Ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος: ο κύκλος της αμφισβήτησης

Ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος: ο κύκλος της αμφισβήτησης

Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος σε Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία ήταν τροχιοδεικτικός. Η Ευρώπη άντεξε αλλά με απώλειες. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειχναν ξεκάθαρα ότι ήταν τα τελευταία αναχώματα απέναντι σε ένα ρεύμα επελαύνουσας αμφισβήτησης και οργής προς το οικονομικό μοντέλο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το στοίχημα για την Ευρώπη, γράφαμε τότε (9/5/2017), ήταν αυτές οι εκλογές να μην αποδειχθούν μάχες οπισθοφυλακής αλλά προάγγελος αλλαγών. Γιατί αν τα πράγματα δεν αλλάξουν, τα αναχώματα δύσκολα θα αντέξουν στον επόμενο εκλογικό κύκλο. Ο μόνος που πήρε το μήνυμα ήταν ο Μακρόν. Ο Μακρόν προώθησε μια εμπροσθοβαρή ατζέντα για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, κοινό προϋπολογισμό και υπουργό οικονομικών, κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Οι αλλαγές αυτές δεν θα έλυναν άμεσα τα προβλήματα αλλά θα έδιναν κατεύθυνση σε μια Ευρώπη που μετεωρίζεται ανάμεσα στο κράτος και την ομοσπονδία, ανάμεσα στην εθνική και την υπερεθνική μορφή οργάνωσης. Θα έδιναν όραμα και προσδοκία στους πολίτες. Η Γαλλία όμως είναι αδύναμη, στην παρούσα φάση, να επιβάλει αλλαγές χωρίς τη συναίνεση των Γερμανών.  Και οι Γερμανοί, όπως τόνισε ο Μακρόν αποδεχόμενος το βραβείο του Καρλομάγνου, καθυστερούν. Ή μάλλον δεν αντιλαμβάνονται ότι η παρούσα πορεία είναι αδιέξοδη. Η πολιτική της δημοσιονομικής  οικονομικής λιτότητας διαλύει την Ευρώπη. Οι Γερμανοί έχασαν δυο πολέμους και τώρα φαίνεται να χάνουν και την ειρήνη.

Νομοτελειακά ήρθε ο επόμενος εκλογικός κύκλος. Το 55% των Ιταλών ψήφισαν τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Η ατζέντα της προεκλογικής περιόδου ήταν ίδια με τις προηγούμενες ευρωπαϊκές εκλογές και το Brexit. Το μεταναστευτικό, το οικονομικό, η ασφάλεια, ο ευρωσκεπτικισμός. Η επικράτηση των λαϊκιστών ήταν το ευρωπαϊκό ατύχημα που όλοι περίμεναν και δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν. Έτσι, στον φτωχό ιταλικό Νότο το κίνημα των πέντε αστέρων ψηφίστηκε γιατί υποσχόταν θέσεις εργασίας, πάταξη της διαφθοράς, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Ενώ στον αναπτυγμένο Ιταλικό βορρά η Λέγκα υποσχόταν ένα flat tax 15% και πάταξη της γραφειοκρατίας. Ο λαϊκισμός και η φθορά των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών φαίνεται να οδηγούν στην Τρίτη Ιταλική Δημοκρατία.

Ο πρόεδρος της Ιταλικής δημοκρατίας, στη βάση σοβαρών οικονομικών κινδύνων για τη χώρα, αρνήθηκε να ορκίσει υπουργό οικονομικών της νέας κυβέρνησης έναν ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγο που έβγαζε φιλιππικούς εναντίον του ευρώ. Είτε πραξικόπημα κατά της λαϊκής ετυμηγορίας, είτε άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Συντάγματος, η πράξη του είναι απλά ένα ανάχωμα. Η κυβέρνηση που θα προκύψει θα αποτελέσει, ούτως ή άλλως, μία δοκιμασία υψηλού κινδύνου, τόσο για το ευρώ όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσο η Ευρώπη ακολουθεί στρουθοκαμηλική πολιτική οι δυνάμεις του λαϊκισμού και των άκρων θα ξηλώνουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βήμα βήμα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Από μια λεπτή κλωστή

Από μια λεπτή κλωστή

Η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας δεν θα είναι παροδική. Συναρτάται με τις συνολικές εξελίξεις στην περιοχή αλλά και τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία. Ο Ερντογάν συνδέει, υπό μορφήν απειλής, τυχόν αρνητικές εξελίξεις στα ανατολικά του με συνολική αναδιαμόρφωση του status quo σε όλη την περιοχή. Και εγείρει αξιώσεις συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η τουρκική απειλή δεν συνίσταται στον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου. Γιατί, παρά την κρίση, η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας μας παραμένει αξιόπιστη. Το κόστος από έναν γενικευμένο πόλεμο θα ήταν τόσο υψηλό για την Τουρκία ώστε να ακύρωνε το όποιο όφελος. Με την αντίστροφη λογική, και η Ελλάδα αποτρέπεται από την απειλή του γενικευμένου πολέμου, του casus belli, της Τουρκίας. Το κόστος από έναν πόλεμο μάς αποτρέπει να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια, όπως έχουμε δικαίωμα από το δίκαιο της θάλασσας.

Η λειτουργία της αποτροπής οδήγησε την Τουρκία τα τελευταία χρόνια σε αλλαγή τακτικής. Επέλεξε μια τακτική κρίσεων χαμηλής έντασης, που οδηγούν γρήγορα σε πολιτικοδιπλωματική διευθέτηση. Η τακτική αυτή βασίζεται, κυρίως, στον αιφνιδιασμό. Είναι η πολιτική που ακολούθησε στα Ίμια και η πολιτική των γκρίζων ζωνών. Η τακτική αυτή εκδιπλώνεται και κλιμακώνεται σε περιορισμένο βαθμό ώστε να μην δικαιολογεί μια γενικευμένη αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Ο Ερντογάν δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιες τακτικές. Τώρα φαίνεται να τις υιοθετεί.

Η τακτική αυτή εγκυμονεί τρεις άμεσους κινδύνους για τη χώρα μας. Ο πρώτος είναι ο αιφνιδιασμός. Στα Ίμια ΙΙ, και στον εμβολισμό του Γαύδος αιφνιδιαστήκαμε. Και στο επιχειρησιακό επίπεδο, είναι πρακτικά δύσκολο να αντιδράσεις με ένα ισοδύναμο μέτρο χωρίς τον κίνδυνο της κλιμάκωσης. Η σύλληψη των δύο στρατιωτικών είναι μια ειδική περίπτωση πρόκλησης, την οποία ο Ερντογάν σχετίζει με την περίπτωση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η κλιμάκωση. Η κλιμάκωση μπορεί να συμβεί όταν τέτοιου είδους αψιμαχίες οδηγήσουν σε ευρύτερο τοπικό θερμό επεισόδιο. Είτε από ατύχημα είτε από σχεδιασμό. Σχεδιασμό που να στοχεύει από την Τουρκία σε στρατηγικό όφελος. Να στοχεύει για παράδειγμα σε γκριζάρισμα βραχονησίδων, ή διεμβολισμό της ελληνικής ΑΟΖ.

Και υπάρχει και ένας τρίτος κίνδυνος. Η διεθνής ρευστότητα. Η μόνη δύναμη που μπορεί, ουσιαστικά, να παρέμβει σε μια τέτοια κρίση είναι οι ΗΠΑ. Ουδείς γνωρίζει, όμως, την αντίδραση, στα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα, της κυβέρνησης Τραμπ. Και το ΝΑΤΟ, παρότι χώρα-μέλος της κρατεί αδικαιολόγητα στρατιώτες άλλης χώρας-μέλους, σφυρίζει αδιάφορα.

Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών, πέραν της διπλωματικής συνεχούς ενημέρωσης συμμάχων και εταίρων, απαιτεί ψυχραιμία και υψηλή στρατιωτική ετοιμότητα. Οι συνεχείς ασκήσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο λειτουργούν αποτρεπτικά και προληπτικά, μειώνοντας το ενδεχόμενο αιφνιδιασμού. Οι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο και να εντάσσονται στη συνολική προβολή της αποτρεπτικής μας ισχύος. Η παρόρμηση δεν μπορεί να γίνεται πολιτική όταν διακυβεύονται τα εθνικά ζωτικά μας συμφέροντα.

Η κυβέρνηση οφείλει, επιπλέον, να ενεργοποιήσει το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και τα αρμόδια Κοινοβουλευτικά όργανα για τα εθνικά ζητήματα. Σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στη γείτονα χώρα, η αντιπολίτευση δεν πλειοδοτεί σε εθνικιστικές κορώνες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα εθνικής ομοψυχίας και ενίσχυσης της αποτροπής.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Το μάθημα

Το μάθημα

Η ωρίμανση και η εκπαίδευση του ΣΥΡΙΖΑ κόστισαν στη χώρα γύρω στα 100 δισ. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήταν μία χρήσιμη εμπειρία. Γιατί σήμανε το τέλος των ψευδαισθήσεων για ένα τμήμα της κοινωνίας. Ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα και ότι το μοντέλο της ευημερίας με δανεικά χρεοκόπησε οριστικά. Υπ’ αυτήν την έννοια, η σύγκρουση και, τελικά, η υποταγή του λαϊκισμού στην πραγματικότητα και την αλήθεια ήταν πολλαπλά επωφελής και για την κοινωνία αλλά και για το πολιτικό σύστημα.

Αυτό, πράγματι, φαίνεται να ισχύει σε μια πρώτη ανάγνωση. Μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, των επιπτώσεων της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ φανερώνει ότι το κέρδος του προφανούς γίνεται με τεράστια ζημία για τη χώρα. Και δεν χρειάζεται κανείς να εστιάσει στις παρενέργειες από την καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας ή του νόμου και της τάξης.

Ο κατ’ εξοχήν πυρήνας της κρίσης, η οικονομία, εξακολουθεί να πληρώνει τις συνέπειες της πολιτικής της κυβέρνησης. Η χώρα έχει υπογράψει επιπρόσθετα και οδυνηρά μέτρα για το 2019 και το 2020, θα τελεί υπό εποπτεία μέχρι το 2060 και έχει υποθηκεύσει την περιουσία της για 99 χρόνια. Το τραπεζικό της σύστημα λειτουργεί ακόμη με capital controls και αδυνατεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις καρκινοβατούν, ενώ η κυβέρνηση ουδεμία εμπιστοσύνη αποπνέει για την προσέλκυση επενδύσεων.

Η κυβέρνηση, χωρίς κανένα σχέδιο για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, διαλύει και ό,τι έχει απομείνει. Η υπερφορολόγηση και οι δυσβάστακτες ασφαλιστικές εισφορές αποτελειώνουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας φτωχοποιείται. Το πιο παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας συνθλίβεται και αδρανοποιείται. Η κυβέρνηση κάνει ένα συνειδητό κοινωνικό μετασχηματισμό. Στραγγίζει τα αποθέματα των μεσαίων στρωμάτων για να δημιουργήσει υπερπλεονάσματα, που τα διανέμει ως ψιχία σε ανέργους και μη έχοντες. Μαζεύει φόρους για να μοιράσει επιδόματα. Αντί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, αντί να παραγάγει πλούτο, αρκείται σε μια ανακατανομή του εθνικού προϊόντος που ολοένα και συρρικνώνεται.

Την ίδια στιγμή αντί να αναμορφώσει και να συμμαζέψει τη Δημόσια Διοίκηση, να διορθώσει τις χρόνιες παθογένειες, δημιουργεί τον δικό της πελατειακό στρατό. Χιλιάδες νέοι συμβασιούχοι, πρόσθετες δαπάνες, μηδενική αξιολόγηση.

Εταίροι και δανειστές δείχνουν μια ανοχή στη σημερινή κυβέρνηση. Όχι γιατί είναι ενθουσιασμένοι από τις επιδόσεις της. Αλλά γιατί το ελληνικό πρόβλημα έχει υπερκεραστεί από άλλα μεγαλύτερα. Συνεπώς, όσο η κυβέρνηση είναι συνεπής προς τις υποχρεώσεις της υπάρχει μια ανοχή.

Το τραγικό όμως είναι ότι ύστερα από εννιά χρόνια κρίσης η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται μία δόση πριν τη πτώχευση, μια καραβιά μεταναστών πριν τη διάλυση και μια φυσική καταστροφή πριν την κατάρρευση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Πισωγύρισμα

Πισωγύρισμα

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ επιβεβαίωσε σε ομιλία του στον Economist το κόστος από το πισωγύρισμα της χώρας το 2015. Το 2015 ανακόπηκε η έξοδος από την ύφεση, ακυρώθηκε η είσοδος στην ποσοτική χαλάρωση και η έξοδος στις αγορές. Μαζί ανακόπηκε και το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων. Η προηγούμενη κυβέρνηση, παρά τα όποια λάθη και αδυναμίες, είχε φέρει θετικά αποτελέσματα τόσο στο δημοσιονομικό σκέλος όσο και στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων.

Η ανακοπή αυτής της πορείας και η επιμονή σε λανθασμένες και ανέφικτες επιλογές οδήγησαν σε μια καταστροφική διαπραγμάτευση που κόστισε στη χώρα πολλά δισεκατομμύρια. Πολλές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης ξηλώθηκαν και η κοινωνία μπολιάστηκε με έναν ακραίο λαϊκισμό. Καλλιεργήθηκαν φρούδες ελπίδες με ψεύτικες υποσχέσεις. Η τεράστια απόσταση προεκλογικών εξαγγελιών και κυβερνητικών έργων έχει οδηγήσει την κυβέρνηση σε ένα θέατρο σκιών. Ένα παιχνίδι καθυστερήσεων με τους έξω για να διαπραγματευτούν με τους μέσα. Με το κομματικό τους ακροατήριο και την εκλογική τους πελατεία.

Καθυστέρησαν στην αποδοχή ιδιοκτησίας του προγράμματος, καθυστερούν στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, καθυστερούν στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων. Αυτή η συνεχής καθυστέρηση μπορεί να τους επιτρέπει την ομαλή πολιτική τους μετάλλαξη αλλά βλάπτει σοβαρά τη χώρα. Αυξάνει την αβεβαιότητα σε εγχώριους και εξωχώριους επενδυτές και φέρνει ασφυξία στην πραγματική οικονομία. Επιβαρύνει τα δημοσιονομικά μεγέθη και επιβραδύνει την έξοδο από την ύφεση. Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της τελευταίας αξιολόγησης είναι ιδιαίτερα αδικαιολόγητη. Αφού, κατά δική τους παραδοχή, γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να πετύχουν κάτι για το χρέος.

Τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής είναι εμφανή πλέον σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας του πολίτη. Η χώρα κόντεψε να πνιγεί από τα σκουπίδια γιατί η κυβέρνηση υποσχόταν να μονιμοποιήσει τους συμβασιούχους με τη διαδικασία των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Πράγμα που γνὠριζε ότι δεν μπορεί να συμβεί γιατί αντίκειται στο Σύνταγμα. Δεύτερον, έχει δεσμευτεί στο μνημόνιο για ένα συγκεκριμένο αριθμό συμβασιούχων για το δημόσιο, τον οποίο έχει υπερβεί κατά πολύ.

Στον τομέα της δημόσιας τάξης τα πράγματα είναι χειρότερα. Η κυβέρνηση βρέθηκε ανάμεσα στη νόμιμη επιλογή μιας κοινωνικής ομάδας να διαδηλώσει σε έναν χώρο και στην εικαζόμενη αντίδραση ομάδων που σφετερίζονται αυτόν το χώρο. Αντί να δημιουργήσει συνθήκες ομαλής διεξαγωγής αυτής της διαδήλωσης επέλεξε να την απαγορεύσει. Παραδίδοντας, με τον τρόπο αυτό, μια ιστορική περιοχή στους σφετεριστές της. Αυτό στέλνει λάθος μηνύματα και δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες.

Αλλά και η διολίσθηση της κυβέρνησης σε συνεχείς παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη αντιστρατεύεται την διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου και, τελικά, το δημόσιο συμφέρον.

Στα οικονομικά, με την «περήφανη διαπραγμάτευση», η κυβέρνηση πήγε τη χώρα πίσω. Στα θεσμικά τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα χειρότερα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ατμομηχανή

Ατμομηχανή

Η κυβέρνηση κορύφωσε μια διαπραγμάτευση για το χρέος και πήρε την εκταμίευση της δόσης και κάτι ψιλά. Όπως αποκάλυψε ο Σόιμπλε, χωρίς να τον διαψεύσει κανείς, αυτή η συμφωνία υπήρχε από τον Μάιο, αλλά για επικοινωνιακούς λόγους η κυβέρνηση επέλεξε να εξωθήσει τα πράγματα σε ένα νέο Eurogroup. Η συζήτηση για το χρέος μετατέθηκε τελικά για το 2018. Και το θέμα της βιωσιμότητας δεν λύνεται κατά τρόπο που θα επιτρέψει στη χώρα να πετύχει την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εάν έγινε κάποια υποχώρηση, αυτή αφορά τον εξωραϊσμό κάποιων διατυπώσεων, ώστε να κρατηθεί το ΔΝΤ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο πρόγραμμα.

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση, όπως τα κατάφερε, για να κλείσει την αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος αναγκάστηκε να κόψει συντάξεις και να πάρει έναν σκασμό μέτρα. Να ψηφίσει, ουσιαστικά, ένα τέταρτο Μνημόνιο μέχρι το 2022. Και να δεσμευθεί για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060. Καθυστέρησαν μήνες ολόκληρους να κλείσουν την αξιολόγηση, με τεράστιες συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Έκαναν μια διαπραγμάτευση σηκώνοντας το θέμα της διευθέτησης του χρέους και, στο τέλος, πήραν απλά την εκταμίευση της δόσης. Αυτονόητο ήταν. Αφού είχαν πάρει τα μέτρα θα έπαιρναν και τη δόση. Για την κυβέρνηση η απόφαση είναι θρίαμβος. Για τους υπόλοιπους ανακούφιση ότι δεν θα ζήσουμε ξανά το καλοκαίρι του 2015. Η κρίση αποφεύχθηκε και η σταθερότητα διατηρήθηκε, όπως είπε η Λαγκάρντ αλλά, δυστυχώς, τίποτα παραπάνω.

Πολιτικά η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο ώς την άνοιξη του 2018. Μέχρι τότε δεν μεσολαβούν εμπόδια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολιτικές εξελίξεις. Σ’ αυτό το διάστημα μια κανονική κυβέρνηση θα μπορούσε να προσελκύσει επενδύσεις, να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις και, εκμεταλλευόμενη και ένα καλό για τον τουρισμό καλοκαίρι, να δημιουργήσει προϋποθέσεις αλλαγής κλίματος στην πραγματική οικονομία. Αυτό όμως προϋποθέτει μια κανονική κυβέρνηση. Γιατί οι επιδόσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην πραγματική οικονομία είναι καταστροφικές. Παρέλαβαν μια οικονομία που έβγαινε, μετά από χρόνια ύφεσης, στην ανάπτυξη και την ξαναγύρισαν στη ύφεση. Υπερφορολόγησαν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αύξησαν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου φέρνοντας ασφυξία στην αγορά. Οι ιδιωτικοποιήσεις καρκινοβατούν και η ανταγωνιστικότητα της χώρας επιδεινώθηκε. Αποδυνάμωσαν το τραπεζικό σύστημα και εκποίησαν την περιουσία του Δημοσίου.

Με πολύ κόπο, αχρείαστο επιπλέον κόστος και χαμένο χρόνο για τον ελληνικό λαό, η κυβέρνηση, τελικά, προσαρμόστηκε στη μνημονιακή πραγματικότητα. Μόνο που για να βγει από το τούνελ της μνημονιακής πραγματικότητας στο ξέφωτο της ανάπτυξης το τραίνο της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται ατμομηχανή. Χρειάζεται δηλαδή μια άλλη κυβέρνηση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Τσουνάμι

Τσουνάμι

Εδώ κι έναν χρόνο η κυβέρνηση κρατάει ανοιχτή τη δεύτερη αξιολόγηση. Παρά τις συνεχείς και εμφατικές διαβεβαιώσεις όλων των στελεχών της, προεξάρχοντος του Πρωθυπουργού. Ότι η αξιολόγηση έκλεισε, κλείνει, ή θα κλείσει. Η αξιολόγηση όμως δεν κλείνει. Είτε γιατί οι Ευρωπαίοι διαφωνούν με το ΔΝΤ είτε γιατί οι δανειστές έχουν παράλογες απαιτήσεις. Έτσι, τουλάχιστον, μας λέει η κυβέρνηση. Η τρόικα μια έρχεται μια δεν έρχεται, και τα Eurogroup περνούν το ένα μετά το άλλο. Συμπληρώθηκε χρόνος και η εκκρεμότητα παραμένει.

Ένας από τους λόγους που δεν κλείνει η αξιολόγηση είναι γιατί η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις και στην εκλογική της πελατεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, τον περασμένο Δεκέμβριο με μια μονομερή ενέργεια κόντεψε να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ένα βήμα πριν από το χείλος του γκρεμού υποχώρησε κακήν κακώς. Επιστολές αντηλλάγησαν, εξηγήσεις δόθηκαν, δηλώσεις μεταμέλειας έγιναν και το θέμα έκλεισε. Έχοντας μοιράσει ψιχία στους ιθαγενείς και καθυβρίσει τους δανειστές, οι επικοινωνιακοί φωστήρες της κυβέρνησης θεώρησαν ότι είχαν βάλει φρένο στην κατρακύλα.

Το πεπρωμένον, όμως, φυγείν αδύνατον. Με την αξιολόγηση ανοιχτή και την πραγματική οικονομία αιχμάλωτη των ιδεοληψιών τους, καταφεύγουν σε μια φοροεπιδρομή που ισοπεδώνει και ερημοποιεί την κοινωνία. Οι έχοντες επίγνωση και συναίσθηση της πραγματικότητας από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης λένε το αυτονόητο. Μια κακή συμφωνία εχθές είναι προτιμότερη από μια καλύτερη αύριο. Το υπονοούμενο είναι σαφές. Αύριο, η πραγματική οικονομία μπορεί να μην είναι πλέον ανατάξιμη.

Η κομματική νομενκλατούρα του ΣΥΡΙΖΑ όμως, που νέμεται την εξουσία, ουδόλως ενδιαφέρεται για την πραγματική οικονομία. Θεωρούν ότι η παράταση της διαπραγμάτευσης συντηρεί το αφήγημά τους στην εκλογική τους πελατεία και τη θέση τους στην εξουσία.

Να κλείσουν την αξιολόγηση δεν θέλουν. Μένουν χωρίς αφήγημα και χωρίς ιδεολόγημα. Να έρθουν σε ρήξη με τους δανειστές δεν μπορούν. Το κόστος για τη χώρα είναι μεγάλο και οι συνέπειες για τους ίδιους εξοντωτικές.

Θα παρατείνουν λοιπόν την αξιολόγηση και, λίγο πριν το επεισόδιο Ζάμπια ΙΙ, θα ζητήσουν αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή. Σκηνικό 2015. Αυτή τη φορά το τυράκι στη φάκα, πέραν της σωτηρίας της πατρίδας, είναι ότι τα μέτρα αφορούν την επόμενη κυβέρνηση. Που θα είναι η ΝΔ, και κατά τη δική τους ομολογία πλέον. Ναρκοθετούν λοιπόν τη θητεία της, με καμμένη γη στην πραγματική οικονομία, με ένα τέταρτο Μνημόνιο, και τη φωτογραφία στο κάδρο της συνενοχής των 180. Και με την απλή αναλογική στην επόμενη εκλογή ποντάρουν στο σενάριο της δεξιάς παρένθεσης. Πολιτική δωματίου. Μόνο που όταν η κοινωνία σού γυρίσει την πλάτη δεν σε σώζει τίποτα. Έρχεται το τσουνάμι και σε σαρώνει.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Συναίνεση στην ομηρεία;

Συναίνεση στην ομηρεία;

Πριν καλά καλά κοπάσουν οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για το δήθεν κλείσιμο της αξιολόγησης άρχισαν οι οιμωγές. Γιατί οι θεσμοί επέστρεψαν και τους ζητάνε και το βόδι. Εργασιακά, συντάξεις, αφορολόγητο, απολύσεις, δημοσιονομικό κενό. Νόμιζαν, ή ήθελαν να νομίζουμε, ότι η δήθεν σκληρή στάση τους θα οδηγούσε τους θεσμούς σε υποχώρηση. Για άλλη μία φορά έπεσαν έξω. Πρώτον, γιατί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που έχουν μπροστά τους εκλογές, δεν θέλουν να φανούν συμβιβαστικές και ενδοτικές στο εκλογικό τους σώμα. Δεύτερον, διότι υπάρχει κόπωση και έλλειψη εμπιστοσύνης σ’ αυτή την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή καταφεύγει σε μονομερείς ενέργειες και αιφνιδιασμούς, καθυστερεί στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Η εκκρεμότητα των κόκκινων δανείων εγκλωβίζει τις τράπεζες. Οι μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν την αγορά και προσελκύουν επενδύσεις καθυστερούν. Αντί να μειώνουν τις δαπάνες του δημοσίου, υπερφορολογούν το επιχειρείν. Και ξηλώνουν όσες μεταρρυθμίσεις είχαν γίνει. Πάρτε το παράδειγμα της παιδείας. Ξήλωσαν μία μία όλες τις μεταρρυθμίσεις που είχαμε κάνει. Πρότυπα, αξιολόγηση, νέο Λύκειο, σχέδιο Αθηνά, απελευθέρωση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Η κυβέρνηση έχασε έναν ολόκληρο χρόνο. Η στάση της σκλήρυνε τους δανειστές και διέλυσε την πραγματική οικονομία. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση οδήγησε σε εκροή καταθέσεων ύψους 2 δισ. ευρώ από τις τράπεζες το τελευταίο δίμηνο.

Στην αριστερή εκλογική τους πελατεία σπινάρουν ότι διαπραγματεύονται για να σώσουν ό,τι μπορούν εντός μνημονίου. Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με το κόμμα της, τις συνιστώσες της και τις ιδεοληψίες της. Εγκλωβισμένη στα αδιέξοδά της κρατάει σε ομηρεία τη χώρα.

Κάποιοι εξαρτούν τη σωτηρία της χώρας από τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Φοβούμαι ότι το μόνο που θα σώσει η συναίνεση της αντιπολίτευσης θα είναι η κυβέρνηση. Δεν είμαστε πολιτικά στο 2015. Τον Ιούνιο του 2015 η αξιωματική αντιπολίτευση συνέβαλε σε μια διευρυμένη πλειοψηφία για να σωθεί η χώρα. Να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της και να διατρανωθεί η βούλησή της για παραμονή στην Ευρώπη και την ευρωζώνη. Το πολιτικό διακύβευμα σήμερα είναι το κλείσιμο της αξιολόγησης από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση, δηλαδή, αξιολογείται για την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει. Ο βασικός λόγος που δεν κλείνει η αξιολόγηση είναι γιατί η κυβέρνηση δεν κάνει καλά τη δουλειά της και έχει χάσει την αξιοπιστία της. Με ποια πολιτική λογική ζητείται η συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε τι ακριβώς; Εκτός αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να κλείσει την αξιολόγηση ή ομολογεί ότι έχει απολέσει τη δεδηλωμένη. Σε αυτή την περίπτωση αντί να κρατάει τη χώρα σε ομηρεία η λύση είναι οι εκλογές.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Πανηγυρτζήδες

Πανηγυρτζήδες

Πανηγυρίζουν για μία συμφωνία που δεν υπάρχει. Γιατί η αξιολόγηση δεν έκλεισε. Πανηγυρίζουν οι αδιόρθωτοι για την παράταση της εκκρεμότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχουν εφεύρει τον ευφημισμό πολιτική συμφωνία που τα σκεπάζει όλα. Η μόνη συμφωνία που φαίνεται ότι υπήρξε αφορά σε δύο πράγματα. Την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Και την άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης πίσω από όλες τις κόκκινες γραμμές που είχε θέσει. Συντάξεις, μείωση του αφορολόγητου, νομοθέτηση μέτρων για μετά το 2018, και πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Σε όλα έκαναν πίσω προκειμένου να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.

Με άλλα λόγια, μηδέν εις το πηλίκον. Επανάληψη του Φεβρουαρίου 2015. Η παράταση της αβεβαιότητας θα στραγγαλίσει τράπεζες και αγορά. Η επανεκκίνηση της οικονομίας αναβάλλεται, όπως επίσης και η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση. Το υποτροπιάζον ελληνικό πρόβλημα μετατοπίζεται στο ναρκοπέδιο του ευρωπαϊκού εκλογικού κύκλου. Και καθώς θα πλησιάζουμε το καλοκαίρι, που η χώρα πρέπει να καταβάλει δόσεις, θα είμαστε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο. Και θα δεχτούμε να πάρουμε πολύ χειρότερα μέτρα από αυτά που θα παίρναμε εάν είχαμε κλείσει εγκαίρως την αξιολόγηση. Τους προειδοποίησε, άλλωστε, και ο Χουλιαράκης. Καλύτερα τώρα μία χειρότερη λύση παρά σε πέντε μήνες. Και δεν είναι ο μόνος. Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη αρχίσει τα όργανα. Κάποιοι που αρχίζουν να κατανοούν που πατάνε και που βρίσκονται, τη δεινή θέση της χώρας και τις δυσκολίες της διακυβέρνησης, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ταξιδεύουμε αμέριμνοι, τους εγκαλεί ο Φίλης. Μία άλλη κατηγορία στελεχών, αυτή των μετανοημένων, ομολογεί το λάθος του 2014. Ήταν στρατηγικό λάθος του ΣΥΡΙΖΑ που έριξε την κυβέρνηση Σαμαρά και δεν την άφησε να κλείσει την αξιολόγηση, λένε τώρα. Η δήλωση αυτή εμπεριέχει δύο ομολογίες. Η πρώτη είναι ομολογία σχεδίου εκβίασης πρόωρων εκλογών. Ομολογία ότι η χώρα οδηγήθηκε άκαιρα σε εκλογές στην πιο κρίσιμη, ίσως, φάση της κρίσης. Και αυτό γιατί η αριστερά επεδίωξε την εξουσία θεωρώντας ότι είχε ραντεβού με την ιστορία. Η δεύτερη ομολογία είναι, κατ´ ουσίαν, ομολογία ανετοιμότητας, αν όχι ανικανότητας του ΣΥΡΙΖΑ, να αρθεί στο ύψος των κυβερνητικών και εθνικών απαιτήσεων. Να έχει δηλαδή τον ρεαλισμό, το σχέδιο και τα πρόσωπα για να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη κρίση της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας. Με άλλα λόγια, είχαν σχέδιο κατάληψης της εξουσίας, αλλά δεν διέθεταν σχέδιο διάσωσης της χώρας. Τώρα μετανοούν γιατί τόλμησαν το πρώτο, και όσο για το δεύτερο ομολογούν ότι ταξιδεύουν αμέριμνοι.

Υπάρχει και μία άλλη κατηγορία μετανοημένων. Είναι αυτοί που δυσκολεύονται πλέον να συνυπάρξουν στην ανίερη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που έχει μοναδική συγκολλητική ουσία τη νομή της εξουσίας.

Καλοδεχούμενες και οι ομολογίες και οι μετάνοιες. Απλώς δε φτάνουν. Γιατί η παραμονή τους στην εξουσία βλάπτει σοβαρά τη χώρα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Τα ίδια λάθη

Τα ίδια λάθη

Η κυβέρνηση καθυστέρησε έναν ολόκληρο χρόνο να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση. Μπήκε σε μια άγονη αντιπαράθεση με εταίρους και δανειστές. Επεδίωξε μια πολιτική λύση χωρίς επιτυχία. Και αφού έφτασαν τα πράγματα στο χείλος του γκρεμού, τώρα τρέχει να την κλείσει όπως όπως. Η όλη διαπραγμάτευση θυμίζει μέρες του 2015. Η κυβέρνηση για άλλη μια φορά έκανε λάθος εκτιμήσεις. Εκτιμούσε ότι οι διεθνείς συσχετισμοί αναδιαμορφώνονται υπέρ μας όταν στην πραγματικότητα επιδεινώνονται για τη χώρα μας. Οι όψιμοι υποστηρικτές της, οι ευρωσοσιαλιστές, βρίσκονται σε αποδρομή. Στη Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού. Η αλλαγή ηγεσίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν εγγυάται τις σταθεροποιητικές και πυροσβεστικές παρεμβάσεις του παρελθόντος. Η κυβέρνηση επιδίωξε την έξοδο του ΔΝΤ από το πρόγραμμα ποντάροντας μάλιστα στις διαφωνίες ΔΝΤ και Ευρωπαίων. Και οι μεν διαφωνίες γεφυρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, και το ΔΝΤ μένει στο πρόγραμμα. Κυρίως γιατί το ζητούν, καλώς ή κακώς, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ως απαραίτητη εγγύηση. Έκαναν λάθος στην εκτίμηση ότι η έναρξη ενός εκλογικού κύκλου στην Ευρώπη, σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία, θα οδηγούσε τους εταίρους και δανειστές σε υποχωρήσεις. Το αντίθετο συνέβη. Οι εγκέφαλοι αυτής της στρατηγικἠς εμφανίζονται τώρα υπέρμαχοι της παράτασης της εκκρεμότητας. Ώστε η διαπραγμάτευση για το κλείσιμο της αξιολόγησης να μεταφερθεί στο μέσον του ευρωπαϊκού εκλογικού κύκλου. Και τα διαπραγματευτικά μας όπλα, εξ αυτού του λόγου, να είναι ισχυρότερα. Ένα game of chicken δηλαδή, όπως το 2015.

Και στο εσωτερικό, όμως, έχασαν τη μάχη των εντυπώσεων. Ουδείς, πλέον, παραμυθιάζεται από την τακτική της δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης. Ακόμη χειρότερα, όλοι προεξοφλούν ότι το κλείσιμο της διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ θα σημάνει νέα εξοντωτικά μέτρα. Οι κόκκινες γραμμές, ήδη, πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα. Όπως το αφορολόγητο και η προνομοθέτηση μέτρων 3,6 δις. Ακόμη και ο Φίλης τους κατηγορεί ότι καμιά από τις εκτιμήσεις τους για την αξιολόγηση δεν επιβεβαιώθηκε, και ότι ταξιδεύουνε αμέριμνοι.

Εν τω μεταξύ, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν πάρει την ανηφόρα. Δηλαδή οι κερδοσκόποι οργιάζουν εις βάρος της χώρας. Τις τελευταίες 45 ημέρες είχαμε εκροή 2,5 δις από τις ελληνικές τράπεζες, παρά τα capital controls. Το Grexit ξαναμπήκε στο τραπέζι. Και η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση απομακρύνθηκε.

Η κυβέρνηση, και δυστυχώς η χώρα, είναι και πάλι στη γωνία χωρίς επιλογές. Καθυστέρησε, επιδείνωσε τη θέση της, και το ελληνικό πρόβλημα υποτροπίασε. Με αποτἐλεσμα να αρχίσει η διακίνηση διαφόρων απονενοημένων σεναρίων περί νέου δημοψηφίσματος και δραχμής. Που τα τεστάρουν διάφοροι μαξιμιλιανοί. Επειδή, όμως, ο πρωθυπουργός έχει ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης θα κλείσει τη διαπραγμάτευση ἐστω και με κόστος. Γιατί κατανοεί ότι στις δημοκρατίες μπορεί να μην υπάρχουν γουναράδικα, αλλά υπάρχουν γουνάκια.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Σκοτάδι βαθύ

Σκοτάδι βαθύ

Κλείνει άλλος ένας χρόνος, ο έβδομος κατά σειρά, βαθιάς κρίσης και ύφεσης. Η οικονομική κρίση έχει μεταβληθεί σε κρίση νομιμοποίησης εσωτερικά και κρίση ισχύος εξωτερικά.

Η Μεταπολίτευση άρχισε ως ένας ενάρετος κύκλος θεσμικού εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της χώρας αλλά κλείνει με παταγώδη αποτυχία. Το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα του Καραμανλή, που διασφάλισε τη δημοκρατική σταθερότητα, την άμυνα, και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας έμεινε ανολοκλήρωτο. Παρά τις στρατηγικές αυτές κατακτήσεις, το πολιτικό σύστημα παλινδρόμησε στις παθογένειες και τις στρεβλώσεις του παρελθόντος. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα το ελληνικό κράτος προσγειώθηκε ανώμαλα στην πέμπτη χρεωκοπία από συστάσεώς του.

Σήμερα μοιάζουμε ιδρυματισμένοι και εγκλωβισμένοι στις παθογένειες της ιστορικής μας ιδιαιτερότητας. Οι προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης γίνονται με μεγάλες θυσίες, αλλά δεν αγγίζουμε τη ρίζα του προβλήματος. Συνεχίζουμε αλλά δεν αλλάζουμε.

Αντίθετα, για όλα τα δεινά μας φταίει κάποιος άλλος.

Κάποτε τα δεινά της χώρας αποδίδονταν στον κακό θείο Σαμ. Τώρα αποδίδονται στον κακό Σόιμπλε. Η διεθνής κρίση έβαλε τέλος στη χρηματοδότηση του ελληνικού παρασιτικού καταναλωτισμού από το φθηνό ευρωπαϊκό χρήμα. Τώρα η δίαιτα εξυγίανσης που μας επέβαλαν οι δανειστές επαναφέρει επώδυνα το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Και έτσι η ευρωλαγνεία μετατράπηκε αίφνης σε ευρωσκεπτικισμό.

Το στοίχημα που τίθεται εκβιαστικά για τη χώρα μας είναι η αντικατάσταση του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού από τον οικονομικό ορθολογισμό. Ένα νέο μοντέλο, που θα διαγράφει ένα θετικό ισοζύγιο ανάμεσα στην παραγωγικότητα, την απόδοση από τη μια πλευρά, και την κατανάλωση, την απόλαυση από την άλλη.

Αυτό όμως προϋποθέτει δύο πράγματα. Μια πολιτική ηγεσία που έχει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης πάνω στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Για να πάρει η χώρα τη θέση που της αναλογεί στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας. Και μία πολιτική ηγεσία που είναι αποφασισμένη για ρήξεις με βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες. Μια πολιτική ηγεσία που θα θέσει τις διαρθρωτικές αλλαγές και τη παραγωγική ανασυγκρότηση ως ιστορικούς στόχους που θα κινητοποιήσουν συλλογικές δυνάμεις.

Στα μπαλκόνια της προεκλογικής εκστρατείας του 1974 ο Καραμανλής, αντί να υπόσχεται, νουθετούσε το αλαλάζον πλήθος κάνοντάς του μαθήματα πολιτικής ιστορίας. Και δημιουργούσε προϋποθέσεις συστράτευσης στην εθνική προσπάθεια.

Οι σημερινοί κυβερνώντες δεν έχουν σχέδιο παρά μόνο για την παραμονή τους στην εξουσία. Για διαρθρωτικές αλλαγές ούτε λόγος. Και τις μεταρρυθμίσεις, που με μεγάλες συγκρούσεις έγιναν στην Παιδεία, τη Δημόσια Διοίκηση, και την Οικονομία από το 2011 μέχρι το 2015, τις ισοπέδωσαν. Το μόνο που ξέρουν είναι να δηλώνουν οικονομικά υποτελείς στους έξω ενώ παριστάνουν τους μυγιάγγιχτους πατριώτες στους μέσα. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μας οδηγούν σε σκοτάδι βαθύ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”