Τι γυρεύει ο Μπάνον στην Ευρώπη;

Τι γυρεύει ο Μπάνον στην Ευρώπη;

Ο άνθρωπος που έκανε τον Τραμπ πρόεδρο των ΗΠΑ είναι πλέον κάτοικος Ευρώπης σε νέα αποστολή. Ο Στιβ Μπάνον προσγειώθηκε στις Βρυξέλλες με ένα φιλόδοξο σχέδιο. Να βοηθήσει στην ανατροπή του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού και να συσπειρώσει ένα πανευρωπαϊκό ακροδεξιό λαϊκιστικό κίνημα.

Η έλευση Μπάνον έχει, εύλογα, θορυβήσει το ευρωπαϊκό ιερατείο και τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες στην Ευρώπη. Ο Μπάνον θεωρείται ο ιεροκήρυκας του αμερικανικού λαϊκισμού, αυτός που έκανε το Breitbart τη ναυαρχίδα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης της Ακροδεξιάς. Διέσωσε τη φυλλορροούσα προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016 και οδήγησε στη συνέχεια τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Εναν χρόνο μετά, βέβαια, είχε απολυθεί και από τον Τραμπ και από το Breitbart, ακολουθώντας τη μοίρα των στενών συνεργατών του προέδρου που καίγονται γρήγορα στην υψικάμινο του Λευκού Οίκου.

Ο Μπάνον εμφανίζεται ως προφήτης μιας ακροδεξιάς πλανητικής αποκάλυψης αλλά δεν είναι παρά ένας επιτήδειος επαγγελματίας που σερφάρει με επιτυχία στο μεγάλο κύμα της λαϊκής δυσανεξίας του καιρού μας.

Πέρα από τις επιμέρους πολιτιστικές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, το πρώτο εμπόδιο στις προσπάθειες του Μπάνον είναι ότι η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά είναι κατ” ουσίαν αντιαμερικανική. Και η πολιτική μανιέρα του Τραμπ έχει μάλλον αφυπνίσει τον αντιαμερικανισμό στην Ευρώπη μετά την οκταετία Ομπάμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες προσπάθειές του να συντονίσει τα ακροδεξιά μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω της ίδρυσης θυγατρικών του Breitbart σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα απέτυχαν παταγωδώς, με την εξαίρεση του Breitbart του Λονδίνου, που λειτουργεί πια χωρίς τον Μπάνον.

Ο Μπάνον τοποθετεί την πρωτοβουλία του στον αντίποδα της ανοικτής κοινωνίας του Σόρος που εδώ και δύο δεκαετίες και πλέον προωθεί τις φιλελεύθερες ιδέες στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η προσπάθεια όμως να δημιουργήσει τη διεθνιστική του εθνικισμού εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση, είναι μάλλον παράδοξη. Υπάρχει, σίγουρα, ένας κοινός παρονομαστής που συναντώνται τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης. Είναι η δυσπιστία τους απέναντι στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα και το σφράγισμα των συνόρων. Αυτά όμως δεν αρκούν για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ακροδεξιού λαϊκιστικού κινήματος, όπως ονειρεύεται ο Μπάνον ή ίσως και ο Ορμπαν.

Για παράδειγμα, οι Ούγγροι και Πολωνοί εθνολαϊκιστές έχουν αγαστές σχέσεις κυρίως γιατί οι χώρες τους δεν συνορεύουν. Φανταστείτε, όμως, τους ούγγρους και τους ρουμάνους ακροδεξιούς εθνικιστές με τα μειονοτικά και συνοριακά ζητήματα ή τους γερμανούς και τους πολωνούς με το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν. Δεν θα άντεχαν για πολύ στην ίδια ευρωπαϊκή πολιτική στέγη. Δείτε το χάσμα μεταξύ των ακροδεξιών του Βορρά και των ακροδεξιών του Νότου όσον αφορά την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και την οικονομική αλληλεγγύη.

Η λαϊκιστική Ακροδεξιά υπάρχει και σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και απ” ό,τι φαίνεται θα ενισχυθεί στις εκλογές του 2019. Θα παραμείνει όμως διαιρεμένη όπως και σήμερα. Οι ιδιαιτερότητες της Ευρώπης κάνουν τη συνολική ανατροπή που ονειρεύεται ο Μπάνον αδύνατη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η δημοκρατία απειλείται

Η δημοκρατία απειλείται

Η εξάπλωση της δημοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία έγινε σε τρεις μεγάλους ιστορικούς κύκλους. Ο πρώτος διήρκεσε από το 1820 μέχρι το 1920, επεκτείνοντας το δικαίωμα της ψήφου και φέρνοντας στο φως 29 νέες δημοκρατίες. Η αντίστροφη πορεία άρχισε το 1922 με την άνοδο του Μουσολίνι στην Ιταλία. Μέχρι το 1942, με την επικράτηση του ναζισμού και του φασισμού, τα δημοκρατικά κράτη στον κόσμο είχαν μειωθεί κατά 12. Το 1945, μετά την ήττα του ολοκληρωτισμού, αρχίζει ο δεύτερος κύκλος εκδημοκρατισμού που θα διαρκέσει μέχρι το 1960. Κι αυτός ο κύκλος όμως θα αναστραφεί και πολλές χώρες θα διολισθήσουν σε δικτατορικά καθεστώτα. Ο τρίτος και πιο πρόσφατος κύκλος εκδημοκρατισμού αρχίζει το 1974 και διαρκεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του “90. Η μετάβαση στη δημοκρατία στον ευρωπαϊκό Νότο και ο εκδημοκρατισμός των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης θα δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση για την οριστική επικράτηση της δημοκρατίας.

Αντίθετα όμως, με το κλείσιμο αυτού του κύκλου αρχίζει η υποχώρηση της δημοκρατίας. Στη Ρωσία και στην Κίνα έχουμε αυταρχικά καθεστώτα, ενώ στην Τουρκία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία ανελεύθερες δημοκρατίες. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Ορμπαν, «για να είμαστε ανταγωνιστικοί διεθνώς, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις φιλελεύθερες μεθόδους οργάνωσης της κοινωνίας». Στην Αυστρία και στην Ιταλία ακραία κόμματα είναι στην κυβέρνηση και οι παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες είναι σε υποχώρηση σε όλη την Ευρώπη.

Ο λαϊκισμός με αριστερό και δεξιό πρόσημο καλπάζει. Ενίοτε, όπως στο ελληνικό παράδειγμα, σε αγαστή συνεργασία. Ακόμη και στις ΗΠΑ ένας πολωτικός λαϊκισμός διαβρώνει τα θεσμικά αντίβαρα της αμερικανικής δημοκρατίας.

Η οικονομική κρίση έχει μειώσει τα μεσαία εισοδήματα, έχει αυξήσει τις ανισότητες και έχει καταβαραθρώσει την εμπιστοσύνη στις πολιτικές ελίτ. Οι κοινωνίες ψάχνουν να επιρρίψουν ευθύνες και οι λαϊκιστές τους προσφέρουν ανενδοίαστα τους εύκολους αποδιοπομπαίους τράγους. Τους μετανάστες, το παλαιό πολιτικό σύστημα και τα παραδοσιακά κόμματα, την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.

Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι οι κύκλοι του λαϊκισμού διαρκούν συνήθως μία πενταετία και μετά το πολιτικό σύστημα επανέρχεται σε ισορροπία. Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Τα προπύργια της δημοκρατίας έχουν χάσει τη λάμψη τους. Η Αμερική του Τραμπ και η Ευρωπαϊκή Ένωση της κρίσης, του Μεταναστευτικού και του Brexit είναι λιγότερο ελκυστικές από το παρελθόν. Τα συγκεντρωτικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Κίνας και οι ανελεύθερες δημοκρατίες προβάλλουν ως εναλλακτικά πολιτικά συστήματα. Η οικονομική κρίση του 2008 και η μεταναστευτική κρίση του 2015 εκτόξευσαν τον λαϊκισμό.

Οι νέοι λαϊκιστές δημιουργούν διαιρετικές τομές με πολιτικές ταυτότητας και με άμεσο, απλό, συχνά συνωμοσιολογικό και εμπρηστικό λόγο γίνονται οικείοι στον μέσο ψηφοφόρο.

Διαβρώνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, προσπαθούν να ελέγξουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη και χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να πολώσουν τις κοινωνίες.

Η σύγχρονη απειλή κατά της δημοκρατίας δεν είναι η κατάργησή της ούτε η ακύρωση των εκλογών αλλά η διάβρωση των θεσμών του κράτους δικαίου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

83η ΔΕΘ: Οι ΗΠΑ τιμώμενη χώρα – Η ειρωνεία της Ιστορίας

83η ΔΕΘ: Οι ΗΠΑ τιμώμενη χώρα – Η ειρωνεία της Ιστορίας

Η εκθαμβωτική παρουσία των ΗΠΑ στη φετινή Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης μαρτυρά τη νέα άνοιξη στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ο αμερικανός πρεσβευτής στη χώρα μας δηλώνει ότι «ποτέ άλλοτε η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ δεν ήταν πιο δυνατή από σήμερα». Το ίδιο και ο έλληνας Πρωθυπουργός. Εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά τον Εμφύλιο και το δόγμα Τρούμαν, μια αριστερή κυβέρνηση αποδέχεται το τέλος της μεγάλης χίμαιρας, της οδυνηρής αυταπάτης. Επικυρώνοντας τη μεγάλη και ιστορική εθνική επιλογή που πολέμησε λυσσαλέα. Την ευρωατλαντική επιλογή της χώρας. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Χρόνια διαδήλωναν στην πορεία από το Πολυτεχνείο στην αμερικανική πρεσβεία με το σύνθημα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο συνεχιστής της αντιαμερικανικής παράδοσης στην Ελλάδα. Ο Πρωθυπουργός εξελέγη υποσχόμενος ότι «μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα παλέψει για το οριστικό κλείσιμο των νατοϊκών βάσεων και την απομάκρυνση, την απεμπλοκή της χώρας μας από το ΝΑΤΟ». Περιπλανήθηκε αναζητώντας άλλα ασφαλή λιμάνια στη Ρωσία του Πούτιν.

Ευτυχώς για τη χώρα και σ» αυτές τις εξωτικές του επιλογές έκανε πίσω. Εκανε κωλοτούμπα. Εστω και αργά, κατανόησε τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και τα συμφέροντα της χώρας. Και ευτυχώς αυτή η μετάβαση στον ρεαλισμό δεν κόστισε στη χώρα.

Σήμερα, η αριστερή κυβέρνηση διαπραγματεύεται τη διεύρυνση της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα. Κάτι που θα επισφραγίσει την αναβάθμιση της γεωπολιτικής αξίας της χώρας μας. Και είναι σε θέση να το κάνει γιατί η αντιπολίτευση δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ. Δεν κραυγάζει, δηλαδή, και δεν λαϊκίζει εις βάρος των συμφερόντων της χώρας για εσωτερικά οφέλη.

Η Ελλάδα έχει μακροχρόνιους δεσμούς με την Αμερική. Δεσμούς που βασίζονται σε κοινές αξίες, δημοκρατικά ιδεώδη και κοινά συμφέροντα. Και την ελληνική ομογένεια που αποτελεί συνδετικό κρίκο. Οι δύο χώρες βρέθηκαν στην ίδια όχθη της Ιστορίας στους μεγάλους πολέμους του εικοστού αιώνα. Μετά τον Β» Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα εντάχθηκε στο δημοκρατικό θεσμικό οικοδόμημα της Δύσης με ηγέτιδα και εγγυήτρια δύναμη τις ΗΠΑ. Οι στενές φιλικές και συμμαχικές σχέσεις των δύο χωρών δοκιμάστηκαν όμως στη διάρκεια της δικτατορίας και της τραγωδίας της Κύπρου.

Η προσεκτική αποστασιοποίηση του προέδρου Κλίντον από την αμερικανική πολιτική της εποχής εκείνης, στην ομιλία του κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, άνοιξε τη βαλβίδα εκτόνωσης της συσσωρευμένης έντασης.

Σήμερα ανοίγονται ορίζοντες διευρυμένης συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η αναβάθμιση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων και ο σταθεροποιητικός ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια έχουν αναβαθμίσει τη γεωπολιτική αξία της χώρας μας. Στο σταυροδρόμι ενεργειακών και μεταναστευτικών ροών, στη μεσογειακή εσχατιά της Δύσης, η Ελλάδα έχει σημαντικό ρόλο στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Η διεύρυνση της αμερικανικής παρουσίας, στρατιωτική και οικονομική, είναι καλοδεχούμενη γιατί μόνο ευεργετική μπορεί να είναι για την ασφάλεια και την οικονομία μας. Ακόμη και αν, από ειρωνεία της Ιστορίας, συντελείται στη θητεία μιας αριστερής κυβέρνησης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα ΝΕΑ

Οι ωδίνες της Ευρώπης

Οι ωδίνες της Ευρώπης

Η δεκαετία που πέρασε ήταν μια κακή δεκαετία για την Ευρώπη. Σημαδεύτηκε από δύο μεγάλες κρίσεις αλλά και αρνητικές πλανητικές εξελίξεις. Η πρώτη ήταν η διεθνής οικονομική κρίση του 2008. Η κρίση αυτή δοκίμασε όλη την ευρωζώνη και έφερε στην επιφάνεια τις διαρθρωτικές αδυναμίες των οικονομιών του Νότου, κυρίως στην Ελλάδα και την Πορτογαλία αλλά και στην Ισπανία και την Ιταλία. Η κρίση ξεπεράστηκε αλλά η αστάθεια στις οικονομίες του Νότου παραμένει. Η Ευρώπη μπορεί να βελτίωσε τους μηχανισμούς διαχείρισης ανάλογων κρίσεων αλλά δεν άλλαξε οικονομική πολιτική. Η πολιτική εμμονή σε μονόπλευρες πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας παραμένει. Και η διαίρεση Βορρά – Νότου έχει επιστρέψει ως πρόβλημα.

Η δεύτερη μεγάλη κρίση είναι η μεταναστευτική-προσφυγική κρίση. Και σ” αυτή την περίπτωση, οι χώρες του Νότου, πρωτίστως η Ελλάδα αλλά και η Ιταλία και η Ισπανία κλήθηκαν να σηκώσουν δυσανάλογο βάρος. Τα μεταναστευτικά ρεύματα, κι ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έφεραν ανασφάλεια οδηγώντας στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Αυτό συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα κόμματα που σκλήρυναν τη στάση τους και φτάσαμε, ουσιαστικά, στο κλείσιμο των συνόρων. Ακόμη και η Μέρκελ, που αρχικά έδειξε διάθεση να απορροφήσει έναν αριθμό μεταναστών και προσφύγων, άλλαξε στάση. Η πολυδιαφημισμένη ευρωπαϊκή πολιτική της αναλογικής κατανομής του βάρους σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες απέτυχε παταγωδώς. Απέμεινε μόνον η συμφωνία Ευρώπης – Τουρκίας που περιόρισε σημαντικά τις ροές. Τώρα η Ευρώπη προσανατολίζεται σε ένα σχέδιο Μάρσαλ προς τις χώρες προέλευσης σε μια προσπάθεια να εξαλείψει τα αίτια των μεταναστευτικών ροών. Αυτή όμως είναι μια μακροπρόθεσμη πολιτική που απαιτεί πολύ χρόνο για να αποδώσει.

Βραχυπρόθεσμα, η Ευρώπη έχει δυο επιλογές. Το κλείσιμο των συνόρων και τις συμφωνίες με αυταρχικά καθεστώτα, διακινητές και διάφορες πολιτοφυλακές, όπως στην περίπτωση της Λιβύης, για τον περιορισμό των ροών. Οπως μας δείχνει η εμπειρία, όμως, και τα σύνορα δεν σφραγίζονται αποτελεσματικά και οι διακινητές τελικά ενισχύονται από τέτοιες διαδικασίες. Στο Μεταναστευτικό η Ευρώπη εξακολουθεί να ισορροπεί σε ένα τεντωμένο σχοινί.

Την ίδια ώρα το ευρωπαϊκό εγχείρημα υφίσταται τους κλυδωνισμούς από τις μεγάλες πλανητικές αλλαγές. Η φιλελεύθερη διεθνής τάξη και οι προσπάθειες θεσμικής οργάνωσης της διεθνούς πολιτικής είναι σε υποχώρηση. Το δυτικό θεσμικό οικοδόμημα της μεταπολεμικής εποχής, μέρος του οποίου αποτέλεσε και η Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι σε μετάβαση. Ο κόσμος επιστρέφει σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο. Η έμφαση είναι στο εθνικό συμφέρον και στην ισχύ παρά στο δίκαιο, τους υπερεθνικούς θεσμούς και την πολυμερή διπλωματία.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση μπαίνει στην τελική ευθεία για τις εκλογές του Μαΐου σ” έναν κόσμο που αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της φιλοσοφίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Το χειρότερο είναι ότι η οικονομική κρίση και το Μεταναστευτικό έχουν οδηγήσει σε κάμψη τις μεγάλες πολιτικές οικογένειες ενώ η Ακροδεξιά και ο λαϊκισμός καλπάζουν.

Εάν οι επόμενες ευρωεκλογές φέρουν περαιτέρω κατακερματισμό του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού οι προοπτικές θα είναι εξαιρετικά δυσοίωνες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Σβησμένα κεριά

Σβησμένα κεριά

Η κυβέρνηση εισέρχεται σιγά σιγά στη χορεία των χαμένων κυβερνήσεων που ανάλωσε η μεγάλη κρίση. Ο πολιτικός της χρόνος σχηματίζει ήδη μια θλιβερή γραμμή από σβησμένα κεριά, όπως θα έλεγε ο Καβάφης. Πολιτεύτηκαν διχαστικά με λαϊκισμό και καθεστωτισμό πασχίζοντας λυσσαλέα να μην αποτελέσουν μια αριστερή πολιτική παρένθεση στην ιστορία του τόπου. Η πολιτική συγκυρία τους βοήθησε να συγκροτήσουν τη μακροβιότερη κυβέρνηση στην εποχή της μεγάλης κρίσης. Απέτυχαν όμως στρατηγικά στην προσπάθειά τους να ανοίξουν έναν νέο πολιτικό κύκλο στην ιστορία του τόπου. Έναν κύκλο με τον ΣΥΡΙΖΑ να ηγεμονεύει σε ένα αναδιαταγμένο πολιτικό σύστημα. Το μόνο που ουσιαστικά τους απέμεινε είναι η ενδοοικογενειακή επικράτηση στον χώρο μιας συρρικνωμένης Κεντροαριστεράς.

Τώρα που ο κύριος Τσίπρας βλέπει τις πολιτικές του δεξαμενές να αδειάζουν επικίνδυνα και τον πολιτικό του χρόνο να τελειώνει θυμήθηκε τη διεύρυνση. Μετά τη διχαστική του διακυβέρνηση, τη δαιμονοποίηση και τον διασυρμό των πολιτικών του αντιπάλων, ο κύριος Τσίπρας αποπειράθηκε τη σύνθεση. Λίγες μόλις μέρες μετά τη διχαστική του ομιλία στην Ιθάκη, όπου κατηγόρησε συλλήβδην την αντιπολίτευση για όλα τα δεινά του τόπου, ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να κάνει μια αμφίπλευρη διεύρυνση στον τελευταίο του ανασχηματισμό. Στην ουσία ήταν μια, εκ των προτέρων, καταδικασμένη απόπειρα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης.

Ο Πρωθυπουργός όταν μπορούσε και έπρεπε να επιδιώξει εθνική συνεννόηση και ομοψυχία δεν την επεδίωξε. Και τώρα που την επικαλείται δεν την εννοεί. Το καλοκαίρι του 2015, μετά το τέλος της αυταπάτης, η ψήφιση του Μνημονίου και η παραμονή στην Ευρώπη ήταν θέμα εθνικής επιβίωσης. Η αντιπολίτευση τότε έβαλε πλάτη και ψήφισε τη συμφωνία. Ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε τότε να αξιοποιήσει τη στάση της αντιπολίτευσης και να κάνει την υπέρβαση. Δρομολογώντας τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ανασυγκρότησης από ευρύτερες δυνάμεις. Ο Μεϊμαράκης φώναζε τότε για την ανάγκη ευρύτερων συνεργασιών. Αν είχε εισακουστεί, η χώρα θα είχε ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο και θα είχε ακολουθήσει τον δρόμο της Πορτογαλίας.

Δεν το έπραξε ο κύριος Τσίπρας. Πεισματικά και αλαζονικά επέλεξε να κυβερνήσει με τον κύριο Καμμένο. Γι” αυτό και η αντιπολίτευση, που το 2015 έπαιξε τον ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου για να σωθεί η χώρα, δεν θα το επαναλάβει τώρα για να σωθεί ο κύριος Τσίπρας.

Ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του έχουν κάνει την επιλογή τους. Θα διανύσουν τον δρόμο που τους απομένει μέχρι τις εκλογές σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης, σκανδαλολογίας και παροχολογίας. Αυτό το τρίπτυχο μαζί με το φάσμα της απλής αναλογικής πιστεύουν ότι θα είναι η σανίδα σωτηρίας τους από τον πολιτικό αφανισμό.

Η παροχολογία και το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων μαζί με την πολιτική αστάθεια, όμως, απειλούν τη χώρα με έναν νέο εκτροχιασμό. Η τελευταία πράξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση απειλεί να είναι εξίσου καταστροφική με την πρώτη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”