Οι τροχοί της ιστορίας φαίνεται να περιστρέφονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πόλεμοι, ένας νέος διπολικός ανταγωνισμός, οικονομικές κρίσεις και ανισότητες, κλιματική κρίση, Ενεργειακό, ταυτοτικά ζητήματα, κρίσιμες εκλογές στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, όλα συνθέτουν το καλειδοσκόπιο ενός πλανήτη σε μετάβαση. Το 2024, που αρχίζει ήδη με πολλαπλές κρίσεις, φαίνεται ότι θα είναι χρονιά-ορόσημο για την κατεύθυνση της Ιστορίας. Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ίσως οι πιο κρίσιμες στην ιστορία της, θα καθορίσουν το μέλλον της Δύσης. Ο Τραμπ που αποπειράθηκε ένα πραξικόπημα κατά της αμερικανικής δημοκρατίας, προαναγγέλει τώρα απροκάλυπτα μια δικτατορία. Το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας, όμως, αφορά όλη τη Δύση καθώς και τον πλανήτη συνολικά. Η φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και η εβδομηκονταετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η εξαίρεση στην Ιστορία. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές και οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας προωθήθηκαν και στηρίχθηκαν από την υπερδύναμη του συστήματος, τις ΗΠΑ. Κι αυτό έγινε παρά τα σοβαρά ιστορικά λάθη-παρεκκλίσεις του συγχρωτισμού με δικτατορικά καθεστώτα μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο. Επανεκλογή Τραμπ θα σημάνει αποσύνδεση (decoupling) Ευρώπης και Αμερικής και αποδόμηση των πολυμερών θεσμών που συνέθεσαν τη μεταπολεμική δυτική φιλελεύθερη τάξη, προεξάρχοντος του ΝΑΤΟ. Το 2019, σε μια προληπτική κίνηση, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Στις 14 Δεκεμβρίου 2023, το Κογκρέσσο, με πρόσθετη νομοθετική ρύθμιση, απαγορεύει στον εκάστοτε Πρόεδρο να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ χωρίς προηγούμενη έγκριση της Γερουσίας. Η επιμονή όμως του Τραμπ και η συζήτηση και μὀνο για τυχόν αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Επανεκλογή Τραμπ θα σημάνει την ώρα της αλήθειας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βρεθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του αυταρχισμού και από Δύση και από Ανατολή, και από τις ΗΠΑ και από τη Ρωσία. Την ώρα, μάλιστα, που η «διεθνής του αυταρχισμού» έχει κάνει εισοδισμό και στην Ένωση. Το 2024 θα είναι μια τροχιοδεικτική χρονιά για το αν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα μπορέσει να ξεπεράσει τις εσωτερικές κρίσεις και να μετεξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική ένωση με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Ο εφιάλτης της επιστροφής Τραμπ είναι ενδημική ασθένεια μιαε εποχής, κατά την οποία οι οικονομικές ανισότητες, η τεχνολογική επανάσταση, το Μεταναστευτικό, το Δημογραφικό και τα ταυτοτικά ζητήματα δημιουργούν νέες κοινωνικές διαιρέσεις και δοκιμάζουν το σύστημα αξιών μας και το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Ενώ η κλιματική κρίση απειλεί πλέον την επιβίωση του πλανήτη, με τις απαντήσεις του διακρατικού διεθνούς συστήματος να αποδεικνύονται άτολμες και ανεπαρκείς. Ταυτόχρονα, οι χλωμές ηγεσίες του σήμερα δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες, που γίνονται ευάλωτοι στις σειρήνες του λαϊκισμού και του αυταρχισμού. Το μεταπολεμικό σύστημα της δυτικής, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εγκαθίδρυσή της, φιλελεύθερης τάξης δείχνει σημάδια εσωτερικών αντινομιών την ώρα που βάλλεται από τις αναθεωρητικές δυνάμεις σε πλανητικό επίπεδο. Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις από την επανεκλογή Τραμπ θα ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν, με πρώτο θύμα την Ουκρανία. Αλλά και ο Νετανιάχου θα βρει έναν υποστηρικτή στην άρνηση της λύσης των δύο κρατών στη Μέση Ανατολή. Το 2024 θα είναι χρονιά-ορόσημο, λοιπόν, για το αν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε αυτό που ονομάσαμε δυτικό τρόπο ζωής στο εσωτερικό και αν η Δύση θα παραμείνει ο σημαντικότερος γεωπολιτικός δρών σε πλανητικό επίπεδο.
Συνέντευξη στο topontiki.gr – Οι ανισότητες θολώνουν το αμερικανικό όνειρο
Ποιο είναι το διακύβευμα των ενδιάμεσων εκλογών; Τι θα καθορίσει τις επιλογές των Αμερικανών;
Καταρχάς εδώ έχουμε να κάνουμε με την πρόθεση των Ρεπουμπλικάνων να επιστρέψουν στο πολιτικό παιχνίδι. Πώς μπορεί να γίνει αυτή η επιστροφή; Με το να κερδίσουν το ένα ή και τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Δηλαδή να αποκτήσουν την πλειοψηφία είτε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είτε στη Γερουσία. Αποκτώντας την πλειοψηφία, οι Ρεπουμπλικανοί θα προσπαθήσουν να δυσχεράνουν το έργο της κυβέρνησης Μπάιντεν στα δύο χρόνια που απομένουν της προεδρίας του.
Επιπλέον επιδιώκουν να τοποθετηθούν εν όψει των επόμενων προεδρικών εκλογών του 2024. Αν κερδίσουν την Βουλή των Αντιπροσώπων αντιλαμβάνεστε πως η Επιτροπή με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου θα πρέπει να θεωρείται τελειωμένη και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν ήδη δηλώσει πως θα κάνουν Εξεταστική για να δουν γιατί οι Δημοκρατικοί έκαναν Εξεταστική…
Επίσης, θα κινήσουν διαδικασίες καθαίρεσης του Προέδρου Μπάιντεν, άρα θα επιστρέψουν με τάσεις ρεβανσισμού.
Αυτό που θα καθορίσει το αποτέλεσμα των εκλογών είναι κυρίως η οικονομία. Η οικονομιία των ΗΠΑ συνολικά δεν είναι σε κακή κατάσταση, το πρόβλημα όμως για την κυβέρνηση και την Προεδρία Μπάιντεν είναι ο πληθωρισμός. Ο πληθωρισμός ως αποτέλεσμα και της ενεργειακής κρίσης αλλά και των «πληθωριστικών» πακέτων, όπως των κατηγορούν οι αντίπαλοί του, που νομοθέτησε τα πρώτα δύο χρόνια της θητείας του. Αυτα τα δύο πακέτα, το ένα πακέτο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας μετά την πανδημία και την ανεργία, «αχρείαστο» για τους επικριτές του οι οποίοι πίστευαν πως η οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει έφερε πληθωριστικές τάσεις και το δεύτερο, το πρόγραμμα μαμούθ ανάταξης των υποδομών το οποίο επίσης σύμφωνα με τους πολιτικούς του αντιπάλους έφερε τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός λοιπόν έρχεται σήμερα να δημιουργήσει ένα πρόβλημα για τους Δημοκρατικούς γιατί ουσιαστικά επιβαρύνει την καθημερινότητα των πολιτών, τόσο στα καύσιμα όσο και στο σούπερ μάρκετ. Άρα λοιπόν η οικονομία είναι το ένα θέμα. Το δεύτερο έχει να κάνει με μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων.
Από το ζήτημα των αμβλώσεων, της οπλοκατοχής, της αποδόμησης της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των φυλετικών και άλλων διακρίσεων που είχε θεσπιστεί από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μια σειρά λοιπόν από κοινωνικά θέματα τα οποία έρχονται να μπουν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Κομβικό επίσης είναι το θέμα του νόμου και της τάξης. Οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τον Μπάιντεν ότι είναι πολύ ήπιος απέναντι στην εγκληματικότητα και ότι στερεί κονδύλια από την αστυνομία. Για παράδειγμα στην Πενσιλβάνια κατηγορούν τον κυβερνήτη ότι είναι πολύ ήπιος απέναντι στην εγκληματικότητα, έχει απονείμει πολλές χάρες κ.ο.κ. Το άλλο θέμα είναι το ζήτημα των αμβλώσεων που έχει δημιουργήσει μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα.
Η αμερικανική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη, κάτι για το οποίο ο Μπάιντεν είχε δεσμευθεί ότι θα φροντίσει να επουλώσει. Πόσο πέτυχε σε αυτό; Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί πολύ μεγάλη πρόοδος. Η αμερικανική κοινωνία αυτή τη στιγμή είναι βαθιά διχασμένη τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Ένας από τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι ότι στον πολιτικό ανταγωνισμό δεν μπαίνουν μόνο πολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά και αξιακά ζητήματα. Είναι ζητήματα υπαρξιακά, ο ρόλος της γυναίκας για παράδειγμα, αν έχει τη δυνατότητα να έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής της, τα ζητήματα της οπλοκατοχής και πώς αυτά επηρεάζουν τις ζωές των πολιτών μέσα από την ευκολία να έχει κάποιος όπλο και πώς αυτό καταλήγει σε πολλές περιπτώσεις σε μαζικές δολοφονίες, τα θέματα των διακρίσεων και άλλα.
Όλα αυτά έχουν μπει στην πολιτική αντιπαράθεση είναι ζητήματα αξιακά και έχουν πολώσει την Αμερική. Βλέπουμε πια ευκρινώς «δύο Αμερικές»: μια κοσμοπολίτικη Αμερική της προόδου, των Μητροπολιτικών κέντρων, των ακτών όπου η οικονομία έχει προχωρήσει με την τεχνολογική επανάσταση, με την ψηφιοποιημένη οικονομία, όπου υπάρχουν συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή και από την άλλη μεριά είναι η Αμερική της ενδοχώρας, των αγροτικών εκτάσεων, οι αποβιομηχανοποιημένες ζώνες της προηγούμενης οικονομίας και αυτό έχει χωρίσει την Αμερική στα δύο, αυτός ο διαχωρισμός έχει μπει και στην πολιτική αντιπαράθεση.
Οι Δημοκρατικοί έρχονται να εκφράσουν αυτά τα Μητροπολιτικά κέντρα ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι αντίθετα, να εκφράσουν την ενδοχώρα, τα αγροτικά και τα εργατικά στρώματα. Έτσι λοιπόν αυτή η πόλωση υπάρχει στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, είναι πολύ βαθιά και δεν φαίνεται προσώρας τι είναι αυτό που θα μπορέσει να επανενώσει την αμερικανική κοινωνία. Οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες έχουν θολώσει το αμερικανικό όνειρο. Ποιά ήταν βάση του αμερικανικού ονείρου; Η κοινωνική κινητικότητα. Ότι δηλαδή ανεξάρτητα από την κοινωνική σου τάξη, αν δουλέψεις σκληρά μπορείς να επιτύχεις τα πάντα. Αυτό, οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και η διεύρυνση των ανισοτήτων, το έχουν θολώσει και αυτό συντελεί στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Μετά τις ενδιάμεσες εκλογές αναμένεται να ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες για τις προεδρικές εκλογές. Τόσο ο Τραμπ, όσο και ο Μπάιντεν δηλώνουν πως θα είναι εκ νέου υποψήφιοι για τις εκλογές του 2024. Πόσο πιθανό είναι να τους δούμε να διασταυρώνουν ξανά τα ξίφη τους; Το βλέπω δύσκολο. Έχουμε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Ο μεν Μπάιντεν είναι ένας βετεράνος της πολιτικής, προσπαθεί να ανατάξει τη χώρα και οικονομικά, να ξαναφέρει την εξωτερική πολιτική σε μια σωστή κατεύθυνση, προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές, αλλά δυστυχώς είναι μια αναιμική προεδρία. Η αμερικανική πολιτική κουλτούρα βασίζεται πολύ σε συμβολισμούς και στη δύναμη ισχύος. Η προεδρία Μπάιντεν εκπέμπει μια αναιμικότητα, ο ίδιος είναι πολύ μεγάλος, βλέπετε όλες αυτές τις εικόνες που προδίδουν μια τρωτότητα και δεν εμπνέει μια παράσταση ισχύος. Είναι ένας επιπλέον παράγοντας που κοστίζει στους Δημοκρατικούς. Το βλέπω δύσκολο ο Μπάιντεν να επιμείνει στην υποψηφιότητά του το 2024 κι αν επιμείνει νομίζω ότι δεν έχει πολύ μεγάλη τύχη.
Από την άλλη πλευρά ο Τραμπ, έχει σοβαρές δικαστικές περιπέτειες. Και δεν εννοοώ μόνο τα σοβαρά ζητήματα που εξετάζει η Επιτροπή για την 6η Ιανουαρίου και την επίθεση στο Καπιτώλιο, τα οποία αν κερδίσουν οι Ρεπουμπλικάνοι θα λήξουν άδοξα, αλλά στα νομικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με φορολογικά, τις οικονομικές ατασθαλίες του Ντόναλντ Τραμπ τα οποία φαίνεται να είναι σοβαρά.
Όπως σοβαρή είναι η υπόθεση με τα απόρρητα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοικία του τέως προέδρου, χωρίς αυτά να έχουν αποχαρακτηριστεί. Αντιμετωπίζει σοβαρές περιπέτειες με τη Δικαιοσύνη και δυσκολεύομαι να δω ότι θα μπορέσει να είναι ξανά υποψήφιος.
Το χειρότερο βέβαια είναι ότι ο Τραμπ δημιούργησε σχολή στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων. ‘Εχει επηρέασει πολύ το κόμμα προς ακραίες θέσεις. Θα δούμε πολλούς υποψηφίους να ακολουθούν την τραμπική φιλοσοφία γιατί ο Τραμπ παραμένει δημοφιλής σε ένα μεγάλο μέρος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και παραμένει ικανός να μαζεύει πολιτικό χρήμα που είναι αναγκαίο για την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ.
Οι περισσότεροι υποψήφιοι θεωρούν ότι πρέπει να «φιλήσουν το χέρι Τραμπ» για να μπορέσουν να εκλεγούν. Αυτό δημιουργεί μια σέκτα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και μάλιστα μεγάλη, η οποία το φθείρει και το στρέφει προς ακραίες πολιτικές με έλλειψη σεβασμού προς τις δημοκρατικές διαδικασίες, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τις ψήφους στις προεδρικές εκλογές.
Φοβούμαι πολύ ότι μπαίνουμε σε μια κρίση της αμερικανικής δημοκρατίας η οποία είναι αυτή τη στιγμή ό,τι χειρότερο μπορεί να προκύψει.
Συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ (ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ), στην εκπομπή «Το GPS της επικαιρότητας» με τον Θάνο Σιαφάκα
«Το επίδικο των αμερικάνικων εκλογών είναι το μέλλον της δημοκρατίας της χώρας».
«Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν έχει κάνει την αυτοκάθαρση του μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Ουσιαστικά χειραγωγείται από τον πρώην πρόεδρο Τραμπ και μία σέκτα Τραμπιστών που σέρνουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στα όρια του δημοκρατικού παιγνίου, των δημοκρατικών θεσμών και των συμβάσεων της Δημοκρατίας».
Ο Ντόναλντ Τράμπ ασκεί επιρροή από το παρασκήνιο για δύο βασικούς λόγους. Αφενός ο πρώην Αμερικάνος Πρόεδρος απολαμβάνει ακόμα και σήμερα υψηλούς δημοφιλίας από μέλη και ψηφοφόρους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και αφετέρου έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει πολιτικό χρήμα που είναι αναγκαίο για κάθε εκλογική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα.
Ποια διακυβεύματα έχουν μπει στο πολιτικό επίκεντρο των ενδιάμεσων εκλογών; «Στο επίκεντρο της πολιτικής αναμέτρησης σήμερα είναι ζητήματα τα οποία άπτονται του αξιακού προτάγματος της κοινωνίας, όπως τα δικαιώματα των γυναικών, το δικαίωμα άμβλωσης, το ζήτημα της οπλοκατοχής, το ζήτημα του νόμου και τάξης. Οι Ρεπουμπλικάνοι κυρίως αυτό προσπαθούν να σκιαγραφήσουν ένα δημοκρατικό κόμμα, το οποίο είναι πολύ πιο “soft” στα ζητήματα της εγκληματικότητας».
«Είναι σίγουρο ότι εάν οι Ρεπουμπλικάνοι αποκτήσουν τον έλεγχο και των δύο σωμάτων Βουλής και Γερουσίας, τότε έχουμε μια δύσκολη διετία για την προεδρία, η οποία είναι μία αναιμική προεδρία. Ξέρουμε ότι στην Αμερική υπάρχει μια πολιτική κουλτούρα που δίνει μεγάλη σημασία στους συμβολισμούς δύναμης και ισχύος. Το γεγονός ότι ο Μπάιντεν, παρά τις αποφάσεις που έχει πάρει, δείχνει μία αδυναμία σε φυσικό επίπεδο, δημιουργεί κάποια ερωτηματικά σε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινής γνώμης. Οπότε αν χάσει και τις ενδιάμεσες κατά κράτος, αυτό θα τον καταστήσει πάρα πολύ αδύναμο».
Συνέντευξη στο ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ για τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ
«Δεν είναι εύκολη αυτή η εκλογική διαδικασία γιατί το κλίμα έχει επιδεινωθεί από τον καλπάζοντα πληθωρισμό που πλήττει και την Αμερική και ο οποίος φαίνεται στις αντλίες της βενζίνης και στα τρόφιμα των σουπερμάρκετ, κάτι που επηρεάζει την καθημερινότητα του Αμερικανού πολίτη».
«Εάν προστεθούν σε αυτά και τα συσσωρευμένα προβλήματα που έχουν να κάνουν όχι μόνο με τις οικονομικές ανισότητες, αλλά και ζητήματα που έχουν να κάνουν με αξιακά θέματα όπως οι αμβλώσεις και ένα σωρό άλλα σοβαρά κοινωνικά θέματα, βλέπουμε ότι στην Αμερική υπάρχει ένας ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης. Υπάρχει μια τεράστια πόλωση. Η Αμερική είναι σαφώς χωρισμένη στα δύο. Έχουμε την Αμερική των παγκοσμιοποιημένων και κοσμοπολίτικων μητροπολιτικών κέντρων των ακτών και έχουμε και την ενδοχώρα, τα βιομηχανικά κέντρα, τις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές, τις αγροτικές περιοχές. Και βέβαια το πρόβλημα συνίσταται στο ότι υπάρχουν πλέον και εσωτερικές πολώσεις και μέσα στα δύο κόμματα».
Οι ακραίοι πλέον έχουν καταλάβει και το Δημοκρατικό Κόμμα παρά τις προσπάθειες του Μπάιντεν να κρατήσει μια κεντρώα πολιτική, ενώ όσο αφορά στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, πλέον, πολλοί Αμερικανοί δεν λένε τους Ρεπουμπλικάνους “Republicans” αλλά “Retrumplicans”, «εννοώντας ότι βρίσκονται κάτω από την απόλυτη επιρροή του Τραμπ, ο οποίος ακόμα έχει μια υψηλή δημοφιλία στους κύκλους των Ρεπουμπλικάνων και δεύτερον, έχει μια τρομακτική ικανότητα να συσσωρεύει πολιτικό χρήμα, κάτι το οποίο είναι αναγκαίο σε όλους τους υποψηφίους». Και καθώς εμπλέκεται στις επιμέρους εκλογές, «είτε αυτές αφορούν κυβερνήτες πολιτειών, είτε γερουσιαστές, είτε βουλευτές του Κογκρέσου, αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ότι πολλοί υποψήφιοι, αν δεν “φιλήσουν το χέρι” του Τραμπ, ουσιαστικά δεν έχουν καμία τύχη».
«Και όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει από την καταστροφική και τραυματική πρώτη του προεδρία- ελπίζουμε να μην υπάρξει δεύτερη, εγώ τουλάχιστον- το πρόβλημα είναι ότι αναπαράγει μια τέτοια κουλτούρα η οποία είναι πλέον στο περιθώριο των δημοκρατικών θεσμών και των δημοκρατικών συμβάσεων» .
«Ο Τραμπ έχει κατορθώσει να πείσει ένα κομμάτι της κοινής γνώμης και την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων, πρώτον, ότι οι εκλογές εκλάπησαν από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και από τον ίδιο προσωπικά. Ακόμη, δηλαδή, υπάρχουν Αμερικανοί και θα έλεγα ότι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, το οποίο πιστεύει ότι έχασαν τις εκλογές με νοθεία. Πιστεύει αυτό το αφήγημα του Τραμπ. Δεύτερον, έχει πείσει τους οπαδούς του ότι όλες αυτές οι διώξεις τις οποίες υφίσταται για λόγους που έχουν να κάνουν με το ότι έχει καταχραστεί χρήματα ή γιατί πήρε ουσιαστικά χωρίς καμία νόμιμη νομότυπη διαδικασία και αποχαρακτήρισε πολλά απόρρητα έγγραφα και τα έκρυβε στην έπαυλή του και ούτω καθεξής, έχει πείσει ότι όλες αυτές οι νομικές επιπτώσεις και διώξεις που υφίσταται είναι κατ’ ουσία μια πολιτική δίωξη. Έχει κατορθώσει να απευθυνθεί σε ό, τι πιο αντιδραστικό κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας υπάρχει και έχει δημιουργήσει ένα πάρα πολύ ισχυρό ρεύμα. Αλλά εδώ είναι το στοίχημα. Εάν σε αυτές τις ενδιάμεσες εκλογές οι Ρεπουμπλικάνοι κάτω από αυτή την επιρροή, την τραμπική επιρροή, ουσιαστικά πάρουν είτε τη Γερουσία είτε τη Βουλή των Αντιπροσώπων είτε και τα δύο, το έργο του Μπάιντεν γίνεται πάρα πολύ δύσκολο».
Πέρα από τους χειρισμούς του Προέδρου Μπάιντεν, ιδίως στην περίοδο της πανδημίας και στο κομμάτι της επιδοματικής πολιτικής, που του χρεώνεται ότι οδήγησε στην άνοδο τον πληθωρισμό, η «αμερικανική κουλτούρα πιστεύει πολύ στη δύναμη». «Οι εικόνες ενός μεγάλου ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται πολλές φορές να τα χάνει, να μην ξέρει που βρίσκεται, τον έχει «αδυνατίσει» και ως εκ τούτου βαδίζουμε προς επισφαλείς εκλογές, υπό την έννοια ότι αν συμπεριλάβουμε σε αυτήν την αναιμική προεδρία και το γεγονός ότι η οικονομία δυστυχώς μαστίζεται από έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, αυτό είναι μια συνταγή που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο, σε αυτό το οποίο οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν gridlock, δηλαδή δεν μπορείς να κυβερνήσεις ουσιαστικά γιατί δεν ελέγχεις κανένα από τα δύο σώματα του Κογκρέσου».
Η απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία δεν υπακούει σε καμία διεθνοπολιτική λογική. Αντίκειται στα συμφέροντα των ΗΠΑ και δυναμιτίζει τις ισορροπίες στην περιοχή. Η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων αφήνει την περιοχή στο έλεος της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας. Εγκαταλείπει τους Κούρδους της Συρίας που σήκωσαν όλο το βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον του ISIS. Επιβαρύνει την ασφάλεια του Ισραήλ αφήνοντας χώρο ανάπτυξης εχθρικών ιρανικών δυνάμεων. Δίνει την ευκαιρία στον ISIS να ανασυνταχθεί. Επιβραβεύει την Τουρκία που, με κάθε τρόπο, δείχνει εδώ και καιρό την απομάκρυνσή της από τη Δύση, την περιφρόνησή της προς τις ΗΠΑ και την προσέγγισή της με τη Ρωσία. Στέλνει ένα μήνυμα αναδίπλωσης των ΗΠΑ που αποθαρρύνει φίλους και συμμάχους και αποθρασύνει αναθεωρητικές χώρες.
Ο Τραμπ πήρε την απόφαση αυτή υπό τη σκιά της έρευνας του Κογκρέσου για κατάχρηση εξουσίας και το ενδεχόμενο της καθαίρεσης να πλανάται πάνω από την Προεδρία του. Με το πρόσχημα της εκπλήρωσης της προεκλογικής του υπόσχεσης για επαναπατρισμό των Αμερικανών στρατιωτών απευθύνεται στο θυμικό των εκλογέων του βλάπτοντας όμως, μακροπρόθεσμα, τα αμερικανικά συμφέροντα. Προσπαθεί να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του για να εγκλωβίσει τους αντιπροσώπους τους, ρεπουμπλικανούς Γερουσιαστές, που τους έχει ανάγκη εάν η υπόθεση καθαίρεσης φτάσει στη Γερουσία.
Από την άλλη πλευρά, ο τακτικιστής Ερντογάν βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα, μέσα σε ένα λαβύρινθο αντιφατικών αποφάσεων. Αλλάζει συμμαχίες, δημιουργεί εξωτερικούς εχθρούς, αναμετριέται με το φάντασμα του Κεμάλ, αλλά πάντοτε με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό και με γνώμονα την πολιτική του επιβίωση. Στο συριακό έχει κατά καιρούς συμμαχήσει με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Από τον ISIS, τον Άσαντ, μέχρι και τους Κούρδους.
Τώρα άδραξε την ευκαιρία που του προσέφερε ο Τραμπ για να διευρύνει τη ζώνη ασφαλείας που είχε ήδη δημιουργήσει στη βορειοδυτική Συρία. Ο στόχος του είναι να παγιώσει μια ζώνη τουρκικού ελέγχου, κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, για να μεταφέρει δύο με τρία εκατομμύρια από τα 3,6 προσφύγων που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος. Η μόνιμη μετεγκατάσταση των προσφύγων κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία θα αλλοιώσει την εθνοτική σύνθεση της περιοχής εις βάρος των Κούρδων. Και θα δημιουργήσει εντάσεις στις σχέσεις Κούρδων-Αράβων προς όφελος της Τουρκίας.
Η Ρωσία και το Ιράν είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι από τις εξελίξεις. Η Ρωσία εκμεταλλεύεται το ανέλπιστο δώρο της αμερικανικής αποχώρησης για να σημάνει την πλήρη επιστροφή της στη Μέση Ανατολή. Αφού διέσωσε τον Άσαντ χρησιμοποιεί τώρα την Τουρκική επίθεση για να φέρει τους Κούρδους κοντύτερα στο καθεστώς του Άσαντ. Το χειρότερο είναι ότι η αμερικανική αποχώρηση δημιουργεί εκ των πραγμάτων συνθήκες για περαιτέρω προσέγγιση της Ρωσίας με την Τουρκία και το Ιράν. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδιάταξη των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή εις βάρος των δυτικών συμφερόντων.
Ακούγεται σουρεαλιστικό αλλά μάλλον είναι σημείο των καιρών που ζούμε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Αμερικανικού Κογκρέσου ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Ακούγεται εξωφρενικό ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά παίρνουμε τα λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ στα σοβαρά», σχολίασε ένα μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η αφορμή ήταν διαρροές αξιωματούχων του Λευκού Οίκου ότι κατά τη διάρκεια του 2018 ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκμυστηρευτεί στους συνεργάτες του ότι ήθελε την αποχώρηση της Αμερικής από το ΝΑΤΟ.
Ο Τραμπ είχε, προεκλογικά, χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως απηρχαιωμένο οργανισμό ζητώντας την κατάργησή του. Μετεκλογικά είχε στραφεί εναντίον των ευρωπαίων συμμάχων ζητώντας να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Με δεδομένη τη θέση του ΝΑΤΟ, ως ακρογωνιαίου λίθου στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Τραμπ αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση οικονομικών ανταλλαγμάτων από τους συμμάχους.
Η επίμονη όμως επαναφορά του θέματος της αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ανησύχησε το αμερικανικό κατεστημένο. Κι αυτό γιατί είχαν ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και τη Συμφωνία του Ειρηνικού. Η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για την αμερικανική ασφάλεια, όμως, πυροδότησε τη λειτουργία των θεσμικών αντίβαρων του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τραμπ στη παραίτησή του επισήμανε τη σημασία των συμμαχιών.
Στα 70 χρόνια της λειτουργίας της η Συμμαχία αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι στη σοβιετική απειλή, έδωσε στην Ευρώπη τη δυνατότητα να προχωρήσει απερίσπαστη στο ενοποιητικό εγχείρημα και συνέσφιξε τις διατλαντικές σχέσεις. Όπως είχε περιγράψει με μια ατάκα ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο λόρδος Ismay, το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να κρατήσει τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω, και τους Γερμανούς κάτω».
Η επιμονή του Τραμπ αποδομεί τη Συμμαχία ακόμη και αν τελικά δεν ευοδωθούν οι προθέσεις του. Η συζήτηση, και μόνο, για ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Η δε αποχώρηση «θα αποτελούσε γεωπολιτικό λάθος επικών διαστάσεων», όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Σταυρίδης.
Η στάση του Τραμπ δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες στους Ευρωπαίους για την αμερικανική αμυντική παρουσία και την δέσμευσή τους απέναντι στη Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτές οι αμφιβολίες έχουν ήδη οδηγήσει σε διεργασίες προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.
Η αποσύνδεση, όμως, των δυο πλευρών του ευρωατλαντικού χώρου θα οδηγήσει σε μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γεωπολιτικό δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν. Και θα άφηνε τεράστιο κενό ασφάλειας στην αντιμετώπιση νέων απειλών, όπως η τρομοκρατία.
Σε μια εποχή λαϊκισμού ο Τραμπ διεγείρει τα αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην Ευρώπη και τα απομονωτικά αντανακλαστικά στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό Κογκρέσο διασφάλισε αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, ότι «το ΝΑΤΟ παρείχε την καλύτερη αν όχι τη μόνη ελπίδα ειρήνης στην εποχή μας».
Η Τουρκία παραμένει τυπικά μια συμμαχική χώρα για τις ΗΠΑ αλλά δεν θεωρείται, πλέον, στρατηγικός εταίρος. Οι δυο χώρες έχουν πάψει προ πολλού να έχουν κοινά συμφέροντα και αξίες και οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή έλλειψη εμπιστοσύνης. Σημεία τριβής, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων και επιμέρους συμφερόντων, υπήρχαν πάντοτε στις σχέσεις των δυο χωρών. Αυτά όμως καλύπτονταν, την εποχή του ψυχρού πολέμου, από την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την απουσία κοινής απειλής η Τουρκία από εταίρος μετατράπηκε σταδιακά σε ανταγωνιστής.
Η επαναξιολόγηση της αμερικανοτουρκικής σχέσης από το αμερικανικό κατεστημένο γίνεται με αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Στην αμέσως μετά τον ψυχρό πόλεμο εποχή οι αμερικανοί συνέχισαν να βλέπουν την Τουρκία μέσα από το πρίσμα του ψυχρού πολέμου. Μέχρι και τις κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο, με κοινά συμφέροντα και αξίες και εξαγώγιμο πρότυπο δημοκρατίας για τον Ισλαμικό κόσμο. Οι προσδοκίες, όμως, των Αμερικανών για την Τουρκία διαψεύσθηκαν γρήγορα. Οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της Τουρκίας και είχαν υποτιμήσει το βαθμό απομάκρυνσης από τη Δύση της μετακεμαλικής ηγεσίας της. Η Τουρκία απέτυχε να διευρύνει την επιρροή της στη Κεντρική Ασία και, ακόμη περισσότερο, να ηγηθεί του Ισλαμικού κόσμου. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση και τη δημοκρατία.
Στην προσπάθεια της να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να μεταβάλει τις ισορροπίες ισχύος στην ευρύτερη περιοχή άρχισε να συγκρούεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από το Ιράκ και το Συριακό, τους Κούρδους της Συρίας, τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, το Παλαιστινιακό, τις σχέσεις με την Αίγυπτο και τα εξοπλιστικά προγράμματα, η Τουρκία κινείται σε αντίθετη τροχιά από τις ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Τουρκία θεωρεί ότι η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιεί την περιοχή και απειλεί την εδαφική ακεραιότητα του Τουρκικού κράτους. Και κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι υποθάλπει τον Γκιουλέν, τον στρατηγικό νου του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.
Η αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν και ο απροκάλυπτος αυταρχισμός του μετά το πραξικόπημα, έχουν επιβαρύνει περαιτέρω τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Το αμερικανικό κατεστημένο θεωρεί ότι αυτές οι μεταβολές δεν είναι επιφανειακές αλλά δομικές. Επιπλέον, η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσσία αντιβαίνει το consensus που διαμορφώνεται στο ΝΑΤΟ για τις προκλήσεις που θέτει η αναθεωρητική Ρωσσία στη Συμμαχία και τα συμφέροντα της. Σε βαθμό που στην Ουάσιγκτον να θεωρούν ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον στρατηγικός εταίρος στον νέο ανταγωνισμό Αμερικής -Ρωσίας.
Οι μεταβολές αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σημαίνουν περαιτέρω αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου και σύσφιγξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η πολιτική ελίτ της χώρας, ευτυχώς φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες. Οι πολιτικοί, όμως, είναι καταναλωτές ιδεών. Η χώρα χρειάζεται μια συνολική και συνεχή αποτίμηση των πλανητικών και περιφερειακών ισορροπιών και επαναχάραξη της εθνικής στρατηγικής.
Αυτή η παραγωγή σκέψης είναι η μεγάλη πρόκληση για την αξιόλογη διεθνολογική κοινότητα του τόπου.
Η συνάντηση κορυφής στο Ελσίνκι θα αποτελέσει σημείο καμπής για την προεδρία Τραμπ. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στις σχέσεις της ηγέτιδας δύναμης της Δύσης με τους συμμάχους της. Ήταν το επιστέγασμα μιας καταστροφικής περιοδείας του Τραμπ στην Ευρώπη.
Ο Τραμπ προσπαθεί πεισματικά να καταφέρει μια καλύτερη συμφωνία για την Αμερική στο ζήτημα των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, το περιβόητο burden sharing. Οι Αμερικανοί θεωρούν, και δικαίως, ότι μετά την μεταπολεμική ανόρθωση και οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι δεν μπορεί να παραμένουν «τζαμπατζήδες» στον τομέα της άμυνας. Θα πρέπει να αυξήσουν την συνεισφορά τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Μόνο που με τον τρόπο που το θέτει ο Τραμπ διαρηγνύει την εμπιστοσύνη με τους Ευρωπαίους συμμάχους και δημιουργεί ερωτήματα για τη συνολική αμερικανική δέσμευση προς την Ευρώπη. Δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις στο ΝΑΤΟ και τάσεις στρατηγικής αυτονόμησης της Ευρώπης. Επιπλέον, ο κατευνασμός της Ρωσίας και του Πούτιν από τον Τραμπ νομιμοποιούν αντίστοιχες φωνές στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία μια αμερικανική προεδρία που φαίνεται απρόθυμη να θέσει θέματα Κριμαίας και Ουκρανίας σε μια συνάντηση κορυφής. Που αρνείται να θέσει τα ζητήματα της ρωσικής ανάμειξης στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών.
Η αποξένωση των δυο πυλώνων των διατλαντικών σχέσεων θα σημάνει μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι που αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της Ρωσίας. Γιατί σε μια ευάλωτη Ευρώπη θα επιστρέψουν τα φαντάσματα της συμφωνίας Μολότοφ- Ρίμεντροπ.
Στο εσωτερικό τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τον Τραμπ. Η κατηγορία της ρωσικής ανάμειξης στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές στοιχειώνει την προεδρία του. Ο Τραμπ βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αποδεχόμενος τη βασιμότητα των κατηγοριών είναι σαν να ξεθεμελιώνει την ίδια του την Προεδρία. Αν παραδεχθεί την ρωσική παρέμβαση στις εκλογές είναι σαν να παραδέχεται ότι η Κλίντον θα έπρεπε να έχει κερδίσει. Πόσο μάλλον όταν η Κλίντον κέρδισε τον Τραμπ στη λαϊκή ετυμηγορία με τρία εκατομμύρια ψήφους διαφορά και ο Τραμπ αναδείχθηκε πρόεδρος χάρις στο απηρχαιωμένο σύστημα του κολλεγίου των εκλεκτόρων.
Από την άλλη πλευρά, το να αποδεχθεί την εκδοχή του Πούτιν εις βάρος των εισηγήσεων των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας του ξεσήκωσε πολιτική θύελλα στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και σφοδροί υποστηρικτές του έσπευδαν να τον αποδοκιμάσουν.
Οι κατηγορίες για ρωσική ανάμειξη και η έρευνα του ειδικού ανακριτή δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον Τραμπ. Η σκλήρυνση της στάσης του απέναντι στη Ρωσία θα ερμηνευθεί ως αποδοχή της ρωσικής ανάμειξης και άρα ακυρώνει τη νίκη του στις εκλογές. Ο κατευνασμός της αναθεωρητικής Ρωσίας φέρνει όργιο θεωριών συνομωσίας μέχρι και κατηγορίες για προδοσία. Η συνολική του πολιτική απέναντι στη Ρωσία έχει ουσιαστικά ακυρωθεί. Και αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο και ανησυχητικό για τις ΗΠΑ και για τη Δύση συνολικά.
Μετά από ένα roller coaster προσωπικών ύβρεων και απειλών για πυρηνικό πόλεμο, δύο αταίριαστοι συνομιλητές κατέληξαν σε συμφωνία ανταλλάσσοντας, μάλιστα, και εγκώμια. Η συμφωνία των ΗΠΑ με τη Βόρεια Κορέα είναι γενική και αόριστη. Είναι περισσότερο δήλωση προθέσεων και ευχών παρά τεκμηριωμένη συμφωνία με μηχανισμούς επαλήθευσης και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Είναι, όμως, αναμφίβολα ιστορική και επωφελής για την διεθνή κοινότητα. Γιατί αποκλιμακώνει την ένταση σε μια ζώνη ισορροπίας του τρόμου που ενέπλεκε περιφερειακά κράτη αλλά και υπερδυνάμεις. Και απομακρύνει το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολέθρου.
Η συμφωνία αυτή με το πιο ανελεύθερο και στυγνό καθεστώς του πλανήτη κατέστη δυνατή για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί ο ταλαντούχος, κατά τον Τραμπ, κύριος Κιμ ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες ισχύος του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Το καθεστώς Κιμ βασίζει την επιβίωσή του και την κρατική κυριαρχία της Βόρειας Κορέας στην αποτρεπτική ισχύ. Και η πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας ήταν η απόφαση με το προσμετρημένο ρίσκο που διασφάλιζε και τα δύο. Αφού αυτά είχαν διασφαλιστεί, ο Κιμ αποδέχθηκε την διαπραγμάτευση με τον πλανητάρχη σε μια σύνοδο κορυφής που τον μετέτρεπε αυτομάτως από παρία της διεθνούς σκηνής σε αποδεκτό ηγέτη.
Ο δεύτερος είναι γιατί η αμερικανική εξωτερική πολιτική, υπό τον Τραμπ, έχει αλλάξει υπόδειγμα. Όπως μας είχε προϊδεάσει με το προεκλογικό του σύνθημα “πρώτα η Αμερική» και, κυρίως, με την ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη, ο Τραμπ επιστρέφει σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο με κυρίαρχες ρυθμιστικές νόρμες την ισχύ και το συμφέρον. Αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκε η μεταπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη και οι προσπάθειες για μια Καντιανή θεσμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας. Στην εποχή Τραμπ, η κατάλυση της δημοκρατίας και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρόκειται να προκαλέσουν ούτε ανθρωπιστική επέμβαση, ούτε απόπειρα καθεστωτικής αλλαγής, όπως στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Στον κόσμο του Τραμπ το κράτος έχει ασυλία για το τι συμβαίνει εντός της κυριαρχίας του. Έτσι, στο θέμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κορέα γίνεται μια ονομαστική αναφορά χωρίς να αποτελεί αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.
Αυτή η προσέγγιση των διεθνών ζητημάτων με την στενή έννοια του συμφέροντος, και το μάτι στραμμένο στο εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο, είναι πάγια στην εξωτερική πολιτική Τραμπ. Γι’ αυτό, πολυμερείς συμφωνίες, όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, εγκαταλείπονται. Συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, διαταράσσονται γιατί οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται ως τζαμπατζήδες. Ενώ η ευρωαμερικανική κοινότητα θρυματίζεται στη βάση μιας στενής αντίληψης για το εμπορικό ισοζύγιο.
Ο ρεαλισμός του Τραμπ μαζί με μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού και νεοαπομονωτισμού αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Ο κόσμος του Τραμπ περιστρέφεται γύρω από συμφέροντα, τα οποία διευθετούνται στη βάση της ισχύος παρά του δικαίου.