δημοκρατικοί με τους Ρεπουμπλικάνους συνεργάστηκαν στο Κογκρέσο για να στερήσουν την πλειοψηφία σε νομοθετικές πρωτοβουλίες του εκάστοτε προέδρου. Είναι κομμάτι της αμερικανικής πολιτικής παράδοσης.

Το δεύτερο ερώτημα είχε να κάνει με τη θέση της Αμερικής στον κόσμο, την εξωτερική της πολιτική. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στην ταραγμένη και ασταθή εποχή που διανύουμε. Κυρίως γιατί από το 1945 και μετά η Αμερική δίνει τον τόνο στις διεθνείς εξελίξεις. Ο Τραμπ φαίνεται να ακολουθεί μια πολιτική επιλεκτικού παρεμβατισμού και οικονομικού προστατευτισμού. Βλέπει τον κόσμο ως ένα πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, της Αμερικής, της Κίνας, της Ρωσίας και της Γερμανίας. Έχει μεγαλύτερη ανοχή για σφαίρες επιρροής και λιγοστό ενδιαφέρον για τη θεσμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας. Ο κόσμος του βασίζεται περισσότερο στις νόρμες της αμοιβαιότητας και της αναλογικότητας, παρά στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Οι ΗΠΑ θα παρεμβαίνουν στον πλανήτη μόνο όταν διακυβεύονται ζωτικά τους συμφέροντα. Για τον Τραμπ η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία από την οποία ωφελούνται άλλες χώρες. Η πολιτική οικονομικού προστατευτισμού που ακολουθεί σημαίνει επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών, ιδίως αυτών που έχουν αποφέρει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ. Η αρχή έγινε με τη διάλυση της εμπορικής συμφωνίας των χωρών του Ειρηνικού. Σειρά μάλλον έχει η NAFTA. Αυτό θα σημάνει και δύσκολες εμπορικές διαπραγματεύσεις στον ευρωατλαντικό χώρο.

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυροί θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας φαίνεται να αμβλύνουν τις γωνίες μιας αντισυμβατικής και αντισυστημικής προεδρίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η νέα διαιρετική τομή

Η νέα διαιρετική τομή

Η εκλογή Τραμπ, το Brexit, οι ολλανδικές και οι γαλλικές εκλογές δύσκολα εξηγούνται με βάση την παραδοσιακή διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς. Παρουσιάζουν ανορθόδοξα πολιτικά χαρακτηριστικά, που είναι αποτέλεσμα ευρύτερων διεργασιών. Υπάρχει πλέον καταφανής αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό υπεροικοδόμημα και στις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Οι τελευταίες κατακερματίζουν την κοινωνία σε νέες ομαδοποιήσεις, που δεν λογοδοτούν στον παραδοσιακό άξονα Αριστεράς-Δεξιάς.

Η πρώτη αποτελείται απο τα «απομεινάρια» της παγκοσμιοποίησης. Αυτούς που δεν έχουν τις δυνατότητες και τις δεξιότητες να είναι ανταγωνιστικοί ή να μπορούν να επιβιώσουν σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ελεύθερης διακίνησης προσώπων, κεφαλαίων και πληροφοριών. Και μιας παραγωγικής διαδικασίας που γίνεται ολοένα και πιο εκτεχνικευμένη. Αυτοί που περιθωριοποιούνται, μένουν πίσω και αναζητούν την προστασία του κράτους έθνους και του οικονομικού προστατευτισμού. Κι αυτό αφορά τμήματα της εργασίας αλλά και του κεφαλαίου ταυτόχρονα. Απέναντι σε αυτούς είναι που το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και τα εργατικά στρώματα είναι ανταγωνιστικά στο νέο περιβάλον. Μια διαίρεση που φάνηκε στο κέντρο του καπιταλισμού, στις εκλογές των ΗΠΑ, αλλά και στην περιφέρεια του καπιταλισμού, στο δημοψήφισμα στην Τουρκία. Με την παρηκμασμένη οικονομικά ενδοχώρα απέναντι στα αστικά κέντρα της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής δραστηριότητας.

Αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα διαιρετική τομή. Από τη μια πλευρά αυτοί που υποστηρίζουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, το άνοιγμα στην Ευρώπη και την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Από την άλλη πλευρά, αυτοί που αναζητούν προστασία σε έναν ξενοφοβικό εθνικισμό και έναν οικονομικό προστατευτισμό. Με έντονα στοιχεία λαϊκισμού και, στη περίπτωση της Ευρώπης, ευρωσκεπτικισμού. Στη δεύτερη περίπτωση συνευρίσκονται κόμματα ή δυνάμεις και από την Ακροδεξιά και την Ακροαριστερά. Που, ενίοτε, συγκροτούν ανίερες συμμαχίες διαγράφοντας πλέον μια σαφή διαιρετική τομή στο εκλογικό σώμα, όπως έγινε στη χώρα μας με το πρόσφατο δημοψήφισμα.

Οι παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί παρουσιάζουν τρείς αδυναμίες. Πρώτον, υστέρηση αφομοίωσης των νέων εξελίξεων και προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Ο λόγος τους παραμένει πολυσυλλεκτικός αλλά αναντίστοιχος με τις νέες εξελίξεις. Ίσως γιατί η αντιστοίχηση θα οδηγούσε ipso facto στην αυτοαναίρεσή τους και την ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου με νέους όρους. Δεύτερον, αντιμετωπίζουν μια υποβόσκουσα κρίση νομιμοποίησης καθώς, αντί να διανέμουν ευημερία όπως στο παρελθόν, διανέμουν νέα και επαχθή βάρη. Τρίτον, η επανάσταση στις τεχνολογίες και ιδιαίτερα οι εφαρμογές στο τομέα της πληροφορίας αλλά και του πληροφορικού εκλογικού μάρκετινγκ τους στερούν παραδοσιακά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην επιρροή του εκλογικού σώματος. Εξαντλούνται στην ανανέωση προσώπων, ενώ το ζητούμενο είναι η ανανέωση του πολιτικού τους προτάγματος και η αντιστοίχησή του με τις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Για να αντιμετωπιστούν οι δυνάμεις της αντίδρασης, θα χρειαστεί μια γενναία τριγωνοποίηση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών δυνάμεων σε ένα πολιτικό πρόταγμα κοινωνικού φιλελευθερισμού.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”