Ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος: ο κύκλος της αμφισβήτησης

Ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος: ο κύκλος της αμφισβήτησης

Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος σε Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία ήταν τροχιοδεικτικός. Η Ευρώπη άντεξε αλλά με απώλειες. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειχναν ξεκάθαρα ότι ήταν τα τελευταία αναχώματα απέναντι σε ένα ρεύμα επελαύνουσας αμφισβήτησης και οργής προς το οικονομικό μοντέλο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το στοίχημα για την Ευρώπη, γράφαμε τότε (9/5/2017), ήταν αυτές οι εκλογές να μην αποδειχθούν μάχες οπισθοφυλακής αλλά προάγγελος αλλαγών. Γιατί αν τα πράγματα δεν αλλάξουν, τα αναχώματα δύσκολα θα αντέξουν στον επόμενο εκλογικό κύκλο. Ο μόνος που πήρε το μήνυμα ήταν ο Μακρόν. Ο Μακρόν προώθησε μια εμπροσθοβαρή ατζέντα για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, κοινό προϋπολογισμό και υπουργό οικονομικών, κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Οι αλλαγές αυτές δεν θα έλυναν άμεσα τα προβλήματα αλλά θα έδιναν κατεύθυνση σε μια Ευρώπη που μετεωρίζεται ανάμεσα στο κράτος και την ομοσπονδία, ανάμεσα στην εθνική και την υπερεθνική μορφή οργάνωσης. Θα έδιναν όραμα και προσδοκία στους πολίτες. Η Γαλλία όμως είναι αδύναμη, στην παρούσα φάση, να επιβάλει αλλαγές χωρίς τη συναίνεση των Γερμανών.  Και οι Γερμανοί, όπως τόνισε ο Μακρόν αποδεχόμενος το βραβείο του Καρλομάγνου, καθυστερούν. Ή μάλλον δεν αντιλαμβάνονται ότι η παρούσα πορεία είναι αδιέξοδη. Η πολιτική της δημοσιονομικής  οικονομικής λιτότητας διαλύει την Ευρώπη. Οι Γερμανοί έχασαν δυο πολέμους και τώρα φαίνεται να χάνουν και την ειρήνη.

Νομοτελειακά ήρθε ο επόμενος εκλογικός κύκλος. Το 55% των Ιταλών ψήφισαν τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Η ατζέντα της προεκλογικής περιόδου ήταν ίδια με τις προηγούμενες ευρωπαϊκές εκλογές και το Brexit. Το μεταναστευτικό, το οικονομικό, η ασφάλεια, ο ευρωσκεπτικισμός. Η επικράτηση των λαϊκιστών ήταν το ευρωπαϊκό ατύχημα που όλοι περίμεναν και δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν. Έτσι, στον φτωχό ιταλικό Νότο το κίνημα των πέντε αστέρων ψηφίστηκε γιατί υποσχόταν θέσεις εργασίας, πάταξη της διαφθοράς, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Ενώ στον αναπτυγμένο Ιταλικό βορρά η Λέγκα υποσχόταν ένα flat tax 15% και πάταξη της γραφειοκρατίας. Ο λαϊκισμός και η φθορά των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών φαίνεται να οδηγούν στην Τρίτη Ιταλική Δημοκρατία.

Ο πρόεδρος της Ιταλικής δημοκρατίας, στη βάση σοβαρών οικονομικών κινδύνων για τη χώρα, αρνήθηκε να ορκίσει υπουργό οικονομικών της νέας κυβέρνησης έναν ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγο που έβγαζε φιλιππικούς εναντίον του ευρώ. Είτε πραξικόπημα κατά της λαϊκής ετυμηγορίας, είτε άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Συντάγματος, η πράξη του είναι απλά ένα ανάχωμα. Η κυβέρνηση που θα προκύψει θα αποτελέσει, ούτως ή άλλως, μία δοκιμασία υψηλού κινδύνου, τόσο για το ευρώ όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσο η Ευρώπη ακολουθεί στρουθοκαμηλική πολιτική οι δυνάμεις του λαϊκισμού και των άκρων θα ξηλώνουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βήμα βήμα.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο

Το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο

Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών δεν ξεκαθάρισε το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο. Αντιθέτως, το περιπλέκει ακόμη περισσότερο. Έπειτα από μια σειρά εκλογών σε ευρωπαϊκές χώρες, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες άντεξαν αλλά με απώλειες. Τα παραδοσιακά δημοκρατικά κόμματα αποδυναμώθηκαν ενώ ο λαϊκισμός και τα άκρα ενισχύθηκαν. Και αυτό συνέβη για μια σειρά από λόγους.

Τα αστικά κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς στην Ευρώπη έχουν υιοθετήσει, πλέον, σχεδόν ταυτόσημες θέσεις στα σημαντικά ζητήματα. Στο Προσφυγικό-Μεταναστευτικό, στην οικονομική πολιτική, στις μεταρρυθμίσεις, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με συνέπεια, τα ακραία λαϊκιστικά κόμματα να υφαρπάζουν τους ψηφοφόρους που αναζητούν εναλλακτικό πολιτικό πρόταγμα.

Οι νέες ανισότητες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση δημιουργούν ανασφάλεια και απόγνωση. Και τα μεταναστευτικά ρεύματα δημιουργούν «δημογραφικό πανικό» και επαναφέρουν στο προσκήνιο ζητήματα και πολιτικές ταυτότητας. Η «εισβολή του ξένου» στις δυτικές κοινωνίες σπρώχνει τους πολίτες σε αναζήτηση των παραδοσιακών στοιχείων της ταυτότητάς τους. Η Γερμανία, μετά τον πόλεμο, είχε ενταφιάσει αυτή τη συζήτηση εντάσσοντας την εθνική της ταυτότητα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το AfD ξανάνοιξε τη συζήτηση αυτή, χωρίς ταμπού. Εκμεταλευόμενο την ανασφάλεια που δημιουργεί η παρουσία ενός εκατομμυρίου μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στη Γερμανία.

Η επαναφορά πολιτικών ταυτότητας γίνεται με τρόπο διχαστικό. Το βλέπουμε στη Γαλλία από τη Μαρίν Λεπέν, στην Ουγγαρία από τον Ορμπάν, στην Πολωνία από τον Κατσίνσκι. Διχαστική ρητορική σε θέματα φύλου και ταυτότητας ακολουθεί και ο Τραμπ στην Αμερική.

Αυτή η πολιτική δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα παραδοσιακά δημοκρατικά πολλυσυλεκτικά κόμματα. Τα παρασύρει σε πιο συντηρητικές πολιτικές θέσεις με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η πολυσυλλεκτική τους φυσιογνωμία και να συρρικνώνονται τα ποσοστά τους.

Δημιουργείται ένας κομματικός φυλετισμός και μια πολιτική πόλωση που ευνοεί την περιχαράκωση του σκληρού τους πυρήνα αλλά αποτρέπει τη διεύρυνση του ακροατηρίου τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του UKIP του Φάρατζ που παρέσυρε κομμάτια των Τόρις στη καταστροφική ατζέντα που οδήγησε τελικά στο Brexit.

Η επιστροφή των πολιτικών ταυτότητας ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό. Το ημιτελές ευρωπαϊκό πρότζεκτ δεν δίνει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, να διαφυλάξει τα σύνορα της και να έχει κατ’ ουσία κοινή οικονομική πολιτική. Άρα οι πολίτες δεν βλέπουν λύσεις στα προβλήματα και τις προκλήσεις που υπερέβαιναν το κράτος-έθνος και για τα οποία εκχώρησαν κυριαρχία στις Βρυξέλλες.

Η φυγή προς τα εμπρός, με τις μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζονται ο Μακρόν, ο Γιούνκερ και άλλοι είναι η μόνη λύση για την επιβίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αλλιώς η ευρωπαϊκή Δύση κινδυνεύει να έχει την τύχη της ανατολικής Ρώμης, δηλαδή του Βυζαντίου. Να εκφυλιστεί μέσα από ατέρμονες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ανίκανους επιγόνους.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ανήκουμε στην Ευρώπη

Ανήκουμε στην Ευρώπη

H θέση της Ελλάδας είναι στον πυρήνα της Ευρώπης και την ευρωζώνη, διακήρυξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο. Ήταν ο επανακαθορισμός της ιστορικά δικαιωμένης επιλογής της ΝΔ και του ιδρυτή της. Έχει, όμως, τη δική του βαρύτητα γιατί γίνεται ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές σε μία εποχή που το ευρωπαϊκό εγχείρημα διέρχεται την κρίση της μέσης ηλικίας. Σε μία εποχή που οι σειρήνες του λαϊκισμού, του ευρωσκεπτικισμού, και των άκρων απειλούν να εκτροχιάσουν την Ενωμένη Ευρώπη. Την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό της χώρας οι δυνάμεις της ανευθυνότητας και της οπισθοδρόμησης ερωτοτροπούν με το Grexit και την καταστροφική απομόνωση της Ελλάδας. Η επαναχάραξη και επαναβεβαίωση της ευρωπαϊκής θέσης της χώρας δεν είναι ούτε απλή υπόθεση, ούτε αυτονόητη. Γιατί η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να αποσείσει τις ευθύνες της και να κρύψει την ανεπάρκειά της, έχει επιδοθεί στη δαιμονοποίηση εταίρων και συμμάχων. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις. Το ευρωπαϊκό όραμα ξεθωριάζει και ο ευρωσκεπτικισμός ανεβαίνει. Δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για επικίνδυνες περιπλανήσεις εκτός Ευρώπης. Μας είχε, άλλωστε, προϊδεάσει ο Πρωθυπουργός όταν από την Αγία Πετρούπολη δήλωνε ότι δεν φοβάται να ανοιχθεί σε καινούργιες θάλασσες και να φθάσει σε νέα ασφαλή λιμάνια.

Μετά από πολλά χρόνια ξαναβγαίνουν από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας οι σκελετοί του ευρωσκεπτικισμού και του αντιδυτικισμού. Απέναντι στην πολιτική της απομόνωσης, ο Καραμανλής, τότε, είχε αντιτάξει το ανήκομεν εις την Δύσιν. Πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά, και πολιτιστικά, όπως είχε τονίσει από το βήμα της Βουλής. Λέγοντας, ότι η ένταξη στην ΕΟΚ θα κατοχυρώσει τη δημοκρατία, θα ενισχύσει την ασφάλεια, και θα επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο βολουνταρισμός του Καραμανλή και η ιστορική δικαίωση της επιλογής του έσυρε τελικά και τα άλλα κόμματα στην αποδοχή της. Δημιουργώντας ένα πολιτικό consensus. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του ρηγματώνει αυτό το consensus.

Για τον λόγο αυτό, το ανήκουμε στην Ευρώπη του Μητσοτάκη ήταν μία εμφατική και εθνικά χρήσιμη επαναδιατύπωση της ευρωπαϊκής στρατηγικής της χώρας.

Γιατί, όπως δήλωσε ο Τζάστιν Τριντὀ στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, η ΕΕ είναι ένας ζωτικής σημασίας παίκτης στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που βρίσκονται συλλογικά ενώπιόν μας ως διεθνούς κοινότητας. Ο κόσμος επωφελείται από μία ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση.

Απλές και αυτονόητες αλήθειες από τον πρωθυπουργό του Καναδά που έσπευσε να υπογράψει εμπορική συμφωνία (CETA) με την ΕΕ. Αποστασιοποιούμενος από τις πολιτικές Τραμπ και τα Brexit. Αλήθειες, όμως, που δεν είναι τόσο αυτονόητες στον τόπο μας. Γι αυτό και είναι εθνικά χρήσιμο όταν διατυπώνονται χωρίς περιστροφές.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ταλάντωση

Ταλάντωση

Όταν ο Χένρυ Κίσινγκερ ήταν Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, φέρεται να είπε, κατά τη διάρκεια μιας διεθνούς κρίσης, τη περίφημη φράση: Θέλω να μιλήσω με την Ευρώπη αλλά δεν ξέρω σε ποιον να τηλεφωνήσω. Το 2009 η Ευρώπη απέκτησε ύπατο εκπρόσωπο για τις εξωτερικές σχέσεις και ο Μπαρόσο, τότε πρόεδρος της επιτροπής, δήλωσε με ικανοποίηση ότι το ζήτημα Κίσσινγκερ είχε λυθεί. Όταν, όμως, ρωτήθηκε σε ποιόν θα τηλεφωνεί ο Ομπάμα, στον πρόεδρο της Επιτροπής ή στον πρόεδρο του Ευρωπαικού Συμβουλίου, η απάντηση του ήταν μάλλον αμήχανη. Η ΕΕ, είπε, δεν είναι Αμερική, Ρωσία, η Κίνα. Είναι μια ένωση κρατών, και το σύστημα μας είναι πιο περίπλοκο. Αυτό είναι κατ’ουσίαν το πρόβλημα της ενωμένης Ευρώπης. Ότι παραμένει μια χαλαρή ένωση κρατών. Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία και την υπερεθνική οργάνωση.

Η δημιουργία της ΕΕ λογοδοτούσε στην αναγκαιότητα του εξοστρακισμού των εθνικών συγκρούσεων από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και στον ρομαντικό ιδεαλισμό ορισμένων ευρωπαϊκών ελίτ. Για να επιτύχει το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα χρειάστηκε, βέβαια, η συγκολλητική ουσία της σοβιετικής απειλής και η αμερικανική υποστήριξη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν μια επαγωγική και σταδιακή διαδικασία μέχρι το τέλος του ψυχρού πολέμου. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας η διαδικασία επισπεύστηκε. Η Ευρώπη διευρύνθηκε και δημιουργήθηκε η ευρωζώνη. Με τα κράτη να εκχωρούν σημαντικά εργαλεία εθνικής κυριαρχίας. Το εθνικό τους νόμισμα και την άσκηση εθνικής νομισματικής πολιτικής. Η ΟΝΕ ήταν ένα quid pro quo πολλών ευρωπαϊκών χωρών προκειμένου να συναινέσουν στην επανένωση της Γερμανίας. Η λογική ήταν ότι η νομισματική ενοποίηση και το κοινό νόμισμα έδεναν τη Γερμανία στο ευρωπαϊκό άρμα. Διασκεδάζοντας τους φόβους από τη δημιουργία μιας ισχυρής ενωμένης Γερμανίας.

Η οικονομική κρίση κατέδειξε το σφάλμα του εγχειρήματος να προηγηθεί η νομισματική της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Και την ανάγκη ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, και επίσπευσης της πολιτικής ενοποίησης. Το πρόβλημα είναι ότι η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών είναι αντίθετη με μια τέτοια εξέλιξη. Γιατί η Ενωμένη Ευρώπη δεν έχει αποκτήσει raison d’ etat ανάλογο με αυτό του κράτους έθνους. Αντίθετα, η οικονομική κρίση και οι απειλές από το προσφυγικό μεταναστευτικό και τη τρομοκρατία υπέσκαψαν την αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οδηγώντας σε έξαρση του λαϊκισμού και του ολοκληρωτισμού. Που με τη σειρά τους δαιμονοποίησαν το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Οδηγώντας τους πολίτες σε μια αταβιστική ταύτιση με το έθνος κράτος.

Η κρίση και το σοκ του Brexit δεν φαίνεται να οδηγούν σε αλλαγή πορείας. Αν συνεχιστεί αυτή η ταλάντωση ανάμεσα στην υπερεθνική οργάνωση και το έθνος κράτος, οι συνέπειες για την Ευρώπη θα είναι διαλυτικές.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Μεταξύ σφύρας και άκμονος

Μεταξύ σφύρας και άκμονος

Όσο πληθαίνουν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις πόλεις της Ευρώπης, τα στοιχεία που προκύπτουν αποκαλύπτουν ένα ανατριχιαστικό αλλά επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Την ικανότητα των τζιχαντιστών να στρατολογούν τρομοκράτες από τις ευάριθμες μουσουλμανικές κοινότητες των ευρωπαϊκών χωρών. Να τους εκπαιδεύουν στα πεδία μάχης του Αφγανιστάν, του Ιράκ και της Συρίας, και να τους επιστρέφουν στην Ευρώπη για να σπείρουν τον τρόμο.

Με λίγα λόγια πολλοί από αυτούς που σπείρουν τον τρόμο στην Ευρώπη είναι πολιτογραφημένοι ευρωπαίοι σε διάφορες χώρες. Αυτό περιπλέκει τα ζητήματα ασφάλειας αλλά δημιουργεί και ευρύτερα προβλήματα στην αποδοχή κσι ενσωμάτωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στις κοινωνίες της Δύσης. Καθώς η ανασφάλεια, ο φόβος και η καχυποψία δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε φιλήσυχους μουσουλμάνους πολίτες και ζηλωτές.

Είναι φανερό ότι οι μουσουλμάνοι, ούτως ή άλλως, έχουν δείξει ιστορικά χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες, με τη σειρά τους, δεν είχαν συγκροτημένη πολιτική ενσωμάτωσής τους. Απλά τους δέχθηκαν στην επικράτειά τους, στις οικονομίες τους, και συμβιβάστηκαν με την παρουσία τους σε κλειστές, σχεδόν γκετοποιημένες γειτονιές. Η ευρωπαϊκή εκδοχή της αμερικανικής εμπειρίας. Μόνο που η γηραιά ήπειρος δεν έχει ούτε το σφρίγος, ούτε το βαθμό κινητικότητας, και φυσικά ούτε τις ίδιες δυνατότητες αστυνόμευσης με το αμερικανικό χωνευτήρι. Και δεν διαθέτει πια ούτε τις ισχυρές παραδοσιακές εθνικές και θρησκευτικές δομές που ασκούσαν πίεση ενσωμάτωσης. Ιδίως σε αυτή τη φάση της μετάβασης απὀ τα εθνικά κράτη στην ενωμένη Ευρώπη.

Αν αυτό ήταν αναμενόμενη εξέλιξη για την πρώτη γενιά μουσουλμάνων στην Ευρώπη, θα περίμενε κανείς τα πράγματα να είναι διαφορετικά με τις επόμενες γενιές. Γιατί οι επόμενες γενιές μεγάλωσαν στις ευρωπαϊκές χώρες, μορφώθηκαν στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα, και μιλούν ευρωπαϊκές γλώσσες. Το παράδοξο είναι ότι αυτή η γενιά που φαινομενικά είναι πιο ενσωματωμένη στην Ευρώπη, είναι πιο επιρρεπής στην επιρροή των φονταμενταλιστικών σεχτών του Ισλάμ. Από τη Μουσουλμανική αδελφότητα μέχρι τους Σαλαφιστές. Είναι η γενιά που η συμπεριφορά της κινητροδοτείται περισσότερο απ αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή και τον Ισλαμικό κόσμο, παρά από τις ευρωπαϊκές πολιτικές εξελίξεις. Και από αυτή τη γενιά στρατολογούν με μεγαλύτερη ευκολία τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα και ο ΙΣΙΣ.

Υπό την έννοια αυτή η Ευρώπη βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Πολιτικές ενσωμάτωσης, το καρότο, θα είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Πολιτικές καταστολής, κλειστών συνόρων, και απελάσεων, το μαστίγιο, ενέχουν τον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης ακόμη μεγαλύτερου μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου. Πώς να μετατρέψεις την Ευρώπη σε φρούριο όταν ο εχθρός βρίσκεται εντός των πυλών;

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Υπαρξιακά διλήμματα

Υπαρξιακά διλήμματα

Η προσφυγική μεταναστευτική κρίση δοκιμάζει την ευρωπαϊκή συνοχή. Η πίεση που δέχονται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντανακλάται στο πολιτικό σύστημα. Η ακροδεξιά και ο λαικισμός καλπάζουν. Στη Γαλλία, στην Πολωνία, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία. Ακόμη και στη Γερμανία η Καγκελάριος Μέρκελ βλέπει την προσφυγική κρίση να κλονίζει την πολιτική της κυριαρχία. Η μια μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες σκληραίνουν τη στάση τους και κλείνουν τα σύνορα τους. Η πιο ακραία, όμως, αντίδραση ήρθε, απροσδόκητα, από τη Δανία. Μια από τις πιο ανοικτές και ανεκτικές ευρωπαϊκές χώρες. Μια σκανδιναβική δημοκρατία με υψηλό βιοτικό επίπεδο, χαμηλά ποσοστά φτώχειας, καθαρές πόλεις, εξαιρετικό εκπαιδευτικό σύστημα, και σύστημα υγείας. Και με ιστορική παράδοση στην προστασία θρησκευτικών μειονοτήτων. Έχοντας διασώσει όλη την εβραϊκή κοινότητα της από τη ναζιστική θηριωδία.

Αίφνης, αυτή η ανοικτή και ανεκτική κοινωνία κλείστηκε όπως το στρείδι. Άρχισε να δημοσιεύει προκηρύξεις στον τύπο του Λιβάνου και της Ιορδανίας προειδοποιώντας τους πρόσφυγες ότι δεν θα είναι ευπρόσδεκτοι στη Δανία. Στη συνέχεια αρνήθηκε να δεχθεί τον μικρό αριθμό των χιλίων προσφύγων που της αναλογούσαν βάσει της ευρωπαϊκής κατανομής. Και τελικά ψήφισε ένα νόμο που προκάλεσε σάλο στην Ευρώπη. Ένα νόμο που υποχρεώνει την αστυνομία να κατάσχει τα μετρητά και τιμαλφή των προσφύγων για να χρηματοδοτηθεί η παραμονή τους. Τους απαγορεύει τη διαμονή εκτός των προσφυγικών κέντρων, και δυσκολεύει τη δυνατότητα απόκτησης άδειας μόνιμης κατοικίας.

Και όλα αυτά όταν η γειτονική Σουηδία, μια άλλη σκανδιναβική χώρα με σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα κι ένα ανερχόμενο ακροδεξιό κόμμα έχει ανοίξει τα σύνορα της σε χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ.

Στη περίπτωση της Δανίας η διπλή απειλή της τρομοκρατίας και του φόβου αλλοίωσης του τρόπου ζωής μετέβαλαν δραστικά τη στάση της. Η Δανία είχε γίνει ήδη στόχος τρομοκρατικών επιθέσεων μια δεκαετία πριν τη φονική επίθεση εναντίον του Charlie Hebdo στο Παρίσι. Η δημοσίευση των διαβόητων καρτούνς του προφήτη Μωάμεθ ριζοσπαστικοποίησε το εγχώριο μουσουλμανικό στοιχείο κι έβαλε τη Δανία στο στόχαστρο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κι ο φόβος ότι ένα κύμα μεταναστών και προσφύγων θα επιβαρύνει τις κοινωνικές δομές και θα αλλοιώσει το τρόπο ζωής. Από το 2010 η κυβέρνηση της Δανίας είχε δημοσιεύσει μια λίστα με 30 περιθωριοποιημένες γειτονιές θέτοντας ως στόχο την επανενσωμάτωση τους.

Κάθε κρίση οξύνει και υπεραπλουστεύει διλλήματα και επιλογές. Οι Δανοί επιλέγουν να προστατεύσουν τον τρόπο ζωής τους, και την κοινωνική σταθερότητα εις βάρος της ανεκτικότητας. Θεωρούν ότι κλείνοντας τα σύνορα τους θα παραμείνουν μια ανοικτή κοινωνία.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η ρωγμή του χρόνου

Η ρωγμή του χρόνου

Σε καυδιανά δίκρανα βρίσκεται η χώρα. Αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα μια βαθιά και πολύχρονη οικονομική κρίση, και ένα πρωτοφανές μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα. Η οικονομική κρίση έχει στοιχίσει στη χώρα το 25% του ΑΕΠ σε μια πενταετία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η χαώδης αναντιστοιχία προεκλογικών υποσχέσεων και μετεκλογικών πράξεων της κυβέρνησης έχει εξαγριώσει την κοινωνία. Δεν υπάρχει κοινωνική ομάδα που να μην βάλλεται από την πολιτική της και αυτή, με τη σειρά της, να μη βάλλει εναντίον της. Η Ελλάδα είναι κομμένη στα δύο, το κλείσιμο της αξιολόγησης απομακρύνεται, και η οικονομία και η χώρα ξαναζουν ημέρες του 2015. Με μια επιπλέον επιβαρυντική παράμετρο. Μια προσφυγική-μεταναστευτική κρίση, που απειλεί να ξεθεμελιώσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Είναι ένα πρόβλημα που ξεπερνάει τη χώρα μας και τις δυνατότητες της. Ένα πρόβλημα που εξελίσσεται ραγδαία σε μείζονα ανθρωπιστική κρίση. Χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα προοπτική επίλυσης. Γιατί δύσκολα θεραπεύονται τα αίτια του προβλήματος. Η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε μια ιστορική φάση μετεξέλιξης. Μοιάζει με ηφαίστειο που ενεργοποιήθηκε και ξερνάει ιστορία και, μαζί, πρόσφυγες και μετανάστες. Σεχταριστικές διαμάχες, κατάρρευση κρατικών οντοτήτων, ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμικού στοιχείου, εμφύλιοι, αλλαγές συνόρων. Και στο υπόστρωμα πηγές ενέργειας. Προσθέστε τα χρονίζοντα άλυτα προβλήματα, όπως το Παλαιστινιακό, και την αραβοϊσραηλινή διένεξη, και τα αποκλίνοντα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, κι έχετε ένα σταυρόλεξο χωρίς λύση. Και το χειρότερο για τη Δύση, η ηγέτιδα δύναμη της, η Αμερική, βρίσκεται στο τέλος ενός πολιτικού κύκλου. Σε προεκλογική περίοδο. Κάτι που περιορίζει τον καταλυτικό της ρόλο για την επίλυση του προβλήματος.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να το κάνει. Έχει εμβρυακή Κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Δεν διαθέτει ούτε τη στρατηγική, ούτε τα μέσα ούτε τη κουλτούρα πλανητικής δύναμης. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι αδυνατεί να διαχειριστεί στοιχειωδώς ακόμη και τις συνέπειες της κρίσης. Ένας αταβιστικός εθνικισμός οδηγεί σε σπασμωδικό κλείσιμο των συνόρων και τραγελαφικά νομοθετήματα εθνικών χωρών. Καμιά συνενόηση, καμιά αλληλεγγύη. Μόνο ιδέες ανταλλάσσονται για την αφαίρεση κοινοτικών πόρων από κράτη που δεν αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις που τους αναλογούν.

Ο χρόνος, όμως, τρέχει και η Ελλάδα, ο αδύναμος κρίκος της Ευρώπης, βυθίζεται. Από το εύρος του κύματος που δέχεται, την απουσία ευρωπαϊκής πολιτικής, και την δική της αδυναμία. Η σοβαρότερη ίσως κρίση μετά τον πόλεμο βρίσκει την Ελλάδα καταπτοημένη οικονομικά, απομονωμένη διπλωματικά και συνολικά αδύναμη. Η αντίδραση της κυβέρνησης, και αργοπορημένη και ανεπαρκής, έχει και σαυτή την περίπτωση διογκώσει το πρόβλημα. Που παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας και βυθίζει τη χώρα στη ρωγμή του χρόνου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Γερμονοτσολιάδες

Γερμονοτσολιάδες

Δυο ημέρες πριν το περιβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Δεν ήταν μόνο το timing της επίσκεψης, που ήταν ατυχές αν όχι θεσμικά προκλητικό. Ήταν η απροθυμία του Πρωθυπουργού να αποδοκιμάσει η να κρατήσει αποστάσεις από την πρωτοφανή δήλωση του ΥΠΕΘΑ. Ότι «οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας». Γλώσσα λανθάνουσα, ή μη, η δήλωση πρόδιδε την καθεστωτική αντίληψη της κυβέρνησης. Που την είδαμε να εκδηλώνεται μετέπειτα στη παιδεία, στους διορισμούς στο δημόσιο, και εσχάτως στο τομέα της ενημέρωσης.

Προσηλωμένη στην καθεστωτική της ατζέντα, η κυβέρνηση απέτυχε να αξιοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού- προσφυγικού προβλήματος. Διαφυλάττοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα σύνορα της χώρας.

Αρχίσαμε με τις γνωστές φοβέρες ότι θα πλημμυρίσουμε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με τζιχαντιστές, ολιγωρήσαμε στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχαμε αναλάβει τον Οκτώβριο, και καταλήξαμε τον Ιανουάριο να εκλιπαρούμε τους Γερμανούς να διατηρήσουν τη διοίκηση της νατοϊκής δύναμης που θα περιπολεί στο Αιγαίο. Ναι, ναι, τους Γερμανούς που βρίζαμε και τους γερμανοτσολιάδες που συνομιλούσαν μαζί τους.

Θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Αν η κυβέρνηση είχε αναθέσει στις ένοπλες δυνάμεις να επικουρήσουν το λιμενικό και τη frontex στον έλεγχο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και στον έλεγχο των ελληνικών, δηλαδή των ευρωπαϊκών, συνόρων. Υπήρχε άλλωστε πρόσφατο ευρωπαϊκό προηγούμενο. Η συμμετοχή γαλλικών πολεμικών πλοίων στην ευρωπαϊκή επιχείρηση Triton στα θαλάσσια σύνορα της Ιταλίας με τη Λιβύη.

Αυτό δεν έγινε. Πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες πέρασαν τα σύνορα της Ευρώπης τον περασμένο χρόνο δημιουργώντας μια ανθρωπιστική και πολιτική κρίση. Απειλώντας τη συνοχή της Ευρώπης. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν το θέμα στενά εθνικά και όχι ευρωπαϊκά. Αθετώντας δεσμεύσεις και νομοθετώντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τρόπο ακραίο. Η Μέρκελ βλέποντας το πολιτικό της κεφάλαιο να απομειώνεται επικίνδυνα αναζήτησε αξιόπιστο μηχανισμό ελέγχου. Για να μειωθεί, τουλάχιστον, ο αριθμός αυτών που φτάνουν στα σύνορα της. Και στράφηκε στο ΝΑΤΟ. Η πολιτική απόφαση της εμπλοκής του ΝΑΤΟ στην αστυνόμευση και τον έλεγχο των ευρωπαϊκών συνόρων ελήφθη αλλά οι κανόνες εμπλοκής δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Και όσοι γνωρίζουν τα θέματα του επιχειρησιακού ελέγχου του Αιγαίου, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, γνωρίζουν ότι ο διάβολος, δηλαδή οι απειλές κατά των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο, κρύβεται στις επιχειρησιακές λεπτομέρειες. Είναι σίγουρο ότι η Τουρκία θα αναζητήσει ευκαιρία για να επαναφέρει και να προωθήσει τις πάγιες αιτιάσεις της στο Αιγαίο. Ας ελπίσουμε ότι η ανικανότητα της κυβέρνησης δεν θα οδηγήσει και σε εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Προ της εξόδου

Προ της εξόδου

Στις 15 Δεκεμβρίου του 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την όγδοη εξαμηνιαία έκθεση για τη λειτουργία του χώρου Σένγκεν. Στη σελίδα 12 περιελάμβανε την Ελλάδα. Και σημείωνε ότι θα χρειαστεί να εντείνει τις προσπάθειες της για να ελέγξει την κατάσταση. Επισημαίνοντας ότι εάν ένα κράτος μέλος αμελεί τις υποχρεώσεις του αυτό μπορεί να σημάνει την επαναφορά ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα.

Η κυβέρνηση, που ως γνωστόν έχει μια χρονική υστέρηση πρόσληψης της πραγματικότητας, μάλλον δεν πήρε χαμπάρι τι συμβαίνει. Κι όταν πήρε χαμπάρι μάλλον ολιγώρησε. Από τις 17 Δεκεμβρίου, από τη στήλη αυτή, επισημαίναμε ότι είμαστε για δεύτερη φορά στα πρόθυρα ενός Grexit. Αυτή τη φορά από τη ζώνη Σένγκεν. Είναι προφανές ότι το προσφυγικό μεταναστευτικό πρόβλημα δεν το δημιούργησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα διεθνές πρόβλημα με πολλαπλά αίτια. Η ευθύνη της κυβέρνησης έγκειται στο ότι άφησε την κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Απέτυχε να ελέγξει τα σύνορα της χώρας, που είναι σύνορα της Ευρώπης. Ολιγώρησε στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει τον Οκτώβριο. Καθυστέρησε στη δημιουργία των κέντρων υποδοχής. Καθυστέρησε στη προώθηση της Frontex για την καταγραφή και τον έλεγχο των μεταναστών. Το χειρότερο, όμως, όλων ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει το προσφυγικό ως μοχλό για την ελάφρυνση των μνημονιακών μας υποχρεώσεων. Άλλη μια περήφανη διαπραγμάτευση του κ. Τσίπρα που κοντεύει να μας κοστίσει με Grexit από τη ζώνη Σένγκεν.

Οι εταίροι μας μπορεί να έχουν δείξει κάποια ανοχή με τις επιδόσεις της κυβέρνησης στα οικονομικά και τις μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι όμως διατεθειμένοι να πειραματιστούν με τον κ. Τσίπρα στο προσφυγικό. Ο συνδυασμός της προσφυγικής κρίσης με την ισλαμική τρομοκρατία δεν αφήνει περιθώρια. Οι κίνδυνοι ασφάλειας που δημιουργούνται είναι πολύ μεγάλοι. Και η πίεση στο εσωτερικό των χωρών στρέφει πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε ακραίες αποφάσεις. Άλλες έκλεισαν τα σύνορα τους, άλλες νομοθετούν κατά τρόπο απαράδεκτο, όπως η Δανία.

Το τελεσίγραφο που μας έστειλε τη Τετάρτη ο Ντομπρόβσκις, αντιπρόεδρος της Επιτροπής, δείχνει ότι ο κίνδυνος της εξόδου είναι πλέον ορατός. Η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφορτίσει το κλίμα και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Με άμεσες ενέργειες όπως: η ολοκλήρωση της λειτουργίας των hot spots, η ενίσχυση της Frontex, η άμεση επαναπροώθηση των παράτυπων μεταναστών, και η διάθεση επιπλέον εγχώριων και ευρωπαϊκών κονδυλίων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Η Ελλάδα ή θα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και τις υποχρεώσεις της βάσει της Συνθήκης που έχει υπογράψει ή θα βρεθεί εκτός Σένγκεν. Αντιμέτωπη με το βαλκανικό της παρελθόν. De facto αν όχι de jure.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

“ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ”

“ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ”

Συνηθίζουμε να λέμε ότι η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή να εντάξει την Ελλάδα στην Ενωμένη Ευρώπη είχε στόχο να διασφαλίσει την δημοκρατία, την ευημερία και την εθνική μας ασφάλεια. Πράγματι, μπορούμε με βεβαιότητα, σήμερα, να πούμε ότι η ιστορική αυτή επιλογή δικαιώθηκε.

Η χώρα έζησε 4 δεκαετίες απρόσκοπτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κάτι που από συστάσεως του ελλαδικού κράτους δεν ήταν αυτονόητο. Αλλά ζητούμενο. Έζησε μέρες ευημερίας. Από ψωροκώσταινα έγινε αναπτυγμένο κράτος της Ευρώπης. Με κοινοτικά κονδύλια, κυρίως.

Τα οποία οι κακοί εταίροι μας διοχέτευαν αφειδώς. Όπως το πακέτο Ντελόρ, το πακέτο Σαντέρ και τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Για να αναπτύξουμε τον παραγωγικό ιστό της χώρας μέσα στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Αυτό δεν το πράξαμε.

Η ευθύνη, όμως, βαραίνει εμάς, όχι αυτούς. Διασφάλισε, τέλος, η επιλογή αυτή την άμυνα της χώρας. Κυρίως, γιατί μας ενέταξε σε μια οικογένεια κρατών και συμμαχιών που πολλαπλασίασαν την ισχύ μας και θωράκισαν την άμυνα της χώρας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε, την επιλογή αυτήν δεν την έθεσε σε δημοψήφισμα.

Πρώτον, γιατί είχε νωπή λαϊκή εντολή. Είχε εκλεγεί με βασική στόχευση την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Και για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο λόγος του ήταν προαγγελία έργου. Και γιατί ήξερε την αποστολή και το χρέος ενός πραγματικού ηγέτη. Να ηγείται και όχι να άγεται.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όμως, στόχευσε και πέτυχε κάτι πολύ περισσότερο με αυτή του την απόφαση. Βαθύς και διεισδυτικός μελετητής της ελληνικής ιστορίας, ήταν γνώστης των μεγάλων προτερημάτων και των μεγάλων ελαττωμάτων του ελληνικού λαού.

Με την επιλογή του «ανήκομεν εις την Δύσιν», ανήκουμε στην Ευρώπη, πέρα από τη δημοκρατία, την ευημερία και την εθνική ασφάλεια της χώρας, επιδίωξε και κάτι πολύ μεγαλύτερο. Να δώσει στους Έλληνες το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους και να τιθασεύσουν τα ελαττώματά τους.

Αυτό το πλαίσιο κανόνων, θεσμών, ορθολογισμού και ασφάλειας που κάνει τους Έλληνες να μεγαλουργούν εκτός Ελλάδος. Αυτό το πλαίσιο, που θα τους ανάγκαζε να τιθασεύσουν τα ελαττώματα που οδήγησαν στο παρελθόν το ελλαδικό κράτος σε υπανάπτυξη, θεσμική καχεξία και εθνικές συμφορές.

Αυτό το πλαίσιο διαρρηγνύεται σήμερα με αφροσύνη, από ανθρώπους που η ιστορία θα τους καταδικάσει με τα πιο μελανά χρώματα. Από ανθρώπους που δεν μπορούν να ηγηθούν, αλλά άγονται. Η επικράτηση του όχι θα σημάνει έξοδο από την Ευρώπη. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Έχουμε ιστορική ευθύνη απέναντι στις επερχόμενες γενιές. Για αυτό, την Κυριακή, θα ψηφίσουμε ναι στην Ευρώπη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”