Πολλές φορές προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την εξωτερική πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία με βάση το ευκταίο και όχι το εφικτό. Με βάση τις επιθυμίες μας και όχι την πραγματικότητα. Επί σειρά ετών προσπαθήσαμε να αμβλύνουμε την τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο και την Κύπρο μέσα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μια Τουρκία σε δυτική τροχιά ήταν προφανές ότι θα ήταν μια περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική Τουρκία. Η πολιτική αυτή είχε μια κάποια αξία όταν πράγματι η Τουρκία ακολουθούσε μια στρατηγική προσέγγισης με τη Δύση.
Αν και αυτό δεν την απέτρεψε, όντας μέλος του ΝΑΤΟ, να εισβάλει στην Κύπρο εκμεταλλευόμενη βεβαίως και τα δικά μας λάθη. Οπως επίσης η δυτικόστροφη τάση του κεμαλικού κατεστημένου δεν το εμπόδισε να κάνει αλλεπάλληλες κρίσεις στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα τα Ιμια. Με βάση όμως τις ευρύτερες μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις και την τότε διαφαινόμενη εδραίωση της δυτικής φιλελεύθερης θεσμικής τάξης, τις γεωπολιτικές βλέψεις της Δύσης και την τότε πολιτική της Τουρκίας, ορθά προσπαθήσαμε να εντάξουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η εκλογή του Ερντογάν φάνηκε να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Για αρκετό καιρό η Ελλάδα, αλλά και η Δύση, θεώρησε ότι στο πρόσωπο του Ερντογάν είχε βρει τον εκφραστή αυτής της πολιτικής. Ο Ερντογάν, με άλλοθι την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και όχημα τον συνεπαγόμενο εκδημοκρατισμό, αντιπαρατέθηκε με σφοδρότητα με το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο. Οταν κυριάρχησε, όμως, έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Και έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή ισλαμική ατζέντα. Βάζοντας την Τουρκία, προοδευτικά, σε τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.
«Η δημοκρατία είναι μόνο το τρένο στο οποίο επιβιβαζόμαστε μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας» είχε πει ο Ερντογάν για όσους άκουγαν. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, οι πιστοί οι στρατιώτες μας».
Η Τουρκία σταδιακά αποξενώθηκε από τις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή της προοπτική έμεινε στάσιμη και η στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ διερράγη. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν κλιμάκωσε τους λεονταρισμούς του εναντίον των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενώ, ύστερα από μια θεαματική αναδίπλωση, φαίνεται να συμπτύσσει μια ανίερη συμμαχία με τη Ρωσία. Και δυστυχώς η στροφή αυτή του Ερντογάν φαίνεται να είναι στρατηγικού και όχι τακτικού χαρακτήρα. Οι αμερικανοί σύμμαχοί μας, για κάθε ενδεχόμενο, ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια για την Τουρκία, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι μας κινούνται μεταξύ αναστολής και οριστικής ματαίωσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι τι Τουρκία θέλουμε αλλά τι Τουρκία έχουμε. Εφόσον η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας απομακρύνεται, γεννάται εκ των πραγμάτων η ανάγκη επανασχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής ή τουλάχιστον η εκπόνηση μιας εναλλακτικής πολιτικής, ενός plan B. Η αναβάθμιση της στρατηγικής μας σχέσης με τις ΗΠΑ είναι προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και οι συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά, επιστρέφοντας στη σκοτεινή περίοδο της ρεάλπολιτικ, χρειαζόμαστε μια ρεαλιστική και πραγματιστική εξωτερική πολιτική, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις, για να πετύχουμε τους στόχους μας.
εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”