Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης και η Νέα Δημοκρατία

Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης και η Νέα Δημοκρατία

Περιοδικό “ΒΟΥΛΗ Επί του … περιστυλίου”

https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t075/index.html

Η μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Γ´ Ελληνική Δημοκρατία έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα απολύτως επιτυχές παράδειγμα. Και στη διεθνή δημόσια σφαίρα έχει χαρακτηριστεί ως το “ελληνικό θαύμα”.
Η ελληνική περίπτωση ξεχωρίζει όχι μόνο για τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς της μετάβασης (transition) στη δημοκρατία, αλλά και για την επιτυχημένη και ταχεία εδραίωση (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών. Ξεχωρίζει επίσης, γιατί οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας αποδείχθηκαν ανθεκτικοί σε βαθιές κρίσεις όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας.
Επίτευγμα μοναδικό για μια χώρα που η νεότερη πολιτική ιστορία της, από τη σύσταση του ελλαδικού κράτους μέχρι το 1974, ήταν κατάστικτη από κινήματα, δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολιτειακές κρίσεις και εμφυλίους. Τα δημοκρατικά ξεσπάσματα των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων του 1843 και του 1862, την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875, και το Γουδί το 1909, ακολούθησαν τα πισωγυρίσματα του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η ρήξη με αυτό το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος.
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του ancient regime. Μια επιστροφή, δηλαδή, στον στείρο αντικομουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα προσδοκία για τη μεταπολίτευση το βράδυ της 24ης Ιουλίου του 1974, ήταν η συνέχεια με την προ της επταετίας εποχή και όχι μια σημαντική καθεστωτική μεταβολή.
Για τον Καραμανλή η κατάρρευση της χούντας και το θεσμικό κενό ήταν μοναδική ευκαιρία για την “βαθιά τομή.” Για τη θεμελίωση και εδραίωση ενός στέρεου δημοκρατικού πολιτεύματος, απαλλαγμένου από τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις του Διχασμού και του Εμφυλίου. Ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, θωρακισμένου από παρεμβάσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παράκεντρων. Για τον Καραμανλή το 1974 ήταν ιστορική ευκαιρία για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του πολιτειακού και του πολιτικού πλαισίου της χώρας.
Οι δημοκρατικές μεταβάσεις ορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως η ανατροπή των δικτατοριών και η επιστροφή στη δημοκρατία. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, η μετάβαση του 1974 δεν αποτέλεσε μια απλή επιστροφή. Αντίθετα, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια “βαθιά τομή” με το παρελθόν.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, μάς συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Η ένταξη στην ΕΟΚ συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών και θεσμικών ελλειμμάτων και του διλήμματος ασφάλειας της χώρας. Τέλος, η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας, συναπετέλεσαν το δημοκρατικό “κεκτημένο της μεταπολίτευσης”.
Επιπλέον, ο Καραμανλής ίδρυσε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κόμμα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Με ιδεολογικό πρόταγμα τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και δημοκρατική λειτουργία για να αποτελέσει, και μετά την αποχώρηση του χαρισματικού ιδρυτή του, έναν βασικό πυλώνα του δημοκρατικού πολιτικού μας συστήματος. Με την ιδρυτική του διακήρυξη, το πρώτο συνέδριο και τη δημοκρατική εκλογή του διαδόχου του, ο Καραμανλής είχε ιδρύσει έναν πολιτικό φορέα με αποφασιστικό ρόλο στο θεσμικό οικοδόμημα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η ΝΔ, παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε από μια χαρισματική και εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα δεν έγινε προσωποπαγές κόμμα. Εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο κόμμα με δημοκρατική λειτουργία. Αναδεικνύοντας εννιά αρχηγούς, μετά τον ιδρυτή της, και πέντε πρωθυπουργούς.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Συνέδριο της Χαλκιδικής, στην ιστορική του ομιλία στις 5 Μαΐου 1979, καθόρισε με σαφήνεια τις αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και το όραμά του για την ελληνική κοινωνία σε πέντε κατευθυντήριους άξονες, που παραμένουν επίκαιροι. Εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, και ελεύθερη δημοκρατική οικονομία με ισχυρό κράτος που θα έχει ρυθμιστικό ρόλο για να εξισορροπεί τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις.
Η ιδεολογική διακήρυξη της Χαλκιδικής δημιούργησε το πλαίσιο για τη σύγκλιση πολιτών από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Και τις συνθήκες για μια νέα πλατιά κοινωνική συμμαχία για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Η ΝΔ, υπήρξε διαχρονικά η πολιτική μεταρρυθμιστική δύναμη με την αριστοτελική έννοια του μέτρου. Όχι του συμβιβασμού αλλά του μέτρου. Μακράν από τα άκρα είτε της υπερβολής είτε της έλλειψης. Γιατί οι καταστάσεις των άκρων βασανίζουν τον άνθρωπο, όπως γράφει ο Αριστοτέλης. Έτσι κατόρθωσε να συνδέσει σε ένα κοινό όραμα όλες τις κοινωνικές ομάδες που επιζητούν την πρόοδο.
Η ΝΔ συμπλήρωσε 50 χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας. Αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, αλλά και τα ευρωπαϊκά. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της μεταπολεμικής Ευρώπης υφίστανται τριγμούς. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά και οι Σοσιαλιστές. Στη χώρα μας, η Κεντροαριστερά μοριοποιήθηκε μεταπολιτευτικά τρεις φορές. Αρχικά η Ένωση Κέντρου, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ που την είχε διαδεχθεί, και τελευταία ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ, ο κεντροδεξιός χώρος, παρέμεινε σταθερός. Παρά τις αποχωρήσεις και τη δημιουργία μικρότερων σχημάτων, αλλά και τις εξελίξεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ορισμένοι διατύπωσαν κατά καιρούς θεωρίες περί φθαρμένου προϊόντος. Που έχουν πια οι ίδιες παραφθαρεί και διαψευστεί από το χρόνο και τα πράγματα. Γιατί σε μια χώρα που κατατρύχεται από θεσμική ασυνέχεια, η ΝΔ επιδεικνύει αξιοσημείωτη θεσμική αντοχή. Την θεσμική αντοχή και παράδοση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού κόμματος. Κι αυτό γιατί οι ιδέες της έχουν επικρατήσει. Γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών συμμερίζεται ότι η ιδανική πολιτεία είναι αυτή που συνδυάζει την ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί είναι το κόμμα που με επιτυχία ενσωματώνει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης σε ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο ορθολογικών δημοκρατικών θεσμών και δομών. Και γεφυρώνει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα με τα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά και οι μεγάλες της στρατηγικές επιλογές έχουν ιστορικά δικαιωθεί. Θεσμοθέτησε το δημοκρατικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης. Εδραίωσε το πιο στέρεο κοινοβουλευτικό πολίτευμα από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους. Διεύρυνε και κατοχύρωσε μια σειρά από ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διασφάλισε την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Επέλυσε υποδειγματικά το πολιτειακό ενταφιάζοντας τον εθνικό διχασμό. Νομιμοποίησε το ΚΚΕ επουλώνοντας τις πληγές του εμφυλίου και έδωσε στη χώρα το καλύτερο Σύνταγμα της ιστορίας της. Ενέταξε τη χώρα στην Ενωμένη Ευρώπη. Τερμάτισε τη μακρόχρονη αντιπαράθεση για το γλωσσικό καθιερώνοντας τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους.
Οι κυβερνητικές της θητείες, παρά τα όποια αναπόφευκτα λάθη και αστοχίες έχουν θετικό πρόσημο. Και σε κάθε περίπτωση ήταν πάντοτε ενάντια στη δημαγωγία και τον λαϊκισμό.

Το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης

Το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης

Η μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Γ´ Ελληνική Δημοκρατία έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα απολύτως επιτυχές παράδειγμα. Και στη διεθνή δημόσια σφαίρα έχει χαρακτηριστεί ως το “ελληνικό θαύμα.”
Η ελληνική περίπτωση ξεχωρίζει όχι μόνο για τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς της μετάβασης (transition) στη δημοκρατία, αλλά και για την επιτυχημένη και ταχεία εδραίωση (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών. Ξεχωρίζει επίσης, γιατί οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας αποδείχθηκαν ανθεκτικοί σε βαθιές κρίσεις όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας.
Επίτευγμα μοναδικό για μια χώρα που η νεότερη πολιτική ιστορία της, από τη σύσταση του ελλαδικού κράτους μέχρι το 1974, ήταν κατάστικτη από κινήματα, δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολιτειακές κρίσεις και εμφυλίους. Τα δημοκρατικά ξεσπάσματα των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων του 1843 και του 1862, την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875, και το Γουδί το 1909, ακολούθησαν τα πισωγυρίσματα του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η ρήξη με αυτό το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος.
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοί ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του ancient regime. Μια επιστροφή, δηλαδή, στον στείρο αντικομουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα προσδοκία για την μεταπολίτευση το βράδυ της 24ης Ιουλίου του 1974, ήταν η συνέχεια με την προ της επταετίας εποχή και όχι μια σημαντική καθεστωτική μεταβολή.
Για τον Καραμανλή η κατάρρευση της χούντας και το θεσμικό κενό ήταν μοναδική ευκαιρία για την “βαθιά τομή.” Για την θεμελίωση και εδραίωση ενός στέρεου δημοκρατικού πολιτεύματος, απαλλαγμένου από τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις του Διχασμού και του Εμφυλίου. Ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, θωρακισμένου από παρεμβάσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παράκεντρων. Για τον Καραμανλή το 1974 ήταν ιστορική ευκαιρία για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του πολιτειακού και του πολιτικού πλαισίου της χώρας.
Οι δημοκρατικές μεταβάσεις ορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως η ανατροπή των δικτατοριών και η επιστροφή στη δημοκρατία. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, η μετάβαση του 1974 δεν αποτέλεσε μια απλή επιστροφή. Αντίθετα, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια “βαθιά τομή” με το παρελθόν.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, μάς συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Η ένταξη στην ΕΟΚ συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών και θεσμικών ελλειμμάτων και του διλήμματος ασφάλειας της χώρας. Τέλος, η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας, συναπετέλεσαν το δημοκρατικό “κεκτημένο της μεταπολίτευσης”.

Δημοσίευση: εφημερίδα “Απογευματινή της Κυριακής”, 7 Απριλίου 2024

Ο τελευταίος μεγάλος – 20 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή

Ο τελευταίος μεγάλος – 20 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή

Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή φίλοι και αντίπαλοι συγκλίνουν στην αποδοχή ότι υπήρξε μεγάλος. Ηγήθηκε του λαού του με τρόπο αποφασιστικό δείχνοντάς του ένα δρόμο, όπως οι μεγάλοι ηγέτες της ιστορίας. Τον δρόμο της δημοκρατίας, της ευημερίας, της Ευρώπης. Τα ηγετικά του τάλαντα ήταν σπάνια και η ενόρασή του γαλβανισμένη στην κάμινο της ταραγμένης ελληνικής ιστορίας.

Παρέλαβε μια χώρα καθημαγμένη από πολέμους, εμφυλίους και πραξικοπήματα, βυθισμένη στη φτώχεια. Έρμαια στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων, ευάλωτη στις ορέξεις των γειτόνων της. Σταθεροποίησε το πολίτευμά της, ανάπτυξε την οικονομία της, διασφάλισε την ανεξαρτησία της και την κυριαρχία της.

Συνομιλούσε με την ιστορία και ανησυχούσε για την τελική της κρίση. Θα με αδικήσει, έλεγε συχνά, γιατί δεν έκανα πολέμους. Εννοώντας ότι δεν έτυχε σε ηρωική περίοδο της ιστορίας τότε που η ροή των πραγμάτων κρίνεται από τις αποφάσεις του ενός. Κατόρθωσε, όμως, να τα αλλάξει όλα σε περίοδο ειρήνης. Όταν παρέλαβε την εξουσία εν λευκώ, και σε απόλυτο θεσμικό κενό, το 1974. Τότε που ορκίστηκε μόνος, παντοκράτωρ. Και θα μπορούσε να οικοδομήσει την ενός ανδρός αρχή. Αντίθετα, αρχιτεκτόνησε μια αριστοτεχνική μετάβαση στη δημοκρατία. Με αποφασιστικότητα αλλά και μετριοπάθεια, χωρίς εκδικητικότητα. Οικοδόμησε τη σύγχρονη ελληνική Πολιτεία, δίνοντάς της ένα σύγχρονο δημοκρατικό Σύνταγμα, δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς και ευρωπαϊκή προοπτική.

Ισχυρίζονται κάποιοι ότι ο Καραμανλής του 1974 ήταν ένας άλλος Καραμανλής. Μεταλλαγμένος προς το δημοκρατικότερο από την ενδεκαετή εξορία του στο Παρίσι. Είναι ένας μύθος της Αριστεράς για να δικαιολογήσει την πλάνη της. Είναι η αμηχανία αυτών που αναγκάζονται να αλλάξουν την κρίση τους. Ο Καραμανλής παρέμεινε αταλάντευτος στις βαθιές φιλοσοφικές του πεποιθήσεις. Την ίδια αρχιτεκτονική οραματιζόταν για την Ελλάδα στην πρώτη μετεμφυλιακή οκταετία του, την ίδια και στη μεταπολίτευση. Η διαφορά ήταν ότι στην πρώτη οκταετία λειτούργησε εντός του ασφυκτικά περιοριστικού πλαισίου της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το Στέμμα και ο στρατός περιόριζαν με τις παρεμβάσεις τους την πολιτική εξουσία. Ο Καραμανλής προσπάθησε να μεταρρυθμίσει το μετεμφυλιακό πλαίσιο με σειρά πολιτικών με επιστέγασμα τις 13 προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952. Μπορεί να ηττήθηκε αλλά δεν συμβιβάστηκε.

Το 1974, η απονομιμοποίηση αυτών των θεσμών τού έδωσε την ευκαιρία να επιβάλει το μεταρρυθμιστικό του πρόταγμα. Και την άδραξε. Το θεσμικό περίγραμμα της μεταπολίτευσης, Σύνταγμα – πολίτευμα – θεσμοί – ευρωατλαντική εξωτερική πολιτική, αποδείχθηκε ανθεκτικό και σωτήριο. Γιατί άντεξε τα λάθη των επιγόνων του και είναι αυτό που, τελικά, επιτρέπει στη χώρα να βιώσει την κρίση ως οικονομική και όχι ως εθνική περιπέτεια.

Ο Καραμανλής όχι μόνο δικαιώθηκε εν ζωή αλλά οι επιλογές του εξακολουθούν να αποδεικνύονται ευεργετικές για τον τόπο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

11ο Συνέδριο ΝΔ: Κόμμα λαϊκό, όχι λαϊκίστικο

11ο Συνέδριο ΝΔ: Κόμμα λαϊκό, όχι λαϊκίστικο

Η ΝΔ έκλεισε 43 χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας και βαδίζει προς το 11ο Συνέδριό της. Αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, αλλά και τα ευρωπαϊκά. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της μεταπολεμικής Ευρώπης υφίστανται τριγμούς. Η ΝΔ άντεξε γιατί οι στρατηγικές της επιλογές, όπως η ένταξη στην Ευρώπη, δικαιώθηκαν. Αλλά και η ιδεολογία της, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, επικράτησε διεθνώς.

Η ΝΔ είναι ένα κόμμα γνήσια λαϊκό, όχι λαϊκίστικο, πατριωτικό, όχι εθνικιστικό, φιλελεύθερο με κοινωνικό πρόσημο. Ακολουθώντας την πολιτική του μέτρου, λειτούργησε πάντοτε με γνώμονα το ευρύτερο εθνικό και όχι το στενά ταξικό συμφέρον. Και γι’ αυτό σφυρηλάτησε δεσμούς ισχυρούς με πλατιά κοινωνικά στρώματα.

Ιδρύθηκε από μια χαρισματική και εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα αλλά δεν έγινε προσωποπαγές κόμμα. Εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο κόμμα με δημοκρατική λειτουργία. Αναδεικνύοντας οκτώ αρχηγούς, μετά τον ιδρυτή της, και τέσσερις πρωθυπουργούς.

Η ΝΔ παραμένει ο μόνος πολιτικός σχηματισμός, που οι ιδέες του έχουν επικρατήσει διεθνώς, οι στρατηγικές του επιλογές έχουν δικαιωθεί και οι κυβερνητικές του θητείες έχουν θετικό πρόσημο. Και γι’ αυτό εκφράζει τις ελπίδες των πολιτών για ένα καλύτερο αύριο.

Στο 11ο Συνέδριό της, η ΝΔ οφείλει να διαμορφώσει ένα νέο πεδίο συναίνεσης. Αποκαθιστώντας την ενότητα της ελληνικής κοινωνίας. Για να το κάνει αυτό, η ΝΔ οφείλει να επανασυμφιλιώσει την πολιτική με τις ιδέες. Βάζοντας τέλος στην άγονη πορεία ωμού κυβερνητισμού της ταξικής νεοαριστεράς. Ανανοηματοδοτώντας τις αρχές του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Ιδεολογίας ανθρωποκεντρικής με πυξίδα την ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη δημοκρατία. Ιδεολογίας που δεν υπηρετεί τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, της αστικής τάξης, αλλά αυτά του κοινωνικού συνόλου. Όπως έλεγε ο Θεοτοκάς, η τρέχουσα έκφραση «αστική Δημοκρατία» περιέχει μια σκανδαλώδη αντίφαση. Η Δημοκρατία είναι του Δήμου. Η ίδια η λέξη Δημοκρατία εκφράζει ένα αίτημα λαϊκής χειραφέτησης, ισότητας και δικαιοσύνης.

Κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Να δημιουργηθεί ένα σημείο σύγκλισης πολιτών από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και ιδεολογικές προελεύσεις. Να δημιουργηθεί μια νέα πλατιά κοινωνική συμμαχία για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανοιχτή κοινωνία. Και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος. Η ΝΔ, όμως, πρέπει να αποκαταστήσει την κακοποιημένη έννοια της μεταρρύθμισης. Επαναβαπτίζοντάς την στην αριστοτελική έννοια του μέτρου. Όχι του συμβιβασμού αλλά του μέτρου. Μακράν από τα άκρα είτε της υπερβολής είτε της έλλειψης. Γιατί «οι καταστάσεις των άκρων βασανίζουν τον άνθρωπο», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης.

Έτσι μόνο θα επανασυνδεθούν σε ένα κοινό όραμα όλες οι κοινωνικές ομάδες που επιζητούν την πρόοδο. Και θα ανοίξει ο δρόμος για τη μεταμνημονιακή ανόρθωση και μια Νέα Μεταπολίτευση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

43 χρόνια ΝΔ: Κοιτάζοντας μπροστά

43 χρόνια ΝΔ: Κοιτάζοντας μπροστά

Η ΝΔ έκλεισε πριν από λίγες μέρες 43 χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας. Αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, αλλά και τα ευρωπαϊκά. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της μεταπολεμικής Ευρώπης υφίστανται τριγμούς. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά και οι Σοσιαλιστές. Στον τόπο μας η Κεντροαριστερά μοριοποιήθηκε μεταπολιτευτικά δύο φορές. Αρχικά η Ένωση Κέντρου και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ που την είχε διαδεχθεί, για να προκύψει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΝΔ, ο κεντροδεξιός χώρος, παρέμεινε σταθερός. Παρά τις αποχωρήσεις και τη δημιουργία μικρότερων σχημάτων, αλλά και τις εξελίξεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η παγκοσμιοποίηση, η δημοσιονομική προσαρμογή για την ένταξη στην ευρωζώνη, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και οι πολιτικές της ευρωζώνης αυτές καθαυτές απομάκρυναν τα κεντροαριστερά κόμματα από τη μήτρα της πολιτικής της. Οι δομικές αυτές αλλαγές ανάγκασαν τα σοσιαλιστικά κόμματα να απομακρυνθούν από την ιδεολογία τους να υιοθετήσουν πιο «δεξιές πολιτικές». Κατάφεραν έτσι πρόσκαιρες εκλογικές νίκες, αλλά μακροπρόθεσμα διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούσαν. Το κενό στα αριστερά τους καλύφθηκε από δημαγωγικά λαϊκιστικά κόμματα που, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης, λεηλάτησαν τον κεντροαριστερό χώρο. Υποσχόμενα παροχές και προνόμια που η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υποστηρίξει.

Η ΝΔ άντεξε γιατί οι αλλαγές που συνέβαιναν σε παγκόσμιο αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν, σε μεγάλο βαθμό, συμβατές με τις ιδεολογικές της αρχές αλλά και τις πολιτικές της. Οι μεταρρυθμίσεις, με αποδέκτη τον άνθρωπο, και όχι ως συνθηματολογία ευκαιρίας, όπως έχουν εκφυλιστεί στο τόπο μας, ήταν πάντοτε η σημαία της. Η βασική της πολιτική επιλογή, η ένταξη στην Ευρώπη, αλλά και ιδεολογία της, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, ανταποκρίνονταν στα κελεύσματα της εποχής.

Η ΝΔ είναι ένα κόμμα γνήσια λαϊκό, όχι λαϊκιστικό, πατριωτικό, όχι εθνικιστικό, φιλελεύθερο με κοινωνικό πρόσημο. Ακολουθώντας την πολιτική του μέτρου, λειτούργησε πάντοτε με γνώμονα το ευρύτερο εθνικό και όχι το στενά ταξικό συμφέρον. Και γι’ αυτό, σφυρηλάτησε δεσμούς ισχυρούς με πλατιά κοινωνικά στρώματα.

Ιδρύθηκε από μια χαρισματική και εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα, αλλά δεν έγινε προσωποπαγές κόμμα. Εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο κόμμα με δημοκρατική λειτουργία. Αναδεικνύοντας επτά αρχηγούς, μετά τον ιδρυτή της, και τέσσερις πρωθυπουργούς.

Παρά τα αναπόφευκτα λάθη, δικαιώθηκε για τις στρατηγικές επιλογές που έκανε για τη χώρα. Και στο διεθνές πεδίο, με το πλέγμα των συμμαχιών και τη κατεύθυνση που έδωσε στη χώρα, αλλά και στο εσωτερικό.

Η ΝΔ παραμένει ο μόνος πολιτικός σχηματισμός, που οι ιδέες του έχουν επικρατήσει διεθνώς, οι στρτηγικές του επιλογές δικαιωθεί, και οι κυβερνητικές θητείες του έχουν θετικό πρόσημο. για αυτό εκφράζει τις ελπίδες των πολιτών για το μέλλον.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

43η Επέτειος Αποκατάστασης της Δημοκρατίας

43η Επέτειος Αποκατάστασης της Δημοκρατίας

Η 24η Ιουλίου του 1974 σηματοδότησε μια βαθιά τομή στην ιστορική και θεσμική εξέλιξη της χώρας μας, ανοίγοντας έναν ενάρετο κύκλο θεσμικού εκσυγχρονισμού, που αποτέλεσε τον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης.

Το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή έδωσε στη χώρα σύγχρονους δημοκρατικούς θεσμούς, ένα φιλελεύθερο Σύνταγμα και τέσσερις δεκαετίες συνεχούς και αδιατάρακτης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ εγγυήθηκαν την πολιτική σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια της χώρας. Η ειρηνική αποκατάσταση και εδραίωση της δημοκρατίας και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας αποτελούν τα δύο μεγάλα εθνικά κεκτημένα της Mεταπολίτευσης του 1974. Οι στρατηγικές αυτές κατακτήσεις άλλαξαν τη μοίρα του τόπου και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την οριστική υπέρβαση της θεσμικής καθυστέρησης και της κοινωνικοοικονομικής υπανάπτυξης. Ταυτόχρονα έθεσαν τις βάσεις για την αμυντική θωράκιση της χώρας. Και φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η Ελλάδα, μετά τη Mεταπολίτευση, είχε πλέον εισέλθει σε μια περίοδο θεσμικής ομαλότητας και σταθερότητας. Οικονομικά, είχαν μπει οι βάσεις γι΄ αυτό που οι οικονομολόγοι χαρακτηρίζουν take off stage.

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το ελληνικό κράτος, αντί της απογείωσης, έχει προσγειωθεί ανώμαλα στην βαθύτερη κρίση της μεταπολιτευτικής του ιστορίας. Τι πήγε στραβά; Τι οδήγησε σ᾽ αυτή τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία, που κόστισε στη χώρα το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της, στρατιές ανέργων, ένα νέο κύμα μετανάστευσης και μια γενικευμένη κοινωνική και πολιτική δυσανεξία;

Παρά τις σαρωτικές αλλαγές του 1974, που εξασφάλισαν στη χώρα ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και τις προϋποθέσεις για απογείωση, οι πολιτικοί διάδοχοι του Καραμανλή απέτυχαν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό του πρότζεκτ.

Αντίθετα, το πολιτικό σύστημα παλινδρόμησε στις παθογένειες και τις στρεβλώσεις του παρελθόντος. Ο πελατειακός χαρακτήρας της πολιτικής και η πολιτικοποίηση του βιοπορισμού διέφθειραν το ήθος των πολιτών και την ποιότητα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Το μοντέλο της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, της αθρόας δημοσιοϋπαλληλοποίησης και του αλόγιστου δανεισμού (κράτους και νοικοκυριών) και υπερκαταναλωτισμού, στηρίχθηκε και αναπαρήγαγε αναχρονιστικές δομές ανάπτυξης και εξουσίας. Επιδεικνύοντας χαμηλή δεκτικότητα στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών και την αφομοίωση τεχνολογικών καινοτομιών, που θα συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Αποσυνδέοντας την κοινωνική ευημερία από την παραγωγική αποτελεσματικότητα, η χώρα έχασε τον λογαριασμό και βυθίστηκε στα χρέη.

Σήμερα χρειαζόμαστε μια Νέα Μεταπολίτευση. Ένα σύνολο αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και εξυγιαντικών παρεμβάσεων στην κοινωνία, στην οικονομία, στην πολιτική και στη λειτουργία του κράτους. Και αυτή είναι η ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας. Να δημιουργήσει μια νέα πλατιά κοινωνική συμμαχία για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανοιχτή κοινωνία. Να αποτελέσει τον πολιτικό φορέα εμβρυουλκό της χώρας στη Νέα Μεταπολίτευση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ανήκουμε στην Ευρώπη

Ανήκουμε στην Ευρώπη

H θέση της Ελλάδας είναι στον πυρήνα της Ευρώπης και την ευρωζώνη, διακήρυξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο. Ήταν ο επανακαθορισμός της ιστορικά δικαιωμένης επιλογής της ΝΔ και του ιδρυτή της. Έχει, όμως, τη δική του βαρύτητα γιατί γίνεται ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές σε μία εποχή που το ευρωπαϊκό εγχείρημα διέρχεται την κρίση της μέσης ηλικίας. Σε μία εποχή που οι σειρήνες του λαϊκισμού, του ευρωσκεπτικισμού, και των άκρων απειλούν να εκτροχιάσουν την Ενωμένη Ευρώπη. Την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό της χώρας οι δυνάμεις της ανευθυνότητας και της οπισθοδρόμησης ερωτοτροπούν με το Grexit και την καταστροφική απομόνωση της Ελλάδας. Η επαναχάραξη και επαναβεβαίωση της ευρωπαϊκής θέσης της χώρας δεν είναι ούτε απλή υπόθεση, ούτε αυτονόητη. Γιατί η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να αποσείσει τις ευθύνες της και να κρύψει την ανεπάρκειά της, έχει επιδοθεί στη δαιμονοποίηση εταίρων και συμμάχων. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις. Το ευρωπαϊκό όραμα ξεθωριάζει και ο ευρωσκεπτικισμός ανεβαίνει. Δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για επικίνδυνες περιπλανήσεις εκτός Ευρώπης. Μας είχε, άλλωστε, προϊδεάσει ο Πρωθυπουργός όταν από την Αγία Πετρούπολη δήλωνε ότι δεν φοβάται να ανοιχθεί σε καινούργιες θάλασσες και να φθάσει σε νέα ασφαλή λιμάνια.

Μετά από πολλά χρόνια ξαναβγαίνουν από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας οι σκελετοί του ευρωσκεπτικισμού και του αντιδυτικισμού. Απέναντι στην πολιτική της απομόνωσης, ο Καραμανλής, τότε, είχε αντιτάξει το ανήκομεν εις την Δύσιν. Πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά, και πολιτιστικά, όπως είχε τονίσει από το βήμα της Βουλής. Λέγοντας, ότι η ένταξη στην ΕΟΚ θα κατοχυρώσει τη δημοκρατία, θα ενισχύσει την ασφάλεια, και θα επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο βολουνταρισμός του Καραμανλή και η ιστορική δικαίωση της επιλογής του έσυρε τελικά και τα άλλα κόμματα στην αποδοχή της. Δημιουργώντας ένα πολιτικό consensus. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του ρηγματώνει αυτό το consensus.

Για τον λόγο αυτό, το ανήκουμε στην Ευρώπη του Μητσοτάκη ήταν μία εμφατική και εθνικά χρήσιμη επαναδιατύπωση της ευρωπαϊκής στρατηγικής της χώρας.

Γιατί, όπως δήλωσε ο Τζάστιν Τριντὀ στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, η ΕΕ είναι ένας ζωτικής σημασίας παίκτης στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που βρίσκονται συλλογικά ενώπιόν μας ως διεθνούς κοινότητας. Ο κόσμος επωφελείται από μία ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση.

Απλές και αυτονόητες αλήθειες από τον πρωθυπουργό του Καναδά που έσπευσε να υπογράψει εμπορική συμφωνία (CETA) με την ΕΕ. Αποστασιοποιούμενος από τις πολιτικές Τραμπ και τα Brexit. Αλήθειες, όμως, που δεν είναι τόσο αυτονόητες στον τόπο μας. Γι αυτό και είναι εθνικά χρήσιμο όταν διατυπώνονται χωρίς περιστροφές.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ψιθυριστές

Ψιθυριστές

Εδώ και αρκετό καιρό μια δράκα ψιθυριστών, των πολιτικών του αντιπάλων, έχει βάλει στο στόχαστρο τον Καραμανλή. Αναμενόμενο. Γιατί ο Καραμανλής παραμένει λαοφιλής. Και είναι η μόνη αξιόπιστη πολιτική εφεδρεία ενός απονομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος και μιας χώρας σε βαθιά κρίση.

Το διακύβευμα είναι ο μουτζούρης της κρίσης. Προσπαθούν να υφάνουν έναν ιστό πολιτικού αφηγήματος που φορτώνει τα αίτια της κρίσης στην πενταετία της διακυβέρνησης Καραμανλή.

Για να αποδείξουν του λόγου τους το αληθές κατηγορούν τον Καραμανλή ότι έχει συμπήξει ανίερη συμμαχία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ξεπλύνει τις ευθύνες της διακυβέρνησης του. Εδώ το πολιτικό αφήγημα γίνεται πολιτική μυθολογία. Γιατί είναι αναντίστοιχο με τα πραγματικά γεγονότα. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε πραγματικά ο Καραμανλής θα είχε αποδεχθεί την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει Πρόεδρος Δημοκρατίας. Αποσείοντας έτσι τις δήθεν ευθύνες του. Και απολαμβάνοντας το κύρος και το απυρόβλητο του ύπατου αξιώματος της χώρας. Και όχι μόνο αυτό. Στην εθνικά κρίσιμη στιγμή του δημοψηφίσματος, ο Καραμανλής, στη μόνη δημόσια παρέμβαση του, τοποθετήθηκε με ευθύτητα και χωρίς περιστροφές ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ και τις επιλογές του.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ευκαίρως ακαίρως, επικαλείται τον καραμανλισμό και έχει χρησιμοποιήσει και ανθρώπους της κεντροδεξιάς παράταξης. Ο πολιτικός τακτικισμός, όμως, του ΣΥΡΙΖΑ που αποσκοπεί στη διεμβόλιση της ΝΔ και στη διεύρυνση των δυνάμεων του δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως συμπαιγνία. Γιατί η συμπαιγνία χρειάζεται δύο. Και ο Καραμανλής δεν μετέχει. Και πολιτικός εξωραισμός δι’ αντιπροσώπων στην πολιτική δεν υπάρχει. Ο δε ισχυρισμός ότι ο Καραμανλής, που κόντεψε να πέσει από την υπόθεση του Βατοπεδίου, ελέγχει την δικαιοσύνη είναι, τουλάχιστον, παράλογος.

Υπάρχουν ιστορικές ευθύνες για τα αίτια της κρίσης που οδήγησε τη χώρα σε επιτροπεία. Και είναι κατανοητή η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ απόσεισης της ευθύνης και μετακύλισης της στους ώμους του αντιπάλου. Γιατί οι ευθύνες αυτές, που αποδόθηκαν πολιτικά, οδήγησαν στην εξαφάνιση του. Το ΠΑΣΟΚ παρέδωσε ένα χρέος που το 2003 άγγιζε ήδη το 100% (98,3% για την ακρίβεια) ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και το 2009 εξεβίασε εκλογές με μοχλό την εκλογή ΠτΔ και με σύνθημα ότι λεφτά υπάρχουν. Και όταν κέρδισε τις εκλογές καθυστέρησε πολλούς μήνες να πάρει μέτρα και τελικά παρέδωσε τη χώρα αμαχητί στη διεθνή επιτροπεία. Με το να βαφτίζουν τις εκλογές του 2009, που ουσιαστικά προκάλεσαν, προσπάθεια απόδρασης του Καραμανλή και να ισχυρίζονται ότι η επιτροπεία ήταν αναπόφευκτη κάνουν μια προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας με υποθετικούς συλλογισμούς. Αλλά η ιστορία γράφεται με τα γεγονότα. Όχι με υποθετικά ερμηνευτικά σχήματα. Καλό το παραμύθι λοιπόν, αλλά δεν έχει δράκο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ηγεσίες

Ηγεσίες

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα η Τουρκία έχει εισέλθει σε μια περίοδο κρίσης και αστάθειας. Μετεωρίζεται ανάμεσα στο χάος και σε ένα σκληρό προσωποπαγές ισλαμικό καθεστώς. Τα γεγονότα στη γειτονική χώρα, και η επέτειος της κυπριακής τραγωδίας μας θυμίζουν πόσο κοντά βρέθηκε η χώρα μας στο χάος και την καταστροφή τον Ιούλιο του 1974. Με τη χούντα υπό κατάρρευση και τη χώρα στα πρόθυρα πολέμου με τη Τουρκία, ουδείς ανέμενε μια υποδειγματική διαδικασία μετάβασης στο πιο σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα που γνώρισε ο τόπος. Όλοι προεξοφλούσαν το αντίθετο. Οι αντίπαλοι του Καραμανλή θεωρούσαν ότι θα εδραίωνε ένα αυταρχικό προσωποπαγές καθεστώς. Οι φίλοι του ανέμεναν ένα καθεστώς πεφωτισμένης δεσποτείας. Οι συνθήκες κατάρρευσης και μετάβασης ευνοούσαν μια τέτοια εξέλιξη.

Η τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παρέδωσε την εξουσία στον Καραμανλή άνευ όρων. Ούτε ως προς την έκταση των εξουσιών του, ούτε ως προς τη σύνθεση της κυβέρνησης του, ούτε ως προς το χρόνο παραμονής του στην εξουσία. Ο Καραμανλής ορκίστηκε κυβερνήτης μόνος. Σε ένα απόλυτο θεσμικό κενό.

Είχε, όμως, άλλα στο μυαλό του. Αντί να κάνει κυβέρνηση φίλων του, σχημάτισε την πιο αντιπροσωπευτική κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Αντί να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, άνοιξε γρήγορα το δρόμο προς τη λαϊκή ετυμηγορία. Αντί να προχωρήσει σε πογκρόμ διώξεων ανέθεσε στη Δικαιοσύνη, με συντακτική πράξη, την επιβολή κυρώσεων στους πρωταιτίους. Και δημιούργησε το κατάλληλο πολιτικό κλίμα για την απόδοση δικαιοσύνης. Γιατί στη δημοκρατία, όπως είπε, η δικαιοσύνη δεν εκδικείται αλλά κρίνει και τιμωρεί σύμφωνα με τους νόμους.

Πρώτα κάλεσε το λαό να αποφασίσει ποιος θέλει να τον κυβερνήσει. Και μετά τον κάλεσε με δημοψήφισμα να αποφασίσει τη μορφή του πολιτεύματος. Στη συνέχεια έδωσε στη χώρα το πιο σύγχρονο και φιλελεύθερο σύνταγμα. Και ολοκλήρωσε τη διαδικασία μετάβασης με την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Ως εγγύηση των δημοκρατικών θεσμών, της οικονομικής ανάπτυξης και της ασφάλειας της χώρας.

Οι αντίπαλοι του τότε έπλασαν το μύθο των δυο Καραμανλήδων. Του αυταρχικού της πρώτης οκταετίας και του ώριμου δημοκράτη του 1974. Αν κάτι, όμως, διέκρινε τον Καραμανλή ήταν η σταθερότητα των πεποιθήσεων του. Το υπενθύμισε στο πλήθος που παραληρούσε, στην προεκλογική του ομιλία στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1974. Ότι έντεκα χρόνια πριν, από το ίδιο μπαλκόνι, τους είχε ζητήσει ευρεία πλειοψηφία για να προχωρήσει σε συνταγματική αναθεώρηση και σε μεταρρυθμίσεις για τη καλύτερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Προειδοποιώντας ότι τα πολιτικά πάθη και η δημαγωγία θα οδηγούσαν στη πτώση της δημοκρατίας. Προφανώς κανείς δεν άκουγε τι έλεγε ο Καραμανλής. Ούτε για το παρελθόν ούτε για τα μετέπειτα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”