Μετά τις 16 Απριλίου η Τουρκία θα είναι μια διαφορετική χώρα. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα καθορίσει το μέλλον του Ερντογάν, την πορεία της Τουρκίας και τις σχέσεις της με τη Δύση. Αν το Ναι στο δημοψήφισμα επικρατήσει, ο Ερντογάν θα καταστεί ένας πανίσχυρος, ελέω λαού, μονάρχης. Συγκεντρώνοντας απεριόριστες εξουσίες στο πρόσωπό του, θα μπορεί να διορίζει τους υπουργούς, να διαλύει τη Βουλή, και να ελέγχει τη Δικαιοσύνη. Ο Ερντογάν γνωρίζει, όμως, ότι δεν αρκεί να κερδίσει το δημοψήφισμα. Πρέπει η επικράτησή του να είναι εμφατική. Σε περίπτωση ήττας ή οριακής επικράτησης, θα έχει διχάσει βαθιά την τουρκική κοινωνία, θα έχει αποσταθεροποιήσει τη χώρα, και θα έχει αποδυναμώσει την ηγεσία του.
Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να θριαμβεύσει στο δημοψήφισμα. Κλιμακώνει επικίνδυνα τη ρητορική του αντιπαράθεση με τη Δύση. Κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι σχεδίασε και υποστήριξε το πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου. Κατηγόρησε τη Γερμανία και την Ολλανδία για ναζιστικές πρακτικές. Επιτέθηκε στον Πάπα και απειλεί με δημοψήφισμα για την εγκατάλειψη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Ενώ, παράλληλα, κλιμακώνει την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και επιδεικνύει αδιαλλαξία στο Κυπριακό. Υποδαυλίζει τον εθνολαϊκισμό για να προσελκύσει τους κεμαλιστές, και τον αντιδυτικισμό για να προσελκύσει τους γκιουλενιστές.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι μετά την επικράτησή του, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις του τόσο με την ΕΕ, όσο και με τις ΗΠΑ. Κυρίως γιατί αυτό επιβάλλει το ισοζύγιο οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ και το ισοζύγιο ασφάλειας με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Την ίδια ευελιξία, άλλωστε, επέδειξε ο Ερντογάν και με τη Ρωσία και το Ισραήλ. Με χώρες που οι σχέσεις της Τουρκίας είχαν διαρραγεί στο παρελθόν.
Είναι πιθανόν να το επιχειρήσει. Είναι αμφίβολο, όμως, κατά πόσον θα μπορέσει να το επιτύχει. Τα πρόσφατα επεισόδια είναι ο επίλογος του σταδιακού εξισλαμισμού του προσανατολισμού της Τουρκίας από τον Ερντογάν, που την απομακρύνουν οριστικά από την ΕΕ. Με τις ΗΠΑ, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ρητορική του, που, ιδίως, η κυβέρνηση Τράμπ θα μπορούσε να αντιπαρέλθει. Είναι, κυρίως, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο πλευρών. Για την καταπολέμηση του ISIS και την επίλυση του Συριακού, για παράδειγμα, οι Κούρδοι είναι για τους Αμερικανούς η μόνη αξιόπιστη δύναμη. Ενώ για τους Τούρκους αποτελούν απειλή κατά της εθνικής τους ασφάλειας.
Οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες του Ερντογάν τον καθιστούν ολοένα πιο απρόβλεπτο και αναξιόπιστο εταίρο για τη Δύση. Η σταδιακή απόκλιση των συμφερόντων των δύο πλευρών καθιστούν την όποια επαναπροσέγγιση τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα.
Αυτή η εξέλιξη καθιστά σταδιακά την Ελλάδα χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση. Μια εξέλιξη που κρύβει κινδύνους αλλά και τεράστιες ευκαιρίες.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”