Το ιδεολογικό υπόβαθρο της κυβέρνησης και ο μικροκομματικός τρόπος που χειρίστηκε τη διαπραγμάτευση προϊδέαζαν για το αποτέλεσμα. Ιστορικά, στη διαχείριση του εθνικού θέματος της Μακεδονίας, η Αριστερά δεν έχει δάφνες να επιδείξει. Το ίδιο συμβαίνει και με τη συμφωνία στην οποία κατέληξε για το Σκοπιανό. Το πρώτον και μείζον πρόβλημα της συμφωνίας είναι η άνευ όρων παράδοση στο θέμα της γλώσσας και της εθνότητας. Oι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας θα είναι Μακεδόνες που θα ομιλούν τη μακεδονική γλώσσα. Πράγμα που συνιστά τον πυρήνα του σκοπιανού αλυτρωτικού ιδεολογήματος του «μακεδονισμού». Αναμφίβολα, η αλλαγή συνταγματικής ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, η αλλαγή του Συντάγματος και το erga omnes είναι θετικά στοιχεία. Αλλά και το erga omnes φαίνεται να μην ισχύει απολύτως.
Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα της συμφωνίας είναι ο σπονδυλωτός της χαρακτήρας. Ιδιαίτερα, η υποστήριξη από ελληνικής πλευράς της πρόσκλησης ένταξης της γειτονικής χώρας σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ με ανοιχτές τις εκκρεμότητες της συμφωνίας. Είναι κατανοητό ότι αυτό γίνεται για να διευκολύνει τις διαδικασίες κύρωσης και δημοψηφίσματος από την άλλη πλευρά. Ωστόσο, οι διαδικασίες αυτές γεννούν έννομα δικαιώματα και δημιουργούν de facto καταστάσεις που μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες στην περίπτωση που τελικά η διαδικασία ναυαγήσει.
Τρίτον, πολλά ζητήματα αναφύονται σχετικά με τα προϊόντα προέλευσης και τα εμπορικά σήματα των μακεδονικών μας προϊόντων που παραπέμπονται προς διευθέτηση σε μελλοντικό χρόνο.
Τέταρτον, το εσωτερικό μέτωπο, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, είναι διαιρεμένο και οδηγείται σε μια διχαστική αντιπαράθεση που θα αποβεί επιζήμια για τον τόπο. Η κυβέρνηση εξαρχής χειρίστηκε το θέμα στη βάση ενός ισολογισμού κόστους-οφέλους μικροκομματικής και όχι εθνικής στόχευσης. Η κυβέρνηση προσπάθησε να διχάσει την αντιπολίτευση, όταν η ίδια αντιπαρέρχεται με κυνικό τρόπο τον διχασμό στο εσωτερικό της. Η κυβέρνηση έχει συνολική ευθύνη για τη συμφωνία την οποία δεν μπορεί να αποφύγει ο κύριος Καμμένος όσα τερτίπια και αν σκαρφιστεί. Η στάση του θα έπρεπε σε μια ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία να είχε οδηγήσει στην αυτόματη αποπομπή του από την κυβέρνηση.
Εάν η κυβέρνηση είχε συγκροτήσει ένα εθνικό μέτωπο διαπραγμάτευσης ή εάν, έστω, διαβουλευόταν τακτικά με την αντιπολίτευση, θα είχε οδηγηθεί σε καλύτερο αποτέλεσμα. Κυρίως, όσον αφορά στο θέμα της εθνότητας και της γλώσσας που θα είχαν καταστήσει τον συμβιβασμό αποδεκτό.
Ούτως ειπείν, πρέπει τώρα με νηφαλιότητα και ιστορική ευθύνη να ζυγίσουμε το εθνικό συμφέρον. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να ενσωματωθεί η περιοχή των δυτικών Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να υπάρξει ένα ανάχωμα στους βαλκανικούς μεγαλοιδεατισμούς, τα μουσουλμανικά τόξα, τις επιδιώξεις για μεγάλη Αλβανία. Να υπάρξει ανάσχεση της τουρκικής επιρροής και του διαίρει και βασίλευε της αναθεωρητικής ρωσικής πολιτικής. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν οι πολιτικές δυνάμεις είναι αν τα θετικά στοιχεία αυτής της προοπτικής υποσκελίζουν τα μελανά σημεία μιας κακής συμφωνίας.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”