Η Τουρκία απειλεί τα συμφέροντα της Δύσης συνολικά – Ανήκει στο ΝΑΤΟ αλλά δεν είναι πια συμμαχική χώρα

Η Τουρκία απειλεί τα συμφέροντα της Δύσης συνολικά – Ανήκει στο ΝΑΤΟ αλλά δεν είναι πια συμμαχική χώρα

Συνέντευξη στο ERTNEWS στους δημοσιογράφους Θ. Σιαφάκα & Κ. Λασκαράτο.

Δείτε εδώ το απόσπασμα της εκπομπής:

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

H προβολή ηγεμονικής και επεκτατικής πολιτικής από την Τουρκία προκαλεί ευρύτερη αστάθεια και αναβιώνει το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα.
Στον 19ο αιώνα το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής. Η επικείμενη κατάρρευση και ο διαμελισμός της απασχολούσαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε από μια σειρά πολέμους και συνθήκες. Με την συνθήκη της Λωζάνης συντελέστηκε η γενέθλια πράξη του διάδοχου τουρκικού κράτους.

Μετά την καταστροφή του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου ήρθε και η παρακμή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στο νέο διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου που ανέτειλε, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική, είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.

Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η Τουρκία ήταν, πλέον, ένας “γεωοπολιτικός μεντεσές” που συνέδεε την περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας και τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές χώρες, με την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.

Την αρχιτεκτονική αυτή ακολούθησαν απρόθυμα οι Ευρωπαίοι και, αρχικά, και η Τουρκία. Με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι οι δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, δηλαδή η Ευρώπη αλλά και η Τουρκία, δεν επιθυμούσαν την ένταξη. Είχαν, για διαφορετικούς λόγους, μια εργαλειακή αντίληψη για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας που θα κατέληγε, ενδεχομένως, σε μια ειδική σχέση.

Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, πλέον, καταρρεύσει. Τόσο λόγω των αλλαγών στο διεθνές σύστημα, όσο και λόγω των εσωτερικών αλλαγών στην Τουρκία. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τους περιορισμούς της δυτικής ορθοδοξίας. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με την μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Παράλληλα, οι εσωτερικές εξελίξεις και ο κοινωνικός μετασχηματισμός που έφερε ο Ερντογάν άνοιξαν στην Τουρκία άλλους ορίζοντες. Η Ερντογανική Τουρκία, με την πάροδο του χρόνου, άλλαξε ταυτότητα και πολιτική. Από κοσμικό δυτικόστροφο κεμαλικό κράτος, απέκτησε ισλαμική ταυτότητα και νεοοθωμανικές βλέψεις μεγάλης δύναμης.

Η νέα Τουρκία θέλει να σπάσει και τα τελευταία δεσμά του κεμαλισμού. Τις συνθήκες που περιορίζουν την επιρροή της και την επικράτεια της. Η Τουρκία προβάλει ηγεμονικές επιδιώξεις και εγείρει αξιώσεις στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.

Οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσταθεροποιούν την περιοχή και αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα.

Απέναντι σε αυτήν την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη για την αναξιοπιστία της Τουρκίας, την απομάκρυνση και την απόκλιση των συμφερόντων της, πλέον, με την Δύση. Δεν υπάρχει, όμως, αξιόπιστη και συνολική εναλλακτική στρατηγική. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η λογική είναι να μην χαθεί πλήρως και οριστικά η Τουρκία για την Δύση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Το βαθύ κατεστημένο της Αμερικής διεύρυνε την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία στη χώρα μας.

Η Ελλάδα, σε αυτό το περιβάλλον, μέχρι στιγμής, κινήθηκε με επιτυχία. Προέβη σε αξιόπιστη προβολή αποτρεπτικής ισχύος, ενίσχυσε τις διμερείς και τριμερείς συμμαχίες, λειτούργησε μέσα στους διεθνείς θεσμούς.

Η πρόκληση για την ελληνική διπλωματία, πλέον, είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους για την φύση του τουρκικού προβλήματος. Για την επανεμφάνιση δηλαδή του ανατολικού ζητήματος. Να πείσει την Δύση ότι η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων δεν αφορά μόνον την Ελλάδα αλλά, κυρίως, την Δύση και τα συμφέροντα της. Και ότι η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στην πυροσβεστική παραίνεση της αποκλιμάκωσης της έντασης και της έναρξης διαλόγου. Πρώτον, γιατί διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει πάνω σε παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Και δεύτερον, γιατί η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στον κατευνασμό της Τουρκίας μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Τα ζητήματα πλέον υπερβαίνουν την αντιπαράθεση Ελλάδας Τουρκίας. Η μεγάλη πρόκληση της Ελληνικής διπλωματίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι ο στρουθοκαμηλισμός δεν πρόκειται να λύσει το νέο ανατολικό ζήτημα. Απαιτείται αλλαγή στρατηγικής απέναντι στη Τουρκία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” στις 20-09-2020.

Από το Brexit στο TRexit;

Από το Brexit στο TRexit;

Πριν από λίγα χρόνια η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ακουγόταν ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα μια άλλη χώρα, η Τουρκία, κόβει τις γέφυρες με τη Δύση. Και η έξοδός της από έναν άλλο δυτικό θεσμό, το ΝΑΤΟ, δεν θεωρείται απίθανο σενάριο. Σημεία των τεκτονικών αλλαγών των καιρών που ζούμε.

Η Τουρκία είναι σαν τον Ιανό. Είχε πάντοτε δύο πρόσωπα. Το ένα κοιτούσε στη Δύση ενώ το άλλο στην Ανατολή. Στις μεγάλες αναμετρήσεις του περασμένου αιώνα ήταν επιτήδεια ουδέτερη. Στη διαιρετική εποχή του ψυχρού πολέμου εντάχθηκε στο δυτικό θεσμικό σύστημα, και πρωτίστως, στο ΝΑΤΟ. Ο βίαιος κεμαλικός εκσυγχρονισμός ήταν μια προσπάθεια εκδυτικισμού της Τουρκίας με αποκορύφωμα την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Ελσίνκι.

Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία ανάλογη αυτής που είχαν απέναντι στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Επιδίωξαν να την εντάξουν στους δυτικούς θεσμούς για να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό της. Δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτόν, ένα εναλλακτικό μοντέλο δυτικόστροφης ισλαμικής δημοκρατίας για τον ισλαμικό κόσμο.

Για την Ευρώπη και την Τουρκία η τουρκική υποψηφιότητα ήταν απόρροια εργαλειακής και όχι αξιακής προσέγγισης. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με την παρότρυνση των ΗΠΑ, επιζητούσαν την παγίωση μιας στρατηγικής σχέσης με την Τουρκία προκειμένου να προωθήσουν γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι η απόκλιση της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν ετίθετο θέμα ένταξης. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία θα παρέμενε σε μια τροχιά γύρω από τη Δύση. Αλλά και η τουρκική ελίτ ουδέποτε αντιμετώπισε την Ευρωπαϊκή Ένωση γι’ αυτό που πραγματικά ήταν. Ένα φιλελεύθερο, ειρηνικό, δημοκρατικό εγχείρημα, που προσπαθούσε να ξεφύγει από την τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και τα διλήμματα του Θουκυδίδη. Η Τουρκία αντιμετώπισε την Ευρώπη με μια ανταλλακτική νοοτροπία και πάντοτε με όρους ισορροπίας των δυνάμεων.

Και μετά ήλθε ο Ερντογάν και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Ερντογάν έβαλε, σταδιακά, τέλος στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες. Αν ο Κεμαλισμός είχε γείρει την πλάστιγγα υπέρ του κοσμικού και δυτικού προσώπου του Ιανού, ο Ερντογάν πρόκρινε το ισλαμικό και ανατολικό.

Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής έφερε την κρίση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και την ανάδυση των αναθεωρητικών αυταρχικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και κυρίως η Κίνα. Το περιβάλλον αυτό δίνει στον Ερντογάν ένα συστημικό πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να βρει ερείσματα για το αυταρχικό ισλαμικό καθεστώς που έχει δομήσει.

Ο Ερντογάν δεν τραβάει απλώς το σκοινί. Περνάει τον Ρουβίκωνα για την άλλη όχθη. Προχωράει σε αλλαγή συμμαχιών. Όπως αργά αλλά σταθερά συγκέντρωσε την εξουσία γύρω από το πρόσωπό του, και εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή προοπτική εξισλαμίζοντας την Τουρκία. Όπως εγκατέλειψε την παραδοσιακή στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και υιοθέτησε έναν βιτριολικό αντισημιτισμό και αντιαμερικανισμό. Έτσι και τώρα, αργά αλλά σταθερά περνάει στον αστερισμό των αυταρχικών δυνάμεων εγκαταλείποντας τη Δύση.

Η Δύση του επισείει την απειλή της εξόδου από το ΝΑΤΟ, αλλά ο Ερντογάν φαίνεται ότι έχει μπε σε μια πορεία χωρίς επιστροφή.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “Αντίλογος”

Μία άλλη Τουρκία

Μία άλλη Τουρκία

Πριν από δεκαέξι χρόνια, ελάχιστοι προέβλεψαν τη ριζική μετεξέλιξη της Τουρκίας που θα έφερνε η κυβέρνηση Ερντογάν. Το κεμαλικό κατεστημένο είδε την κυβέρνηση Ερντογάν ως πολιτική παρένθεση, ανάλογη της κυβέρνησης Ερμπακάν. Η τουρκική οικονομία ήταν στην εντατική με ένα διεθνές πρόγραμμα διάσωσης της τάξης των 20 δις. Η τουρκική λίρα ήταν σε περιδίνηση, ο πληθωρισμός κάλπαζε ανεξέλεγκτα, το ίδιο και η ανεργία.

Ο Ερντογάν εισέβαλε ως σίφουνας στην τουρκική πολιτική σκηνή. Σταθεροποίησε την τουρκική οικονομία, τριπλασίασε το τουρκικό ΑΕΠ, μείωσε τον πληθωρισμό σε μονοψήφια ποσοστά και προσέλκυσε ξένες επενδύσεις της τάξης των 220 δις δολαρίων. Για πολλά χρόνια η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό το οικονομικό θαύμα εκτόξευσε τη δημοτικότητα του Ερντογάν, τον εδραίωσε στην εξουσία και νομιμοποίησε τα πολιτικά του σχέδια.

Για τη Δύση το φαινόμενο Ερντογάν ήρθε ως μάνα εξ ουρανού. Ήταν η εποχή που η ηγεσία της Δύσης συνειδητοποιούσε ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν ισοδυναμούσε με το τέλος της ιστορίας. Η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης άνοιγε έναν νέο ματωμένο κύκλο στη διαλεκτική της ιστορίας. Που απειλούσε να πάρει διαστάσεις σύγκρουσης πολιτισμών. Μιας διαμάχης ανάμεσα στη Δύση και ένα ριζοσπαστικοποιημένο Ισλάμ. Ο Ερντογάν, αίφνης, στα μάτια των δυτικών ήταν ένας μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής ηγέτης που θα αναστήλωνε την τουρκική δημοκρατία. Προβάλλοντας ως το αρχετυπικό παράδειγμα για ολόκληρη την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ο αρχικός του οίστρος για τη διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών και η εντατικοποίηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας ενίσχυσαν αυτή την προοπτική. Η Τουρκία κεφαλαιοποιούσε τη γεωπολιτική της αξία.

Η επαναστατική ορμή με την οποία ο Ερντογάν αποδόμησε το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο δεν μεταφράστηκε, όμως, σε ευρωπαϊκή δημοκρατική πορεία αλλά σε επιθετική ισλαμική ατζέντα. Το νεοοθωμανικό του αφήγημα τον έφερε νομοτελειακά σε σύγκρουση με το Ισραήλ και τη Δύση. Η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» μετατράπηκε σε πολιτική πολλαπλών μετώπων και αδιεξόδων. Στο εσωτερικό, η κυβέρνησή του μετατράπηκε σταδιακά σε θεοκρατικό καθεστώς. Όσο εδραιωνόταν στην εξουσία τόσο περιόριζε τις πολιτικές ελευθερίες και την ελευθερία του τύπου. Η πολιτική νεοοθωμανικού μεγαλείου συμβολίστηκε από ένα νεόδμητο Σεράι, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα άρχισε η περίοδος του τρόμου. Μαζικές εκκαθαρίσεις, συλλήψεις και ένα μόνιμο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Μαζί με τη δημοκρατία καταρρέει και το αφήγημα της οικονομικής ευημερίας. Η τουρκική λίρα βουλιάζει, ο πληθωρισμός καλπάζει και το εξωτερικό χρέος έφτασε τα 300 δις.

Την επόμενη μέρα των εκλογών ο Ερντογάν θα πρέπει να επιλέξει αν θα κλείσει τον ιστορικό του κύκλο ως δημοκρατικός μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής ή ως αυταρχικός δεσπότης που θα υποστεί την τουρκική ενάτη Θερμιδώρ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η Τουρκία ως Μαινάδα

Η Τουρκία ως Μαινάδα

Τον τελευταίο καιρό η Τουρκία συμπεριφέρεται ως μαινάδα με υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Αυτές οι εξάρσεις γεωπολιτικής υπερκινητικότητας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις εσωτερικές εξελίξεις. Η αστάθεια που προκάλεσε το πραξικόπημα, οι εσωτερικές τριβές από τον αυταρχισμό του Ερντογάν και οι επικείμενες εκλογές προκαλούν μια επιθετικότητα στην εξωτερική της συμπεριφορά.

Σε κάθε ιστορική περίοδο, όμως, η επεκτατική πολιτική υπήρξε πάγιο και δομικό χαρακτηριστικό της Τουρκίας. Η κεμαλική Τουρκία ήταν επιθετική και εκμεταλλεύθηκε οποιαδήποτε ευκαιρία της έδωσαν άκριτα οι γείτονές της. Όπως έκανε η ελληνική χούντα με το πραξικόπημα στην Κύπρο.

Η ισλαμική Τουρκία του Ερντογάν υιοθέτησε το επεκτατικό δόγμα των μηδενικών προβλημάτων του Νταβούτογλου. Μια προσπάθεια διείσδυσης σε περιοχές με τις οποίες η Τουρκία έχει φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, το αυταρχικό καθεστώς του Ερντογάν, με νομιμοποιητικό αφήγημα ισλαμικό και εθνικιστικό ταυτόχρονα, πυροδοτεί μια επιθετική πολιτική πολλαπλών μετώπων.

Η γενικότερη πλανητική ρευστότητα έχει αποχαλινώσει την Τουρκία. Και αυτό παρατηρείται και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία, από το 1974 και μετά, διεύρυνε το φάσμα των αιτιάσεών της. Και τώρα έφτασε να προβάλλει περιοχές που παράνομα είχε βαφτίσει γκρίζες ζώνες ως δικές της ζώνες κυριαρχίας. Εάν δεν βρεθεί τρόπος ανάσχεσης αυτής της τουρκικής επιθετικότητας, η Ελλάδα θα φιλανδοποιηθεί. Θα μετατραπεί, δηλαδή, σταδιακά σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας.

Παρά τις παραλυτικές συνέπειες της πολύμορφης και πολύχρονης κρίσης, χρειάζεται ένας επανασχεδιασμός της στρατηγικής μας. Γιατί οι διαφορές παραμένουν αγεφύρωτες, ο επεκτατισμός της Τουρκίας αμετάβλητος και η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω του εξευρωπαϊσμού της φρούδα ελπίδα. Η ισορροπία δυνάμεων σε διμερές επίπεδο δεν μπορεί να είναι πια η μόνη απάντηση. Και οι μηχανισμοί συλλογικής ασφάλειας, στην παρούσα εποχή της συστημικής ρευστότητας, έχουν αποδυναμωθεί.

Πρέπει να πολλαπλασιάσουμε την ισχύ του ελλαδικού κράτους μέσα από την εντατικοποίηση ενός πλέγματος συμμαχικών σχέσεων, σε τρεις άξονες. Τον ατλαντικό, τον ευρωπαϊκό και τον μεσογειακό. Με τις ΗΠΑ μας συνδέουν κοινές δημοκρατικές αξίες, η ομογένεια και κοινά μακροχρόνια συμφέροντα. Η παροχή διευκολύνσεων σε μια κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή πρέπει να συνοδεύεται από τις ελάχιστες αμερικανικές αμυντικές εγγυήσεις.

Η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι αλλά με την ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας στα σπάργανα μετρούν οι διμερείς αμυντικές δεσμεύσεις. Εάν η νεογκολική κινητικότητα του Μακρόν στον τομέα της άμυνας δεν είναι πυροτέχνημα, ένα ελληνογαλλικό σύμφωνο μπορεί να αποτελέσει δεύτερο πολλαπλασιαστή ισχύος.

Τέλος, το Ισραήλ μαζί με την Αίγυπτο και την Κύπρο πρέπει να αποτελέσουν τον μεσογειακό άξονα. Τρεις διαφορετικές ελληνικές κυβερνήσεις ορθά υιοθέτησαν και εδραίωσαν αυτή την πολιτική. Η εντατικοποίηση αυτών των συμμαχιών μαζί με την συνολική ευρωπαϊκή μας θέση μπορεί να αποτελέσουν φράγμα ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Από μια λεπτή κλωστή

Από μια λεπτή κλωστή

Η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας δεν θα είναι παροδική. Συναρτάται με τις συνολικές εξελίξεις στην περιοχή αλλά και τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία. Ο Ερντογάν συνδέει, υπό μορφήν απειλής, τυχόν αρνητικές εξελίξεις στα ανατολικά του με συνολική αναδιαμόρφωση του status quo σε όλη την περιοχή. Και εγείρει αξιώσεις συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η τουρκική απειλή δεν συνίσταται στον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου. Γιατί, παρά την κρίση, η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας μας παραμένει αξιόπιστη. Το κόστος από έναν γενικευμένο πόλεμο θα ήταν τόσο υψηλό για την Τουρκία ώστε να ακύρωνε το όποιο όφελος. Με την αντίστροφη λογική, και η Ελλάδα αποτρέπεται από την απειλή του γενικευμένου πολέμου, του casus belli, της Τουρκίας. Το κόστος από έναν πόλεμο μάς αποτρέπει να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια, όπως έχουμε δικαίωμα από το δίκαιο της θάλασσας.

Η λειτουργία της αποτροπής οδήγησε την Τουρκία τα τελευταία χρόνια σε αλλαγή τακτικής. Επέλεξε μια τακτική κρίσεων χαμηλής έντασης, που οδηγούν γρήγορα σε πολιτικοδιπλωματική διευθέτηση. Η τακτική αυτή βασίζεται, κυρίως, στον αιφνιδιασμό. Είναι η πολιτική που ακολούθησε στα Ίμια και η πολιτική των γκρίζων ζωνών. Η τακτική αυτή εκδιπλώνεται και κλιμακώνεται σε περιορισμένο βαθμό ώστε να μην δικαιολογεί μια γενικευμένη αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Ο Ερντογάν δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιες τακτικές. Τώρα φαίνεται να τις υιοθετεί.

Η τακτική αυτή εγκυμονεί τρεις άμεσους κινδύνους για τη χώρα μας. Ο πρώτος είναι ο αιφνιδιασμός. Στα Ίμια ΙΙ, και στον εμβολισμό του Γαύδος αιφνιδιαστήκαμε. Και στο επιχειρησιακό επίπεδο, είναι πρακτικά δύσκολο να αντιδράσεις με ένα ισοδύναμο μέτρο χωρίς τον κίνδυνο της κλιμάκωσης. Η σύλληψη των δύο στρατιωτικών είναι μια ειδική περίπτωση πρόκλησης, την οποία ο Ερντογάν σχετίζει με την περίπτωση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η κλιμάκωση. Η κλιμάκωση μπορεί να συμβεί όταν τέτοιου είδους αψιμαχίες οδηγήσουν σε ευρύτερο τοπικό θερμό επεισόδιο. Είτε από ατύχημα είτε από σχεδιασμό. Σχεδιασμό που να στοχεύει από την Τουρκία σε στρατηγικό όφελος. Να στοχεύει για παράδειγμα σε γκριζάρισμα βραχονησίδων, ή διεμβολισμό της ελληνικής ΑΟΖ.

Και υπάρχει και ένας τρίτος κίνδυνος. Η διεθνής ρευστότητα. Η μόνη δύναμη που μπορεί, ουσιαστικά, να παρέμβει σε μια τέτοια κρίση είναι οι ΗΠΑ. Ουδείς γνωρίζει, όμως, την αντίδραση, στα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα, της κυβέρνησης Τραμπ. Και το ΝΑΤΟ, παρότι χώρα-μέλος της κρατεί αδικαιολόγητα στρατιώτες άλλης χώρας-μέλους, σφυρίζει αδιάφορα.

Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών, πέραν της διπλωματικής συνεχούς ενημέρωσης συμμάχων και εταίρων, απαιτεί ψυχραιμία και υψηλή στρατιωτική ετοιμότητα. Οι συνεχείς ασκήσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο λειτουργούν αποτρεπτικά και προληπτικά, μειώνοντας το ενδεχόμενο αιφνιδιασμού. Οι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο και να εντάσσονται στη συνολική προβολή της αποτρεπτικής μας ισχύος. Η παρόρμηση δεν μπορεί να γίνεται πολιτική όταν διακυβεύονται τα εθνικά ζωτικά μας συμφέροντα.

Η κυβέρνηση οφείλει, επιπλέον, να ενεργοποιήσει το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και τα αρμόδια Κοινοβουλευτικά όργανα για τα εθνικά ζητήματα. Σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στη γείτονα χώρα, η αντιπολίτευση δεν πλειοδοτεί σε εθνικιστικές κορώνες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα εθνικής ομοψυχίας και ενίσχυσης της αποτροπής.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Θυρωρός στον Άδη

Θυρωρός στον Άδη

Η ευρωτουρκική συνάντηση στη Βάρνα επιβεβαίωσε το ρήγμα στις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας. Η σχέση αυτή δεν βασίζεται σε κοινότητα αξιών ούτε στη βάση του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Είναι μια σχέση συναλλαγής. Η Τουρκία δεν είναι και δεν συμπεριφέρεται ως μια τυπική υποψήφια προς ένταξη χώρα.

Η Τουρκία θεωρεί ότι είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ισοϋψής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ταυτότητά της δεν είναι Ευρωπαϊκή. Η Τουρκία δεν ανήκει στη Δύση, σε κάθε περίπτωση, δεν ανήκει μόνο στη Δύση. Η Δύση και η Ευρώπη αποτελούν έναν από τους κύκλους ενδιαφέροντος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο άλλος είναι η Μέση Ανατολή και ο ισλαμικός κόσμος.

Δύο χώρες είχαν μια τέτοια ιδιόμορφη σχέση με την Ευρώπη. Και οι δύο βρίσκονται στις παρυφές της Ευρώπης. Η πρώτη είναι η Βρετανία. Με το αυτοκρατορικό παρελθόν και την εξωτερική πολιτική των τριών κύκλων, της Ευρώπης, της Κοινοπολιτείας και της ιδιαίτερης σχέσης με τις ΗΠΑ, και τη νησιώτικη νοοτροπία, ουδέποτε απετέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της.

Η δεύτερη είναι η Τουρκία που ως σύγχρονος Ιανός κοιτάζει προς Δύση αλλά και Ανατολή. Με το οθωμανικό παρελθόν και τις ισλαμικές συγγένειες, η Τουρκία διαμόρφωσε ιστορικά μια σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε αντιπαλότητας είτε συναλλαγής. Υπήρξε εχθρός ή επιτήδειος ουδέτερος. Απείλησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δεν αποτέλεσε κομμάτι της ιστορικής του εξέλιξης.

Ακόμη και την περίοδο του κεμαλικού καθεστώτος, που η δυτικόστροφη πολιτική ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της Τουρκίας, δεν ήταν η αποκλειστική προτεραιότητα. Η κεμαλική πολιτική συνέκλινε πάντως με τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες της Δύσης. Ήταν η εποχή που η Δύση, και κυρίως οι ΗΠΑ, θεωρούσαν την Τουρκία ως γεωπολιτικό μοχλό. Η σταδιακή ενσωμάτωσή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα αγκυροβολούσε την Τουρκία στη Δύση. Θα δημιουργούσε μια χώρα με κοσμικό δημοκρατικό πολίτευμα που θα λειτουργούσε ως μοντέλο για τα ισλαμικά κράτη της Μέσης Ανατολής. Η λογική αυτή οδήγησε στο Ελσίνκι, όπου η Τουρκία χρίστηκε υποψήφια προς ένταξη χώρα. Για την Τουρκία, η ευρωπαϊκή πορεία δεν σηματοδοτούσε προσχώρηση αλλά ενίσχυση και πολλαπλασιασμό της ισχύος της.

Ο Ερντογάν αποκάλυψε την εργαλειακή προσέγγιση των τουρκικών ελίτ απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική. Πρώτα, τη χρησιμοποίησε για να ξεδοντιάσει το στρατοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο και να εδραιωθεί στην εξουσία. Στη συνέχεια την οριοθέτησε με όρους ισότιμης συναλλαγής. Και τώρα η συναλλαγή αυτή γίνεται με τη μορφή εκβιασμού. Ο Ερντογάν είναι θυρωρός στις πύλες του Άδη. Κρατάει στα χέρια του τον έλεγχο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων και της επιστροφής των ευρωπαίων τζιχαντιστών του ISIS. Ζητάει χρήματα και λόγο στη διευθέτηση ζητημάτων που αφορούν τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας. Επιμένει ρητορικά στην ένταξη στην Ευρώπη αλλά μόνο για λόγους παζαριού. Άλλωστε, η διολίσθηση της Τουρκίας σε ένα καθεστώς ανελεύθερης δημοκρατίας απομακρύνει ακόμη περισσότερο την Τουρκία από την Ευρώπη.

Οι Ευρωπαίοι είναι εξοργισμένοι με τα τερτίπια του. Ο μοχλός των μεταναστευτικών-προσφυγικών ρευμάτων λειτούργησε αποσταθεροποιητικά στα πολιτικά τους συστήματα. Θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την Τουρκία αναζητώντας μια νέα σχέση. Η σχέση αυτή θα πάρει πιθανότατα τη μορφή μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής σύνδεσης. Θα προβληθεί ως ενδιάμεσος σταθμός αλλά θα είναι στην ουσία ο τελικός σταθμός στο ευρωπαϊκό ταξίδι της Τουρκίας.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ερντογάν: ο σύγχρονος Σαμψών

Ερντογάν: ο σύγχρονος Σαμψών

Για Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο προειδοποίησε ο Ερντογάν με αφετηρία τη Συρία. «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» μοιάζει να προειδοποιεί συμμάχους και εχθρούς. Πως εξελίχθηκε ο Ερντογάν σε έναν σύγχρονο Σαμψών;

Οι εσωτερικές εξελίξεις εξηγούν ώς ένα βαθμό, όπως γράφαμε στο σημείωμα του περασμένου Σαββάτου, την αλλαγή στην εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας. Η σταδιακή μετάλλαξη της Τουρκίας του Ερντογάν από δυτικόστροφη και ευρωκεντρική, σε ισλαμική και τέλος σε αυταρχική χώρα επηρέασε σημαντικά την εκφορά και την ουσία της εξωτερικής της πολιτικής. Εξίσου σημαντικό ρόλο, όμως, έπαιξαν οι βαρύνουσες αλλαγές στο διεθνές αλλά και στο περιφερειακό περιβάλλον, στο οποίο εκδιπλώνεται η τουρκική εξωτερική πολιτική.

Στο διεθνές σύστημα, έχουμε την οπισθοδρόμηση των δημοκρατιών και την υποχώρηση της φιλελεύθερης θεσμικής τάξης. Το τέλος της ιστορίας, με την εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού μέσω της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας, αποδείχθηκε πομφόλυγα. Η ιστορία επέστρεψε με δριμύτητα. Οικονομικές ανισότητες, εμφύλιοι και διεθνείς διενέξεις, μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα διαιρούν αντί να ενώνουν τον κόσμο. Οδηγούν σε περιχαράκωση στο κράτος-έθνος, σε πολιτικές ταυτότητας και σε άνοδο των άκρων. Σε μια εποχή επαναστατικών αλλαγών στον τρόπο παραγωγής, οι νόρμες και οι συμβάσεις του πολιτικού υπεροικοδομήματος αμφισβητούνται. Ωσάν να επιστρέφει ο κόσμος σε μια εποχή μεταμοντέρνου μεσοπολέμου, όπου τα αυταρχικά ανελεύθερα καθεστώτα από παρίες προβάλλουν, αίφνης, ως εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης. Ο Ερντογάν βρίσκει περισσότερα κοινά στοιχεία με τον Πούτιν και τον Ρουχανί ή τον Σιν Τζινπίνγκ, απ’ ό,τι με τη δημοκρατική Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Ακόμη και στην Ενωμένη Ευρώπη αρχίζουν και πληθαίνουν οι μιμητές, από τον Ορμπάν μέχρι τον Κατσίνσκι. Ενώ και οι κραταιοί θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας δοκιμάζονται από τον βολουνταρισμό του Τραμπ. Αυτά τα καθεστώτα επιστρέφουν στις χομπσιανές νόρμες της ισορροπίας της ισχύος, και της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας στη διευθέτηση των διεθνών προβλημάτων.

Αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο, τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά για την Τουρκία. Ο ενταφιασμός της κεμαλικής δυτικόστροφης στρατηγικής έφερε τον εκτροχιασμό της ευρωπαϊκής προοπτικής, την επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και σε περιφερειακό επίπεδο τη διάρρηξη των σχέσεων με το Ισραήλ. Η στρατηγική του Ερντογάν να ηγηθεί του ισλαμικού κόσμου απέτυχε παταγωδώς. Από ηγεμονεύουσα δύναμη «των μηδενικών προβλημάτων», του δόγματος Νταβούτογλου, η Τουρκία έγινε μέρος όλων των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής. Βυθίζεται στη δίνη πολέμων, σεχταριστικών και περιφερειακών διενέξεων. Απειλείται ακόμη και με διαμελισμό. Ο Ερντογάν αισθάνεται βαλλόμενος πανταχόθεν, και γι’ αυτό είναι επικίνδυνος.

Η Ελλάδα πρέπει να διαφυλάξει ακέραια την αποτρεπτική της ισχύ. Έστω και αν αυτό απαιτεί ακόμη μεγαλύτερες θυσίες σε εποχή της κρίσης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η τουρκική απειλή

Η τουρκική απειλή

Από το 1974 και μετά η Τουρκία ακολουθεί σταθερά μια αναθεωρητική πολιτική στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου και στην αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Κυπριακό οι συνεχείς τουρκικές πιέσεις και οι ελληνικές υποχωρήσεις έχουν αλλοιώσει αισθητά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Έχουμε φθάσει πλέον να συζητάμε διάφορα σχέδια που προβλέπουν τη δημιουργία ενός υβριδικού μορφώματος που, κατ’ ουσίαν, θα επεκτείνει την επικυριαρχία της Τουρκίας στο σύνολο του νησιού.

Στο Αιγαίο η Τουρκία ακολούθησε, από το 1974 και μετά, μια σύνθετη πολιτική. Μια πολιτική παραβιάσεων και παραβάσεων και απαγόρευσης άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με την απειλή πολέμου. Επιπλέον, με μια πολιτική στρατιωτικοπολιτικών κρίσεων χαμηλής έντασης η Τουρκία διαβρώνει την ελληνική κυριαρχία. Δημιουργεί γκρίζες ζώνες και αυξάνει σταδιακά το εύρος των διεκδικήσεών της.

Απέναντι στην τουρκική απειλή η Ελλάδα, διαχρονικά, αντέταξε τρεις γραμμές αμύνας. Η πρώτη βασιζόταν στην επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, των διεθνών συμβάσεων και των συνθηκών. Ήταν μια ενδεδειγμένη γραμμή αμύνας για μια χώρα που σέβεται τη διεθνή έννομη τάξη και αμύνεται απέναντι σε μια παραβατική χώρα. Μόνο που η γραμμή αυτή ήταν περιορισμένης αποτελεσματικότητας καθώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται και δρα στη διεθνή πολιτική με όρους ισχύος και όχι με όρους δικαίου. Η δεύτερη γραμμή αμύνας ήταν μια πολιτική αποτροπής, μέσα από τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Η πολιτική αυτή λειτούργησε αποτελεσματικά αποτρέποντας την Τουρκία από το να αποτολμήσει μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη στην Κύπρο ή στο Αιγαίο. Δεν παρέχει όμως ικανή απάντηση στην τουρκική τακτική των κρίσεων χαμηλής έντασης. Η τρίτη γραμμή άμυνας ήταν η πολιτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Υπό την έννοια ότι μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια πιο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική χώρα. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, όμως, έχει πλέον ανακοπεί. Η Τουρκία διολισθαίνει σε ένα αυταρχικό καθεστώς και κλιμακώνει τις προκλήσεις προς κάθε κατεύθυνση εξάγοντας τα εσωτερικά της αδιέξοδα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια στρατηγική πρόκληση. Να διατηρήσει αμείωτη την αποτρεπτική της ικανότητα και να εκμεταλλευτεί διπλωματικά, σε ευρωπαϊκό και ατλαντικό επίπεδο, τη γεωπολιτική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση. Με διττή στρατηγική. Με την πολιτική της γέφυρας προς την Ευρώπη στον βαθμό που αυτή παραμένει μια εφικτή επιλογή για Τουρκία και Ευρώπη. Και με τη στρατηγική του αναχώματος της Δύσης στον βαθμό που η Τουρκία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα βυθιζόμενη στην κινούμενη άμμο του ισλαμικού μεσανατολικού inferno. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν μια Ελλάδα ενωμένη. Όχι μια Ελλάδα που τρώει τις σάρκες της.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Χωρίς στρατηγική

Χωρίς στρατηγική

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα δεν στέφθηκε με επιτυχία. Φάνηκε ότι ήταν πλημμελώς προετοιμασμένη και, κυρίως, φάνηκε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε συγκεκριμένη και ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση.

Η επίσκεψη Ερντογάν πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη και ευαίσθητη περίοδο. Και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και για την εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία. Η Τουρκία επιρρίπτει εξ ολοκλήρου τις ευθύνες για το ναυάγιο των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού στην ελληνική πλευρά. Και όσον αφορά το σχέδιο Ανάν αλλά και για τις πρόσφατες συνομιλίες. Το αφήγημα αυτό διατυπώθηκε και επισήμως από τον Ερντογάν στην Αθήνα. Και δεν απαντήθηκε επαρκώς. Το χειρότερο ήταν ότι η Αθήνα δεν φάνηκε να έχει κάποια στρατηγική για την επόμενη μέρα στο Κυπριακό.

Το άλλο σκέλος αφορούσε τη γνωστή ρητορική του Ερντογάν για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Είναι ένας ολισθηρός δρόμος που κυρίως αφορά ένα εσωτερικό ιστορικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην Τουρκία, μια σπασμωδική απάντηση στους συνολικότερους φόβους για έναν πιθανό διαμελισμό της επικράτειάς της στα ανατολικά και λιγότερο την Ελλάδα. Στο κομμάτι που αφορά την ελληνοτουρκική πτυχή, η εστίαση της σημερινής ηγεσίας της Τουρκίας δεν έγκειται στην αλλαγή των συνόρων αλλά στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Η συζήτηση, όμως, για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης ισοδυναμεί με το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Μπορεί να συμπαρασύρει τα πάντα. Για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να είχε προσυμφωνηθεί ότι δεν θα γίνει μια τέτοια συζήτηση. Και, πάντως, όχι δημόσια γιατί αποκτά μια άλλη δυναμική. Αυτή άλλωστε είναι και η πάγια Τουρκική τακτική από το 1974 και μετά. Ανά περιόδους καταγράφουν νέες αιτιάσεις οι οποίες αθροίζονται για να υπάρχει για την Τουρκία διαπραγματευτική μάζα.

Η Ελλάδα είχε ένα στρατηγικό ζητούμενο από την επίσκεψη Ερντογάν. Να στρέψει το διακύβευμα της επίσκεψης περισσότερο στις ευρωτουρκικές σχέσεις και λιγότερο στις ελληνοτουρκικές. Το κλίμα για την Τουρκία στην Ευρώπη είναι αρνητικό με πολλούς να υποστηρίζουν ακόμη και τον τερματισμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να κρατηθεί η Τουρκία σε ευρωπαϊκή τροχιά. Πρέπει να αναδείξει τα κοινά συμφέροντα που επιβάλλουν την ευρωτουρκική συνεργασία. Όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η συμφωνία για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Που είναι ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη αλλά και για την Ελλάδα.

Αντί να συζητάμε για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης θα έπρεπε να συζητάμε για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.

Προτείνοντας τρόπους, όπως μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση που, υπό προϋποθέσεις, θα βοηθούσε στην εξομάλυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων και θα κρατούσε την Τουρκία σε ευρωπαϊκή τροχιά.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”