11/9: ρωγμή στον ιστορικό χρόνο

11/9: ρωγμή στον ιστορικό χρόνο

Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν η πρώτη επίθεση στο ηπειρωτικό έδαφος της Αμερικής μετά τον αμερικανοβρετανικό πόλεμο (1812-1815) στη διάρκεια του οποίου οι Βρετανοί έκαψαν τον Λευκό Οίκο.  Ήταν ένα Περλ Χάρμπορ στην ηπειρωτική Αμερική, που έθεσε εν αμφιβόλω το άτρωτο της υπερδύναμης και το αίσθημα της γεωπολιτικής της ασυλίας. Ο συμβολικός και ψυχολογικός αντίκτυπος του ασύμμετρου πλήγματος στα κέντρα ισχύος της υπερδύναμης, την εποχή μάλιστα της παντοκρατορίας της, προκαθόρισε όσα επακολούθησαν. 

Η απάντηση των ΗΠΑ στο τρομοκρατικό χτύπημα, με όρους γενικευμένου πολέμου και όχι μιας περιορισμένης τιμωρητικής (punitive) απάντησης, οδήγησε σε μια κλιμάκωση, που προκάλεσε σοβαρές στρεβλώσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και στο διεθνές σύστημα συνολικά. Η στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η παρατεταμένη εμπλοκή της σε διάφορα μέτωπα (όπως Αφγανιστάν και Ιράκ), ως αποτέλεσμα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, οδήγησαν την υπερδύναμη σε αποπροσανατολισμό από τις σοβαρές πλανητικές προκλήσεις και απειλές. Σε μια σπάνια δημόσια αυτοκριτική για την αμερικανική πολιτική μετά την 11η Σεπτεμβρίου,  ο Πρόεδρος Μπάϊντεν προσπάθησε να νουθετήσει την κυβέρνηση του Ισραήλ να μην διαπράξει παρόμοια λάθη μετά την 7η Οκτωβρίου.

Με το νέο-συντηρητικό δόγμα του προληπτικού πολέμου, η Αμερική στόχευσε όχι μόνον τρομοκρατικές ομάδες, αλλά και “κράτη-παρίες”, που υποθάλπουν τρομοκρατικές ομάδες, όπως το Ιράκ, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, που συγκροτούσαν τον “άξονα του κακού”. Τα καθεστώτα των χωρών αυτών θα έπρεπε να ανατραπούν και να αντικατασταθούν από δημοκρατικά και φίλα προσκείμενα καθεστώτα.

Ο πόλεμος στο Ιράκ, που ακολούθησε την εξόντωση της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν, ήταν το αρχετυπικό παράδειγμα της εφαρμογής του νέο-συντηρητικού ιδεολογήματος στη Μέση Ανατολή. Έφερε, όμως, τα αντίθετα αποτελέσματα. Η δημοκρατία όχι μόνο δεν «άνθησε», όπως υποσχόταν ο Rumsfeld το 2001, αντίθετα η Αραβική Άνοιξη (Arab Spring) κατέληξε σε μια γενικευμένη αποσταθεροποίηση της περιοχής και στην ανάδειξη ακραίων ισλαμικών ομάδων, όπως ο ISIS. Διακινδύνευσε επίσης τη συμμαχία με τα μετριοπαθή αραβικά κράτη και δημιούργησε κίνδυνο πολιτισμικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Δύση και το Ισλάμ.

Με το Guantanamo και το Abbu Greib τρώθηκε το γόητρό της Αμερικής και η νομιμοποίηση της ηγεμονίας της σε πλανητικό επίπεδο. Η 11η Σεπτεμβρίου, όμως, οδήγησε και σε σκλήρυνση της νομοθεσίας στα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας.

Η απορρόφηση της Αμερικής στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας άφησε χώρο, χρόνο και ευκαιρίες σε άλλες αναθεωρητικές μεγάλες δυνάμεις (Κίνα), ή σε ηττημένες μεγάλες δυνάμεις με ρεβανσιστικές διαθέσεις (Ρωσία) να διεκδικήσουν περιφερειακό ή παγκόσμιο ρόλο. Δημιουργήθηκαν έτσι οι συνθήκες μετάβασης σε ένα πολυκεντρικό διεθνές σύστημα. 

Η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία να επαναφέρει τη λογική των σφαιρών επιρροής στην εγγύς περιφέρειά της. Αρχικά με την Γεωργία το 2008, και μετά με την ουκρανική κρίση του 2014 όταν προσάρτησε την περιοχή της Κριμαίας, και στη συνέχεια με τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Επίσης, όταν η Αμερική έδειχνε σημάδια κόπωσης και αναδίπλωσης, όπως στη Μέση Ανατολή και στο Αφγανιστάν, η Μόσχα έσπευσε να καταλάβει ζωτικό χώρο, σηματοδοτώντας την επιστροφή σε μια αναθεωρητική πολιτική.

Η σημαντικότερη, ίσως, αλλαγή στον σημερινό καταμερισμό ισχύος, λόγω της υπερβολικής εστίασης στο ζήτημα της τρομοκρατίας και ακολούθως λόγω της πολιτικής της αναδίπλωσης, ήταν η ανάδυση και ισχυροποίηση της Κίνας σε αντίπαλο δέος στην αμερικανική παγκόσμια κυριαρχία.

Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου προκάλεσε μια ρωγμή στον ιστορικό χρόνο. Εάν το 1989 σηματοδοτεί το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την εδραίωση της αμερικανικής κυριαρχίας (primacy), η 11η Σεπτεμβρίου σηματοδοτεί το τέλος αυτής της περιόδου. Ήταν μια βίαιη αφύπνιση από την ευφορία και τη θριαμβολογία της Δύσης για το “τέλος της ιστορίας”, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, και την επέκταση της δυτικής φιλελεύθερης τάξης στον υπόλοιπο κόσμο. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, με τον πολυετή πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η Αμερική σπατάλησε την ιδεολογικοπολιτική κυριαρχία που απολάμβανε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και έθεσε υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία της στο διεθνές σύστημα.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/9/2024

Φάκελος Αμερική: εκτός ελέγχου

Φάκελος Αμερική: εκτός ελέγχου

Ο κλοιός της έρευνας του ειδικού ανακριτή σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από τον Λευκό Οίκο.

Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ συμφώνησε να συνεργαστεί με τον ειδικό ανακριτή, αποδεχόμενος την ενοχή του για το αδίκημα της παρεμπόδισης της δικαιοσύνης. Η έρευνα για τη συνεργασία της ομάδας του Τραμπ με τη Ρωσία κατά την προεκλογική εκστρατεία αποκτά άλλη δυναμική. Σε αντίθεση με τον ομογενή Παπαδόπουλο, ο Φλίν διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στο επιτελείο Τραμπ.

Η συμφωνία ουσιαστικά σημαίνει ότι ο Φλιν έχει στοιχεία και πληροφορίες που ενοχοποιούν στελέχη υψηλότερα ιστάμενα από εκείνον.

Η έρευνα δείχνει ότι οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας και τα θεσμικά αντίβαρα λειτουργούν. Αυτό, μακροπρόθεσμα, είναι καλό για τη δημοκρατία. Μεσοπρόθεσμα, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα θα περάσει μια βαθιά εσωτερική κρίση. Ιδίως εάν τα στοιχεία οδηγήσουν στην κίνηση των διαδικασιών για την έκπτωση του Τραμπ από το προεδρικό αξίωμα.

Η κρίση αυτή θα διχάσει το πολιτικό σύστημα αλλά και την αμερικανική κοινωνία. Ο Τραμπ έχει ακολουθήσει μια βαθιά διχαστική πολιτική, ακόμη και σε θέματα φύλου και ταυτότητας, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός συμπαγούς πυρήνα οπαδών. Πράγμα που σε μεγάλο βαθμό έχει πετύχει.

Πέρα από τους εσωτερικούς τριγμούς, η κρίση αυτή θα έχει και εξωτερικές επιπτώσεις. Η εικόνα και η θέση της Αμερικής στην εποχή Τραμπ δοκιμάζονται. Η βύθιση της Αμερικής σε μια περίοδο εσωστρέφειας θα παράξει ένα έλλειμμα ηγεσίας σε μια περίοδο μεγάλης πλανητικής αστάθειας. Οι αμερικανορωσικές σχέσεις θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα. Η έρευνα του ειδικού ανακριτή φαίνεται να επιβεβαιώνει τις υποψίες του αμερικανικού κατεστημένου. Την παρέμβαση δηλαδή της Ρωσίας στα εσωτερικά της Αμερικής. Αυτό, εκ των πραγμάτων, θα φέρει μια όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών.

Τα αίτια της νέας επιδείνωσης των σχέσεων Ανατολής και Δύσης, Ρωσίας και Αμερικής, θα διχάσουν τους ιστορικούς του μέλλοντος. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί ιστορικοί θα αποδώσουν τον νέο ψυχρό πόλεμο στις πρακτικές του καθεστώτος Πούτιν.

Πρακτικές που επανέφεραν τη λογική των σφαιρών επιρροής, τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας για τη διευθέτηση διεθνών προβλημάτων. Πρακτικές ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις των δυτικών δημοκρατιών, που παραβιάζουν ακόμη και τους κανόνες του κρατοκεντρικού συστήματος της Βεστφαλίας.

Οι ρεβιζιονιστές ιστορικοί θα αναζητήσουν τις ευθύνες της Δύσης για το χειρισμό της μεταψυχροπολεμικής Ρωσίας. Την αποτυχία της ενσωμάτωσής της στη Δύση, τη δημιουργία μιας αίσθησης περικύκλωσης από τη νατοική συμμαχία.

Το βέβαιο είναι ότι μια αλληλουχία γεγονότων οδηγεί σχεδόν νομοτελειακά τα πράγματα σε μια νέα εποχή ψυχρού πολέμου. Γιατί ακόμη και αν επιβιώσει πολιτικά ο Τραμπ, θα αναγκαστεί να ακολουθήσει σκληρή γραμμή απέναντι στη Ρωσία.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Γράμμα από την Αμερική ΙΙΙ

Γράμμα από την Αμερική ΙΙΙ

Οι φετινές αμερικανικές εκλογές είναι πρωτόγνωρες από κάθε άποψη. Και ως προς το ύφος της πολιτικής αντιπαράθεσης και ως προς τον τρόπο που τίθενται και αντιμετωπίζονται σοβαρά θέματα. Πάρτε για παράδειγμα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, που αφορούν όλους τους πολίτες του κόσμου. Καθώς η εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης επηρεάζει κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο τρόπος που συζητήθηκαν οι αμερικανορωσικές σχέσεις είναι χαρακτηριστικός. Το δημοκρατικό κόμμα κατηγόρησε τον Τραμπ ότι βλέπει τις αμερικανορωσικές σχέσεις υπό το πρίσμα των επιχειρηματικών του συμφερόντων στη Ρωσία. Η Κλίντον πήγε ένα βήμα παραπέρα, στο τελευταίο debate, αποκαλώντας τον Τραμπ πιόνι του Πούτιν. Και όλα αυτά εν μέσω γενικευμένων κατηγοριών για ευθεία παρέμβαση της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές. Οι κατηγορίες αφορούν τις στοχευμένες διαρροές των emails της Κλίντον, από τα wikileaks, σε κρίσιμες φάσεις της προεκλογικής περιόδου.

Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου οι σχέσεις με τη Ρωσία είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα στην εσωτερική προεκλογική αντιπαράθεση. Ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα κύρια θέματα συζήτησης αφορούσαν την τρομοκρατία, τη γενικότερη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, και τις σχέσεις με τη Κίνα.

Η Ρωσία, όμως, αναδεικνύεται, και πάλι, ως το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Η εισβολή στη Γεωργία και την Ουκρανία, και η παρέμβαση στη Συρία έχουν επιβαρύνει τις αμερικανορωσικές σχέσεις. Όπως και οι κατηγορίες για χρηματοδότηση ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη και η προσπάθεια πρέμβασης στις αμερικανικές εκλογές. Το κλίμα στα think tanks της Ουάσιγκτον, που είναι ουσιαστικά ο προθάλαμος της κάθε κυβέρνησης, είναι νεοψυχροπολεμικό.

Στα θέματα εθνικής ασφάλειας, η Κλίντον ισχυρίζεται ότι διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την καλύτερη ομάδα. Παρά το γεγονός ότι η θητεία της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για πολλούς ήταν αμφιλεγόμενη. Πολλοί της καταλογίζουν ότι η πολιτική του reset στις αμερικανορωσικές σχέσεις το 2009 ήταν λανθασμένη. Έστειλε τα λάθος μηνύματα στο Πούτιν, και οδήγησε, ουσιαστικά, στα γεγονότα της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Όπως της καταλογίζουν λανθασμένους χειρισμούς στη κρίση της Λιβύης και τα γεγονότα στο Benghazi.

Στον αντίποδα, η απόλυτη έλλειψη εμπειρίας, αλλά κυρίως γνώσεων και ευθυκρισίας του Τραμπ, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, είναι πρωτοφανής. Η επιπολαιότητα που δείχνει σε κρίσιμα θέματα, όπως η χρήση των πυρηνικών όπλων, δημιουργεί ρίγη ανησυχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σχεδόν καθ᾽ολοκληρίαν, το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής τον έχει αποκηρύξει.

Όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, οι αμερικανορωσικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια νέα ψυχροπολεμική εποχή. Γι’αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να προσέξει τα ανοίγματα της στα ρωσικά πελάγη, που είχε διακηρύξει ο Πρωθυπουργός. Γιατί η οικονομική κρίση μπορεί να μετατραπεί σε γεωπολιτική.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Γράμμα από την Αμερική ΙΙ

Γράμμα από την Αμερική ΙΙ

Ο ένας εκ των δυο υποψηφίων εκτοξεύει κατηγορίες για στημένες εκλογές. Προειδοποιώντας ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα παρά μόνο αν είναι ο νικητής. Η Ρωσία διατίθεται να στείλει παρατηρητές για να διασφαλίσουν το αδιάβλητο των εκλογών. Δεν μιλάμε για τη Σομαλία αλλά για τις αμερικανικές εκλογές εν έτει 2016. Η υπερδύναμη φαίνεται να έχει πάθει βέρτιγκο.

Ένας εκκεντρικός, λαϊκιστής δισεκατομμυριούχος έχει απαγάγει το κόμμα του Λίνκολν και του Αιζενχάουερ και αποσταθεροποιεί το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Το αφήγημα του απλοϊκό και πρωτόγονο. Η χώρα είναι διαλυμένη, οι πολιτικοί ένα μάτσο μωρά και ξοφλημένοι που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Έχουν διαλύσει την οικονομία και οδηγούν τη χώρα από πόλεμο σε πόλεμο. Εκείνος μπορεί να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη.

Πρόγραμμα δεν έχει. Και το συμπίλημα των προτάσεων του πραγματικά θυμίζει voodoo economics, που θα έλεγε κι ο πατέρας Μπους. Σε μια χώρα μεταναστών απειλεί ότι θα σηκώσει τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, και θα πετάξει έξω μουσουλμάνους και παράνομους μετανάστες. Κι όχι μόνο υπάρχει κόσμος που τον ακολουθεί, αλλά προς στιγμή φάνηκε ότι είχε σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές.

Και σε άλλες περιόδους η αμερικανική πολιτική ζωή έμοιαζε να εκτρέπεται. Όπως στο Γουοτεργκέιτ, ή στη διαδικασία μομφής κατά του Κλίντον για να θυμηθούμε τις πλέον πρόσφατες. Η περίπτωση Τραμπ είναι επικίνδυνη γιατί ποδοπατούνται οι θεσμοί και οι συμβάσεις της αμερικανικής δημοκρατίας. Και έρχονται στην επιφάνεια υπόγεια ρεύματα της αμερικανικής κοινωνίας.

Η άλωση του ρεπουμπλικανικοὐ κόμματος δεν πρέπει να εκπλήσσει. Είχε εδώ και καιρό αποστεωθεί από σύγχρονες ιδέες και θέσεις. Στο έλεος της πιο συντηρητικής δεξιάς και του Tea party. Και για να συνεχίσει να υπάρχει στη μετά Τραμπ εποχή θα πρέπει πραγματικά να μεταμορφωθεί.

Το ερώτημα είναι πως ο Τραμπ βρήκε ακροατήριο σε μια χώρα που ο Ομπάμα παραδίδει, κατά γενική ομολογία, σε καλή κατάσταση.

Η αλήθεια είναι ότι παρά την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας μετά το κραχ του 2008, τα εργατικά και τα μεσαία στρώματα ακόμη επουλώνουν τις πληγές τους. Η ανάκαμψη είναι άνιση και οι εισοδηματικές ανισότητες μεγαλύτερες από ποτέ. Πολλοί πολίτες αισθάνονται θυμωμένοι και προδομένοι από το σύστημα που ο Τραμπ θέλει να αποκαθηλώσει.

Η εκλογή του πρώτου αφροαμερικανού στη προεδρία των ΗΠΑ ξανάφερε το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων στο προσκήνιο. Αντί να το θέσει μια για πάντα στο περιθώριο. Η επιτυχημένη θητεία ενός ευφυούς αφροαμερικανού προέδρου φαίνεται να έχει εξαγριώσει την ακροδεξιά, που του επιτίθεται με συνωμοσιολογικό και βίαιο τρόπο. Κι αυτό διαχέεται στην κοινωνία. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έχουμε ένα αφροαμερικανικό κίνημα (black lives matter). Το 2011 για πρώτη φορά οι γεννήσεις αφροαμερικανών ξεπέρασαν αυτές των λευκών. Ενώ το 16% του αμερικανικού πληθυσμού είναι μεξικάνοι. Ανισότητες και ζητήματα φύλλου και ταυτότητας κατακερματίζουν την αμερικανική κοινωνία και χάνεται η αίσθηση της κοινότητας.

Ο παραδοσιακός πουριτανισμός των αμερικανών σε θέματα γάμου, και οικογένειας έχει αντικατασταθεί από κυνισμό και οπορτουνισμό. Έτσι, ένας ρατσιστής, μισογύνης, ξενοφοβικός που καταπατάει τις κονφορμιστικές νόρμες συμπεριφοράς γίνεται ανεκτός. Ο λόγος του δεν έχει τίποτα το οραματικό, η το αξιακό. Απευθύνεται στην καχυποψία πολλών αμερικανών πολιτών κατά του κατεστημένου, και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια από τη παράλυση, το περίφημο gridlock, για το οποίο όμως ευθύνεται κυρίως το δικό του κόμμα.

Ο Τραμπ θα χάσει τελικά τις εκλογές κυρίως για τα ελαττώματα του χαρακτήρα του και τις κοινωνικές ομάδες που κατόρθωσε να προσβάλει και να αποξενώσει, όπως οι γυναίκες.

Και υπ’αυτήν την έννοια είναι ένα παροδικό πολιτικό φαινόμενο. Τα θέματα όμως που δημαγωγικά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί είναι οι μαύρες τρύπες της αμερικανικής πολιτικής. Και αν αυτά δεν αντιμετωπιστούν η αμερικανική δημοκρατία θα παραμείνει ευάλωτη σε επιτήδειους δημαγωγούς.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Γράμμα από την Αμερική

Γράμμα από την Αμερική

Μετά την ήττα του από τον Μπιλ Κλίντον, στις εκλογές του 1992, ο πατέρας Μπους άφησε μια επιστολή στο οβάλ γραφείο του Λευκού οίκου για τον διάδοχο του. Θα είσαι ο πρόεδρος μας έγραφε ο Μπους στο νέο πρόεδρο, ως απλός πολίτης πλέον. Ήταν η επιτομή αυτού που το αμερικανικό πολιτικό σαβουάρ βιβρ αποκαλεί grace.

Αυτά φαντάζουν πολύ μακρινά και ξένα σε μια προεκλογική αντιπαράθεση με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, προσωπικές αντεγκλήσεις, και ύβρεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυο μονομάχοι δεν αντήλαξαν ούτε χειραψία πριν η μετά το χθεσινό debate. Παρά ταύτα, η προχθεσινή τρίτη και τελευταία συζήτηση, που παρακολούθησαν 70 εκατομμύρια αμερικανοί, εξελίχθηκε αρχικά σε μια ιδεολογική σύγκρουση γύρω από όλα τα σημαντικά θέματα. Την οικονομία, το ασφαλιστικό, τις αμβλώσεις, την οπλοκατοχή, την εξωτερική πολιτική. Προς στιγμήν φάνηκε ότι η αμερικανική πολιτική ζωή, παρά το πέρασμα του τυφώνα Τραμπ, επέστρεφε στην κανονικότητα. Και οι δύο μονομάχοι συμπεριφέρονταν ως κλασσικοί εκπρόσωποι του παραδοσιακού αμερικανικού πολιτικού συστήματος.

Ο Τραμπ, με τον χαρακτήρα του να αποτελεί το βασικό πρόβλημα της υποψηφιότητας του, χρειαζόταν μια μετριοπαθή εμφάνιση μπαίνοντας στη τελική ευθεία. Και, για πρώτη φορά, επέδειξε πρωτόγνωρη αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία. Μέχρι τη στιγμή της ερώτησης που καθόρισε την έκβαση της προχθεσινής συζήτησης και, ίσως, και των εκλογών. Στην ερώτηση του συντονιστή της αναμέτρησης για το αν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Τραμπ απήντησε προκλητικά. Θα το δούμε, είπε. Θα σας κρατήσω σε αγωνία. Στρέφοντας έτσι το κεντρικό διακύβευμα των εκλογών στο αν είναι κατάλληλος για τη προεδρία των ΗΠΑ. Και επαληθεύοντας τον σκληρό πυρήνα των κατηγοριών της αντιπάλου του. Ότι, δηλαδή, δεν σέβεται τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Και είναι επικίνδυνο να κρατάει στα χέρια του τους κωδικούς του πυρηνικού οπλοστασίου της υπερδύναμης.

Κανένας υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ δεν διανοήθηκε ποτέ να αμφισβητήσει την εκλογική διαδικασία. Με τη στάση του ο Τραμπ δεν διέπραξε απλά άλλο ένα πολιτικό ατόπημα. Αποξένωσε τη πλειοψηφία των αμερικανών. Που τους αρέσει να κερδίζουν αλλά πολύ περισσότερο σιχαίνονται αυτούς που δεν ξέρουν να χάνουν. Την επόμενη μέρα τα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού τύπου προεξοφλούσαν το αποτέλεσμα των εκλογών και ο Ομπάμα με μια εξαιρετική ομιλία στο Μαϊάμι αποτελείωνε την υποψηφιότητα Τραμπ.

Το κέντρο φαίνεται ότι θα κρατήσει, στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές, αντιστεκόμενο στις κασσάνδρες του λαϊκισμού. Η λογική θα επικρατήσει και ο ταραγμένος κόσμος που ζούμε δεν θα επιβαρυνθεί από έναν ασταθή πλανητάρχη. Η επόμενη μέρα, όμως, είναι γεμάτη πολιτικά αδιέξοδα. Γιατί οι φυγόκεντρες δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί και στα δυο κόμματα προς τα άκρα, θα κάνουν τη συνεννόηση δύσκολη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Σημεία των καιρών

Σημεία των καιρών

Η ερώτηση του υπαλλήλου στον έλεγχο διαβατηρίων στο αεροδρόμιο της Βοστώνης με ξάφνιασε. Περίμενα να με ανακρίνει για το σκοπό της επίσκεψης μου στην Αμερική, για τη διάρκεια παραμονής μου στη χώρα, τον τόπο διαμονής και όλα τα σχετικά. Εκείνος βλέποντας το ελληνικό διαβατήριο με ρώτησε με αφοπλιστικό ενδιαφέρον για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αν έχουν βελτιωθεί καθόλου τα πράγματα. Με ξάφνιασε πραγματικά. Τι να του απαντήσεις. Ότι διανύουμε τον έβδομο χρόνο της κρίσης χωρίς να βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ; Ότι χώρες όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία ξεπέρασαν τις δυσκολίες και μόνο εμείς έχουμε μείνει πίσω;

Του απάντησα, λίγο αμήχανα, ότι τα πράγματα σιγά-σιγά βελτιώνονται. Εκεί βελτιώνονται μου απάντησε αλλά εδώ χειροτερεύουν. Εκεί πλέον θεώρησα ότι είχε αρχίσει το δούλεμα οπότε αφού τον χαιρέτησα ευγενικά, πήρα το διαβατήριο μου και προχώρησα. Αναρωτήθηκα, όμως, πως μπορεί ένας μέσος Αμερικανός να εκφράζει απαισιοδοξία για τη πορεία της χώρας του. Η οικονομία έχει ανακάμψει δημιουργώντας ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας, και η θέση της Αμερικής στο κόσμο παραμένει ισχυρή και δεσπόζουσα.

Την επόμενη ημέρα πήρα την απάντηση. Οι Times της Νέας Υόρκης είχαν κύριο άρθρο αποκαλύψεις γυναικών που είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από τον Τραμπ. Η δε Boston Globe για ένα ακόμη επεισόδιο στο φαύλο κύκλο της βίας που έχει ξεσπάσει τελευταία στις ΗΠΑ. Αυτή τη φορά με θύματα δυο αστυνομικούς.

Η Αμερική δεν έχει ξαναζήσει όμοια προεδρική εκλογή τις τελευταίες δεκαετίες. Με δυο υποψηφίους που τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους υπερτερούν των θετικών. Μια εκλογή με παρακμιακό άρωμα, που σου δίνει την αίσθηση ότι τα πράγματα χειροτερεύουν όπως έλεγε ο υπάλληλος στον έλεγχο διαβατηρίων, ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Με οσμή σκανδάλων, λασπομαχίες και απόλυτη αβεβαιότητα για την τελική έκβαση. Με έναν αντισυμβατικό, αντισυστημικό υποψήφιο απέναντι σε μια κλασσική εκπρόσωπο του κατεστημένου. Έναν υποψήφιο που σε άλλες εποχές θα παρουσιαζόταν ως τρίτη μειοψηφική και ασήμαντη υποψηφιότητα να διεκδικεί επί ίσοις όροις την προεδρία για λογαριασμό του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Οι γκάφες του, τα λάθη του, τα σκάνδαλα, δεν έχουν ανακόψει τη πορεία του. Ούτε και το γεγονός ότι τον εγκαταλείπουν το ένα μετά το άλλο τα στελέχη του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ίσως γιατί οι πληγές της οικονομικής κρίσης του 2008 δεν έχουν πλήρως επουλωθεί και ο λαϊκισμός δεν αποτελεί μόνο ευρωπαϊκό φαινόμενο.

Από την άλλη πλευρά ο φαύλος κύκλος της βίας δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας και επαναφέρει το φυλετικό ζήτημα δημιουργώντας ερωτηματικά σε ορισμένους πολίτες για την αμεροληψία του συστήματος επιβολής του νόμου και της δικαιοσύνης. Σημεία των καιρών.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Το αμερικανικό όνειρο

Το αμερικανικό όνειρο

Το μεγάλο σορτάρισμα, η ταινία-ντοκιμαντέρ για την οικονομική κρίση του 2008, δίνει μια αποκαλυπτική εικόνα της κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική. Αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Είναι αξιακή κατάρρευση. Ένας καπιταλισμός στην παρασιτική φάση του. Το πνεύμα του καπιταλισμού χωρίς την ηθική του προτεσταντισμού, που περιέγραψε ο Μαξ Βέμπερ. Ένας αχαλίνωτος ατομικισμός που θεοποιεί το κέρδος εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Χωρίς αξιακές αναστολές.

Αυτό που διακυβεύεται στις αμερικανικές εκλογές είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια πολιτική μάχη ανάμεσα στο δημοκρατικό και το ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Είναι κατά πόσο στις ΗΠΑ, μέσα από την πολιτική διαδικασία, θα αναζωογονηθεί το αμερικανικό όνειρο, που έχει θαμπώσει.

Το δημοκρατικό συνέδριο ήταν προσεκτικά ενορχηστρωμένο προς αυτή την κατεύθυνση. Ομιλίες με κατανεμημένους ρόλους. Άλλοι οικοδόμησαν το προφίλ της Κλίντον, άλλοι απάντησαν στις επικρίσεις εναντίον της και άλλοι αποδόμησαν τον Τράμπ. Σε όλες τις ομιλίες, όμως, υπήρχε μια κοινή επωδός. Η ανάγκη επανασύστασης της συλλογικότητας. Της οικογένειας, του χωριού, της κοινότητας. Της αμερικανικής κοινωνίας ως melting pot. Που εγγυάται την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών φυλών και θρησκευμάτων που τους ενώνει η πίστη για πρόοδο και ευημερία. Αυτή ήταν η δραματική έκκληση δύο πολιτικών που από outsiders έγιναν πρόεδροι και τώρα Νέστορες του Δημοκρατικού κόμματος. Του πρώην προέδρου από τη μικρή πόλη Χόουπ του Αρκάνσας. Και του αποχωρούντος πρώτου αφροαμερικανού προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Που κατανοώντας τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην αμερικανική κοινωνία σκιαγράφησαν τις θεμελιακές αξίες του αμερικανικού ονείρου. Ως κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον αχαλίνωτο ατομικισμό και τη θεοποίηση του κέρδους.

«It Takes a village» υπερθεμάτισε η Χίλαρυ Κλίντον υπενθυμίζοντας το βιβλίο που είχε γράψει σε ανύποπτο χρόνο για την ανάγκη της υποταγής του εγώ στο κοινωνικό σύνολο.

Το «εμείς ο λαός» του αμερικανικού συντάγματος ενάντια στο «εγώ». Η ανάγκη επιστροφής στις αξιακές ρίζες των πατέρων της αμερικανικής επανάστασης. Επιστροφή στις αξίες και στην ανεκτικότητα. Γιατί χωρίς αυτά το αμερικανικό όνειρο θαμπώνει. Μετατρέπεται σε φούσκα.

Από την άλλη ο Τραμπ. Το κατεστημένο του ρεπουμπλικανικού κόμματος απέτυχε να τον σταματήσει. Στο συνέδριο απέφυγε το παλατινό πραξικόπημα εναντίον του για να μη διχαστεί το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Κι έτσι από το «ξημερώνει στην Αμερική» του Ρόναλντ Ρέηγκαν, και τον «ευσπλαχνικό συντηρητισμό» του Μπους το ρεπουμπλικανικό κόμμα βρέθηκε όμηρος ενός απρόβλεπτου και αμφιλεγόμενου επιχειρηματία. Που με ένα μισαλλόδοξο κήρυγμα και διχαστική ρητορική υπόσχεται καθαρότητα και προστατευτικό καπιταλισμό. Και ότι μόνος του θα διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα. Σε μια Αμερική που τη σκιαγραφεί με τα πιο μελανά χρώματα. Μηδενίζοντας την αξία της και σορτάροντας την. Αρκεί να κερδίσει ο ίδιος.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Νέες απειλές

Νέες απειλές

Στο Φούλτον του Μιζούρι, πριν από εβδομήντα χρόνια, ο Τσώρτσιλ, με μια ιστορική ομιλία, σηματοδοτούσε την έναρξη του ψυχρού πολέμου. Κατηγορώντας την Σοβιετική Ένωση ότι με την επεκτατική της πολιτική, από την Βαλτική ως την Αδριατική, στρατωνίζει τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης πίσω από ένα σιδηρούν παραπέτασμα. Υπενθυμίζοντας τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής του κατευνασμού απέναντι στον Χίτλερ, ο Τσώρτσιλ προειδοποίησε τους αμερικανούς πως ο μόνος κανόνας που σέβονται οι Σοβιετικοί είναι η ισχύς.

Οι αμερικανοί ακολούθησαν τη συμβουλή του Τσώρτσιλ και ο ψυχρός πόλεμος έληξε με την αποφασιστική επικράτηση της Δύσης. Το ειρηνικό ιντερλούδιο, που ακολούθησε την πτώση του τείχους φαίνεται, όμως, να έχει παρέλθει. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι δυο πλευρές έχουν εισέλθει σε τροχιά σύγκρουσης. Σε μια περίοδο ενός νέου ψυχρού πολέμου. Αυτή τη φορά λόγω της επεκτατικής πολιτικής μιας εθνικιστικής Ρωσίας στην εγγύς περιφέρεια της. Στη Γεωργία και στην Ουκρανία.

Για τους λόγους αυτούς η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία ήταν γεμάτη συμβολισμούς και προσδοκίες. Η σύνοδος επαναβεβαίωσε τη σημασία του ΝΑΤΟ στον αμυντικό σχεδιασμό της Δύσης αλλά και στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Τουλάχιστον αυτό αφαιρεί ένα πεδίο διαχείρισης των επιπτώσεων του Brexit από την ατζέντα. Καθώς οι Βρετανοί ήταν πάντοτε απρόθυμοι σε οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας αμιγώς ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα. Φοβούμενοι ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε την αποχώρηση των αμερικανών από την Ευρώπη και θα διατάρασσε τις ισορροπίες.

Ο επανακαθορισμός των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία επανέφερε στο προσκήνιο την διαιρετική τομή ανάμεσα στις παλαιές και τις νέες χώρες της Ευρώπης. Τα τραύματα των ανατολικοευρωπαϊκών λαών από την ιστορική εμπειρία, μετουσιώνονται σε μια ρωσοφοβία. Και ένα κοινό αίτημα για επίδειξη αποφασιστικότητας απέναντι στη Μόσχα. Αυτό οδηγεί το ΝΑΤΟ στη μεγαλύτερη από ιδρύσεως του συγκέντρωση στρατευμάτων στα ανατολικά. Από την άλλη πλευρά, οι παλαιές χώρες της Ευρώπης έχουν πιο κατευναστική διάθεση απέναντι στη Μόσχα. Επιλέγοντας την τακτική μαστιγίου και καρότου. Διατηρώντας τις οικονομικές κυρώσεις αλλά και το παράθυρο του διαλόγου ανοιχτό. Μέσα από τη σύγκλιση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ- Ρωσίας. Για πρώτη φορά μετά την ουκρανική κρίση.

Οι σχέσεις Δύσης-Ρωσίας έχουν πράγματι εισέλθει σε μια διαλεκτική ανταγωνισμού. Οι κοινές προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετωπίζουν, όμως, είναι πιθανότερο να οδηγήσουν τις δυο πλευρές σε αναζήτηση ενός νέου σημείου ισορροπίας παρά σε ένα νέο ψυχρό πόλεμο. Η νέα τρομοκρατική επίθεση στη Νίκαια είναι μια δραματική υπόμνηση του μεγέθους της απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας. Η αντιμετώπιση αυτών των νέων απειλών απαιτεί συνεργασία. Ιδίως στο πεδίο ανταλλαγής πληροφοριών. Κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε περιβάλλον ψυχρού πολέμου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

G8-1

G8-1

Στην τελευταία σύνοδο των ανεπτυγμένων χωρών το μενού αφορούσε κυρίως τη Ρωσία. Η οποία, και πάλι, δεν είχε κληθεί. Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία συνεχίζεται, με την Ουκρανία να αποτελεί το νέο «μήλον της έριδος».

Η αμερικανική στόχευση είναι ένα αρραγές μέτωπο της Δύσης κατά της Ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία. Στο τέλος του μήνα η ΕΕ αποφασίζει για την ανανέωση των οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία για τα γεγονότα στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν όχι μόνο τη διατήρηση των οικονομικών κυρώσεων αλλά και τη δέσμευση ότι περαιτέρω κλιμάκωση από τη Ρωσία στην Ουκρανία θα σημάνει και περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης της Δύσης.

Η σύνοδος είχε πολλούς συμβολισμούς. Κυρίως σε ευρωατλαντικό επίπεδο. Πρώτον, την αποκατάσταση των σχέσεων Αμερικής-Γερμανίας μετά το περιβόητο ζήτημα των υποκλοπών και τα γενικότερα θέματα εθνικής ασφάλειας που έχουν προκύψει ανάμεσα στις δυο χώρες. Δεύτερον, την επαναβεβαίωση της ευρωατλαντικής ενότητας και την πλήρη ευθυγράμμιση της Γερμανίας και της Ευρώπης στη σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία. Και αυτό γιατί, η αυτόματη στοίχιση του Βερολίνου πίσω από τη γραμμή της Ουάσινγκτον δεν είναι πια δεδομένη. Η νέα, ενωμένη, και γεμάτη αυτοπεποίθηση Γερμανία είναι μια αναδυόμενη ηγεμονική δύναμη. Πόσω μάλλον που ιστορικά υπάρχει μια ειδική σχέση Βερολίνου-Μόσχας, όσο και αν διαρρηγνύει η Μέρκελ τα ιμάτια της ότι με τον Πούτιν έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα. Μια σχέση γεωπολιτικής, οικονομικής και ενεργειακής αλληλεξάρτησης. Δεν είναι τυχαίο ότι πρώην καγκελάριοι, όπως ο Σρέντερ, που δουλεύει πια για την Gazprom, αλλά και ο Σμιτ διαφώνησαν δημόσια για την πολιτική που ακολουθείται έναντι της Ρωσίας. Είναι επίσης γεγονός ότι γερμανικές αλλά και ευρωπαϊκές εταιρίες καταγράφουν απώλειες δις ευρώ λόγω των οικονομικών κυρώσεων.

Για όλους αυτούς τους λόγους, στην Ουάσιγκτον ανησυχούν για την ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου. Και κατηγορούν τη Ρωσία ότι μετέρχεται κάθε μεθόδου για να διασπάσει την ενότητα της Δύσης. Ότι χρησιμοποιεί τη δύναμη του χρήματος, της ιδεολογίας και της προπαγάνδας προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε μια ασυνήθιστη επίθεση, που θύμιζε τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ κατηγόρησε ευθέως το Κρεμλίνο ότι χρηματοδοτεί ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα στην Ευρώπη. Τα οποία χρησιμοποιεί για να προωθήσει τους σκοπούς του και να δημιουργήσει ρήγματα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Σε αυτό το κλίμα δεν είναι τυχαίο ότι η ευρωατλαντική ενότητα αποτελεί και πάλι προτεραιότητα για την Αμερική. Ούτε φυσικά είναι τυχαία και η σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στο ελληνικό πρόβλημα, μετά το ειδύλλιο της νέας ελληνικής Κυβέρνησης με τη Μόσχα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”