Θυρωρός στον Άδη

Θυρωρός στον Άδη

Η ευρωτουρκική συνάντηση στη Βάρνα επιβεβαίωσε το ρήγμα στις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας. Η σχέση αυτή δεν βασίζεται σε κοινότητα αξιών ούτε στη βάση του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Είναι μια σχέση συναλλαγής. Η Τουρκία δεν είναι και δεν συμπεριφέρεται ως μια τυπική υποψήφια προς ένταξη χώρα.

Η Τουρκία θεωρεί ότι είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ισοϋψής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ταυτότητά της δεν είναι Ευρωπαϊκή. Η Τουρκία δεν ανήκει στη Δύση, σε κάθε περίπτωση, δεν ανήκει μόνο στη Δύση. Η Δύση και η Ευρώπη αποτελούν έναν από τους κύκλους ενδιαφέροντος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο άλλος είναι η Μέση Ανατολή και ο ισλαμικός κόσμος.

Δύο χώρες είχαν μια τέτοια ιδιόμορφη σχέση με την Ευρώπη. Και οι δύο βρίσκονται στις παρυφές της Ευρώπης. Η πρώτη είναι η Βρετανία. Με το αυτοκρατορικό παρελθόν και την εξωτερική πολιτική των τριών κύκλων, της Ευρώπης, της Κοινοπολιτείας και της ιδιαίτερης σχέσης με τις ΗΠΑ, και τη νησιώτικη νοοτροπία, ουδέποτε απετέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της.

Η δεύτερη είναι η Τουρκία που ως σύγχρονος Ιανός κοιτάζει προς Δύση αλλά και Ανατολή. Με το οθωμανικό παρελθόν και τις ισλαμικές συγγένειες, η Τουρκία διαμόρφωσε ιστορικά μια σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε αντιπαλότητας είτε συναλλαγής. Υπήρξε εχθρός ή επιτήδειος ουδέτερος. Απείλησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δεν αποτέλεσε κομμάτι της ιστορικής του εξέλιξης.

Ακόμη και την περίοδο του κεμαλικού καθεστώτος, που η δυτικόστροφη πολιτική ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της Τουρκίας, δεν ήταν η αποκλειστική προτεραιότητα. Η κεμαλική πολιτική συνέκλινε πάντως με τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες της Δύσης. Ήταν η εποχή που η Δύση, και κυρίως οι ΗΠΑ, θεωρούσαν την Τουρκία ως γεωπολιτικό μοχλό. Η σταδιακή ενσωμάτωσή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα αγκυροβολούσε την Τουρκία στη Δύση. Θα δημιουργούσε μια χώρα με κοσμικό δημοκρατικό πολίτευμα που θα λειτουργούσε ως μοντέλο για τα ισλαμικά κράτη της Μέσης Ανατολής. Η λογική αυτή οδήγησε στο Ελσίνκι, όπου η Τουρκία χρίστηκε υποψήφια προς ένταξη χώρα. Για την Τουρκία, η ευρωπαϊκή πορεία δεν σηματοδοτούσε προσχώρηση αλλά ενίσχυση και πολλαπλασιασμό της ισχύος της.

Ο Ερντογάν αποκάλυψε την εργαλειακή προσέγγιση των τουρκικών ελίτ απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική. Πρώτα, τη χρησιμοποίησε για να ξεδοντιάσει το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο και να εδραιωθεί στην εξουσία. Στη συνέχεια την οριοθέτησε με όρους ισότιμης συναλλαγής. Και τώρα η συναλλαγή αυτή γίνεται με τη μορφή εκβιασμού. Ο Ερντογάν είναι θυρωρός στις πύλες του Άδη. Κρατάει στα χέρια του τον έλεγχο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων και της επιστροφής των ευρωπαίων τζιχαντιστών του ISIS. Ζητάει χρήματα και λόγο στη διευθέτηση ζητημάτων που αφορούν τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας. Επιμένει ρητορικά στην ένταξη στην Ευρώπη αλλά μόνο για λόγους παζαριού. Άλλωστε, η διολίσθηση της Τουρκίας σε ένα καθεστώς ανελεύθερης δημοκρατίας απομακρύνει ακόμη περισσότερο την Τουρκία από την Ευρώπη.

Οι Ευρωπαίοι είναι εξοργισμένοι με τα τερτίπια του. Ο μοχλός των μεταναστευτικών-προσφυγικών ρευμάτων λειτούργησε αποσταθεροποιητικά στα πολιτικά τους συστήματα. Θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την Τουρκία αναζητώντας μια νέα σχέση. Η σχέση αυτή θα πάρει πιθανότατα τη μορφή μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής σύνδεσης. Θα προβληθεί ως ενδιάμεσος σταθμός αλλά θα είναι στην ουσία ο τελικός σταθμός στο ευρωπαϊκό ταξίδι της Τουρκίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ερντογάν: ο σύγχρονος Σαμψών

Ερντογάν: ο σύγχρονος Σαμψών

Για Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο προειδοποίησε ο Ερντογάν με αφετηρία τη Συρία. «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» μοιάζει να προειδοποιεί συμμάχους και εχθρούς. Πως εξελίχθηκε ο Ερντογάν σε έναν σύγχρονο Σαμψών;

Οι εσωτερικές εξελίξεις εξηγούν ώς ένα βαθμό, όπως γράφαμε στο σημείωμα του περασμένου Σαββάτου, την αλλαγή στην εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας. Η σταδιακή μετάλλαξη της Τουρκίας του Ερντογάν από δυτικόστροφη και ευρωκεντρική, σε ισλαμική και τέλος σε αυταρχική χώρα επηρέασε σημαντικά την εκφορά και την ουσία της εξωτερικής της πολιτικής. Εξίσου σημαντικό ρόλο, όμως, έπαιξαν οι βαρύνουσες αλλαγές στο διεθνές αλλά και στο περιφερειακό περιβάλλον, στο οποίο εκδιπλώνεται η τουρκική εξωτερική πολιτική.

Στο διεθνές σύστημα, έχουμε την οπισθοδρόμηση των δημοκρατιών και την υποχώρηση της φιλελεύθερης θεσμικής τάξης. Το τέλος της ιστορίας, με την εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού μέσω της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας, αποδείχθηκε πομφόλυγα. Η ιστορία επέστρεψε με δριμύτητα. Οικονομικές ανισότητες, εμφύλιοι και διεθνείς διενέξεις, μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα διαιρούν αντί να ενώνουν τον κόσμο. Οδηγούν σε περιχαράκωση στο κράτος-έθνος, σε πολιτικές ταυτότητας και σε άνοδο των άκρων. Σε μια εποχή επαναστατικών αλλαγών στον τρόπο παραγωγής, οι νόρμες και οι συμβάσεις του πολιτικού υπεροικοδομήματος αμφισβητούνται. Ωσάν να επιστρέφει ο κόσμος σε μια εποχή μεταμοντέρνου μεσοπολέμου, όπου τα αυταρχικά ανελεύθερα καθεστώτα από παρίες προβάλλουν, αίφνης, ως εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης. Ο Ερντογάν βρίσκει περισσότερα κοινά στοιχεία με τον Πούτιν και τον Ρουχανί ή τον Σιν Τζινπίνγκ, απ’ ό,τι με τη δημοκρατική Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Ακόμη και στην Ενωμένη Ευρώπη αρχίζουν και πληθαίνουν οι μιμητές, από τον Ορμπάν μέχρι τον Κατσίνσκι. Ενώ και οι κραταιοί θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας δοκιμάζονται από τον βολουνταρισμό του Τραμπ. Αυτά τα καθεστώτα επιστρέφουν στις χομπσιανές νόρμες της ισορροπίας της ισχύος, και της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας στη διευθέτηση των διεθνών προβλημάτων.

Αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο, τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά για την Τουρκία. Ο ενταφιασμός της κεμαλικής δυτικόστροφης στρατηγικής έφερε τον εκτροχιασμό της ευρωπαϊκής προοπτικής, την επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και σε περιφερειακό επίπεδο τη διάρρηξη των σχέσεων με το Ισραήλ. Η στρατηγική του Ερντογάν να ηγηθεί του ισλαμικού κόσμου απέτυχε παταγωδώς. Από ηγεμονεύουσα δύναμη «των μηδενικών προβλημάτων», του δόγματος Νταβούτογλου, η Τουρκία έγινε μέρος όλων των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής. Βυθίζεται στη δίνη πολέμων, σεχταριστικών και περιφερειακών διενέξεων. Απειλείται ακόμη και με διαμελισμό. Ο Ερντογάν αισθάνεται βαλλόμενος πανταχόθεν, και γι’ αυτό είναι επικίνδυνος.

Η Ελλάδα πρέπει να διαφυλάξει ακέραια την αποτρεπτική της ισχύ. Έστω και αν αυτό απαιτεί ακόμη μεγαλύτερες θυσίες σε εποχή της κρίσης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ελληνοτουρκικά: επικίνδυνη όξυνση

Ελληνοτουρκικά: επικίνδυνη όξυνση

Επί Ερντογάν, η Τουρκία είχε ακολουθήσει μια πολιτική συνεχούς και συστηματικής καταγραφής των πάγιων αιτιάσεών της κατά της χώρας μας. Ακολουθώντας μια τακτική χαμηλής έντασης χωρίς όμως να υπερβαίνει τα όρια. Ακόμη και την περίοδο που, λόγω κρίσης, η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση σχετικής αδυναμίας. Η σύλληψη και κράτηση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά και η γενικότερη στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, σηματοδοτούν αλλαγή στρατηγικής και επικίνδυνη κλιμάκωση.

Η εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας είναι συνυφασμένη με τις εσωτερικές εξελίξεις. Το καθεστώς Ερντογάν διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Την ευρωπαϊκή, την ισλαμική και την αυταρχική. Σε κάθε περίοδο ο Ερντογάν νομιμοποίησε την εξουσία του σε διαφορετικό νομιμοποιητικό καμβά.

Η αρχική προσχώρηση στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ήταν ένας τακτικός ελιγμός. Έδωσε όμως στον Ερντογάν την απαραίτητη νομιμοποίηση για να αποδυναμώσει το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο μέσα από τη διεύρυνση των ελευθεριών. Όταν εδραίωσε την πολιτική του ηγεμονία, ο Ερντογάν εκτροχίασε την ευρωπαϊκή προοπτική. Αποκάλυψε την ισλαμική του ατζέντα και προχώρησε σε οριστική ρήξη με το κεμαλικό κατεστημένο. Στη διαδρομή εξαφάνισε πολιτικά όποιον απείλησε την παντοδυναμία του. Από τον Γκιουλ μέχρι τον Νταβούτογλου. Συμμάχησε με όλους με την ίδια ευκολία που συγκρούστηκε στη συνέχεια μαζί τους, αφού προηγουμένως απορρόφησε τη δύναμή τους.

Για να νομιμοποιήσει την εξουσία του στην ισλαμική εκλογική του πελατεία, υιοθέτησε ακραία αντισημιτική και αντιδυτική ρητορική. Η ισλαμική φάση του Ερντογάν έφτασε σε αδιέξοδο όταν συγκρούστηκε με τους στρατηγικούς του εταίρους, τους γκιουλενιστές, διαφωνώντας στη νομή της εξουσίας.

Αφού χρέωσε το αποτυχημένο πραξικόπημα στον Γκιουλέν και στις ΗΠΑ, άδραξε την ευκαιρία να προχωρήσει σε συνταγματική αλλαγή εδραιώνοντας την ενός ανδρός αρχή. Η στρατηγική πολιτικής νομιμοποίησης του καθεστώτος του άλλαξε. Έχοντας συγκρουστεί με κεμαλιστές και γκιουλενιστές, απευθύνεται στα φτωχά στρώματα της ενδοχώρας με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με εμπρηστικό και λαϊκιστικό λόγο. Και προσπαθεί να προσελκύσει εθνικιστές και ακροδεξιούς με ένα εθνικιστικό παραλήρημα.

Ύστερα από μια ελικοειδή πορεία ελιγμών και συγκρούσεων, ο Ερντογάν έχει, πλέον, διχάσει την Τουρκία. Ταυτόχρονα, υφίσταται την πίεση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ρεύματος και την απειλή δημιουργίας ενός κουρδικού μορφώματος. Ο Ερντογάν χειρίζεται το προσφυγικό-μεταναστευτικό ως μοχλό άσκησης πίεσης. Μαζί οξύνει τις αναθεωρητικές αιτιάσεις κατά της Ελλάδας, που για πολύ καιρό είχε βάλει στα κάτω ράφια της πολιτικής του. Συσπειρώνει το εσωτερικό του και στέλνει σαφές μήνυμα στη Δύση. Αρνητικές εξελίξεις στην περιοχή για την Τουρκία θα έχουν σοβαρά αντίποινα.

Σε μια εποχή εθνικής αδυναμίας, και ευρωατλαντικών ανακατατάξεων, η απειλή για την Ελλάδα είναι άμεση και υπαρκτή. Και απαιτείται εθνική στρατηγική και ομοψυχία για τη διαχείριση της κρίσης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η τουρκική απειλή

Η τουρκική απειλή

Από το 1974 και μετά η Τουρκία ακολουθεί σταθερά μια αναθεωρητική πολιτική στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου και στην αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Κυπριακό οι συνεχείς τουρκικές πιέσεις και οι ελληνικές υποχωρήσεις έχουν αλλοιώσει αισθητά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Έχουμε φθάσει πλέον να συζητάμε διάφορα σχέδια που προβλέπουν τη δημιουργία ενός υβριδικού μορφώματος που, κατ’ ουσίαν, θα επεκτείνει την επικυριαρχία της Τουρκίας στο σύνολο του νησιού.

Στο Αιγαίο η Τουρκία ακολούθησε, από το 1974 και μετά, μια σύνθετη πολιτική. Μια πολιτική παραβιάσεων και παραβάσεων και απαγόρευσης άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με την απειλή πολέμου. Επιπλέον, με μια πολιτική στρατιωτικοπολιτικών κρίσεων χαμηλής έντασης η Τουρκία διαβρώνει την ελληνική κυριαρχία. Δημιουργεί γκρίζες ζώνες και αυξάνει σταδιακά το εύρος των διεκδικήσεών της.

Απέναντι στην τουρκική απειλή η Ελλάδα, διαχρονικά, αντέταξε τρεις γραμμές αμύνας. Η πρώτη βασιζόταν στην επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, των διεθνών συμβάσεων και των συνθηκών. Ήταν μια ενδεδειγμένη γραμμή αμύνας για μια χώρα που σέβεται τη διεθνή έννομη τάξη και αμύνεται απέναντι σε μια παραβατική χώρα. Μόνο που η γραμμή αυτή ήταν περιορισμένης αποτελεσματικότητας καθώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται και δρα στη διεθνή πολιτική με όρους ισχύος και όχι με όρους δικαίου. Η δεύτερη γραμμή αμύνας ήταν μια πολιτική αποτροπής, μέσα από τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Η πολιτική αυτή λειτούργησε αποτελεσματικά αποτρέποντας την Τουρκία από το να αποτολμήσει μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη στην Κύπρο ή στο Αιγαίο. Δεν παρέχει όμως ικανή απάντηση στην τουρκική τακτική των κρίσεων χαμηλής έντασης. Η τρίτη γραμμή άμυνας ήταν η πολιτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Υπό την έννοια ότι μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια πιο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική χώρα. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, όμως, έχει πλέον ανακοπεί. Η Τουρκία διολισθαίνει σε ένα αυταρχικό καθεστώς και κλιμακώνει τις προκλήσεις προς κάθε κατεύθυνση εξάγοντας τα εσωτερικά της αδιέξοδα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια στρατηγική πρόκληση. Να διατηρήσει αμείωτη την αποτρεπτική της ικανότητα και να εκμεταλλευτεί διπλωματικά, σε ευρωπαϊκό και ατλαντικό επίπεδο, τη γεωπολιτική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση. Με διττή στρατηγική. Με την πολιτική της γέφυρας προς την Ευρώπη στον βαθμό που αυτή παραμένει μια εφικτή επιλογή για Τουρκία και Ευρώπη. Και με τη στρατηγική του αναχώματος της Δύσης στον βαθμό που η Τουρκία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα βυθιζόμενη στην κινούμενη άμμο του ισλαμικού μεσανατολικού inferno. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν μια Ελλάδα ενωμένη. Όχι μια Ελλάδα που τρώει τις σάρκες της.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Χωρίς στρατηγική

Χωρίς στρατηγική

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα δεν στέφθηκε με επιτυχία. Φάνηκε ότι ήταν πλημμελώς προετοιμασμένη και, κυρίως, φάνηκε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε συγκεκριμένη και ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση.

Η επίσκεψη Ερντογάν πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη και ευαίσθητη περίοδο. Και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και για την εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία. Η Τουρκία επιρρίπτει εξ ολοκλήρου τις ευθύνες για το ναυάγιο των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού στην ελληνική πλευρά. Και όσον αφορά το σχέδιο Ανάν αλλά και για τις πρόσφατες συνομιλίες. Το αφήγημα αυτό διατυπώθηκε και επισήμως από τον Ερντογάν στην Αθήνα. Και δεν απαντήθηκε επαρκώς. Το χειρότερο ήταν ότι η Αθήνα δεν φάνηκε να έχει κάποια στρατηγική για την επόμενη μέρα στο Κυπριακό.

Το άλλο σκέλος αφορούσε τη γνωστή ρητορική του Ερντογάν για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Είναι ένας ολισθηρός δρόμος που κυρίως αφορά ένα εσωτερικό ιστορικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην Τουρκία, μια σπασμωδική απάντηση στους συνολικότερους φόβους για έναν πιθανό διαμελισμό της επικράτειάς της στα ανατολικά και λιγότερο την Ελλάδα. Στο κομμάτι που αφορά την ελληνοτουρκική πτυχή, η εστίαση της σημερινής ηγεσίας της Τουρκίας δεν έγκειται στην αλλαγή των συνόρων αλλά στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Η συζήτηση, όμως, για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης ισοδυναμεί με το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Μπορεί να συμπαρασύρει τα πάντα. Για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να είχε προσυμφωνηθεί ότι δεν θα γίνει μια τέτοια συζήτηση. Και, πάντως, όχι δημόσια γιατί αποκτά μια άλλη δυναμική. Αυτή άλλωστε είναι και η πάγια Τουρκική τακτική από το 1974 και μετά. Ανά περιόδους καταγράφουν νέες αιτιάσεις οι οποίες αθροίζονται για να υπάρχει για την Τουρκία διαπραγματευτική μάζα.

Η Ελλάδα είχε ένα στρατηγικό ζητούμενο από την επίσκεψη Ερντογάν. Να στρέψει το διακύβευμα της επίσκεψης περισσότερο στις ευρωτουρκικές σχέσεις και λιγότερο στις ελληνοτουρκικές. Το κλίμα για την Τουρκία στην Ευρώπη είναι αρνητικό με πολλούς να υποστηρίζουν ακόμη και τον τερματισμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να κρατηθεί η Τουρκία σε ευρωπαϊκή τροχιά. Πρέπει να αναδείξει τα κοινά συμφέροντα που επιβάλλουν την ευρωτουρκική συνεργασία. Όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η συμφωνία για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Που είναι ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη αλλά και για την Ελλάδα.

Αντί να συζητάμε για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης θα έπρεπε να συζητάμε για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.

Προτείνοντας τρόπους, όπως μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση που, υπό προϋποθέσεις, θα βοηθούσε στην εξομάλυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων και θα κρατούσε την Τουρκία σε ευρωπαϊκή τροχιά.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Οι Ευρωτουρκικές σχέσεις λίγο πριν την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα

Οι Ευρωτουρκικές σχέσεις λίγο πριν την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα

Ο Ερντογάν επισκέπτεται την Αθήνα σε μια εποχή που οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη βρίσκονται στο ναδίρ. Ένα πολυδιαφημισμένο συνοικέσιο που άρχισε στη στροφή του αιώνα οδεύει προς διάλυση. Ο χρόνος έδειξε ότι και οι δύο πλευρές αντιμετώπισαν τη σχέση αυτή με εργαλειακό τρόπο. Η Ευρώπη ικανοποιούσε τα στρατηγικά και οικονομικά της συμφέροντα έχοντας την Τουρκία στον ευρωπαϊκό προθάλαμο. Σε μια ενταξιακή πορεία χωρίς τέλος. Η πλήρης ένταξή της δημιουργούσε αντιδράσεις και προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, και η Τουρκία του Ερντογάν επέδειξε ανάλογες προθέσεις. Ο αρχικός ζήλος του εκδημοκρατισμού, των μεταρρυθμίσεων και της σύγκλισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο κόπασε γρήγορα. Και η εξέλιξη των πραγμάτων απέδειξε ότι η διαδικασία σύγκλισης είχε ως στόχο την περιθωριοποίηση του στρατοκρατικού κεμαλικού κατεστημένου παρά την ένταξη.

Όταν ο στόχος επιτεύχθηκε, η Τουρκική Άνοιξη των πολιτικών ελευθεριών και των μεταρρυθμίσεων άρχισε να υποχωρεί. Με νομιμοποιητική βάση το πραξικόπημα και τις εξωτερικές απειλές, το καθεστώς άρχισε να σκληραίνει. Το μοντέλο της μουσουλμανικής δημοκρατίας άρχισε να δίνει τη θέση του στην ενός ανδρός αρχή, τον ερντογανικό αυταρχισμό.

Ταυτόχρονα, η παραδοσιακή καχυποψία των Τούρκων για τις προθέσεις και τις πολιτικές της Δύσης διογκώθηκε. Ο Ερντογάν υιοθέτησε ακραία αντιευρωπαϊκή ρητορική, προχώρησε σε συλλήψεις ευρωπαίων πολιτών και παρενέβη στη διαδικασία των γερμανικών εκλογών.

Το κλίμα για την Τουρκία στην Ευρώπη είναι αρνητικό, με πολλούς να υποστηρίζουν ακόμη και τον τερματισμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για όλες τις πλευρές, αλλά και για την Ελλάδα. Υπάρχουν κοινά συμφέροντα που επιβάλλουν τη συνεργασία. Τα δύο σημαντικά και επείγοντα είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η συμφωνία για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Με την ήττα του ISIS η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει την απειλή των τζιχαντιστών που επιστρέφουν από τη Συρία και το Ιράκ. Ο ρόλος της Τουρκίας στο επίπεδο της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών είναι κρίσιμος.

Η συμφωνία για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό είναι επίσης πρωταρχικής σημασίας για τη Δύση. Η Τουρκία τηρεί τη συμφωνία και έχει βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης για τα 3 εκατομμύρια πρόσφυγες στο έδαφός της. Η συμφωνία πρέπει να συνεχιστεί και η Ευρώπη να εγκρίνει και τη δεύτερη εκταμίευση κονδυλίων την ερχόμενη άνοιξη.

Εάν η πλήρης ένταξη δεν είναι εφικτή, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να κρατηθεί η Τουρκία σε ευρωπαϊκή τροχιά. Μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση, υπό προϋποθέσεις, είναι ένας ενδιάμεσος και αμοιβαία επωφελής στόχος. Θα εκσυγχρόνιζε και θα διεύρυνε την υπάρχουσα βοηθώντας στην εξομάλυνση των σχέσεων και ξαναδίνοντας προοπτική στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Τι φοβάται ο Ερντογάν

Τι φοβάται ο Ερντογάν

Ο εξοπλισμός των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την Τουρκία. Σε άλλες εποχές η Τουρκία είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική στην περιοχή. Ιδιαίτερα, στον βαθμό που διακυβεύονταν ζωτικά της συμφέροντα. Σήμερα, απλώς απέσπασε μια συγκαταβατική δήλωση του αμερικανού υπουργού Άμυνας ότι τα συμφέροντά της θα προστατευτούν.

Αυτό που φοβάται η Τουρκία είναι η δημιουργία ενός αυτόνομου κουρδικού καντονίου σε μια ομοσπονδιακή Συρία στα πρότυπα του Ιρακινού Κουρδιστάν. Γιατί φοβάται ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ενός συνομόσπονδου κουρδικού κράτους και στον διαμελισμό της. Την αναθεώρηση, δηλαδή, της Συνθήκης της Λωζάννης όσον αφορά τα ανατολικά της σύνορα. Γι’ αυτό η Τουρκία κλιμακώνει τη ρητορική της όσον αφορά την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης συνολικά. Απειλεί, δηλαδή, να δημιουργήσει μια συνολικότερη κρίση εάν δεν διασφαλιστούν τα ανατολικά της σύνορα και εάν οι διευθετήσεις στην περιοχή δεν ικανοποιούν τα εθνικά της συμφέροντα.

Οι Αμερικανοί προχώρησαν στον εξοπλισμό των Κούρδων της Συρίας κυρίως γιατί είναι οι μόνες αξιόπιστες χερσαίες δυνάμεις στο πόλεμο κατά του ISIS. Κατά δεύτερο λόγο, για να ενισχύσουν τη θέση τους στη συριακή κινούμενη άμμο. Οι Κούρδοι της Συρίας έχουν πολύ λίγα κοινά στοιχεία με τις ισλαμικές δυνάμεις που αντιμάχονται το καθεστώς Άσαντ. Και είχαν αποφύγει να αντιπαρατεθούν στις στρατιωτικά υπέρτερες, λόγω ιρανικής και ρωσικής βοήθειας, δυνάμεις του Άσαντ. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άσαντ για να μη χάσουν την αμερικανική στήριξη.

Είναι γεγονός ότι η κατά καιρούς αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν, αλλά και η εν γένει πολιτεία του, τον έχουν καταστήσει έναν απρόβλεπτο και λιγότερο αξιόπιστο εταίρο. Όπως είναι δύσκολο για τους Αμερικανούς να ξεχάσουν την άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το έδαφος της στον πόλεμο του Ιράκ. Αυτό το δεύτερο μέτωπο από τον Βορρά που διακαώς επιθυμούσαν οι αμερικανοί στρατιωτικοί δεν κατέστη εφικτό. Αντίθετα, ήταν οι Κούρδοι μαχητές που πολέμησαν λυσσαλέα ενάντια στο καθεστώς του Σαντάμ.

Παρά ταύτα, η Τουρκία παραμένει γεωπολιτικά σημαντική χώρα για τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Γι’ αυτό τον λόγο, το πιθανότερο είναι ότι ο εξοπλισμός των Κούρδων της Συρίας δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από μια στρατιωτική συνεργασία περιορισμένης στόχευσης στον πόλεμο κατά του ISIS. Και δύσκολα θα εξελιχθεί σε μια πολιτική στήριξη για τη δημιουργία κουρδικού κράτους και μάλιστα με απόσχιση τουρκικών εδαφών. Είναι μια εξέλιξη, όμως, που ανησυχεί την Τουρκία και που σε άλλες εποχές θα είχε κατορθώσει να ακυρώσει. Αλλά ως γνωστόν στην πολιτική η εκδίκηση είναι πιάτο που σερβίρεται κρύο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ενός Ανδρός Αρχή

Ενός Ανδρός Αρχή

Τον Νοέμβριο του 1922 το τουρκικό Κοινοβούλιο της Άγκυρας κατήργησε επίσημα το σουλτανάτο, βάζοντας τέλος σε 623 συναπτά έτη οθωμανικής εξουσίας. Το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης αναγνώρισε την κυριαρχία της νεότευκτης δημοκρατίας της Τουρκίας ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ατατούρκ δημιουργούσε, διά πυρός και σιδήρου, τη σύγχρονη Τουρκία ως μια κοσμική, δυτικόστροφη, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μια μετάβαση δύσκολη και κατάστικτη από πραξικοπηματικές εκτροπές, με πιο πρόσφατη αυτή του περασμένου Ιουλίου.

Σχεδόν 100 χρόνια μετά ο Ερντογάν βάζει ένα τέλος στην Τουρκία του Ατατούρκ. Έχοντας αποδομήσει μια προς μια τις παραδοχές του ατατουρκικού πρότζεκτ. Καταρχήν τη γενέθλια Συνθήκη της Λωζάννης. Κατόπιν, τη δυτικόστροφη ευρωπαϊκή της πορεία, και τέλος τον κοσμικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Ο Ερντογάν διαδράμοντας μια ελικοειδή πορεία τακτικών ελιγμών κατόρθωσε να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του. Η αρχική προσχώρηση στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν ήταν παρά ένας τακτικός ελιγμός. Που στόχευε, μέσα από τη διεύρυνση των ελευθεριών, στην αποδυνάμωση του κεμαλικού στρατοκρατικού κατεστημένου. Όταν εδραίωσε την πολιτική του ηγεμονία, ο Ερντογάν εκτροχίασε την ευρωπαϊκή προοπτική. Αποκάλυψε τη συγκεντρωτική ισλαμική του ατζέντα και δεν δίστασε να συγκρουστεί με το κεμαλικό κατεστημένο. Στη διαδρομή εξαφάνισε πολιτικά όποιον απείλησε την παντοδυναμία του. Από τον Γκιούλ μέχρι τον Νταβούτογλου.

Για να δημιουργήσει τη δική του ισλαμική εκλογική πελατεία υιοθέτησε μια αντισημιτική και αντιδυτική ρητορική. Αλλά και η ισλαμική του ατζέντα δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί εσχάτως με τους γκιουλενιστές, όταν διαφώνησαν στη νομή της εξουσίας. Συμμάχησε με όλους με την ίδια ευκολία που συγκρούστηκε στη συνέχεια μαζί τους, αφού προηγουμένως απορρόφησε τη δύναμή τους.

Αντίστοιχα, με την ίδια ευκολία, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, επέδειξε τακτική ευελιξία και ικανότητα αναδίπλωσης από ακραίες θέσεις. Όπως έκανε με τη Ρωσία και το Ισραήλ.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου τού έδωσε την αφορμή να προχωρήσει στη συνταγματική αλλαγή που θα άλλαζε τη μορφή του πολιτεύματος. Μετατρέποντάς το ουσιαστικά σε ενός ανδρός αρχή. Άδραξε την ευκαιρία. Απευθύνθηκε στα φτωχά στρώματα της ενδοχώρας με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με εμπρηστικό και λαϊκιστικό λόγο. Στους κεμαλιστές και τους ακροδεξιούς με ένα εθνικιστικό παραλήρημα. Και στους γκιουλενιστές με αντιευρωπαϊκή και αντιδυτική ρητορική. Σε μια εργώδη προσωπική προεκλογική εκστρατεία, συγκρούστηκε με όλους για να πετύχει τον στρατηγικό του στόχο. Την απόλυτη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του.

Μετά την οριακή επικράτησή του, η τουρκική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη αλλά ο Ερντογάν δεν έχει πλέον ουσιαστικό αντίπαλο. Αλλά και οι ξένες δυνάμεις δεν έχουν ουσιαστικές επιλογές. Ο εξηντατριάχρονος Ερντογάν μπορεί να θεωρείται ένας απρόβλεπτος και αναξιόπιστος μονάρχης αλλά είναι προτιμότερος από το χάος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Εκτροχιασμός

Εκτροχιασμός

Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος αρχίζει αύριο στην Ολλανδία με τους χειρότερους οιωνούς. Πολλοί Ευρωπαίοι φοβούνταν τις παρενέργειες μιας υποτροπής του ελληνικού προβλήματος στις ευρωπαϊκές εκλογές. Είχαν σχεδιάσει χωρίς τον Ερντογάν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, ο Ερντογάν έχει επιδοθεί σε ένα ανελέητο κυνηγητό των αντιπάλων του. Και μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια συγκέντρωσης εξουσίας, που κορυφώνεται με το δημοψήφισμα του Απριλίου. Σε αυτή την προσπάθεια κάθε ψήφος είναι κρίσιμη για τον Ερντογάν. Πόσω μάλλον των μουσουλμάνων των ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Που φαίνεται ότι είχαν ταχθεί πλειοψηφικά υπέρ του ΑΚΠ στις εκλογές του 2015. Κάπως έτσι συναντάται το τουρκικό δημοψήφισμα με τις ευρωπαϊκές εκλογές. Στη χειρότερη δυνατή συγκυρία. Η πολλαπλή κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, και ιδιαίτερα το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό και η ισλαμική τρομοκρατία, έχουν οδηγήσει στην άνοδο των ακραίων δυνάμεων και του λαϊκισμού. Ο φόβος των ακραίων οδήγησε τις κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Γερμανίας στην απαγόρευση ομιλιών τούρκων αξιωματούχων στο μουσουλμανικό στοιχείο. Με επιχειρήματα κοινωνικής ειρήνης και δημόσιας τάξης. Ο Ερντογάν σήκωσε το γάντι και κλιμάκωσε την ένταση κατηγορώντας τις δύο χώρες για ναζιστικές πρακτικές.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Από τη μια πλευρά προσπαθούν να αποφύγουν την κλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία από τον φόβο κατάρρευσης της συμφωνίας για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Από την άλλη, η παθητική στάση τους στην τουρκική κλιμάκωση φουσκώνει τα πανιά των εθνολαϊκιστικών κομμάτων. Για τις ακραίες ευρωπαϊκές δυνάμεις η ένταση που δημιουργείται στις σχέσεις με την Τουρκία είναι ένα αναπάντεχο δώρο. Βοηθάει στην προώθηση της ξενοφοβικής τους ατζέντας. Η ένταση και ο αποκλεισμός εξυπηρετεί και τους στόχους του Ερντογάν. Ο Ερντογάν κατηγορεί τις ευρωπαϊκές χώρες ότι εργάζονται υπέρ του Όχι στο δημοψήφισμα παρεμβαίνοντας στα εσωτερικά της Τουρκίας. Αυτό τον βοηθά να υφάνει ένα εθνικό αφήγημα ενσωματώνοντας τους κεμαλιστές και τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους. Κι ένα αντιδυτικό αφήγημα που συσπειρώνει τους ισλαμιστές και τους γκιουλενιστές. Είναι κάτι που καλλιεργεί και με τη ρητορική του για την καθυστέρηση της άρσης της βίζας για Τούρκους πολίτες. Και την πολιτική της Ευρώπης στη Συρία και το Κουρδικό. Με τον τρόπο αυτό συσπειρώνει τη διχασμένη τουρκική γνώμη και αυξάνει τις πιθανότητες να κερδίσει το δημοψήφισμα του Απριλίου.

Ο Ερντογάν έχει δείξει στο παρελθόν τακτική ευελιξία και ικανότητα αναδίπλωσης από ακραίες θέσεις όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις. Το έκανε με τη Ρωσία και το Ισραήλ. Η τακτική της κλιμάκωσης των ήδη τεταμένων ευρωτουρκικών σχέσεων λογοδοτεί στις εσωτερικές πολιτικές του επιδιώξεις. Είναι, όμως, αμφίβολο πλέον αν οι πολιτικές του επιδιώξεις συμβαδίζουν τόσο με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όσο και με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Παιχνίδια με τη φωτιά

Παιχνίδια με τη φωτιά

Η Τουρκία κλιμακώνει επικίνδυνα τις προκλήσεις στο Αιγαίο. Με παραβιάσεις που αμφισβητούν την εθνική μας κυριαρχία, και παραβάσεις των διεθνών κανόνων που διέπουν την αεροπλοΐα και ναυσιπλοΐα. Η κυβέρνηση Ερντογάν επαναφέρει τις πάγιες αναθεωρητικές αιτιάσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο με ένταση ασυνήθιστη για τα τελευταία χρόνια. Η Τουρκία ουδέποτε εγκατέλειψε τις βλέψεις της στο Αιγαίο. Η προσπάθεια όμως των ισλαμιστών του Ερντογάν να ηγηθούν του μουσουλμανικού κόσμου είχε μετατοπίσει το βάρος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα ανατολικά της σύνορα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια σχετική ηρεμία στο Αιγαίο τα τελευταία χρόνια. Ένα κλίμα αντιπαλότητας μεν, αλλά σε περιβάλλον χαμηλής και ελεγχόμενης έντασης.

Η αιφνίδια επιδείνωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι αποτέλεσμα της διεθνούς αστάθειας, των πολλαπλών αδιεξόδων της Τουρκίας, και της δικής μας αδυναμίας.

Η διεθνής αστάθεια και η εσωστρέφεια των κρίσιμων δρώντων του διεθνούς συστήματος έχει αποχαλινώσει την Άγκυρα. Στις ΗΠΑ, η μετ’ εμποδίων συγκρότηση του επιτελείου εθνικής ασφάλειας έχει οδηγήσει σε κενό πολιτικής. Και πάντως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης. Στην Ευρώπη, ο εκλογικός κύκλος που ανοίγει, αλλά και ο εκτροχιασμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αφήνουν λίγα περιθώρια παρέμβασης και επιρροής. Τέλος, η πολιτική Πούτιν, που επαναφέρει τις σφαίρες επιρροής, και προκρίνει τη βία ή την απειλή χρήσης βίας στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, δημιουργεί πρόσφορο περιβάλλον για την τουρκική συμπεριφορά. Και βρίσκεται στον αντίποδα των πάγιων ελληνικών θέσεων για σεβασμό των κανόνων δικαίου στις διακρατικές σχέσεις.

Η αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας τροφοδοτεί, επίσης, την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Ερντογάν συγκέντρωσε την εξουσία μέσα από διαδοχικές συγκρούσεις. Πρώτα με τους κεμαλιστές, στη συνέχεια με τους γκιουλενιστές. Στο επικείμενο δημοψήφισμα του Απριλίου επιδιώκει να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Η ένταση με την Ελλάδα συσπειρώνει την κοινωνία στο πρόσωπό του και του επιτρέπει να προσεταιριστεί τα ακραία στοιχεία. Από την άλλη πλευρά δίνει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μια ευκαιρία αποκατάστασης του γοήτρου τους που έχει πληγεί από τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις και τον αναποτελεσματικό διμέτωπο αγώνα κατά του PKK και του ISIS στη Συρία. Η σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας είναι και μια προσπάθεια μπούλινγκ των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Αλλά και προειδοποίηση και προτοιμασία κλίματος για το τι θα επακολουθήσει το ναυάγιο των συνομιλιών.

Η απάντηση στηn τουρκική προκλητικότητα δεν μπορεί να είναι λεονταρισμοί για εσωτερική κατανάλωση. Χρειάζεται εθνικό μέτωπο, διπλωματική ενημέρωση συμμάχων και διεθνών θεσμών, και συνετή πολιτική αποτροπής. Τα εθνικά θέματα είναι ένα πεδίο που δεν αντέχει την ελαφρότητα αυτής της κυβέρνησης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”