Η “Αδέσμευτη” Σύμμαχος της Δύσης

Η “Αδέσμευτη” Σύμμαχος της Δύσης

Στον διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, όμως, πλέον καταρρεύσει. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απεξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με τη μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Η Ερντογανική Τουρκία, ολοένα και πιο αυταρχική, αναθεωρητική και επεκτατική απειλεί τη σταθερότητα στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή. Και σειρά πολιτικών του Ερντογάν, αντιτίθενται ευθέως στα δυτικά συμφέροντα.
Η Τουρκία αρνήθηκε να διευκολύνει τους Αμερικανούς ανοίγοντας βόρειο μέτωπο στον πόλεμο του Ιράκ. Αγοράζει οπλικά συστήματα από τη Ρωσία που δημιουργούν ζητήματα ασφάλειας για τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Αρνείται να συνταχθεί με τη Δύση στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία για το Ουκρανικό. Συνάπτει συμφωνίες με τη Ρωσία που θα την καταστήσουν ενεργειακό κόμβο του ρωσικού φυσικού αερίου στην περιοχή. Προσεγγίζει το καθεστώς Άσαντ, με τη διαμεσολάβηση των Ρώσων και την υποστήριξη του Ιράν, με κοινό στόχο τους Κούρδους της Συρίας που συνέβαλαν στον αγώνα εναντίον του ISIS. Αναθέτει στη Ρωσία την κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Ακούγιου και την ανακατασκευή του λιμανιού της Μερσίνης. Και τέλος, κάνει ανατολίτικα παζάρια προκειμένου να συναινέσει στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία μπορεί να παραμένει κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά συμπεριφέρεται, πλέον, ως αδέσμευτη και όχι ως συμμαχική χώρα.
Απέναντι σε αυτή την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως έκαναν ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Η ίδια η Αμερική διεύρυνε τη στρατιωτική της παρουσία στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία.
Δεν υπάρχει όμως συνολική στρατηγική απέναντι σε μια Τουρκία, που αντιμετωπίζει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις αλά καρτ, απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα άλλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και κατέχει έδαφος ευρωπαϊκού κράτους-μέλους.
Η πολιτική του κατευνασμού, που ακολουθούν οι χώρες της Δύσης απέναντι στην Τουρκία, δεν πρόκειται να την επαναφέρει σε δυτική τροχιά. Αντίθετα, φέρνει το παιχνίδι στα μέτρα της Τουρκίας, δηλαδή σε ένα ατελείωτο ανατολίτικο παζάρι. Η Δύση πρέπει να αλλάξει υπόδειγμα στρατηγικής απέναντι στη νέα Τουρκία.

Πρώτη δημοσίευση: ΒΗΜΑ της Κυριακής

Η Δύση και η Ουκρανία

Η Δύση και η Ουκρανία

Η Ρωσία απέτυχε σε όλους τους στόχους της στην πρώτη φάση του πολέμου στην Ουκρανία. Η απρόκλητη εισβολή της στην Ουκρανία συσπείρωσε τη Δύση, επαναβεβαίωσε την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ΝΑΤΟ, οδήγησε την Γερμανική εξωτερική πολιτική σε αλλαγή υποδείγματος, και τη Σουηδία και την Φινλανδία στον προθάλαμο της Νατοϊκής Συμμαχίας. Επιπλέον, η δυτική στρατιωτική

βοήθεια έδωσε τη δυνατότητα στην Ουκρανία να απωθήσει τις ρωσικές δυνάμεις και να τις περιορίσει στην περιοχή του Ντονμπάς.

Η δεύτερη φάση του πολέμου έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Έχει μετατραπεί σε έναν πόλεμο φθοράς. Ταυτόχρονα, όμως, αποκαλύπτει και την πραγματική στόχευση της Ρωσίας. Η Ρωσία πολεμάει την Ουκρανία αλλά στοχεύει τη Δύση. Η μόχλευση του ενεργειακού και του επισιτιστικού δείχνει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του πολέμου. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι μια μεμονωμένη περιφερειακή διένεξη. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν αποσκοπεί απλώς στην προσάρτηση εδαφών, στην “φινλανδοποίηση” της Ουκρανίας ή στην αλλαγή του καθεστώτος της. Έχει ως απώτερο στόχο τη συνολική αναθεώρηση του status quo. Η Ρωσία, όσο και η Κίνα με διαφορετική τακτική, αμφισβητούν συνολικά την δυτικοκεντρική φιλελεύθερη τάξη. Ο αναθεωρητισμός τους αμφισβητεί την πλανητική κατανομή ισχύος, προβάλλει το μοντέλο του αυταρχισμού ως εναλλακτικό της δημοκρατίας, και το μοντέλο του ολιγαρχικού καπιταλισμού στο οικονομικό επίπεδο.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την επιστροφή της Realpolitik, την επιστροφή σε ένα περιβάλλον ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.

Η Κίνα και η Ρωσία επιδιώκουν ουσιαστικά τη μεταβολή του πλανητικού ισοζυγίου ισχύος εις βάρος της Δύσης. Οι αναθεωρητικές τους αξιώσεις συμπίπτουν με μια σειρά εσωτερικών προκλήσεων για τις δυτικές δημοκρατίες.

Από την αλλαγή του αιώνα η Δύση είχε εισέλθει σε μια παρατεταμένη περίοδο δυστοπίας. Οι βεβαιότητές μας κατέρρεαν η μία μετά την άλλη. Η οικονομική κρίση του 2008 ανέδειξε την αρνητική πλευρά της παγκοσμιοποίησης και επέτεινε τις ανισότητες δημιουργώντας κοινωνική δυσανεξία. Η τεχνολογική επανάσταση έχει ήδη δημιουργήσει μια νέα διαιρετική κοινωνική τομή προνομιούχων και μη προνομιούχων στη βάση του τεχνολογικού αλφαβητισμού.

Επιπλέον, οι πολιτικές ταυτότητας, διχάζουν τις δυτικές κοινωνίες. Αυτό, σε συνδυασμό με τα μεταναστευτικά ρεύματα, δημιουργεί μια πολιτική πόλωση, έναν κοινωνικό διχασμό, και κρίση των δημοκρατικών θεσμών.

Την ίδια ώρα, το δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο πλησίαζε το σημείο τήξης και σε άλλα σημεία. Το μοντέλο της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης και η πληθυσμιακή έκρηξη απομείωνε τους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη και έφερνε το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.

Αλλά και στο επίπεδο της υγείας, από το ᾽85 και μετά, είχαμε αλλεπάλληλες κρίσεις: HIV, SARS, H1N1, Ebola. Ούτε οι κρίσεις αυτές, ούτε οι προειδοποιήσεις του Ομπάμα το 2014, αποδείχθηκαν αρκετές για να μας προετοιμάσουν για την κρίση πανδημίας που έφερε ο ιός COVID-19.

Τα εσωτερικά προβλήματα των δυτικών δημοκρατιών σε συνδυασμό με τις αναθεωρητικές αξιώσεις Κίνας και Ρωσίας είναι οι κύριοι λόγοι, για τους οποίους το διεθνές σύστημα έχει εισέλθει σε μια περίοδο συστημικής αλλαγής προς την κατεύθυνση ενός πολυκεντρικού συστήματος ισορροπίας της ισχύος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να μην εξελιχθεί σε έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο, όπως ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Σηματοδοτεί, όμως, την είσοδο σε μια μεταβατική περίοδο συνολικής αμφισβήτησης του status quo, που οδηγεί, αν δεν αντιστραφεί η πορεία, στην απαρχή μιας μακρόσυρτης διαδικασίας συστημικής αλλαγής.

Για τη Δύση, πέρα από την όψιμη συσπείρωσή της, ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κίνας, της Ρωσίας, αλλά και των μεγάλων προκλήσεων του 21ου αιώνα, όπως των ανισοτήτων, του κοινωνικού κατακερματισμού, της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών, του μεταναστευτικού, προϋποθέτουν αλλαγή υποδείγματος στο εσωτερικό και την ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου στο εξωτερικό.

Μετά τη μεγάλη ύφεση του 1929, o Ρούζβελτ ανέταξε την οικονομία και την κοινωνική συνοχή στη βάση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με το New Deal, και την ομιλία του για τις τέσσερις ελευθερίες που αποτελούσαν τα βασικά κοινά ανθρώπινα δικαιώματα για την επιβίωση της δημοκρατίας και της ελεύθερης κοινωνίας. Οι δυτικές κοινωνίες βρίσκονται σήμερα απέναντι σε μια αντίστοιχη ιστορική πρόκληση στο εσωτερικό τους. Είναι επιτακτική η επιστροφή σε ένα κοινωνικό φιλελευθερισμό, που θα αντιμετωπίσει τη μάστιγα των ανισοτήτων αυξάνοντας την κοινωνική κινητικότητα, και ένα αξιακό πρόταγμα που θα εντάξει τις επιμέρους ταυτοτικές πολιτικές σε ένα ενιαίο κοινωνικό σύνολο.

Στο πλανητικό επίπεδο, η Δύση, ενωμένη, μπορεί να παραμείνει κυρίαρχη στο πλανητικό σύστημα. Χρειάζεται, όμως, ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο, που να αποτυπώνει μια πιο ισότιμη σχέση, και μια νέα κατανομή ρόλων. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, πλέον, για τη μετάβαση από το καθεστώς της «στρατηγικής εξάρτησης» της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, στη διατλαντική «στρατηγική συμπληρωματικότητα».

Ο στρατηγικός στόχος της Δύσης δεν είναι, πλέον, η επέκταση της δυτικοκεντρικής φιλελεύθερης τάξης (liberal order), αλλά η περιχαράκωση και η διάσωση των δημοκρατιών και η ανάσχεση των αναθεωρητικών δυνάμεων του αυταρχισμού.

Βραχυπρόθεσμα, αυτό σημαίνει μια κοινή και αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού, και της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης που θα δοκιμάσει ακόμη περισσότερο τη συνοχή των δυτικών δημοκρατιών.

Μακροπρόθεσμα, η Δύση θα πρέπει να αποκρυσταλλώσει την στρατηγική της απέναντι στη μείζονα (Κίνα), και την ήσσονα (Ρωσία) αναθεωρητική δύναμη του σκαληνού γεωπολιτικού τριγώνου που σχηματίζεται. Την δεκαετία του 60 η Αμερική έκανε το περίφημο άνοιγμα στην Κίνα, ως τακτική απομόνωσης της μείζονος δύναμης που ήταν τότε η Ρωσία. Αν σήμερα η Κίνα αποτελεί την μείζονα αναθεωρητική δύναμη του συστήματος, η Δύση θα πρέπει να αποκαταστήσει κάποιου είδους modus operandi με τη Ρωσία, ώστε να αποφύγει ένα διμέτωπο ψυχρό πόλεμο. Αν αυτό το θεώρημα παραμένει στέρεο, θα πρέπει η τελευταία πράξη του ουκρανικού δράματος να γραφεί με την διπλωματική πένα και όχι με την στρατιωτική λόγχη.

Πρώτη δημοσίευση “ΕΣΤΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ” 23 Οκτωβρίου 2022

Μερκελισμός

Μερκελισμός

Η θητεία της σημαδεύτηκε από κρίσεις που θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικές για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά και τη Γερμανία την ίδια. Τις διαχειρίστηκε σε ένα επίπεδο διατήρησης ισορροπιών αλλά δεν τις μετέτρεψε σε στρατηγικές ευκαιρίες.

Το σχολείο του 21ου αιώνα θα διαδραματίσει σύνθετο και απαιτητικό ρόλο

Το σχολείο του 21ου αιώνα θα διαδραματίσει σύνθετο και απαιτητικό ρόλο

Αυτές τις ημέρες ολοκληρώνονται οι πανελλαδικές εξετάσεις των απόφοιτων των Λυκείων για εισαγωγή στα ΑΕΙ. Εξετάσεις (όπως και του 2020) που έχουν επηρεαστεί και από τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία. Επιπλέον, για τους απόφοιτους του 2021 οι όροι εισαγωγής στα ΑΕΙ άλλαξαν μόλις τον Φεβρουάριο, ενώ πάγια πολιτική στο παρελθόν αποτελούσε οι όποιες αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής να ισχύουν από την εισαγωγική τάξη του Λυκείου.

Το νέο σύστημα επιχειρεί να βάλει φραγμό στην είσοδο υποψηφίων στα ΑΕΙ με πολύ χαμηλή επίδοση, ακόμη και με 4 στα 20.  Επί ΣΥΡΙΖΑ οι μαθητές προάγονταν στο Λύκειο με Γ.Μ.Ο. 9,5. Μετά τη«διόρθωση»  προάγονται τώρα με 10, ενώ οι μαθητές στο Γυμνάσιο προάγονται με Μ.Ο. τουλάχιστον 13! Το πρόβλημα, όμως , της ποιοτικής αναβάθμισης ενός Λυκείου ήσσονος προσπάθειας, απαιτεί μια ευρύτερη και ολιστική μεταρρύθμιση.

Την περίοδο 2012-2014 δημιουργήσαμε ένα εξορθολογισμένο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ παράλληλα με ευρείες αλλαγές στο Λύκειο με στόχο τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων: Καθιερώσαμε για πρώτη φορά  την Τράπεζα Θεμάτων για την εξάντληση της διδακτέας ύλης  από τους καθηγητές σε όλη την επικράτεια και την αποφυγή δημιουργίας μαθησιακών κενών στους μαθητές. Καθιερώσαμε τη βάση του 10 στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά για την προαγωγή των μαθητών. Καθιερώσαμε κατευθύνσεις στις Β΄ και Γ΄ τάξεις. Αυξήσαμε τις ώρες διδασκαλίας για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, και ενισχύσαμε τα μαθήματα Γενικής Παιδείας. Καθιερώσαμε τον υπολογισμό των βαθμολογιών όλων των τάξεων  (με συγκεκριμένο εξορθολογισμό αντικειμενικότητας) για την εισαγωγή  στην Ανώτατη εκπαίδευση. Καθιερώσαμε σύστημα ουσιαστικής αξιολόγησης παντού κ.ά. Τα περισσότερα από αυτά γκρεμίστηκαν από τις επόμενες αντιμεταρρυθμίσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Το σχολείο, όμως, του 21ου αιώνα καλείται να διαδραματίσει τον πιο σύνθετο και απαιτητικό ρόλο που είχε ποτέ και  η ευελιξία και προσαρμογή του  στις νέες πραγματικές συνθήκες και απαιτήσεις είναι θέμα ατομικής προόδου και εθνικής επιβίωσης. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για να αντιμετωπιστούν οι χρονίζουσες αγκυλώσεις και στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος.  Και είναι εθνικά αναγκαία, όσο ποτέ, η υπέρβαση των κομματικών και συνδικαλιστικών αγκυλώσεων και η δημιουργία πολιτικής συναίνεσης σε βασικές πολιτικές στον χώρο της παιδείας. Εύχομαι κάθε επιτυχία στους εξεταζόμενους.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο portal: www.anatropinews.gr στις 24-06-2021

Ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο

Ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο

Η περιοδεία Μπάιντεν στην Ευρώπη εντάσσεται σε μια σειρά κινήσεων της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις Ευρώπης – Αμερικής.

Ο ευρωατλαντικός χώρος, όμως, έχει υποστεί βαθιές και δομικές αλλαγές. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρώπη δεν έχει την ίδια γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη αλλά δεν συνιστά απειλή του ίδιου μεγέθους. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ έχει στραφεί αμετάκλητα προς την Ασία και την πλανητική πρόκληση της Κίνας. Το μειούμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ευρώπη προκύπτει και από μια σειρά από άλλους παράγοντες. Στο κατεστημένο της αμερικανικής διπλωματίας, οι «ατλαντιστές», που κυριάρχησαν στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, είναι πλέον σε υποχώρηση. Τα ηνία, σταδιακά, περνούν στους «ασιάτες». Η μετανάστευση από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ έχει μειωθεί σημαντικά. Συνακόλουθα, έχει μειωθεί δραματικά και το ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές σπουδές στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ευρωπαίος εταίρος των ΗΠΑ δεν είναι πλέον το δυτικό κομμάτι της διχοτομημένης Ευρώπης του ψυχρού πολέμου. Είναι η ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίος δρών, είναι πληθυσμιακά, οικονομικά, και σε ήπια ισχύ, σχεδόν ισοδύναμη με τις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη σήμερα, διακηρύσσει την μετάβαση από την “στρατηγική εξάρτηση» από τις ΗΠΑ στην «στρατηγική αυτονομία».

Ευρώπη και Αμερική, όμως, εξακολουθούν να συνδέονται με κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα, ενώ αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις και απειλές. Ο ενωμένος ευρωαμερικανικός χώρος αριθμεί το ένα δις του παγκόσμιου πληθυσμού, το 1/3 του παγκοσμίου εμπορίου, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, και το 60% των παγκοσμίων ξένων επενδύσεων. Η Δύση, ενωμένη, παραμένει κυρίαρχη στο πλανητικό σύστημα. Αντίθετα, η αποσύνδεση (decoupling) των δυο πλευρών του Ατλαντικού θα σημάνει μια απομονωμένη και αποδυναμωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κίνας, της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών, του μεταναστευτικού, της τρομοκρατίας, της τεχνολογικής επανάστασης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, προϋποθέτουν την αρραγή ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου.

Για να αντιμετωπιστούν οι νέες αυτές προκλήσεις και οι δομικές αλλαγές στον ευρωατλαντικό χώρο δεν αρκεί μια απλή επανεκκίνηση. Χρειάζεται ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο, που να αποτυπώνει τα νέα δεδομένα.

Στα θέματα της αντιμετώπισης των πανδημιών και της κλιματικής αλλαγής η συνεργασία θα είναι άμεση και εύκολη. Στα θέματα τεχνολογίας, εμπορίου και κανονισμών τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Η σκιά του Τραμπ, αναγκαστικά θα σκληρύνει την στάση της κυβέρνησης Μπάϊντεν στις νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Ο τελευταίος άξονας που αφορά τις αμυντικές σχέσεις και την στρατηγική είναι, ίσως, και ο πλέον κρίσιμος. Η νέα στόχευση δεν είναι, πλέον, η διάδοση, αλλά η περιχαράκωση και η διάσωση των δημοκρατιών και η ανάσχεση του αυταρχισμού.

Για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων χρειάζεται μια νέα στρατηγική σχέση. Η «στρατηγική αυτονομία» πρέπει να υπάρχει ως αξιόπιστη ευρωπαϊκή επιλογή αλλά πολιτικά και επιχειρησιακά απαιτεί χρόνο. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι δεν οριοθεοτούν την «στρατηγική αυτονομία» αντιθετικά προς τις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Μπάϊντεν δίνει την ευκαιρία για την στρατηγική αναδιάταξη της διατλαντικής συμμαχίας. Να υπάρξει μια πιο ισότιμη σχέση, και μια νέα κατανομή ρόλων. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, πλέον, για την μετάβαση από το καθεστώς της «στρατηγικής εξάρτησης» στην διατλαντική «στρατηγική συμπληρωματικότητα».

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 12-06-2021.

Ο Ανδρέας με τη ματιά του Μόντιγκλ Στερνς

Ο Ανδρέας με τη ματιά του Μόντιγκλ Στερνς

Το βιβλίο του Μόντιγκλ Στερνς, που εκδόθηκε μετά θάνατον χάρη στις συγκινητικές προσπάθειες της συζύγου του, κάνει μια κριτική αλλά δίκαιη αποτίμηση της πολιτικής πορείας του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην πραγματικότητα το βιβλίο που Στερνς εμπεριέχει τρία παράλληλα αφηγήματα.

Το πρώτο αφορά την περίπλοκη σχέση του Ανδρέα με τον πατέρα του, Γεώργιο Παπανδρέου. Μια σχέση που δοκιμάζεται από το διαζύγιο των γονιών του, και την αποχώρηση του πατέρα από την οικογενειακή εστία, μέχρι την τελική πολιτική σύγκρουση. Ο Στερνς ψηλαφεί προσεκτικά την περίπλοκη αυτή σχέση ανάμεσα στους δύο. Είναι μια σχέση αγάπης και σεβασμού αλλά μια σχέση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, πάντως, καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες για να επαναπατρίσει τον Ανδρέα ως συνεχιστή μιας πολιτικής δυναστείας. Θα το καταφέρει το 1959, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα προσκαλέσει τον Ανδρέα να αναλάβει το ΚΕΠΕ.

Ο αμερικανοσπουδαγμένος Ανδρέας, έχει διαφορετικές αντιλήψεις και πιο ριζοσπαστικές ιδέες από τον πατέρα του που είναι πολιτικός παλαιάς κοπής. Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα εξομολογηθεί χαρακτηριστικά κάποια στιγμή στον Βάσσο Λυσσαρίδη για τον Ανδρέα, «Γιατί μιλάει για την ανατροπή του κατεστημένου; Δεν καταλαβαίνει ότι το κατεστημένο είμαι εγώ;» (σελ. 132). Οι διαφορές αυτές θα τους οδηγήσουν τελικά σε σύγκρουση.

Το δεύτερο αφήγημα αφορά αυτό που ο Στερνς αποκαλεί την εσωτερική διαπάλη του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Στερνς περιγράφει τη ματαμόρφωση ενός επιτυχημένου και προοδευτικού αμερικανού οικονομολόγου σε έναν οξύ έλληνα πολιτικό, με πύρινη ρητορική. (σελ. XVI). Πως μεταμορφώνεται σιγά – σιγά και αποκτά στοιχεία του πατέρα του και στην πολιτική αλλά και στην προσωπική του ζωή (σελ. XXIV).

Το τρίτο αφήγημα αφορά τη ματιά του Στερνς στα γεγονότα της κρίσιμης μεταπολεμικής περιόδου, όπως τα είδε μέσα από τις τρεις θητείες του στην Αθήνα. Στην περίοδο αυτή τοποθετεί και τη σχέση του Ανδρέα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στην πρώτη συνάντησή τους ο νεόφερτος από την Αμερική Ανδρέας μιλάει στον Στερνς για τον Καραμανλή με κολακευτικά λόγια. Τον θεωρεί «διορατικό ηγέτη που βάζει το εθνικό πάνω από το κομματικό συμφέρον» (σελ. 59).

Η τελική ετυμηγορία του Στερνς για τον Ανδρέα είναι ανάμεικτη. Δεν αμφισβητεί τον σοσιαλιστικό ιδεαλισμό του για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Του πιστώνει τη συμβολή στην εθνική συμφιλίωση, στην εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής.

Οταν βαθύνει η ανάμειξη του Ανδρέα στα πολιτικά πράγματα, η σχέση των δύο ανδρών θα δοκιμαστεί.

Ο Στερνς φωτίζει τους δεσμούς της CIA με το Παλάτι και περιγράφει πώς μηχανορραφούσαν για να αλλάξουν το εκλογικό σύστημα που είχε φέρει την ΕΔΑ δεύτερη δύναμη του πολιτικού συστήματος το 1958. Ο Στερνς εξηγεί πως προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να πείσουν τον Ανδρέα μέσω του διαδόχου Κωνσταντίνου να επηρεάσει τον πατέρα του προς αυτήν την κατεύθυνση (σελ. 67-70).

Τα σχέδια αυτά ανέτρεψε ο Καραμανλής με μια αιφνιδιαστική κίνηση προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές για τον Οκτώβριο του 1961 με το ισχύον εκλογικό σύστημα (σελ. 71-72).

Οπως λέει ο Στερνς, ο Καραμανλής «ήταν καλά εκπαιδευμένος ώστε να γνωρίζει πώς και πότε να κρατάει αποστάσεις από το Παλάτι, την Ακροδεξιά και τους Αμερικανούς. Καταλάβαινε ότι στον εικοστό αιώνα οι πολιτικές ισορροπίες του Ψυχρού Πολέμου ήταν πάντοτε ένας παράγοντας στην ελληνική πολιτική και ήταν πραγματιστής στις μεθόδους του, ώστε να κρατάει και τα δυο σε ισορροπία και τον εαυτό του στην εξουσία» (σελ. 77).

Η εκλογική επικράτηση της ΕΡΕ θα αμφισβητηθεί από την ΕΚ και τον Ανδρέα. Ο Στερνς περιγράφει τις έντονες συζητήσεις του με τον Ανδρέα για την έκταση των παρατυπιών, για τις κατηγορίες του «για βία και νοθεία» (σελ. 75). Αναφέρει μάλιστα την παραίνεσή του στον Ανδρέα να συμβουλεύσει τον πατέρα του να καταφύγει στα δικαστήρια για τη διερεύνηση τυχόν παρατυπιών (σελ. 75).

Το επίσημο τηλεγράφημα της πρεσβείας ήταν χαρακτηριστικό: «…ουδείς σοβαρός παρατηρητής της ελληνικής πολιτικής σκηνής πιστεύει ότι ο Παπανδρέου και ο ανομοιογενής συνασπισμός του διαθέτουν όση λαϊκή εμπιστοσύνη διαθέτει ο Καραμανλής…» (σελ. 76).

Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα οδήγησαν στην κλιμάκωση της αντισυστημικής ρητορικής του Ανδρέα, η οποία έγινε απειλητική. Αυτός ο αντισυστημισμός μπορεί εύκολα να απορροφηθεί από μια κοινωνία μεγάλης κινητικότητας και ευημερίας, όπως η Αμερική, γράφει ο Στερνς. Χωρίς να οδηγήσει στην αναρχία ή την πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας (σελ. 132-133). Στην Ελλάδα αυτό ήταν δύσκολο. Και στην Αμερική, να προσθέσω, όπως αποδείχθηκε με τον Τραμπ και τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.

Η μεταπολίτευση θα φέρει τον Ανδρέα πολιτικά αντιμέτωπο με τον Καραμανλή. «Η φήμη του Καραμανλή, όμως, για αποτελεσματική διακυβέρνηση, τον έκανε την αναπόφευκτη επιλογή για να μπει ένα τέλος στο χάος που είχε κληροδοτήσει η χούντα στο έθνος» (σελ. 89).

Ο Στερνς περιγράφει τα επιτεύγματα του Καραμανλή στη μεταπολίτευση, το πολιτειακό, το νέο Σύνταγμα, την ένταξη στην ΕΟΚ, λέγοντας ότι ήταν «σκληρή δουλειά» (σελ. 93).

Ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ θα έλθουν τελικά στην εξουσία το 1981 και ο Στερνς θα επιστρέψει στην Αθήνα ως πρέσβης πλέον. Η Αθήνα ζει τις μέρες της «Αλλαγής» και η Ουάσιγκτον το απόγειο του Ψυχρού Πολέμου στη ριγκανική εποχή. Αποκλίσεις από τη δυτική ορθοδοξία δεν συγχωρούνται. Θα χρειαστεί μεγάλη διπλωματική δεξιοτεχνία και καθαρό μυαλό για να διατηρηθεί αλώβητη η παραδοσιακή σχέση δύο συμμαχικών χωρών την εποχή εκείνη. Ευτυχώς ο Στερνς διέθετε και τα δύο.

Ο Ανδρέας αναδιπλώνεται μεν όσον αφορά τις διακηρύξεις του για έξοδο από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ αλλά θα συνεχίσει την εμπρηστική ποπουλίστικη ρητορική. Η εγγυητική παρουσία του Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας, όμως, θα λειτουργήσει ως δικλίδα ασφαλείας στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Τη συγκατοίκηση αυτή θα ανατρέψει ο Ανδρέας το 1985. Ο Ανδρέας προσπαθεί να εξηγήσει, και στον Στερνς, τους λόγους για την αιφνίδια μεταστροφή του. Την αποδίδει στην αντίδραση των στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην υποψηφιότητα του Καραμανλή. Δεν τον πείθει. «Θα μπορούσε απλά να μην μου έχει πει τίποτα», αναφέρει χαρακτηριστικά (σελ. 125).

Οι δύο άνδρες θα ξανασυναντηθούν το 1993 λίγο πριν ο Ανδρέας ξαναγίνει πρωθυπουργός και συναντήσει και πάλι τον Καραμανλή σε μια νέα συγκατοίκηση. Στη συνάντηση αυτή ο Ανδρέας θα αναφερθεί απαξιωτικά στους επίδοξους διαδόχους του και ανάμεσα σε αυτούς και στον Κώστα Σημίτη. Τον μόνο που θα αναγνωρίσει ως έχοντα ηγετικά προσόντα είναι ο Γιώργος Γεννηματάς.

Η τελική ετυμηγορία του Στερνς για τον Ανδρέα είναι ανάμεικτη. Δεν αμφισβητεί τον σοσιαλιστικό ιδεαλισμό του για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Του πιστώνει τη συμβολή στην εθνική συμφιλίωση, στην εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής. Του χρεώνει, όμως, ότι δεν προχώρησε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ότι δεν χτύπησε το πελατειακό κράτος. Περιγράφει με θαυμασμό τη λαμπρή ακαδημαϊκή του πορεία. Δεν αμφισβητεί το χάρισμα που διέθετε ούτε τις ηγετικές του ικανότητες. Είναι, ίσως, το μέγεθος αυτών των δυνατοτήτων που κάνουν το έργο του να φαίνεται ελλειμματικό και την υστεροφημία του αμφιλεγόμενη στα μάτια του Στερνς.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ” την 17/04/2021 και στην ιστοσελίδα in.gr την 19/04/2021.

Πόλωση

Πόλωση

Η ημέρα της ορκωμοσίας του νέου προέδρου στις ΗΠΑ είναι ημέρα ισχυρών συμβολισμών. Αποπνέει ίσως την ισχυρότερη εικόνα της αμερικανικής δημοκρατίας. Την εικόνα μιας θεσμικά θωρακισμένης δημοκρατίας, με την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία να επικυρώνεται μέσα σε ένα κλίμα πολιτικού πολιτισμού, ενότητας, και εορτασμών.

Η εικόνα της φετινής ορκωμοσίας ήταν εικόνα διαίρεσης. Δυο εικόνες, δυο Αμερικές που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Το πρωί κυριάρχησε η εικόνα του απερχόμενου Τραμπ. Αποσυνάγωγος για τους εχθρούς του, Μεσσίας για τους φανατικούς οπαδούς του, αποχώρησε αμετανόητος και υποσχόμενος να συνεχίσει το κίνημα που ξεκίνησε.

Την εικόνα αυτή διαδέχθηκε η εικόνα της «εισόδου» του νέου προέδρου. Με ένα τελετουργικό επιμελώς ενορχηστρωμένο για την αποκατάσταση του κύρους και της ενότητας της τραυματισμένης αμερικανικής δημοκρατίας.

Τόσο η εικόνα όσο και οι πρώτες ημέρες της Προεδρίας Μπάιντεν έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Την αποκατάσταση της ενότητας, και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.

Το αμερικανικό δικομματικό πολιτικό σύστημα, όμως, είναι ακραία πολωμένο. Τα δυο κόμματα δεν είναι πια οι πολυσυλλεκτικοί συνασπισμοί του παρελθόντος. Στο παρελθόν υπήρχε επικάλυψη αξιών, πολιτικών, και στόχων ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα. Στην προεδρική εκλογή του 1976, μόνο το 50% των αμερικανών θεωρούσε ότι το ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν πιο συντηρητικό από το δημοκρατικό. Το 30% θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα. Οι ψηφοφόροι μπορούσαν να ψηφίσουν ρεπουμπλικάνο πρόεδρο και δημοκρατικό γερουσιαστή στην ίδια εκλογή.

Σταδιακά αυτό άλλαξε. Τα δυο μεγάλα κόμματα θυσίασαν τον χαρακτήρα των πολυσυλλεκτικών συνασπισμών στο βωμό της ιδεολογικής και προγραμματικής ομοιογένειας. Η κομματική ταύτιση, που αποτελούσε αρνητική έννοια για την αμερικανική κοινωνία, όχι μόνο αυξήθηκε αλλά έγινε, κυρίως, με όρους απόρριψης και δαιμονοποίησης του αντίπαλου κόμματος.

Η πολιτική αντιπαλότητα έγινε εχθρότητα.

Η παράδοση του πολιτικού πραγματισμού, που επέτρεπε να συναντώνται στο μέσον του πολιτικού φάσματος, κατά περίσταση, δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι και να διαμορφώνουν συναινέσεις και κυβερνητικές πλειοψηφίες τελείωσε.

Δημιουργήθηκαν σιγά σιγά ιδεολογικά, κομματικά, και πολιτικά στεγανά. Σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο PEW, το 1994 το 39% των δημοκρατικών και το 26% των ρεπουμπλικάνων θεωρούσαν ότι οι φυλετικές διακρίσεις εμποδίζουν την κοινωνική κινητικότητα. Το 2017, το ποσοστό ανέβηκε στο 64% για τους δημοκρατικούς, αλλά έπεσε στο 14% για τους ρεπουμπλικάνους.

Αντίστοιχα, το 1994, 32% των δημοκρατικών και 30% των ρεπουμπλικάνων πίστευαν ότι η μετανάστευση έχει θετικά αποτελέσματα για την Αμερική. Το 2017 το ποσοστό είχε ανέβει στο 84% για τους δημοκρατικούς αλλά μόνο στο 40% για τους ρεπουμπλικάνους.

Την ίδια κομματική διαίρεση παρατηρούμε για μια σειρά κοινωνικών θεμάτων από τις αμβλώσεις ως την οπλοκατοχή, και το σύστημα υγείας.

Η ιδεολογική διαίρεση έφερε αλλαγές και στα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούν τα δυο κόμματα. Το δημοκρατικό κόμμα έγινε το κόμμα της μορφωτικής και οικονομικής ελίτ των μητροπολιτικών κέντρων. Αντίθετα, το ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε το κόμμα των αγροτικών και εργατικών στρωμάτων.

Σε αυτό το πολωμένο πολιτικό περιβάλλον, τα δυο κόμματα είναι, πλέον, σε διάταξη μάχης. Υπηρετώντας το δικό τους στενά εννοούμενο συμφέρον, την δική τους μετα-αλήθεια.

Αδυνατούν να συμφωνήσουν ακόμη και για την ανενδοίαστη καταδίκη και τιμωρία του ηθικού αυτουργού της απόπειρας κατάλυσης της αμερικανικής δημοκρατίας. Αυτό αποδεικνύει πόσο δύσκολη θα είναι η αναγκαία διακομματική συνενόηση για την αντιμετώπιση των κρίσεων που αντιμετωπίζει η αμερικανική δημοκρατία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 30-01-2021.