Οι δύο φάσεις μιας ιστορικής τομής

Οι δύο φάσεις μιας ιστορικής τομής

1974-2024 Μεταπολίτευση, ένας απολογισμός

Η θεμελίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή χωρίζεται σε δύο περιόδους. Τη μετάβαση (transition) στη δημοκρατία stricto sensu (24 Ιουλίου 1974-17 Νοεμβρίου 1974), και τη δεύτερη περίοδο της εδραίωσης (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών (17 Νοεμβρίου 1974-18 Οκτωβρίου 1981).
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα ακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του μετεμφυλιακού status quo.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης, άλλωστε, καθιστούσαν την ομαλή επιστροφή στην ομαλότητα σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα. Η απότομη κατάρρευση του καθεστώτος είχε δημιουργήσει τεράστιο κενό εξουσίας και χάος στο εσωτερικό, την ίδια ώρα που η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο οδηγούσε σε έναν γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το Πολυτεχνείο είχε αποτελέσει το terminus ad quem της χούντας, αλλά η τραγωδία της Κύπρου έφερε την χούντα ενώπιον εθνικών αδιεξόδων. Το δικτατορικό καθεστώς αποδείχθηκε ανέτοιμο, αδύναμο και απρόθυμο να αντιμετωπίσει στρατιωτικά την τουρκική εισβολή. Μετά και τη χαοτική επιστράτευση, κατέρρευσε καλώντας τους πολιτικούς να διαχειριστούν την εθνική κρίση.
Την 24η Ιουλίου, ο Καραμανλής προσγειώθηκε σε μια χώρα βυθισμένη στο χάος. Με μελετημένη στρατηγική, καίριες αποφάσεις και ταχύτητα ενεργειών, ο Καραμανλής πέτυχε να ελέγξει τις ένοπλες δυνάμεις, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού και να διαχειριστεί τα τετελεσμένα της Κυπριακής τραγωδίας που είχε δημιουργήσει η χούντα.
Άμεση προτεραιότητα του Καραμανλή, κατά τη μεταβατική περίοδο, από τις 24 Ιουλίου μέχρι τις 17 Νοεμβρίου του 1974, ήταν να διατηρήσει την ενότητα των πολιτών και την εθνική συσπείρωση που δημιουργήθηκε μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος. Συγκρότησε άμεσα κυβέρνηση εθνικής ενότητας από στελέχη της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς με άσπιλα αντιχουντικά διαπιστευτήρια. Επιπλέον, εκφράζοντας το λαϊκό αίσθημα μετά τον Ατίλλα ΙΙ, αλλά και την αντίδραση της ελληνικής πολιτείας στην απραξία της Βρετανίας (εγγυήτριας δύναμης) και την ευμενή προς την Τουρκία ουδετερότητα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ στις 15 Αυγούστου.
Δεύτερον, αποκατέστησε τον έλεγχο στο στρατό με την τοποθέτηση του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Σόλωνα Γκίκα στα κρίσιμα κυβερνητικά πόστα και έμπιστων αξιωματικών σε θέσεις κλειδιά. Οι δίκες των πρωταιτίων του πραξικοπήματος του 1967 ορίσθηκαν να διεξαχθούν μετά τις εκλογές. Ο Καραμανλής ήθελε να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά αφού θα είχε προηγουμένως ισχυροποιηθεί από τη λαϊκή εντολή στις επερχόμενες εκλογές.
Τρίτον, επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αναφέρονταν στη μοναρχία, μέχρι τις εκλογές. Το ζήτημα αυτό θα λυνόταν μετά τις εκλογές με λαϊκό δημοψήφισμα. Η Βουλή που θα προέκυπτε από τις εκλογές θα προχωρούσε στην αναθεώρηση τον Συντάγματος. Επιπλέον, μέσα από μια αλληλουχία αποφάσεων, ο Καραμανλής επανάφερε τη χώρα στην προ-χουντική νομιμότητα, όσον αφορά τις δικαστικές και δημόσιες υπηρεσίες και τα πανεπιστήμια. Ελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους, και παραχώρησε γενική αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα. Τέλος, νομιμοποίησε όλα τα πολιτικά κόμματα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.
Προκήρυξε άμεσα εκλογές στη συμβολικά φορτισμένη ημερομηνία της 17ης Νοεμβρίου του 1974, που του έδωσαν την ευρεία πλειοψηφία του 54,37%, την αναγκαία λαϊκή νομιμοποίηση και ισχυρή εντολή.
Στο σημείο αυτό, τη σταδιακή τακτική του Καραμανλή διαδέχθηκε μια δεύτερη περίοδος αποφάσεων και ενεργειών, ακόμη πιο αποφασιστικών, που οδήγησαν στην επίτευξη του συνόλου των στρατηγικών του επιδιώξεων. Σε λιγότερο από έξι μήνες οι υπεύθυνοι του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, οι υπεύθυνοι της αιματηρής καταστολής του Πολυτεχνείου και οι βασανιστές της χούντας είχαν δικαστεί και καταδικαστεί.
Η ταχύτητα της εκδίκασης των πρωταιτίων, αλλά και η μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια κάθειρξη αποτέλεσαν σημαντικές αποφάσεις. Γιατί επέτρεψαν, με δίκαιο και γρήγορο τρόπο, την καταδίκη των πρωταιτίων ώστε η χώρα να αλλάξει σελίδα. Η μετατροπή των ποινών έδειξε ότι η δημοκρατία τιμωρεί αλλά δεν εκδικείται, και απέτρεψε και τη δημιουργία ενός κλίματος ρεβανσισμού σε νοσταλγούς της χούντας στις ένοπλες δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, η αποφασιστικότητα της εκτέλεσης των ποινών της ισόβιας κάθειρξης, “όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια”, συνδύασε τη μετριοπάθεια της δημοκρατίας με την αποφασιστικότητα του κράτους στην απονομή δικαιοσύνης και την τήρηση της τάξης. Αφού είχε ολοκληρώσει την επιτυχημένη μετάβαση στη δημοκρατία (Ιούλιος 1974-Νοέμβριος 1974), ο Καραμανλής προχώρησε στην θεσμική οργάνωση της Πολιτείας και την εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών (consolidation phase).
Στη δεύτερη αυτή φάση, ο πρώτος άξονας της στρατηγικής του ήταν η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, που μας συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό Συνταγματικό πολιτισμό διευρύνοντας τις πολιτικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα και εδραιώνοντας το κράτος δικαίου.
Δεύτερον, η οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος με ένα αδιάβλητο και ανεπηρέαστο δημοψήφισμα. Τηρώντας αυστηρή ουδετερότητα, ο Καραμανλής κατέστησε τον ελληνικό λαό υπεύθυνο της επιλογής του, και πέτυχε τον ενταφιασμό του εθνικού διχασμού.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή επιλογή και η τελική ένταξη στην ΕΟΚ, εδραίωσε τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας, δημιούργησε προϋποθέσεις για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, και συνέβαλε στην καλύτερη αντιμετώπιση του διλήμματος ασφάλειας της χώρας.
Με την εκλογή του στη Προεδρία της Δημοκρατίας, την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία και τη συγκατοίκησή του με την σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Καραμανλής είχε ολοκληρώσει το μεγάλο επίτευγμα του πολιτικού εκσυγχρονισμού της χώρας.
Στα 200 χρόνια της ιστορίας του το Ελληνικό κράτος ταλανίστηκε από πολέμους, φτώχεια, κινήματα, πραξικοπήματα, εμφυλίους, χρεωκοπίες και κρίσεις. Τα τελευταία 50 χρόνια η Ελλάδα έγινε πιο σταθερή, πιο πλούσια, και πιο ασφαλής παρά τα πισωγυρίσματα. Η ρήξη με το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος. Και φέρει τη σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Δημοσίευση: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Η Ε.Ε. αντιμέτωπη με πολύ μεγάλες προκλήσεις

Η Ε.Ε. αντιμέτωπη με πολύ μεγάλες προκλήσεις

Στις 9 Μαΐου γιορτάζουμε την ημέρα της Ευρώπης. Την επέτειο της ιστορικής Διακήρυξης Σουμάν, στην οποία ο Ρομπέρ Σουμάν μίλησε για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, που θα συμβόλιζε το τέλος του πολέμου μεταξύ των Ευρωπαίων.
Πράγματι, μια γενιά ευρωπαίων οραματιστών πολιτικών, αλλά και η Σοβιετική απειλή, και η Αμερικανική παρότρυνση, στις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου, οδήγησαν στη δημιουργία μια νέας οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης στην Ευρώπη, μετά τον πόλεμο. Η κουλτούρα συνεργασίας από τη διαχείριση της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ έβαλε τις ρίζες για μια λειτουργική και σταδιακή προσέγγιση που οδήγησε στη Συνθήκη της Ρώμης και τελικά στην Ενωμένη Ευρώπη. Το ιστορικό αυτό εγχείρημα ξεκίνησε από την Δυτική Ευρώπη των έξι για να μετεξελιχθεί, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, στην Ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια. Μια φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη, που δημιουργήθηκε κάτω από την εγγύηση ασφάλειας της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας και τώρα διεκδικεί τη στρατηγική της αυτονομία.
Η Ενωμένη Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ιστορίας της. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η ευφορία για τον εξοστρακισμό της κατάρας του πολέμου από την ευρωπαϊκή ήπειρο διαλύθηκε βίαια από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και το αίσθημα ασφάλειας που της παρείχε η ευρωατλαντική συμμαχία δεν υπάρχει πλέον μετά από την προεδρία Τράμπ και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στην Αμερική. Με την Κίνα να προσθέτει και έναν επιπλέον πόλο γεωπολιτικής ανησυχίας.
Αλλά και στο εσωτερικό το ευρωπαϊκό όραμα θαμπώνει και ένα κύμα ευρωσκεπτικισμού σαρώνει την ήπειρο από άκρου εις άκρον.
Οι νέες ανισότητες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση δημιουργούν ανασφάλεια και απόγνωση και δοκιμάζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και τα μεταναστευτικά ρεύματα δημιουργούν «δημογραφικό πανικό» και επαναφέρουν στο προσκήνιο ζητήματα και πολιτικές ταυτότητας. Η «εισβολή του ξένου» στις δυτικές κοινωνίες σπρώχνει τους πολίτες σε αναζήτηση των παραδοσιακών στοιχείων της ταυτότητάς τους. Η Γερμανία, μετά τον πόλεμο, είχε ενταφιάσει αυτή τη συζήτηση εντάσσοντας την εθνική της ταυτότητα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το AfD ξανάνοιξε τη συζήτηση αυτή, εκμεταλλευόμενο την ανασφάλεια που δημιουργεί η παρουσία ενός εκατομμυρίου μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στη Γερμανία.
Στη Βρετανία το UKIP του Φάρατζ παρέσυρε κομμάτια των Τόρις στη καταστροφική ατζέντα που οδήγησε τελικά στο Brexit. Αλλά και στη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Πολωνία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι δυνάμεις του λαϊκισμού και των άκρων επελαύνουν.
Η ιστορική περίοδος που διανύουμε των συνεχών και πολύπλευρων κρίσεων δοκιμάζει τις αντοχές του ημιτελούς ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Μπορεί η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης να είναι μια σειρά από κρίσεις και επανεκκινήσεις. Με κάθε επανεκκίνηση να προσθέτει μια ψηφίδα στην εμβάθυνση του ενοποιητικού εγχειρήματος. Είναι όμως αναγκαίο η Ενωμένη Ευρώπη να φύγει από το στενά λειτουργικό, υλιστικό και ωφελιμιστικό πλαίσιο στο οποίο έχει συρρικνωθεί. Να επανανοηματοδοτήσει την αναγκαιότητα της ύπαρξης της ως ένα μεγάλο ηθικό ζήτημα και έναν πολιτικό στόχο. Να προτάξει και πάλι τις κοινές αξίες που αποτέλεσαν το νομιμοποιητικό υπόβαθρο της. Να πείσει τους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών ότι η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας είναι προς όφελος τους. Ότι η ΕΕ μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα από τα κράτη-έθνη τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης, εργασίας, κοινωνικής συνοχής, μετανάστευσης και ασφάλειας. Και να ξαναβάλει σε τροχιά τις διαδικασίες εμβάθυνσης της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης.
Οι γενεσιουργοί λόγοι του ευρωπαϊκού εγχειρήματος παραμένουν πιο ισχυροί από ποτέ. Το υπόβαθρο των κοινών συμφερόντων και κοινών αξιών παραμένει σταθερό. Και η ενότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των νέων γεωπολιτικών προκλήσεων και τη διατήρηση της πλανητικής επιρροής.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, 11/05/2024

Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης και η Νέα Δημοκρατία

Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης και η Νέα Δημοκρατία

Περιοδικό “ΒΟΥΛΗ Επί του … περιστυλίου”

https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t075/index.html

Η μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Γ´ Ελληνική Δημοκρατία έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα απολύτως επιτυχές παράδειγμα. Και στη διεθνή δημόσια σφαίρα έχει χαρακτηριστεί ως το “ελληνικό θαύμα”.
Η ελληνική περίπτωση ξεχωρίζει όχι μόνο για τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς της μετάβασης (transition) στη δημοκρατία, αλλά και για την επιτυχημένη και ταχεία εδραίωση (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών. Ξεχωρίζει επίσης, γιατί οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας αποδείχθηκαν ανθεκτικοί σε βαθιές κρίσεις όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας.
Επίτευγμα μοναδικό για μια χώρα που η νεότερη πολιτική ιστορία της, από τη σύσταση του ελλαδικού κράτους μέχρι το 1974, ήταν κατάστικτη από κινήματα, δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολιτειακές κρίσεις και εμφυλίους. Τα δημοκρατικά ξεσπάσματα των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων του 1843 και του 1862, την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875, και το Γουδί το 1909, ακολούθησαν τα πισωγυρίσματα του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η ρήξη με αυτό το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος.
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του ancient regime. Μια επιστροφή, δηλαδή, στον στείρο αντικομουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα προσδοκία για τη μεταπολίτευση το βράδυ της 24ης Ιουλίου του 1974, ήταν η συνέχεια με την προ της επταετίας εποχή και όχι μια σημαντική καθεστωτική μεταβολή.
Για τον Καραμανλή η κατάρρευση της χούντας και το θεσμικό κενό ήταν μοναδική ευκαιρία για την “βαθιά τομή.” Για τη θεμελίωση και εδραίωση ενός στέρεου δημοκρατικού πολιτεύματος, απαλλαγμένου από τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις του Διχασμού και του Εμφυλίου. Ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, θωρακισμένου από παρεμβάσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παράκεντρων. Για τον Καραμανλή το 1974 ήταν ιστορική ευκαιρία για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του πολιτειακού και του πολιτικού πλαισίου της χώρας.
Οι δημοκρατικές μεταβάσεις ορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως η ανατροπή των δικτατοριών και η επιστροφή στη δημοκρατία. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, η μετάβαση του 1974 δεν αποτέλεσε μια απλή επιστροφή. Αντίθετα, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια “βαθιά τομή” με το παρελθόν.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, μάς συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Η ένταξη στην ΕΟΚ συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών και θεσμικών ελλειμμάτων και του διλήμματος ασφάλειας της χώρας. Τέλος, η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας, συναπετέλεσαν το δημοκρατικό “κεκτημένο της μεταπολίτευσης”.
Επιπλέον, ο Καραμανλής ίδρυσε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κόμμα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Με ιδεολογικό πρόταγμα τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και δημοκρατική λειτουργία για να αποτελέσει, και μετά την αποχώρηση του χαρισματικού ιδρυτή του, έναν βασικό πυλώνα του δημοκρατικού πολιτικού μας συστήματος. Με την ιδρυτική του διακήρυξη, το πρώτο συνέδριο και τη δημοκρατική εκλογή του διαδόχου του, ο Καραμανλής είχε ιδρύσει έναν πολιτικό φορέα με αποφασιστικό ρόλο στο θεσμικό οικοδόμημα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η ΝΔ, παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε από μια χαρισματική και εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα δεν έγινε προσωποπαγές κόμμα. Εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο κόμμα με δημοκρατική λειτουργία. Αναδεικνύοντας εννιά αρχηγούς, μετά τον ιδρυτή της, και πέντε πρωθυπουργούς.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Συνέδριο της Χαλκιδικής, στην ιστορική του ομιλία στις 5 Μαΐου 1979, καθόρισε με σαφήνεια τις αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και το όραμά του για την ελληνική κοινωνία σε πέντε κατευθυντήριους άξονες, που παραμένουν επίκαιροι. Εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, και ελεύθερη δημοκρατική οικονομία με ισχυρό κράτος που θα έχει ρυθμιστικό ρόλο για να εξισορροπεί τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις.
Η ιδεολογική διακήρυξη της Χαλκιδικής δημιούργησε το πλαίσιο για τη σύγκλιση πολιτών από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Και τις συνθήκες για μια νέα πλατιά κοινωνική συμμαχία για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Η ΝΔ, υπήρξε διαχρονικά η πολιτική μεταρρυθμιστική δύναμη με την αριστοτελική έννοια του μέτρου. Όχι του συμβιβασμού αλλά του μέτρου. Μακράν από τα άκρα είτε της υπερβολής είτε της έλλειψης. Γιατί οι καταστάσεις των άκρων βασανίζουν τον άνθρωπο, όπως γράφει ο Αριστοτέλης. Έτσι κατόρθωσε να συνδέσει σε ένα κοινό όραμα όλες τις κοινωνικές ομάδες που επιζητούν την πρόοδο.
Η ΝΔ συμπλήρωσε 50 χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας. Αξιοσημείωτο όχι μόνο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, αλλά και τα ευρωπαϊκά. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της μεταπολεμικής Ευρώπης υφίστανται τριγμούς. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά και οι Σοσιαλιστές. Στη χώρα μας, η Κεντροαριστερά μοριοποιήθηκε μεταπολιτευτικά τρεις φορές. Αρχικά η Ένωση Κέντρου, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ που την είχε διαδεχθεί, και τελευταία ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ, ο κεντροδεξιός χώρος, παρέμεινε σταθερός. Παρά τις αποχωρήσεις και τη δημιουργία μικρότερων σχημάτων, αλλά και τις εξελίξεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ορισμένοι διατύπωσαν κατά καιρούς θεωρίες περί φθαρμένου προϊόντος. Που έχουν πια οι ίδιες παραφθαρεί και διαψευστεί από το χρόνο και τα πράγματα. Γιατί σε μια χώρα που κατατρύχεται από θεσμική ασυνέχεια, η ΝΔ επιδεικνύει αξιοσημείωτη θεσμική αντοχή. Την θεσμική αντοχή και παράδοση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού κόμματος. Κι αυτό γιατί οι ιδέες της έχουν επικρατήσει. Γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών συμμερίζεται ότι η ιδανική πολιτεία είναι αυτή που συνδυάζει την ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί είναι το κόμμα που με επιτυχία ενσωματώνει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης σε ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο ορθολογικών δημοκρατικών θεσμών και δομών. Και γεφυρώνει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα με τα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά και οι μεγάλες της στρατηγικές επιλογές έχουν ιστορικά δικαιωθεί. Θεσμοθέτησε το δημοκρατικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης. Εδραίωσε το πιο στέρεο κοινοβουλευτικό πολίτευμα από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους. Διεύρυνε και κατοχύρωσε μια σειρά από ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διασφάλισε την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Επέλυσε υποδειγματικά το πολιτειακό ενταφιάζοντας τον εθνικό διχασμό. Νομιμοποίησε το ΚΚΕ επουλώνοντας τις πληγές του εμφυλίου και έδωσε στη χώρα το καλύτερο Σύνταγμα της ιστορίας της. Ενέταξε τη χώρα στην Ενωμένη Ευρώπη. Τερμάτισε τη μακρόχρονη αντιπαράθεση για το γλωσσικό καθιερώνοντας τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους.
Οι κυβερνητικές της θητείες, παρά τα όποια αναπόφευκτα λάθη και αστοχίες έχουν θετικό πρόσημο. Και σε κάθε περίπτωση ήταν πάντοτε ενάντια στη δημαγωγία και τον λαϊκισμό.

Το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης

Το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης

Η μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Γ´ Ελληνική Δημοκρατία έχει καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα απολύτως επιτυχές παράδειγμα. Και στη διεθνή δημόσια σφαίρα έχει χαρακτηριστεί ως το “ελληνικό θαύμα.”
Η ελληνική περίπτωση ξεχωρίζει όχι μόνο για τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς της μετάβασης (transition) στη δημοκρατία, αλλά και για την επιτυχημένη και ταχεία εδραίωση (consolidation) των δημοκρατικών θεσμών. Ξεχωρίζει επίσης, γιατί οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας αποδείχθηκαν ανθεκτικοί σε βαθιές κρίσεις όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας.
Επίτευγμα μοναδικό για μια χώρα που η νεότερη πολιτική ιστορία της, από τη σύσταση του ελλαδικού κράτους μέχρι το 1974, ήταν κατάστικτη από κινήματα, δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολιτειακές κρίσεις και εμφυλίους. Τα δημοκρατικά ξεσπάσματα των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων του 1843 και του 1862, την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875, και το Γουδί το 1909, ακολούθησαν τα πισωγυρίσματα του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Η ρήξη με αυτό το ιστορικό παρελθόν και η εδραίωση ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η μεγάλη τομή και η κορωνίδα του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος.
Όταν ο Καραμανλής ορκίστηκε μόνος τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, ουδείς ανέμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Οι πολιτικοί του αντίπαλοί ομιλούσαν για μια απλή αλλαγή νατοϊκής φρουράς. Ο στρατός επεδίωκε μια καθοδηγούμενη μετάβαση (guided transition) που θα του επέτρεπε να διατηρήσει τον ρόλο θεματοφύλακα του ancient regime. Μια επιστροφή, δηλαδή, στον στείρο αντικομουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατούσα προσδοκία για την μεταπολίτευση το βράδυ της 24ης Ιουλίου του 1974, ήταν η συνέχεια με την προ της επταετίας εποχή και όχι μια σημαντική καθεστωτική μεταβολή.
Για τον Καραμανλή η κατάρρευση της χούντας και το θεσμικό κενό ήταν μοναδική ευκαιρία για την “βαθιά τομή.” Για την θεμελίωση και εδραίωση ενός στέρεου δημοκρατικού πολιτεύματος, απαλλαγμένου από τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις του Διχασμού και του Εμφυλίου. Ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, θωρακισμένου από παρεμβάσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παράκεντρων. Για τον Καραμανλή το 1974 ήταν ιστορική ευκαιρία για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του πολιτειακού και του πολιτικού πλαισίου της χώρας.
Οι δημοκρατικές μεταβάσεις ορίζονται από τη διεθνή βιβλιογραφία ως η ανατροπή των δικτατοριών και η επιστροφή στη δημοκρατία. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, η μετάβαση του 1974 δεν αποτέλεσε μια απλή επιστροφή. Αντίθετα, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας σηματοδότησε μια “βαθιά τομή” με το παρελθόν.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1975, μάς συνέδεσε με τον Ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό. Η ένταξη στην ΕΟΚ συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών και θεσμικών ελλειμμάτων και του διλήμματος ασφάλειας της χώρας. Τέλος, η υποδειγματική επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας, συναπετέλεσαν το δημοκρατικό “κεκτημένο της μεταπολίτευσης”.

Δημοσίευση: εφημερίδα “Απογευματινή της Κυριακής”, 7 Απριλίου 2024

Παρουσίαση βιβλίου

Παρουσίαση βιβλίου

Στο Ίδρυμα Λασκαρίδη για την παρουσίαση του βιβλίου των κ.κ. Αθ. Πλατιά και Β. Τρίγκα, “Αποδομώντας την Παγίδα του Θουκιδίδη”

Για το βιβλίο μίλησαν επίσης ο κ. Πρ. Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Π. Ρουμελιώτης, ομότιμος καθηγητής και η κα Κ. Μπότσιου, καθηγήτρια. Τη συζήτηση συντόνισε η καθηγήτρια κ. Μ. Κοππά.

*οι φωτογραφίες ελήφθησαν από την ιστοσελίδα www.typospor.gr

Ο εφιάλτης

Ο εφιάλτης

Οι τροχοί της ιστορίας φαίνεται να περιστρέφονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πόλεμοι, ένας νέος διπολικός ανταγωνισμός, οικονομικές κρίσεις και ανισότητες, κλιματική κρίση, Ενεργειακό, ταυτοτικά ζητήματα, κρίσιμες εκλογές στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, όλα συνθέτουν το καλειδοσκόπιο ενός πλανήτη σε μετάβαση. Το 2024, που αρχίζει ήδη με πολλαπλές κρίσεις, φαίνεται ότι θα είναι χρονιά-ορόσημο για την κατεύθυνση της Ιστορίας.
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ίσως οι πιο κρίσιμες στην ιστορία της, θα καθορίσουν το μέλλον της Δύσης. Ο Τραμπ που αποπειράθηκε ένα πραξικόπημα κατά της αμερικανικής δημοκρατίας, προαναγγέλει τώρα απροκάλυπτα μια δικτατορία. Το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας, όμως, αφορά όλη τη Δύση καθώς και τον πλανήτη συνολικά. Η φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και η εβδομηκονταετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η εξαίρεση στην Ιστορία. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές και οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας προωθήθηκαν και στηρίχθηκαν από την υπερδύναμη του συστήματος, τις ΗΠΑ. Κι αυτό έγινε παρά τα σοβαρά ιστορικά λάθη-παρεκκλίσεις του συγχρωτισμού με δικτατορικά καθεστώτα μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο.
Επανεκλογή Τραμπ θα σημάνει αποσύνδεση (decoupling) Ευρώπης και Αμερικής και αποδόμηση των πολυμερών θεσμών που συνέθεσαν τη μεταπολεμική δυτική φιλελεύθερη τάξη, προεξάρχοντος του ΝΑΤΟ. Το 2019, σε μια προληπτική κίνηση, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Στις 14 Δεκεμβρίου 2023, το Κογκρέσσο, με πρόσθετη νομοθετική ρύθμιση, απαγορεύει στον εκάστοτε Πρόεδρο να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ χωρίς προηγούμενη έγκριση της Γερουσίας. Η επιμονή όμως του Τραμπ και η συζήτηση και μὀνο για τυχόν αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία.
Επανεκλογή Τραμπ θα σημάνει την ώρα της αλήθειας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βρεθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του αυταρχισμού και από Δύση και από Ανατολή, και από τις ΗΠΑ και από τη Ρωσία. Την ώρα, μάλιστα, που η «διεθνής του αυταρχισμού» έχει κάνει εισοδισμό και στην Ένωση. Το 2024 θα είναι μια τροχιοδεικτική χρονιά για το αν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα μπορέσει να ξεπεράσει τις εσωτερικές κρίσεις και να μετεξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική ένωση με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Ο εφιάλτης της επιστροφής Τραμπ είναι ενδημική ασθένεια μιαε εποχής, κατά την οποία οι οικονομικές ανισότητες, η τεχνολογική επανάσταση, το Μεταναστευτικό, το Δημογραφικό και τα ταυτοτικά ζητήματα δημιουργούν νέες κοινωνικές διαιρέσεις και δοκιμάζουν το σύστημα αξιών μας και το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Ενώ η κλιματική κρίση απειλεί πλέον την επιβίωση του πλανήτη, με τις απαντήσεις του διακρατικού διεθνούς συστήματος να αποδεικνύονται άτολμες και ανεπαρκείς. Ταυτόχρονα, οι χλωμές ηγεσίες του σήμερα δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες, που γίνονται ευάλωτοι στις σειρήνες του λαϊκισμού και του αυταρχισμού. Το μεταπολεμικό σύστημα της δυτικής, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εγκαθίδρυσή της, φιλελεύθερης τάξης δείχνει σημάδια εσωτερικών αντινομιών την ώρα που βάλλεται από τις αναθεωρητικές δυνάμεις σε πλανητικό επίπεδο. Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις από την επανεκλογή Τραμπ θα ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν, με πρώτο θύμα την Ουκρανία. Αλλά και ο Νετανιάχου θα βρει έναν υποστηρικτή στην άρνηση της λύσης των δύο κρατών στη Μέση Ανατολή.
Το 2024 θα είναι χρονιά-ορόσημο, λοιπόν, για το αν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε αυτό που ονομάσαμε δυτικό τρόπο ζωής στο εσωτερικό και αν η Δύση θα παραμείνει ο σημαντικότερος γεωπολιτικός δρών σε πλανητικό επίπεδο.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 6/1/2024

Η δεύτερη φάση του πολέμου στην Ουκρανία

Η δεύτερη φάση του πολέμου στην Ουκρανία

Σε τρεις μήνες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μια εισβολή που δεν αποσκοπούσε απλώς στην προσάρτηση εδαφών, στη «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας ή στην αλλαγή του καθεστώτος της. Είχε ως απώτερο στόχο τη συνολική αναθεώρηση του status quo. Η Ρωσία, όσο και η Κίνα με διαφορετική τακτική, αμφισβητούν συνολικά τη δυτικοκεντρική φιλελεύθερη τάξη. Ο αναθεωρητισμός τους αμφισβητεί την πλανητική κατανομή ισχύος, προβάλλει το μοντέλο του αυταρχισμού ως εναλλακτικό της δημοκρατίας, και το μοντέλο του ολιγαρχικού καπιταλισμού στο οικονομικό επίπεδο.

Ο Πούτιν δεν έκρυψε ποτέ τη δυσανεξία του για τη μεταψυχροπολεμική ισορροπία. Θεωρεί ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μια μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή. Έχει επινοήσει ένα ιστορικό αφήγημα με το οποίο δαιμονοποιεί τη Δύση και θυματοποιεί τη Ρωσία. Οι συνολικές αιτιάσεις του απέναντι στο μεταψυχροπολεμικό status quo εκφράστηκαν για πρώτη φορά στη γνωστή ομιλία του στο Μόναχο το 2007. Ήταν μία προειδοποίηση για όσα θα ακολουθούσαν στη Γεωργία το 2008, με την απόσχιση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, και στην Ουκρανία το 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις αναταραχές στο Ντονμπάς.

Ο Πούτιν δοκίμασε τα όρια της αμερικανικής αντίδρασης στη Γεωργία, στην Κριμαία και στο Συριακό. Ερμήνευσε τη στροφή της Αμερικής στην Ασία, τις απαξιωτικές αναφορές του Τραμπ για το ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαίους συμμάχους, και την άτακτη αποχώρηση από το Αφγανιστάν, ως μείωση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη. Ερμήνευσε, ενδεχομένως, την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία ως συνολική αλλαγή στάσης. Και τη διακήρυξη της Ευρώπης για στρατηγική αυτονομία ως απαρχή αποσύνδεσης των δύο πλευρών του Ατλαντικού (decoupling). Ο Πούτιν θεώρησε λανθασμένα ότι οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούσαν τη διαίρεση και την παρακμή της Δύσης.

Επιπλέον, ο Πούτιν δεν ανέμενε τη σθεναρή αντίσταση του ουκρανικού λαού και της ηγεσίας του. Υποτίμησε τη βούληση και την επιθυμία του ουκρανικού λαού να θυσιαστεί για την ανεξαρτησία του, για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του, για την ελευθερία των επιλογών του και για το δημοκρατικό του πολίτευμα. Αυτό τον οδήγησε σε ένα σοβαρό στρατηγικό σφάλμα και έναν απρόκλητο πόλεμο.

Η Ρωσία απέτυχε σε όλους τους στόχους της στην πρώτη φάση του πολέμου στην Ουκρανία. Η απρόκλητη εισβολή της στην Ουκρανία συσπείρωσε τη Δύση, σύσφιξε τις ευρωατλαντικές σχέσεις, επαναβεβαίωσε την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ΝΑΤΟ, οδήγησε τη γερμανική αμυντική πολιτική σε αλλαγή υποδείγματος, και τη Σουηδία και τη Φινλανδία στη Νατοϊκή Συμμαχία. Η Αμερική ενίσχυσε και πάλι την παρουσία της στην ευρωπαϊκή ήπειρο με εξοπλισμό, στρατό και εγγυήσεις. Και η Ευρώπη προχωρά σταδιακά στην ενεργειακή απεξάρτησή της από τη Ρωσία. Επιπλέον, η δυτική στρατιωτική βοήθεια έδωσε τη δυνατότητα στην Ουκρανία να απωθήσει τις ρωσικές δυνάμεις και να τις περιορίσει στην περιοχή του Ντονμπάς. Ο Πούτιν ήλπιζε ότι θα έφτανε στο Κίεβο σε τρεις ημέρες, αλλά τώρα βρίσκεται καθηλωμένος σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων.

Η δεύτερη φάση του πολέμου έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η Ρωσία, αφού απέτυχε στους στόχους της στον πρώτο γύρο, άλλαξε τακτική. Περιχαρακώθηκε σε μία γραμμή άμυνας γύρω από τις ανατολικές επαρχίες και την Κριμαία, την οποία οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν μεγάλη δυσκολία να διασπάσουν. Οι Ρώσοι, που έχουν ιστορική παράδοση σε μακροχρόνιους πολέμους φθοράς, προσπαθούν να μετατρέψουν την αναμέτρηση σε έναν παρατεταμένο πόλεμο χαρακωμάτων. Η ρωσική οικονομία άντεξε τις οικονομικές κυρώσεις, έχει βρει εναλλακτικές αγορές για τους ενεργειακούς της πόρους, και η πολεμική της μηχανή συντηρείται από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και από εισαγωγές από χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, το Ιράν, αλλά και η Τουρκία. Ο Πούτιν θεωρεί ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του. Προσδοκά την κόπωση της Δύσης, τον στρατηγικό αντιπερισπασμό που δημιουργεί εκ των πραγμάτων ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, και το πιθανό, πλέον, ενδεχόμενο της επανεκλογής Τραμπ.

Η Δύση πρέπει να αποσαφηνίσει τους στρατηγικούς στόχους της στη δεύτερη φάση του πολέμου. Ο στόχος στην πρώτη φάση ήταν η απόκρουση της ρωσικής επίθεσης, κάτι που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Το σκέλος που αφορά την αμυντική θωράκιση της Ουκρανίας και την απόκρουση της ρωσικής επίθεσης βρίσκει όλες τις χώρες της Δύσης σύμφωνες και σε αυτό η δυτική ενότητα παραμένει αρραγής. Στο δεύτερο σκέλος όμως, που αφορά την τελική διευθέτηση, η Δύση πρέπει να αποκρυσταλλώσει τη στρατηγική της στόχευση. Από τη διασφάλιση των κεκτημένων της πρώτης φάσης του πολέμου, μέχρι την απώθηση της Ρωσίας από κάθε σπιθαμή ουκρανικού εδάφους, ή τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας, που έχουν κατά καιρούς ακουστεί, υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και οι ΗΠΑ, πρέπει να σχεδιάσουν την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τον πόλεμο, και τη θέση της Ρωσίας σε αυτή, σε σχέση και με την αντιπαράθεση της Αμερικής με την Κίνα. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί καθιστούν αναγκαία την αποκρυστάλλωση της στρατηγικής της Δύσης ως προς την τελική φάση του πολέμου και ό,τι ακολουθήσει.

Και η Ουκρανία, όμως, έχει ανάγκη προσαρμογής της στρατηγικής της στα νέα δεδομένα. Ο εθνικός στόχος του Κιέβου για την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας παραμένει το αναφαίρετο και νόμιμο δικαίωμα της Ουκρανίας. Είναι αμφίβολο, όμως, αν είναι βραχυπρόθεσμα στρατιωτικά εφικτός. Η ουκρανική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο, ο φόρος αίματος είναι βαρύς, και οι καταστροφές ανυπολόγιστες. Η κόπωση της Δύσης είναι ορατή και ο πόλεμος έχει τελματώσει. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Ουκρανία χρειάζεται ένα εναλλακτικό σχέδιο, ένα Plan B.

Δύο κορυφαίοι διεθνολόγοι, ο Ρίτσαρντ Χάας και ο Τσαρλς Κούπτσαν, σε άρθρο τους στο Foreign Affairs, υποστηρίζουν ότι Ευρώπη και Αμερική θα πρέπει να επιδιώξουν τη συγκατάνευση της Ουκρανίας για την ανάληψη διπλωματικής πρωτοβουλίας για μια εκεχειρία. Ακόμα και απόρριψη της εκεχειρίας από τη Ρωσία θα είχε οφέλη για την Ουκρανία. Χωρίς να απεμπολεί τον εθνικό στόχο, θα μπορούσε να θωρακίσει τα κεκτημένα. Να αποκτήσει εγγυήσεις ασφάλειας από τη Δύση. Να ανοικοδομήσει τις πόλεις της και να ανασυγκροτήσει την οικονομία της με την αρωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και να διατηρήσει τη συσπείρωση της Δύσης στο πλευρό της δείχνοντας ότι έχει μια λειτουργική στρατηγική με εφικτούς στόχους.

Πρώτη δημοσίευση: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, 23/12/2023, https://www.economia.gr/

Αναλύοντας την εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ

Αναλύοντας την εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ

Με αφορμή την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Κολοράντο που αποκλείει τη συμμετοχή Τραμπ στις προκριματικές εκλογές της συγκεκριμένης πολιτείας.

Συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, στην εκπομπή “Ναι μεν, αλλά” με τη δημοσιογράφο Ευαγγελία Μπαλτατζή.

Πηγή: ertnews.gr

Dissenting Into the Abyss

Dissenting Into the Abyss

On October 7, a group of Hamas terrorists managed to infiltrate Israeli territory, execute a pogrom against Israeli civilians and capture over 200 hostages. The heinous attack shattered Israel’s deterrence and defence credibility and brought into question Netanyahu’s policies vis-a-vis Hamas and the Palestinian issue.

The attack came at a time when Netanyahu’s coalition government, with its extreme right-wing partners, had normalised relations with Arab states in the Gulf (through the Abraham Accords) and was working towards normalising relations with Saudi Arabia. Derailing this normalisation of relations between Israel and Arab states, which did not include the Palestinians, was obviously an unspoken objective of Hamas’ terrorist act. Their other objective was to drag Israel into the abyss, into urban warfare in Gaza, using civilians as human shields, a bloodbath that eventually Israel could not sustain.

Israel has the right and the duty to defend itself, to restore its deterrence and defense credibility and to restore a sense of security for its people. The shock and awe from the slaughter of innocent civilians brought back memories of the Holocaust. The Israeli state, after all, was founded so that the Jewish people would never again have to suffer such an atrocity. The pogrom of its people demanded an immediate and decisive response. A demand for catharsis that cried for military action. The intruders surely knew that the degree of their atrocities would lead Israel to a disproportionate and escalatory response. Rage and the serious blow to Israel’s sense of security derailed the option of a proportionate, punitive, surgical, and measured response. Israel declared war against Hamas, very much like the U.S. declared a war on terror after 9/11, and set to dismantle the Hamas regime in Gaza and destroy its military capabilities.

The British never called them wars. They called them “emergencies”. “Emergencies” were campaigns against terrorists that used the qualities of “secrecy, intelligence, political sagacity, quiet ruthlessness, covert actions, and above all infinite patience” as Michael Howard put it. Declaring war against terrorists, Israel’s second war of independence as Netanyahu defined it, however, attributes to them the status of belligerent and a legitimacy they do not have. This is not just a matter of legality or semiotics. War has a whole different set of policy implications and political consequences. The Hamas terrorists wanted to provoke Israel into using overt armed force against them. To declare war against them. The air strikes and the bombardment of Gaza have already caused many Palestinian civilian casualties and have led to a serious humanitarian crisis, before the ground operation even began. With the Palestinians becoming the victims of the victims, Israel runs the risk of seeing the moral justification of its right to self-defence whittled away. Memories of the atrocity will soon be overtaken by the loss of innocent civilian lives. The “battle for hearts and minds” is an important aspect of this campaign against terror. And the frontline of this battle is in Tel Aviv and Jerusalem but also in Gaza, the streets of the West Bank, the capitals of the Arab states and the multicultural cities of the West.

The war has brought the US back to the region in a heavy-handed involvement. The US, following the catastrophic results of the war on terror after 9/11, and the failure of the neoconservative project in the Middle East, had partially withdrawn from the area. The war shows, however, that the US remains the only power with the reach, military might, and diplomatic clout to mediate regional conflicts such as this on a global scale. China and Russia, the revisionist powers, can be spoilers in the international scene but they cannot play the role the US does. The US declared its support for Israel and sent two aircraft carrier groups to deter Iran, Hezbollah, or any other actor from becoming involved in the conflict. It pressured Israel to open a humanitarian corridor from the south, and engaged in backchannel diplomacy for the release of hostages by Hamas. To that effect, it has urged Israel to postpone its ground operation to give time to diplomacy. The Biden administration, drawing upon the mistakes the US made after 9/11, is trying to admonish Israel to not let rage direct its policy. To be rational, calculating and measured in its response.

Israel is now facing four major considerations with no easy answers: 1. Is the military objective of a ground operation feasible? 2. What will succeed the dismantling of the Hamas regime in Gaza? 3. Can Israel avoid the opening of a second front by Hezbollah in the north and a wider regional war? 4. What will be the ramifications of the war for its relations with the Palestinians, and the Arab states, in the aftermath?

Published by: Martens Centre

Dissenting Into the Abyss