Οι δύο φάσεις μιας ιστορικής τομής

Οι δύο φάσεις μιας ιστορικής τομής

1974-2024 Μεταπολίτευση, ένας απολογισμός

Η θεμελίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή χωρίζεται σε δύο περιόδους. Τη μετάβαση (transition) στη δημοκρατία stricto sensu (24 Ιουλίου 1974-17 Νοεμβρίου 1974), και τη δεύτερη περίοδο της εδραίωσης (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών (17 Νοεμβρίου 1974-18 Οκτωβρίου 1981).
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα ακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του μετεμφυλιακού status quo.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης, άλλωστε, καθιστούσαν την ομαλή επιστροφή στην ομαλότητα σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα. Η απότομη κατάρρευση του καθεστώτος είχε δημιουργήσει τεράστιο κενό εξουσίας και χάος στο εσωτερικό, την ίδια ώρα που η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο οδηγούσε σε έναν γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το Πολυτεχνείο είχε αποτελέσει το terminus ad quem της χούντας, αλλά η τραγωδία της Κύπρου έφερε την χούντα ενώπιον εθνικών αδιεξόδων. Το δικτατορικό καθεστώς αποδείχθηκε ανέτοιμο, αδύναμο και απρόθυμο να αντιμετωπίσει στρατιωτικά την τουρκική εισβολή. Μετά και τη χαοτική επιστράτευση, κατέρρευσε καλώντας τους πολιτικούς να διαχειριστούν την εθνική κρίση.
Την 24η Ιουλίου, ο Καραμανλής προσγειώθηκε σε μια χώρα βυθισμένη στο χάος. Με μελετημένη στρατηγική, καίριες αποφάσεις και ταχύτητα ενεργειών, ο Καραμανλής πέτυχε να ελέγξει τις ένοπλες δυνάμεις, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού και να διαχειριστεί τα τετελεσμένα της Κυπριακής τραγωδίας που είχε δημιουργήσει η χούντα.
Άμεση προτεραιότητα του Καραμανλή, κατά τη μεταβατική περίοδο, από τις 24 Ιουλίου μέχρι τις 17 Νοεμβρίου του 1974, ήταν να διατηρήσει την ενότητα των πολιτών και την εθνική συσπείρωση που δημιουργήθηκε μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος. Συγκρότησε άμεσα κυβέρνηση εθνικής ενότητας από στελέχη της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς με άσπιλα αντιχουντικά διαπιστευτήρια. Επιπλέον, εκφράζοντας το λαϊκό αίσθημα μετά τον Ατίλλα ΙΙ, αλλά και την αντίδραση της ελληνικής πολιτείας στην απραξία της Βρετανίας (εγγυήτριας δύναμης) και την ευμενή προς την Τουρκία ουδετερότητα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ στις 15 Αυγούστου.
Δεύτερον, αποκατέστησε τον έλεγχο στο στρατό με την τοποθέτηση του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Σόλωνα Γκίκα στα κρίσιμα κυβερνητικά πόστα και έμπιστων αξιωματικών σε θέσεις κλειδιά. Οι δίκες των πρωταιτίων του πραξικοπήματος του 1967 ορίσθηκαν να διεξαχθούν μετά τις εκλογές. Ο Καραμανλής ήθελε να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά αφού θα είχε προηγουμένως ισχυροποιηθεί από τη λαϊκή εντολή στις επερχόμενες εκλογές.
Τρίτον, επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αναφέρονταν στη μοναρχία, μέχρι τις εκλογές. Το ζήτημα αυτό θα λυνόταν μετά τις εκλογές με λαϊκό δημοψήφισμα. Η Βουλή που θα προέκυπτε από τις εκλογές θα προχωρούσε στην αναθεώρηση τον Συντάγματος. Επιπλέον, μέσα από μια αλληλουχία αποφάσεων, ο Καραμανλής επανάφερε τη χώρα στην προ-χουντική νομιμότητα, όσον αφορά τις δικαστικές και δημόσιες υπηρεσίες και τα πανεπιστήμια. Ελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους, και παραχώρησε γενική αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα. Τέλος, νομιμοποίησε όλα τα πολιτικά κόμματα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.
Προκήρυξε άμεσα εκλογές στη συμβολικά φορτισμένη ημερομηνία της 17ης Νοεμβρίου του 1974, που του έδωσαν την ευρεία πλειοψηφία του 54,37%, την αναγκαία λαϊκή νομιμοποίηση και ισχυρή εντολή.
Στο σημείο αυτό, τη σταδιακή τακτική του Καραμανλή διαδέχθηκε μια δεύτερη περίοδος αποφάσεων και ενεργειών, ακόμη πιο αποφασιστικών, που οδήγησαν στην επίτευξη του συνόλου των στρατηγικών του επιδιώξεων. Σε λιγότερο από έξι μήνες οι υπεύθυνοι του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, οι υπεύθυνοι της αιματηρής καταστολής του Πολυτεχνείου και οι βασανιστές της χούντας είχαν δικαστεί και καταδικαστεί.
Η ταχύτητα της εκδίκασης των πρωταιτίων, αλλά και η μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια κάθειρξη αποτέλεσαν σημαντικές αποφάσεις. Γιατί επέτρεψαν, με δίκαιο και γρήγορο τρόπο, την καταδίκη των πρωταιτίων ώστε η χώρα να αλλάξει σελίδα. Η μετατροπή των ποινών έδειξε ότι η δημοκρατία τιμωρεί αλλά δεν εκδικείται, και απέτρεψε και τη δημιουργία ενός κλίματος ρεβανσισμού σε νοσταλγούς της χούντας στις ένοπλες δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, η αποφασιστικότητα της εκτέλεσης των ποινών της ισόβιας κάθειρξης, “όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια”, συνδύασε τη μετριοπάθεια της δημοκρατίας με την αποφασιστικότητα του κράτους στην απονομή δικαιοσύνης και την τήρηση της τάξης. Αφού είχε ολοκληρώσει την επιτυχημένη μετάβαση στη δημοκρατία (Ιούλιος 1974-Νοέμβριος 1974), ο Καραμανλής προχώρησε στην θεσμική οργάνωση της Πολιτείας και την εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών (consolidation phase).
Στη δεύτερη αυτή φάση, ο πρώτος άξονας της στρατηγικής του ήταν η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, που μας συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό Συνταγματικό πολιτισμό διευρύνοντας τις πολιτικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα και εδραιώνοντας το κράτος δικαίου.
Δεύτερον, η οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος με ένα αδιάβλητο και ανεπηρέαστο δημοψήφισμα. Τηρώντας αυστηρή ουδετερότητα, ο Καραμανλής κατέστησε τον ελληνικό λαό υπεύθυνο της επιλογής του, και πέτυχε τον ενταφιασμό του εθνικού διχασμού.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή επιλογή και η τελική ένταξη στην ΕΟΚ, εδραίωσε τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας, δημιούργησε προϋποθέσεις για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, και συνέβαλε στην καλύτερη αντιμετώπιση του διλήμματος ασφάλειας της χώρας.
Με την εκλογή του στη Προεδρία της Δημοκρατίας, την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία και τη συγκατοίκησή του με την σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Καραμανλής είχε ολοκληρώσει το μεγάλο επίτευγμα του πολιτικού εκσυγχρονισμού της χώρας.
Στα 200 χρόνια της ιστορίας του το Ελληνικό κράτος ταλανίστηκε από πολέμους, φτώχεια, κινήματα, πραξικοπήματα, εμφυλίους, χρεωκοπίες και κρίσεις. Τα τελευταία 50 χρόνια η Ελλάδα έγινε πιο σταθερή, πιο πλούσια, και πιο ασφαλής παρά τα πισωγυρίσματα. Η ρήξη με το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος. Και φέρει τη σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Δημοσίευση: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης και η Νέα Δημοκρατία

Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης και η Νέα Δημοκρατία

Περιοδικό “ΒΟΥΛΗ Επί του … περιστυλίου”

https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t075/index.html

Η μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Γ´ Ελληνική Δημοκρατία έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα απολύτως επιτυχές παράδειγμα. Και στη διεθνή δημόσια σφαίρα έχει χαρακτηριστεί ως το “ελληνικό θαύμα”.
Η ελληνική περίπτωση ξεχωρίζει όχι μόνο για τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς της μετάβασης (transition) στη δημοκρατία, αλλά και για την επιτυχημένη και ταχεία εδραίωση (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών. Ξεχωρίζει επίσης, γιατί οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας αποδείχθηκαν ανθεκτικοί σε βαθιές κρίσεις όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας.
Επίτευγμα μοναδικό για μια χώρα που η νεότερη πολιτική ιστορία της, από τη σύσταση του ελλαδικού κράτους μέχρι το 1974, ήταν κατάστικτη από κινήματα, δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολιτειακές κρίσεις και εμφυλίους. Τα δημοκρατικά ξεσπάσματα των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων του 1843 και του 1862, την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875, και το Γουδί το 1909, ακολούθησαν τα πισωγυρίσματα του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η ρήξη με αυτό το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος.
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του ancient regime. Μια επιστροφή, δηλαδή, στον στείρο αντικομουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα προσδοκία για τη μεταπολίτευση το βράδυ της 24ης Ιουλίου του 1974, ήταν η συνέχεια με την προ της επταετίας εποχή και όχι μια σημαντική καθεστωτική μεταβολή.
Για τον Καραμανλή η κατάρρευση της χούντας και το θεσμικό κενό ήταν μοναδική ευκαιρία για την “βαθιά τομή.” Για τη θεμελίωση και εδραίωση ενός στέρεου δημοκρατικού πολιτεύματος, απαλλαγμένου από τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις του Διχασμού και του Εμφυλίου. Ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, θωρακισμένου από παρεμβάσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παράκεντρων. Για τον Καραμανλή το 1974 ήταν ιστορική ευκαιρία για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του πολιτειακού και του πολιτικού πλαισίου της χώρας.
Οι δημοκρατικές μεταβάσεις ορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως η ανατροπή των δικτατοριών και η επιστροφή στη δημοκρατία. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, η μετάβαση του 1974 δεν αποτέλεσε μια απλή επιστροφή. Αντίθετα, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια “βαθιά τομή” με το παρελθόν.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, μάς συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Η ένταξη στην ΕΟΚ συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών και θεσμικών ελλειμμάτων και του διλήμματος ασφάλειας της χώρας. Τέλος, η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας, συναπετέλεσαν το δημοκρατικό “κεκτημένο της μεταπολίτευσης”.
Επιπλέον, ο Καραμανλής ίδρυσε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κόμμα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Με ιδεολογικό πρόταγμα τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και δημοκρατική λειτουργία για να αποτελέσει, και μετά την αποχώρηση του χαρισματικού ιδρυτή του, έναν βασικό πυλώνα του δημοκρατικού πολιτικού μας συστήματος. Με την ιδρυτική του διακήρυξη, το πρώτο συνέδριο και τη δημοκρατική εκλογή του διαδόχου του, ο Καραμανλής είχε ιδρύσει έναν πολιτικό φορέα με αποφασιστικό ρόλο στο θεσμικό οικοδόμημα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η ΝΔ, παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε από μια χαρισματική και εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα δεν έγινε προσωποπαγές κόμμα. Εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο κόμμα με δημοκρατική λειτουργία. Αναδεικνύοντας εννιά αρχηγούς, μετά τον ιδρυτή της, και πέντε πρωθυπουργούς.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Συνέδριο της Χαλκιδικής, στην ιστορική του ομιλία στις 5 Μαΐου 1979, καθόρισε με σαφήνεια τις αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και το όραμά του για την ελληνική κοινωνία σε πέντε κατευθυντήριους άξονες, που παραμένουν επίκαιροι. Εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, και ελεύθερη δημοκρατική οικονομία με ισχυρό κράτος που θα έχει ρυθμιστικό ρόλο για να εξισορροπεί τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις.
Η ιδεολογική διακήρυξη της Χαλκιδικής δημιούργησε το πλαίσιο για τη σύγκλιση πολιτών από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Και τις συνθήκες για μια νέα πλατιά κοινωνική συμμαχία για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Η ΝΔ, υπήρξε διαχρονικά η πολιτική μεταρρυθμιστική δύναμη με την αριστοτελική έννοια του μέτρου. Όχι του συμβιβασμού αλλά του μέτρου. Μακράν από τα άκρα είτε της υπερβολής είτε της έλλειψης. Γιατί οι καταστάσεις των άκρων βασανίζουν τον άνθρωπο, όπως γράφει ο Αριστοτέλης. Έτσι κατόρθωσε να συνδέσει σε ένα κοινό όραμα όλες τις κοινωνικές ομάδες που επιζητούν την πρόοδο.
Η ΝΔ συμπλήρωσε 50 χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας. Αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, αλλά και τα ευρωπαϊκά. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της μεταπολεμικής Ευρώπης υφίστανται τριγμούς. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά και οι Σοσιαλιστές. Στη χώρα μας, η Κεντροαριστερά μοριοποιήθηκε μεταπολιτευτικά τρεις φορές. Αρχικά η Ένωση Κέντρου, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ που την είχε διαδεχθεί, και τελευταία ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ, ο κεντροδεξιός χώρος, παρέμεινε σταθερός. Παρά τις αποχωρήσεις και τη δημιουργία μικρότερων σχημάτων, αλλά και τις εξελίξεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ορισμένοι διατύπωσαν κατά καιρούς θεωρίες περί φθαρμένου προϊόντος. Που έχουν πια οι ίδιες παραφθαρεί και διαψευστεί από το χρόνο και τα πράγματα. Γιατί σε μια χώρα που κατατρύχεται από θεσμική ασυνέχεια, η ΝΔ επιδεικνύει αξιοσημείωτη θεσμική αντοχή. Την θεσμική αντοχή και παράδοση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού κόμματος. Κι αυτό γιατί οι ιδέες της έχουν επικρατήσει. Γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών συμμερίζεται ότι η ιδανική πολιτεία είναι αυτή που συνδυάζει την ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί είναι το κόμμα που με επιτυχία ενσωματώνει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης σε ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο ορθολογικών δημοκρατικών θεσμών και δομών. Και γεφυρώνει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα με τα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά και οι μεγάλες της στρατηγικές επιλογές έχουν ιστορικά δικαιωθεί. Θεσμοθέτησε το δημοκρατικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης. Εδραίωσε το πιο στέρεο κοινοβουλευτικό πολίτευμα από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους. Διεύρυνε και κατοχύρωσε μια σειρά από ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διασφάλισε την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Επέλυσε υποδειγματικά το πολιτειακό ενταφιάζοντας τον εθνικό διχασμό. Νομιμοποίησε το ΚΚΕ επουλώνοντας τις πληγές του εμφυλίου και έδωσε στη χώρα το καλύτερο Σύνταγμα της ιστορίας της. Ενέταξε τη χώρα στην Ενωμένη Ευρώπη. Τερμάτισε τη μακρόχρονη αντιπαράθεση για το γλωσσικό καθιερώνοντας τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους.
Οι κυβερνητικές της θητείες, παρά τα όποια αναπόφευκτα λάθη και αστοχίες έχουν θετικό πρόσημο. Και σε κάθε περίπτωση ήταν πάντοτε ενάντια στη δημαγωγία και τον λαϊκισμό.

Το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης

Το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης

Η μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Γ´ Ελληνική Δημοκρατία έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα απολύτως επιτυχές παράδειγμα. Και στη διεθνή δημόσια σφαίρα έχει χαρακτηριστεί ως το “ελληνικό θαύμα.”
Η ελληνική περίπτωση ξεχωρίζει όχι μόνο για τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς της μετάβασης (transition) στη δημοκρατία, αλλά και για την επιτυχημένη και ταχεία εδραίωση (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών. Ξεχωρίζει επίσης, γιατί οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας αποδείχθηκαν ανθεκτικοί σε βαθιές κρίσεις όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας.
Επίτευγμα μοναδικό για μια χώρα που η νεότερη πολιτική ιστορία της, από τη σύσταση του ελλαδικού κράτους μέχρι το 1974, ήταν κατάστικτη από κινήματα, δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολιτειακές κρίσεις και εμφυλίους. Τα δημοκρατικά ξεσπάσματα των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων του 1843 και του 1862, την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875, και το Γουδί το 1909, ακολούθησαν τα πισωγυρίσματα του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η ρήξη με αυτό το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος.
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοί ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του ancient regime. Μια επιστροφή, δηλαδή, στον στείρο αντικομουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα προσδοκία για την μεταπολίτευση το βράδυ της 24ης Ιουλίου του 1974, ήταν η συνέχεια με την προ της επταετίας εποχή και όχι μια σημαντική καθεστωτική μεταβολή.
Για τον Καραμανλή η κατάρρευση της χούντας και το θεσμικό κενό ήταν μοναδική ευκαιρία για την “βαθιά τομή.” Για την θεμελίωση και εδραίωση ενός στέρεου δημοκρατικού πολιτεύματος, απαλλαγμένου από τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις του Διχασμού και του Εμφυλίου. Ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, θωρακισμένου από παρεμβάσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παράκεντρων. Για τον Καραμανλή το 1974 ήταν ιστορική ευκαιρία για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του πολιτειακού και του πολιτικού πλαισίου της χώρας.
Οι δημοκρατικές μεταβάσεις ορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως η ανατροπή των δικτατοριών και η επιστροφή στη δημοκρατία. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, η μετάβαση του 1974 δεν αποτέλεσε μια απλή επιστροφή. Αντίθετα, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια “βαθιά τομή” με το παρελθόν.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, μάς συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Η ένταξη στην ΕΟΚ συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών και θεσμικών ελλειμμάτων και του διλήμματος ασφάλειας της χώρας. Τέλος, η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας, συναπετέλεσαν το δημοκρατικό “κεκτημένο της μεταπολίτευσης”.

Δημοσίευση: εφημερίδα “Απογευματινή της Κυριακής”, 7 Απριλίου 2024

Νέα Μεταπολίτευση

Νέα Μεταπολίτευση

Δεν χωράει αμφιβολία ότι το μόρφωμα που μας κυβερνάει θα συνεχίσει να πολιτεύεται με τρόπο ταξικό, τιμωρητικό και βαθιά διχαστικό. Είναι η μόνη διέξοδος που έχει. Από τη μια πλευρά για να καλύψει το χάσμα ανάμεσα σ’αυτά που έλεγε και υποσχόταν, κι αυτά που κάνει. Και την ιδεολογική απόσταση ανάμεσα στις αριστερές τους θεωρίες και τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές τους πρακτικές. Από την άλλη, για να περιορίσει, όσο είναι δυνατόν, τις εκλογικές του διαρροές. Γιατί τα ανεμομαζώματα εύκολα γίνονται ανεμοσκορπίσματα.

Δεν χωράει επίσης αμφιβολία ότι η πολιτική δύναμη που θα κληθεί να φέρει την ανασύνταξη του τόπου θα είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και δεν χωράει επίσης αμφιβολία ότι όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό τόσο το καλύτερο. Όχι για τη ΝΔ, αλλά για τον τόπο. Υπό την έννοια αυτή το αίτημα των εκλογών από τη ΝΔ αποτελεί μονόδρομο. Γιατί η πολιτική είναι διαχείριση συμβόλων. Και το αίτημα των εκλογών αποτελεί το έσχατο συμβολικό όπλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Απέναντι σε μια κυβέρνηση που διχάζει με τη ρητορεία της και καταστρέφει με τις πολιτικές της.

Η ΝΔ οφείλει να διαμορφώσει ένα νέο πεδίο συναίνεσης. Αποκαθιστώντας την ενότητα της ελληνικής κοινωνίας. Για να το κάνει αυτό, η ΝΔ οφείλει να επανασυμφιλιώσει την πολιτική με τις ιδέες. Βάζοντας τέλος στην άγονη πορεία ωμού κυβερνητισμού της ταξικής νεοαριστεράς. Επανοηματοδοτώντας τις αρχές του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Ιδεολογίας ανθρωποκεντρικής, με πυξίδα την ελευθερία, την αλληλεγγύη, και τη δημοκρατία. Ιδεολογίας που δεν υπηρετεί τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, της αστικής τάξης, αλλά αυτά του κοινωνικού συνόλου. Όπως έλεγε ο Θεοτοκάς, η τρέχουσα έκφραση «αστική Δημοκρατία» περιέχει μια σκανδαλώδη αντίφαση. Η Δημοκρατία είναι του Δήμου. Η ίδια η λέξη Δημοκρατία εκφράζει ένα αίτημα λαϊκής χειραφέτησης, ισότητας, και δικαιοσύνης.

Κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Να δημιουργηθεί ένα σημείο σύγκλισης πολιτών από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και ιδεολογικές προελεύσεις. Να δημιουργηθεί μια νέα πλατιά κοινωνική συμμαχία για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη, και την ανοιχτή κοινωνία. Και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος. Η ΝΔ, όμως, πρἐπει να αποκαταστήσει την κακοποιημένη έννοια της μεταρρύθμισης. Επαναβαπτίζοντας την στην αριστοτελική έννοια του μέτρου. Όχι του συμβιβασμού αλλά του μέτρου. Μακράν από τα άκρα είτε της υπερβολής είτε της έλλειψης. Γιατί οι καταστάσεις των άκρων βασανίζουν τον άνθρωπο, έλεγε ο Αριστοτέλης.

Έτσι μόνο θα επανασυνδεθούν σε ένα κοινό όραμα όλες οι κοινωνικές ομάδες που επιζητούν την πρόοδο. Και θ’ανοίξει ο δρόμος για τη μεταμνημονιακή ανόρθωση και μια Νέα Μεταπολίτευση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”