6 Ιανουαρίου 2021: Προεδρικό Πραξικόπημα

6 Ιανουαρίου 2021: Προεδρικό Πραξικόπημα

Η εισβολή στο αμερικανικό Καπιτώλιο ήταν το αποκορύφωμα μιας προμελετημένης θεσμικής εκτροπής σχεδιασμένης και υποκινημένης από τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Η θεσμική εκτροπή άρχισε από την ευθεία αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον Τραμπ την επομένη της ήττας του. Συνεχίστηκε, παρά την απόρριψη των αβάσιμων κατηγοριών από δικαστήρια όλων των βαθμίδων της αμερικανικής Δικαιοσύνης, μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο. Κλιμακώθηκε με το μπούλινγκ και τους εκβιασμούς αμερικανών αξιωματούχων, από τον ίδιο τον Τραμπ και τους λακέδες του, σε Πολιτείες-κλειδιά για την ανατροπή της ετυμηγορίας του αμερικανικού λαού. Και κορυφώθηκε με την υποκίνηση της εφόδου στο Καπιτώλιο. Ο Τραμπ, αφού εξαγρίωσε τον όχλο με εμπρηστική και διχαστική ρητορική μίσους, τον έστρεψε εναντίον του Καπιτωλίου.

Το Καπιτώλιο παραβιάστηκε για δεύτερη φορά στην αμερικανική ιστορία. Το 1814, κατά τη διάρκεια του αμερικανο-βρετανικού πολέμου, ήταν οι Βρετανοί που εισέβαλαν στην Ουάσιγκτον και έκαψαν κυβερνητικά κτίρια και το Καπιτώλιο. Αυτή τη φορά ο εχθρός ήταν εντός των τειχών.

Η κατάληψη του Καπιτώλιου και οι σκηνές χάους που ακολούθησαν έφεραν συνειρμούς του εμπρησμού της Ράιχσταγκ. Η Αμερική βρέθηκε ένα βήμα από την κήρυξη στρατιωτικού νόμου από τον Τραμπ, με πρόσχημα τις αναταραχές και την κατάλυση της δημοκρατίας.

Η αμερικανική δημοκρατία τελικά επιβίωσε από το πιο βίαιο stress test της ιστορίας της. Βγαίνει, όμως, βαριά τραυματισμένη από τα γεγονότα της Τετάρτης και συνολικά από την τετραετία Τραμπ. Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε τα συστημικά προβλήματα της αμερικανικής δημοκρατίας για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Επένδυσε στις ανισότητες. Εργαλειοποίησε τις αγωνίες των φτωχότερων στρωμάτων και μετέτρεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε ένα τζακσονικό κόμμα λαϊκιστικού εθνικισμού. Με υπόρρητο ρατσισμό απευθύνθηκε στον λευκό φυλετισμό της Αμερικής και όξυνε τις φυλετικές διακρίσεις.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή τηλε-ευαγγελιστή και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό και διχαστικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Ο Τραμπ, όμως, αποδείχθηκε πέρα από λαϊκιστής δημαγωγός ένας αυταρχικός επίδοξος δικτάτορας.

Με παντελή έλλειψη σεβασμού για την ελευθερία του λόγου, τις νόρμες της δημοκρατίας και τη διάκριση των εξουσιών, διέφθειρε το ήθος και τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Εκμεταλλεύτηκε την ανασφάλεια των πολιτών για να οδηγήσει μια ανοιχτή κοινωνία, όπως η Αμερική, στην οπισθοδρόμηση και στον φυλετισμό των κλειστών κοινωνιών. Η υπερδύναμη, που βασίστηκε στον ορθολογισμό, στις επιστήμες και στην καινοτομία, κυβερνήθηκε από ένα πρόεδρο που αναπαρήγαγε τη συνωμοσιολογία και τις δεισιδαιμονίες του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η Hannah Arendt έγραψε για την «κοινοτοπία του κακού» για να εξηγήσει το πέρασμα στον ολοκληρωτισμό. Ο Τραμπ έκανε κάτι χειρότερο. Νομιμοποίησε το κακό. Από τον λευκό φυλετισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό μέχρι τους κάθε λογής δικτάτορες.

Η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ χειραγώγησε ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που είχε σταδιακά διολισθήσει σε ακραίες θέσεις. Μετρήσεις δείχνουν ότι η ρεπουμπλικανική βάση εμπιστεύεται περισσότερο τους ισχυρούς ηγέτες από το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 45% των Ρεπουμπλικάνων ενέκρινε την επίθεση στο Κογκρέσο και μόνο το 27% το θεώρησε απειλή για τη δημοκρατία.

Ακόμη και μετά τα γεγονότα,133 Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων και 8 γερουσιαστές συνέχισαν στη γραμμή Τραμπ, προσπαθώντας με ενστάσεις να φέρουν προσκόμματα στην επικύρωση των αποτελεσμάτων. Η αποστασιοποίηση της ηγεσίας του κόμματος από τον Τραμπ, μετά τα γεγονότα, είναι περισσότερο κίνηση τακτικής για την αποφυγή ευθυνών. Το σοβαρό συντηρητικό κομμάτι των Ρεπουμπλικανών φαίνεται να έχει αποξενωθεί από τους τραμπιστές και να μιλάει δημόσια, πλέον, για τη δημιουργία νέου συντηρητικού κόμματος γύρω από το Lincoln Project.

Η νέα κυβέρνηση καλείται να αντιστρέψει μια πορεία φθοράς μέσα σε ένα βεβαρημένο περιβάλλον μιας πανδημικής και οικονομικής κρίσης. Μετά το Κραχ του 1929 η Αμερική ανένηψε, κέρδισε τον πόλεμο και οικοδόμησε μια παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη. Σήμερα, όμως, η Αμερική είναι βαθιά διχασμένη, οι φυγόκεντρες δυνάμεις πολλές και οι προκλήσεις μεγαλύτερες. Ο Μπάιντεν μίλησε για συνασπισμό δημοκρατιών για τη διάσωση της δημοκρατίας στον κόσμο, αλλά θα πρέπει πρώτα να διασφαλίσει τη διάσωση της δημοκρατίας στην ίδια την Αμερική.

Το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας μας αφορά όλους. Η φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και η εβδομηντακονταετής ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας στην Ιστορία. Και δεν οφείλεται στην αυτόματη εξάπλωση της ιδεολογικής ηγεμονίας των αρχών του Διαφωτισμού. Οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχές και οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας ήταν αρχές και αξίες που προωθήθηκαν και στηρίχθηκαν από την υπερδύναμη του συστήματος, τις ΗΠΑ. Παρά τα σοβαρά ιστορικά λάθη-εξαιρέσεις του συγχρωτισμού με δικτατορικά καθεστώτα μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

Η πτώση της αμερικανικής δημοκρατίας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 10-01-2021.

Στρατηγική συμπληρωματικότητα

Στρατηγική συμπληρωματικότητα

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες υποδέχθηκαν με ανακούφιση την ήττα Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα ήταν καταστροφική για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, και την δημοκρατία ως συστατική αξία του ευρωατλαντικού χώρου. Θα ενίσχυε τις δυνάμεις του αυταρχισμού και στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη. Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα έφερνε και την πλήρη αποσυναρμολόγηση του θεσμικού οικοδομήματος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.

Η νέα αμερικανική κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια σειρά κινήσεων, που θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη και θα βελτιώσουν το κλίμα στις σχέσεις Ευρώπης – Αμερικής.

Ο Μπάιντεν θα επαναπροσδιορίσει την σημασία του ΝΑΤΟ. Θα επιστρέψει στην συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια βελτιωμένη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Θα ηγηθεί, επίσης, της αναμόρφωσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Ο ευρωατλαντικός χώρος, όμως, έχει υποστεί βαθιές και δομικές αλλαγές. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρώπη δεν έχει την ίδια γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη αλλά δεν συνιστά απειλή του ίδιου μεγέθους. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ έχει στραφεί αμετάκλητα προς την Ασία και την πλανητική πρόκληση της Κίνας. Το μειούμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ευρώπη προκύπτει και από μια σειρά από άλλους παράγοντες. Στο κατεστημένο της αμερικανικής διπλωματίας, οι «ατλαντιστές», που κυριάρχησαν στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, είναι πλέον σε υποχώρηση. Τα ηνία, σταδιακά, περνούν στους «ασιάτες». Η μετανάστευση από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ έχει μειωθεί σημαντικά. Συνακόλουθα, έχει μειωθεί δραματικά και το ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές σπουδές στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ευρωπαίος εταίρος των ΗΠΑ δεν είναι πλέον το δυτικό κομμάτι της διχοτομημένης Ευρώπης του ψυχρού πολέμου. Είναι η ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίος δρών, είναι πληθυσμιακά, οικονομικά, και σε ήπια ισχύ, σχεδόν ισοδύναμη με τις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη σήμερα, διακηρύσσει την μετάβαση από την “στρατηγική εξάρτηση» από τις ΗΠΑ στην «στρατηγική αυτονομία».

Ευρώπη και Αμερική, όμως, εξακολουθούν να συνδέονται με κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα, ενώ αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις και απειλές. Ο ενωμένος ευρωαμερικανικός χώρος αριθμεί το ένα δις του παγκόσμιου πληθυσμού, το 1/3 του παγκοσμίου εμπορίου, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, και το 60% των παγκοσμίων ξένων επενδύσεων. Η Δύση, ενωμένη, παραμένει κυρίαρχη στο πλανητικό σύστημα. Αντίθετα, η αποσύνδεση (decoupling) των δυο πλευρών του Ατλαντικού θα σημάνει μια απομονωμένη και αποδυναμωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κίνας, της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών, του μεταναστευτικού, της τρομοκρατίας, της τεχνολογικής επανάστασης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, προϋποθέτουν την αρραγή ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου.

Για να αντιμετωπιστούν οι νέες αυτές προκλήσεις και οι δομικές αλλαγές στον ευρωατλαντικό χώρο δεν αρκεί μια απλή επανεκκίνηση. Χρειάζεται ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο, που να αποτυπώνει τα νέα δεδομένα.

Σε μια ασυνήθιστη πρωτοβουλία, για τα ιστορικά δεδομένα των ευρωαμερικανικών σχέσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε μια ατζέντα διαλόγου σε τέσσερις άξονες. Έχει σημειολογικό ενδιαφέρον ότι η πρωτοβουλία εκδηλώνεται τρεις μόλις εβδομάδες μετά την εκλογή Μπάϊντεν. Οι θεματικές συγκλίνουν με τις προτεραιότητες Μπάϊντεν. Στους πρώτους δυο άξονες, δηλαδή στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής η συνεργασία θα είναι άμεση και εύκολη. Στα θέματα τεχνολογίας, εμπορίου και κανονισμών τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Η σκιά του Τραμπ, αναγκαστικά θα σκληρύνει την στάση της κυβέρνησης Μπάϊντεν στις νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Ο τελευταίος άξονας που αφορά τις αμυντικές σχέσεις και την στρατηγική είναι, ίσως, και ο πλέον κρίσιμος. Η νέα στόχευση δεν είναι, πλέον, η διάδοση, αλλά η περιχαράκωση και η διάσωση των δημοκρατιών και η ανάσχεση του αυταρχισμού.

Για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων χρειάζεται μια νέα στρατηγική σχέση. Η «στρατηγική αυτονομία» πρέπει να υπάρχει ως αξιόπιστη ευρωπαϊκή επιλογή αλλά πολιτικά και επιχειρησιακά απαιτεί χρόνο. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι δεν οριοθεοτούν την «στρατηγική αυτονομία» αντιθετικά προς τις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Μπάϊντεν δίνει την ευκαιρία για τη στρατηγική αναδιάταξη της διατλαντικής συμμαχίας. Να υπάρξει μια πιο ισότιμη σχέση, και μια νέα κατανομή ρόλων. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, πλέον, για την μετάβαση από το καθεστώς της «στρατηγικής εξάρτησης» στην διατλαντική «στρατηγική συμπληρωματικότητα».

Στα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Τουρκία αναφέρεται ότι η “Ε.Ε. θα επιδιώξει να συντονισθεί σε θέματα που αφορούν την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο με τις ΗΠΑ”. Σε δυο γραμμές πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει την ανάγκη «στρατηγικής συμπληρωματικότητας» και συνεννόησης στα μεγάλα προβλήματα.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στη στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στις 19-12-2020.

Η Αμερική του Μπάιντεν

Η Αμερική του Μπάιντεν

Η εξωτερική πολιτική της Προεδρίας Μπάιντεν θα διαφέρει σημαντικά από την κλασσική φιλελεύθερη διεθνιστική πολιτική προηγούμενων διοικήσεων των δημοκρατικών.

Κι αυτό γιατί οι δραματικές αλλαγές, τόσο στο διεθνές στερέωμα, όσο και στο εσωτερικό της Αμερικής, απαιτούν μια διαφορετική προσέγγιση. Οι δημοκρατίες είναι σε υποχώρηση, και η διεθνής πολιτική έχει επιστρέψει σε ένα Χομπσιανό περιβάλλον ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Το μοντέλο του αυταρχικού καπιταλισμού των αναθεωρητικών δυνάμεων αυτού του πολυκεντρικού κόσμου βρίσκει μιμητές ακόμη και στη Δύση. Το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι πλέον η διάδοση της δημοκρατίας αλλά η διάσωση της δημοκρατίας. Πόσο μάλλον όταν η ίδια η προεδρία Τραμπ έχει καταρρακώσει και απονομιμοποιήσει την ίδια την αμερικανική δημοκρατία.

Οι πολλαπλές εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αμερική θα απορροφήσουν, άλλωστε, πολλή από την ενέργεια της διοίκησης Μπάιντεν.

Η Προεδρία Τραμπ σηματοδότησε το τέλος ενός ενάρετου κύκλου οικοδόμησης και εξάπλωσης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Ο Τραμπ εξέφρασε πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινής γνώμης με τις συνεχείς διεθνείς παρεμβάσεις και με το άνισο οικονομικό μέρισμα του διεθνισμού και της παγκοσμιοποίησης.

Ο Τραμπ, που δεν θα εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή, θα υπενθυμίζει στην κοινή γνώμη ότι η Αμερική δεν ενεπλάκη ούτε σε έναν πόλεμο στην διάρκεια της προεδρίας του. Και ότι η προστατευτική οικονομική πολιτική που ακολούθησε ήταν προς όφελος των αμερικανών εργατών.

Η στρατηγική της διοίκησης Μπάιντεν θα περιλαμβάνει αρκετά από τα κλασσικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής. Θα σημάνει την επιστροφή στην πολυμερή διπλωματία και τους διεθνείς θεσμούς, την επαναβεβαίωση των συμμαχιών, και την διαβούλευση με τους εταίρους. Θα επαναφέρει τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εξωτερική πολιτική.

Οι δημοκρατικοί κατανοούν, όμως, ότι μετά την προεδρία Τραμπ, μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική αποκομμένη από τα εσωτερικά πολιτικά αιτήματα δεν θα έχει την αποδοχή και την στήριξη της κοινής γνώμης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπάιντεν κάνει συχνές αναφορές στην περίοδο Ρούζβελτ.

Η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη είχε αφετηρία την εφαρμογή των αρχών του New Deal και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές τις αρχές αποτύπωσαν ο Ρούζβελτ και ο Τσώρτσιλ στο Σύμφωνο του Ατλαντικού του 1941. Που προέβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, “μια διεθνή οικονομική συνεργασία με στόχο την διασφάλιση βελτιωμένων εργασιακών σχέσεων, οικονομικής προόδου, και κοινωνικής ασφάλισης”. Από εκεί άντλησε τη νομιμοποίηση της η μεταπολεμική αμερικανική στρατηγική.

Ο Μπάιντεν και το επιτελείο του αναφέρονται σε ένα New Deal, στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική, για τον 21ο αιώνα. Ο Μπάιντεν παρουσιάζοντας τον νέο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, σε μια πολιτική εθνικής οικονομικής ασφάλειας, που θα έχει χειροπιαστά oφέλη για την μεσαία τάξη και τους πολίτες της Αμερικής.

Από την άλλη πλευρά, ο νέος ΥΠΕΞ προαναγγέλει ένα νέο συνασπισμό δημοκρατιών. Ο συνασπισμός αυτός, όμως, θα είναι αμυντικογενής με στόχο την διάσωση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του αυταρχισμού παρά την εξάπλωση των δημοκρατιών. Η προεδρία Μπάιντεν θα αποστεί από τον παραδοσιακό ιεραποστολικό φιλελεύθερο ιδεαλισμό.

Η περιχαράκωση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, μια διεθνής οικονομική πολιτική με εσωτερικούς αποδέκτες, και μια πολιτική επιλεκτικού παρεμβατισμού θα είναι το μίγμα της πολιτικής Μπάιντεν για την Αμερική “που επιστρέφει”.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 05-12-2020.

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Η συμμετοχή των πολιτών στην πιο κρίσιμη προεδρική εκλογή των ΗΠΑ ήταν ιστορική.

150 εκατομύρια Αμερικανών αψήφησαν την φονική πανδημία για να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα. Ακύρωσαν με εκκωφαντικό τρόπο τις προσπάθειες του Τραμπ να δυσχεράνει την συμμετοχή, είτε με διαδικαστικά τερτίπια, είτε προεξοφλώντας νοθεία. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης της πολιτικής διαδικασίας, οι αμερικανοί υπενθύμισαν το γράμμα του αμερικανικού συντάγματος, “We the People”.

Ο Τραμπ νίκησε βιολογικά τον κορωνοϊό αλλά ηττήθηκε πολιτικά εξαιτίας του κορωνοϊού. Η πανδημία με τους 250 χιλιάδες νεκρούς και τα εκατομμύρια κρούσματα ήταν ένας ακήρυχτος πόλεμος. Ο Τραμπ επέλεξε να διαχειριστεί επικοινωνιακά ένα πόλεμο αντί να τον πολεμήσει. Δεν είχε ούτε την συγκρότηση, ούτε την πειθαρχία, ούτε την μεθοδικότητα, ούτε τον ορθολογισμό για να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη κρίση της προεδρίας του. Αντίθετα, η κρίση της πανδημίας ανέδειξε όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που για τους αντιπάλους του, τον καθιστούν ακατάλληλο για το ύπατο αξίωμα της υπερδύναμης.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή- τηλεευαγγελιστή, και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Αυτά τα στοιχεία μαζί με την ακραία πόλωση, που υποδαύλισε, συσπείρωσαν την ρεπουμπλικανική βάση. Ο Τραμπ απέφυγε έτσι την συντριβή αλλά δεν απέφυγε την ήττα.

Ο υπόρρητος ρατσισμός του αποξένωσε μειονότητες. Ο σεξισμός του αποξένωσε τις γυναίκες, παρά τις εκκλήσεις του προς τις γυναίκες των προαστίων “να τον αγαπήσουν». Η οικονομική του πολιτική αποξένωσε τους εργάτες του Μίσιγκαν και του Γουισκόνσιν και της Πενσυλβάνια. Των πολιτειών που του είχαν δώσει τη νίκη το 2016. Γιατί ούτε φοροαπαλλαγές τους έδωσε, ούτε επενδύσεις στις υποδομές με μεγάλα έργα έκανε, ούτε την κατασκευαστική βιομηχανία ανασυγκρότησε.

Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ξεκάθαρο αλλά και ισορροπημένο. Ο Μπάϊντεν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ με διαφορά πέντε εκατομυρίων ψήφων και κερδίζει και το κολλέγιο των εκλεκτόρων με ικανή διαφορά. Δεν υπήρξε, όμως, το «μπλε κύμα» που πολλοί προεξοφλούσαν. Η συντηρητική αμερικανική κοινωνία φαίνεται να έχρισε μεταβατικό πρόεδρο έναν βετεράνο συστημικό πολιτικό με την εντολή να κάνει αυτό που τον διέκρινε σε όλο τον πολιτικό του βίο. Να συνεργαστεί με την άλλη πλευρά, να βρεί κοινό τόπο, σε μια ακραία πολωμένη πολιτική σκηνή και μια βαθιά διχασμένη κοινωνία.

Ο Μπάιντεν είναι αντιμέτωπος με την κρίση της πανδημίας, την οικονομική κρίση, τις τεράστιες ανισότητες, και τις φυλετικές διακρίσεις.

Πριν από όλα αυτά, όμως, είναι αντιμέτωπος με μια συνταγματική κρίση. Ο απερχόμενος πρόεδρος αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του.

Ο Τραμπ, με το πρόσχημα μιας αναπόδεικτης νοθείας, αρνείται να αποδεχθεί την ετυμηγορία του αμερικανικού λαού. Η στάση του προϊδεάζει για συνταγματικό πραξικόπημα. Οι αγωγές του στα δικαστήρια πέφτουν η μια μετά την άλλη αλλά δημιουργούν εντυπώσεις και συσπειρώνουν τη βάση του. Πολλοί εικάζουν ότι θα ζητήσει από πολιτείες, στις οποίες οι ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία, να αλλοιώσουν την σύνθεση των εκλεκτόρων που θα στείλουν στο κολλέγιο των εκλεκτόρων προς όφελος του. Ο Τραμπ επιδιώκει να αλλοιώσει και τελικά να ανατρέψει ένα καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα.

Η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας της και την πιο κρίσιμη δοκιμασία για τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας της.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο στις 14/11/2020.

Στην κόψη της Ιστορίας

Στην κόψη της Ιστορίας

Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου διεξάγονται σε συνθήκες ενός ακήρυχτου πολέμου. Η Αμερική θρηνεί σχεδόν 250.000 νεκρούς. Περισσότερους από όσους θρήνησε αθροιστικά στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν, και τους δυο πολέμους στο Ιράκ.

Η Αμερική πληρώνει υψηλό τίμημα γιατί, σε μεγάλο βαθμό, ο Πρόεδρος της υποτίμησε, ολιγώρησε, και εν τέλει επέλεξε να αψηφήσει τον κίνδυνο της πανδημίας. Ο Τραμπ, παρά το γεγονός ότι προσβλήθηκε και ο ίδιος από τον ιό, βρίσκεται σε άρνηση. Αρνείται να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Εξακολουθεί να υποτιμά τον κίνδυνο, παραποιεί τα στοιχεία, δημιουργεί φρούδες ελπίδες. Αντιστρατεύεται τα πορίσματα και τις επιταγές της επιστήμης και επιμένει στο αφήγημα που έχει χτίσει στο φαντασιακό υποσυνείδητο των οπαδών του. Το αφήγημα της ισχυρής Αμερικής, της ισχυρής οικονομίας, του άτρωτου ηγέτη.

Το ηγετικό προφίλ του Τραμπ είναι χτισμένο στα καλούπια των τηλε-ευαγγελιστών, όπως ο Jerry Falwell η ο Jim και η Tammy Baker. Ο Τραμπ όπως και οι τηλε -ευαγγελιστές απευθύνεται στο θυμικό και απευθύνεται σε πιστούς όχι σε ορθολογικούς πολίτες. Ο τζακσονικός λαικισμός του, το πομπώδες decorum από τα reality shows, και η ανταλλακτική νοοτροπία του κτημασομεσίτη στοιχειοθετούν την πολιτική του αρματωσιά. Ο Τραμπ προσπαθεί να προσηλυτίσει πολίτες δυσαρεστημένους από το σύστημα, κοινωνικά στρώματα που άφησε πίσω η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση, και να τους μετατρέψει σε πιστούς. Έχει δημιουργήσει οπαδούς που πιστεύουν τα λεγόμενα του χωρίς βάσανο, χωρίς έρευνα, χωρίς αξιολόγηση. Κυβερνάει αναπαράγοντας την συνομωσιολογία, και τις δεισιδαιμονίες του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παράλληλα, υποδαυλίζει τις κοινωνικές αναταραχές και δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του. Η πόλωση και ο διχασμός είναι το πολιτικό του καύσιμο γιατί είναι η συγκολλητική ουσία της εκλογικής του βάσης.

Αυτή ήταν κατά βάση και η προεκλογική του τακτική. Δεν ξεδίπλωσε ούτε πρόγραμμα, ούτε όραμα για την επόμενη τετραετία. Δεν υπεραμύνθηκε πολιτικών. Δεν ανέλαβε καν την ευθύνη των χερισμών για την πανδημία.

Άρθρωσε μόνο δοξασίες. Το αφήγημα του είναι ότι η Αμερική είναι ισχυρότερη από ποτέ, έχει την ισχυρότερη οικονομία, ξεπερνάει την πανδημία, και ο ίδιος είναι ο καλύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ από τον Λίνκολν και μετά. Η νομιμοποίηση της εξουσίας του δεν στηρίζεται σε βεμπεριανά ορθολογικά κριτήρια αλλά στην δημοφιλία της καλτ πολιτικής του περσόνας σε ένα κομμάτι της κοινωνίας.

Η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, που βασίστηκε και προήγαγε τον ορθολογισμό, την καινοτομία, και τις επιστήμες έχει ίσως την πλέον σκοταδιστική ηγεσία της ιστορίας της.

Η πολιτική λογική λέει ότι ο Τραμπ θα ηττηθεί στις εκλογές. Θα ηττηθεί πρωτίστως για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία και δευτερευόντως από τον Μπάιντεν. Ο αντισυστημικός του λόγος δεν πείθει το ίδιο μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, οι φυλετικές διακρίσεις και το ακραία πολωτικό και διχαστικό κλίμα έχουν δημιουργήσει κόπωση στην αμερικανική κοινωνία.

Το ανησυχητικό είναι ότι ο Τραμπ, για πρώτη φορά στην ιστορία της Αμερικής, προεξοφλεί νοθεία στις εκλογές και αφήνει να αιωρείται ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών αν χάσει. Χτίζει προσεκτικά μια νομιμοποιητική βάση αμφισβήτησης του αποτελέσματος. Εάν η ήττα του είναι σαρωτική δεν θα έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Εάν όμως είναι οριακή τότε είναι πολύ πιθανόν η Αμερική να αντιμετωπίσει συνταγματική κρίση.

Σε κάθε περίπτωση ο Τραμπ είναι το σύμπτωμα και ο επιταχυντής μια βαθιάς και δομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Αμερική. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση εκτόξευσαν τις ανισότητες και θάμπωσαν το αμερικανικό όνειρο. Οι οικονομικές ανισότητες, οι φυλετικές διακρίσεις, η εργαλειοποίηση των ταυτοτικών πολιτικών έχουν ρηγματώσει την συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας. Το κύρος των ΗΠΑ στο εξωτερικό έχει πληγεί.

Θα χρειαστεί πολύ περισσότερο από μια αλλαγή στο Λευκό Οίκο για να αντιμετωπιστούν τα αίτια της πολύπλευρης κρίσης. Εάν οι εκλογές φέρουν ένα “μπλε κύμα”, δηλαδή τον έλεγχο του Λευκού Οίκου αλλά και του Κογκρέσσου από τους Δημοκρατικούς, τα πράγματα θα είναι ευκολότερα. Ακόμη, όμως, και στο ιδανικό σενάριο για τους Δημοκρατικούς, ο 77χρονος Μπάιντεν θα έχει να ανέβει ένα βουνό για να επουλώσει τις πληγές της Αμερικής και να την οδηγήσει στην ανάκαμψη.

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

H προβολή ηγεμονικής και επεκτατικής πολιτικής από την Τουρκία προκαλεί ευρύτερη αστάθεια και αναβιώνει το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα.
Στον 19ο αιώνα το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής. Η επικείμενη κατάρρευση και ο διαμελισμός της απασχολούσαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε από μια σειρά πολέμους και συνθήκες. Με την συνθήκη της Λωζάνης συντελέστηκε η γενέθλια πράξη του διάδοχου τουρκικού κράτους.

Μετά την καταστροφή του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου ήρθε και η παρακμή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στο νέο διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου που ανέτειλε, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική, είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.

Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η Τουρκία ήταν, πλέον, ένας “γεωοπολιτικός μεντεσές” που συνέδεε την περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας και τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές χώρες, με την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.

Την αρχιτεκτονική αυτή ακολούθησαν απρόθυμα οι Ευρωπαίοι και, αρχικά, και η Τουρκία. Με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι οι δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, δηλαδή η Ευρώπη αλλά και η Τουρκία, δεν επιθυμούσαν την ένταξη. Είχαν, για διαφορετικούς λόγους, μια εργαλειακή αντίληψη για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας που θα κατέληγε, ενδεχομένως, σε μια ειδική σχέση.

Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, πλέον, καταρρεύσει. Τόσο λόγω των αλλαγών στο διεθνές σύστημα, όσο και λόγω των εσωτερικών αλλαγών στην Τουρκία. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τους περιορισμούς της δυτικής ορθοδοξίας. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με την μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Παράλληλα, οι εσωτερικές εξελίξεις και ο κοινωνικός μετασχηματισμός που έφερε ο Ερντογάν άνοιξαν στην Τουρκία άλλους ορίζοντες. Η Ερντογανική Τουρκία, με την πάροδο του χρόνου, άλλαξε ταυτότητα και πολιτική. Από κοσμικό δυτικόστροφο κεμαλικό κράτος, απέκτησε ισλαμική ταυτότητα και νεοοθωμανικές βλέψεις μεγάλης δύναμης.

Η νέα Τουρκία θέλει να σπάσει και τα τελευταία δεσμά του κεμαλισμού. Τις συνθήκες που περιορίζουν την επιρροή της και την επικράτεια της. Η Τουρκία προβάλει ηγεμονικές επιδιώξεις και εγείρει αξιώσεις στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.

Οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσταθεροποιούν την περιοχή και αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα.

Απέναντι σε αυτήν την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη για την αναξιοπιστία της Τουρκίας, την απομάκρυνση και την απόκλιση των συμφερόντων της, πλέον, με την Δύση. Δεν υπάρχει, όμως, αξιόπιστη και συνολική εναλλακτική στρατηγική. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η λογική είναι να μην χαθεί πλήρως και οριστικά η Τουρκία για την Δύση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Το βαθύ κατεστημένο της Αμερικής διεύρυνε την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία στη χώρα μας.

Η Ελλάδα, σε αυτό το περιβάλλον, μέχρι στιγμής, κινήθηκε με επιτυχία. Προέβη σε αξιόπιστη προβολή αποτρεπτικής ισχύος, ενίσχυσε τις διμερείς και τριμερείς συμμαχίες, λειτούργησε μέσα στους διεθνείς θεσμούς.

Η πρόκληση για την ελληνική διπλωματία, πλέον, είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους για την φύση του τουρκικού προβλήματος. Για την επανεμφάνιση δηλαδή του ανατολικού ζητήματος. Να πείσει την Δύση ότι η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων δεν αφορά μόνον την Ελλάδα αλλά, κυρίως, την Δύση και τα συμφέροντα της. Και ότι η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στην πυροσβεστική παραίνεση της αποκλιμάκωσης της έντασης και της έναρξης διαλόγου. Πρώτον, γιατί διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει πάνω σε παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Και δεύτερον, γιατί η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στον κατευνασμό της Τουρκίας μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Τα ζητήματα πλέον υπερβαίνουν την αντιπαράθεση Ελλάδας Τουρκίας. Η μεγάλη πρόκληση της Ελληνικής διπλωματίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι ο στρουθοκαμηλισμός δεν πρόκειται να λύσει το νέο ανατολικό ζήτημα. Απαιτείται αλλαγή στρατηγικής απέναντι στη Τουρκία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” στις 20-09-2020.

Αμερικανική τραγωδία

Αμερικανική τραγωδία

Η Αμερική διανύει μια προεκλογική περίοδο χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Δύο μήνες πριν από τις εκλογές η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας τριπλής κρίσης. Η πανδημική κρίση παραμένει εκτός ελέγχου, η ανεργία, ως συνέπεια της πανδημίας, βρίσκεται στο 8,4%, και οι κοινωνικές αναταραχές από τις φυλετικές διακρίσεις δεν έχουν κοπάσει. Η διαχείριση της πανδημίας από τον Τραμπ ήταν καταστροφική. Εδειξε ολιγωρία, ανεπάρκεια, έλλειψη συντονισμού με τις πολιτείες, επιρρίπτοντας συνεχώς τις ευθύνες σε τρίτους, και απαξιώνοντας την επιστημονική γνώση.

Παράλληλα, η αστυνομική βία εις βάρος των Αφροαμερικανών ξανάφερε στην επιφάνεια το συστημικό πρόβλημα του ρατσισμού στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ κατηγορείται ότι με έναν υπόρρητο ρατσισμό υποδαυλίζει τις κοινωνικές αναταραχές για να απευθυνθεί, στη συνέχεια, στους λευκούς ψηφοφόρους του με το πρόταγμα νόμου και τάξης.

Αυτή η τριπλή κρίση έρχεται σε μια συγκυρία που το πολιτικό και το κοινωνικό περιβάλλον ήταν ήδη βεβαρημένο στις ΗΠΑ. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές από την εποχή του Ρίγκαν και μετά ανέτρεψαν το κοινωνικό συμβόλαιο των πολιτικών του New Deal του Ρούσβελτ. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση εκτόξευσαν τις ανισότητες και θάμπωσαν το αμερικανικό όνειρο.

Ο Τραμπ αναρριχήθηκε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος τις ανισότητες, το αντισυστημικό ρεύμα, και τις διαιρέσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Εκτοτε, κάνει ό,τι μπορεί για να τα υποδαυλίζει. Ο αντισυστημικός του λόγος, η προστατευτική οικονομική πολιτική, η σκληρή στάση του στο Μεταναστευτικό, οι εμπορικές αψιμαχίες με την Κίνα και την Ευρώπη, θυσίασαν πλεονεκτήματα της Αμερικής στον βωμό της ψηφοθηρίας στα εργατικά και αγροτικά στρώματα. Πολιτεύεται με διχαστική και πολωτική ρητορική, εργαλειοποιεί ταυτοτικές πολιτικές, και παραποιεί συστηματικά την αλήθεια.

Η υπερδύναμη που βασίστηκε στον ορθολογισμό, τις επιστήμες, και την καινοτομία, κυβερνιέται από έναν πρόεδρο που αναπαράγει τη συνωμοσιολογία και τις δεισιδαιμονίες του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Παραμονές των εκλογών ο Τραμπ φαίνεται να ανασύρει από την πολιτική εργαλειοθήκη ό,τι θεμιτό ή αθέμιτο μέσο υπάρχει για να παραμείνει στην εξουσία. Προσπαθεί να ακυρώσει την επιστολική ψήφο, καλεί τους οπαδούς του να ψηφίσουν δύο φορές, και αφήνει να αιωρείται ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών αν χάσει. Η κοπτοραπτική στην εκλογική γεωγραφία (gerrymandering) και η προφανής προσπάθεια του Τραμπ να καταπιέσει την ψήφο με κάθε τρόπο καθιστούν κάθε πρόβλεψη επισφαλή.

Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν, πλέον, ότι πάμε σε εκλογές χωρίς αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι θα υπάρξει αμφισβήτηση του αποτελέσματος που θα οδηγήσει σε χρονοβόρες επανακαταμετρήσεις και νομικές διαδικασίες. Τα σενάρια που ακούγονται και γράφονται ξεπερνούν κάθε φαντασία. Από την απλή αμφισβήτηση του αποτελέσματος, όπως έγινε το 2000 από τον Μπους ενάντια στον Γκορ, έως τη μονομερή αυτοανακήρυξη του προέδρου Τραμπ σε νικητή των εκλογών ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, θα δοκιμαστούν τα θεσμικά αντίβαρα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Στην περίπτωση που οι εκλογές θα διεξαχθούν ομαλά, και υπάρξει αλλαγή στον Λευκό Οίκο, η επιστροφή στην κανονικότητα δεν θα είναι μια αυτόματη διαδικασία. Αν η πολιτική έχει μια παιδαγωγική πτυχή η προεδρία Τραμπ διέφθειρε το δημοκρατικό ήθος και τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Νομοσχέδιο υπουργείου Παιδείας: μια διδακτική ιστορία

Νομοσχέδιο υπουργείου Παιδείας: μια διδακτική ιστορία

Το 1982 το ΠΑΣΟΚ κατάργησε την αξιολόγηση και τα πρότυπα σχολεία. Μετά από τρεις δεκαετίες, αφού η χώρα πλήρωσε ακριβά το κόστος του λαϊκισμού, το ΠΑΣΟΚ έκανε πλήρη αναστροφή στα θέματα αυτά.

Ο κ. Τσίπρας, στη συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, έδειξε ότι δεν διδάσκεται από την ιστορία. Επέμεινε στο λαϊκισμό και την ισοπέδωση που χαρακτήρισαν την κυβερνητική του πολιτική στην Παιδεία. Τότε που ξήλωσε με τυφλή μανία το σύνολο των εκπαιδευτικών αλλαγών που είχε νομοθετήσει και εφαρμόσει η προηγούμενη κυβέρνηση.

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, με υπουργό Παιδείας τον γράφοντα, είχε κάνει μια ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μετά από μακροχρόνιο εθνικό διάλογο. Με τον νόμο 4186/2013 ξαναδώσαμε στο Λύκειο την παιδευτική του αυτονομία. Αναμορφώσαμε το ωρολόγιο πρόγραμμα. Στρέψαμε τη μαθησιακή διαδικασία από την παπαγαλία στην έρευνα δίνοντας έμφαση στην ερευνητική μεθοδολογία (το μάθημα του πρότζεκτ).

Καθιερώσαμε την Τράπεζα Θεμάτων, καθώς και τον υπολογισμό των βαθμών των τάξεων του λυκείου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Καθιερώσαμε τη βάση του 10 στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά για την προαγωγή των μαθητών στο Λύκειο. Αυξήσαμε τις ώρες διδασκαλίας για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα από 14 σε 20 ώρες εβδομαδιαίως για τη μείωση της παραπαιδείας. Επαναφέραμε και ενισχύσαμε τον θεσμό των προτύπων πειραματικών σχολείων, με εξετάσεις αντί κλήρωσης. Θεσμοθετήσαμε τη διαδικασία αξιολόγησης των καθηγητών και δασκάλων (Ν. 4142/2013 & Π.Δ. 152/2013). Ακολούθως, αξιολογήσαμε με απόλυτα διαφανείς διαδικασίες και κριτήρια 1.200 στελέχη της εκπαίδευσης, και ξεκινήσαμε την αξιολόγηση των Διευθυντών Σχολείων. Για την αδιάβλητη διαδικασία της αξιολόγησης θεσμοθετήσαμε την Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Όλα αυτά τα ξήλωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη Βουλή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επανέφερε, μαζί με άλλες σημαντικές ρυθμίσεις, τα κυριότερα στοιχεία αυτής της μεταρρύθμισης.

Οι θέσεις που διατύπωσε ο κ. Τσίπρας στη Βουλή είναι βαθιά αναχρονιστικές. Είναι, επίσης, αναντίστοιχες με τις ανάγκες των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων που θέλει να εκφράσει. Επέκρινε τα πρότυπα σχολεία ως ελιτίστικα. Δεν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για «αταξικά σχολεία» που βελτιώνουν την κοινωνική κινητικότητα και λειτουργούν ως φάρος ποιότητας για όλη τη δημόσια εκπαίδευση.

Δεν αντιλαμβάνεται ότι πολιτικές όπως η τράπεζα θεμάτων επαναφέρουν τη γνωσιακή διαδικασία στην τάξη, μειώνοντας την παραπαιδεία.

Ο κ. Τσίπρας μίλησε για επιθεωρητισμό για να φορτίσει πολιτικά και να ακυρώσει την αξία της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση, όμως, είναι απαραίτητη διαδικασία για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού συστήματος. Εκπαίδευση χωρίς αξιολόγηση είναι το εκκολαπτήριο μιας απομονωμένης, επαρχιώτικης, μη ανταγωνιστικής κοινωνίας. Οδηγεί σε ένα γαλατικό χωριό. Στον σύγχρονο κόσμο, η αξιολόγηση είναι μια συνεχής και επαναλαμβανόμενη διαδικασία για όλους.

Οι πολίτες αξιολόγησαν αρνητικά τον κ. Τσίπρα στις τελευταίες εκλογές. Ένας από τους κύριους λόγους ήταν η πολιτική του στο χώρο της παιδείας. Ας το ξανασκεφτεί.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Η Αμερική μετά την κρίση

Η Αμερική μετά την κρίση

Η Αμερική κλυδωνίζεται. Οι νεκροί από την πανδημία υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τις 150 χιλιάδες. Απώλειες υπερδιπλάσιες αυτών του Βιετνάμ σε καιρό ειρήνης. Η κυβέρνηση Τραμπ κατηγορείται για ολιγωρία, ανεπάρκεια, έλλειψη συντονισμού με τις πολιτείες και συνεχή επίρριψη ευθυνών σε τρίτους. Χαοτική την χαρακτήρισε ο Ομπάμα. Οι δημοκρατικοί κατηγορούν τον Τραμπ ότι διχάζει την Αμερική και την οδηγεί διεθνώς στην ανυποληψία. Ο Τραμπ, όμως, είναι το σύμπτωμα, βαθύτερων δομικών προβλημάτων.

Ο Φουκουγιάμα εστιάζει στις δυσλειτουργίες (gridlock) που προκύπτουν από την επικάλυψη αρμοδιοτήτων και λειτουργιών ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία, τη δικαστική, κυρίως το Ανώτατο Δικαστήριο, και το Κογκρέσο. Στη σημερινή εποχή της ακραίας πόλωσης, τα θεσμικά αντίβαρα έχουν μετατραπεί σε αγκυλώσεις κι σ’ ένα καθεστώς συνεχών βέτο (vetocracy) που δυσχεραίνουν την διακυβέρνηση.

Υπάρχουν, όμως, και οι συνέπειες της ανατροπής των πολιτικών του New Deal του Ρούζβελτ από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση. Οι ανισότητες ανάμεσα στην τεχνοκρατική κεφαλαιοκρατική ελίτ των μητροπολιτικών αστικών κέντρων και τα αγροτικά και εργατικά στρώματα διευρύνθηκαν.

Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε τις αγωνίες των φτωχότερων στρωμάτων και εξελέγη μετατρέποντας το ρεπουμπλικανικό κόμμα σε ένα τζακσονικό κόμμα λαϊκιστικού εθνικισμού. Ο αντισυστημικός του λόγος, η προστατευτική οικονομική πολιτική, η σκληρή αντιμεταναστευτική του στάση και οι εμπορικές αψιμαχίες με την Κίνα και την Ευρώπη θυσίασαν πλεονεκτήματα της Αμερικής στο βωμό της ψηφοθηρίας στα εργατικά και αγροτικά στρώματα.

Υπάρχει, τέλος, και μια αίσθηση απώλειας των πρωτείων στους δείκτες της ήπιας ισχύος.

Η καλοήθης ηγεμονία των ΗΠΑ στον πλανήτη στηρίχθηκε σε τρείς πυλώνες. Στους πόρους της, στο σύστημα θεσμών και συμμαχιών που έχτισε πάνω στις αξίες της ελευθερίας της δημοκρατίας και των ανοιχτών αγορών. Και, κυρίως, στον αέρα υπεροχής που δημιουργούσε μια κουλτούρα ικανότητας και αποτελεσματικότητας. Η Αμερική ήταν σκαπανεύς σε ό,τι καινοτόμο και προοδευτικό σε κάθε κλάδο.

Αυτή η αμερικανική υπεροχή άρχισε να αμφισβητείται μετά την 11/9, τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, τις αποτυχημένες επεμβάσεις στη Λιβύη στην Υεμένη και στη Συρία, την οικονομική κρίση του 2008, τα προβλήματα με το Μποϊνγκ 737 ΜΑΧ.

Η Αμερική μοιάζει να μην εμπνέει δέος, να μην αποπνέει επάρκεια, να φαντάζει τρωτή. Ο εφησυχασμός έφερε τη σταδιακή έκπτωση στα αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια, την έλλειψη λογοδοσίας, και μια κουλτούρα εγωιστικού ατομοκεντρισμού. Από τον πατριωτισμό του Κένεντυ, «τι μπορείς να κάνεις εσύ για την πατρίδα σου και όχι η πατρίδα σου για σένα», περάσαμε στην απενοχοποίηση της απληστίας την εποχή του Ρέιγκαν. Η απληστία είναι καλό πράγμα έλεγε ο Γκόρντον Γκέκο στην ταινία “Wall Street» του Όλιβερ Στόουν. Και ο Τραμπ έφερε τον ναρκισσιστικό λαϊκισμό υποστηρίζοντας ότι θα εκλεγόταν ακόμη και αν πυροβολούσε κάποιον στην 5η οδό.

Η κυβέρνηση Τραμπ και η διαχείριση της πανδημικής κρίσης συμβολίζουν την απώλεια των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Αμερικής. Η εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου, στη δίνη της πανδημικής και οικονομικής κρίσης, θα είναι σημείο καμπή για τη δυνατότητα της Αμερικής να ανακάμψει, και να ηγηθεί πάλι της Δύσης.

πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Υπνοβάτες σε έναν δυστοπικό κόσμο

Υπνοβάτες σε έναν δυστοπικό κόσμο

Η ίδια η πανδημική κρίση δεν είναι φορέας αλλαγών. Είναι όμως επιταχυντής εξελίξεων που είχαν ήδη δρομολογηθεί.

Από την αλλαγή του αιώνα είχαμε εισέλθει σε μια παρατεταμένη περίοδο δυστοπίας. Οι βεβαιότητές μας κατέρρεαν η μία μετά την άλλη. Η αλαζονεία από την επικράτηση στον ψυχρό πόλεμο μας οδήγησε από την θριαμβολογία του ‘89 στη δυστοπία του 21ου αιώνα.

Στο γεωπολιτικό επίπεδο, η 11η Σεπτεμβρίου οδήγησε σε στρεβλώσεις την πολιτική των ΗΠΑ οδηγώντας στην αποκαθήλωση της μονοπολικής τους ηγεμονίας. Οι αποκλίσεις και οι τριβές στον ευρωατλαντικό χώρο αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τη δυτική φιλελεύθερη τάξη. Αναθεωρητικές δυνάμεις, και κυρίως η Κίνα, αμφισβητούν συντεταγμένα, πλέον, τις ΗΠΑ αλλά και τη Δύση συνολικά.

Στο οικονομικό επίπεδο, οι κρίσεις ήταν αλλεπάλληλες αλλά ακόμη σοβαρότερες ήταν οι ανισότητες που δημιουργούσαν οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς, η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, και η τεχνολογική επανάσταση.

Οι ανισότητες δημιούργησαν κοινωνίες δυο ταχυτήτων. Διάβρωσαν τις δυτικές δημοκρατίες, απονομιμοποίησαν την πολιτική διαδικασία, εξέθρεψαν τον λαϊκισμό και τα άκρα.

Την ίδια ώρα, το δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο πλησίαζε το σημείο τήξης και σε άλλα σημεία. Το μοντέλο της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης και η πληθυσμιακή έκρηξη απομείωνε τους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη και έφερνε το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.

Αλλά και στο επίπεδο της υγείας, από το ‘85 και μετά, είχαμε αλλεπάλληλες κρίσεις: HIV, SARS, H1N1, Ebola. Ούτε οι κρίσεις αυτές, ούτε οι προειδοποιήσεις του Ομπάμα το 2014, αποδείχθηκαν αρκετές για να μας προετοιμάσουν για την κρίση πανδημίας που έφερε ο ιός CONVID19.

Η ύβρις έφερε τη δυστοπία. Οι πολιτικές ηγεσίες τρέχουν αγκομαχώντας να προστατεύσουν δημόσια αγαθά και δημόσιες δομές που είχαν αφεθεί στη λειτουργία της αγοράς, στο νόμο της προσφοράς και ζήτησης, όπως η υγεία. Οι πολίτες τέθηκαν σε κατ᾽ οίκον περιορισμό. Ο υψηλά εκτεχνικευμένος πολιτισμός που δημιουργήσαμε μας έδωσε ψευδαίσθηση ελευθερίας και συνέχειας. Μεταφέραμε την εργασία, τη διασκέδαση, ακόμη και την άσκηση στον ιδιωτικό μας χώρο. Η εικονική πραγματικότητα του χώρου και του χρόνου μέσα από διαδυκτιακές πλατφόρμες δεν μπορεί, όμως, να είναι η νέα πραγματικότητα. Η εικονική αίσθηση της ελευθερίας δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πραγματική μας ελευθερία.

Ούτε μπορούμε να κλειστούμε στο κράτος φρούριο εθνικοποιώντας την παραγωγή για να προστατευτούμε από τους ιούς και τους άλλους.

Οι ερινύες από τις εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών θα πρέπει να μας κάνουν να ξανασκεφτούμε τον τρόπο ζωής μας. Να ξανασκεφτούμε τον ρόλο και τις πολιτικές του κράτους στην προάσπιση των δημόσιων αγαθών. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η οικονομία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική.

Να ενισχύσουμε τους πολυμερείς θεσμούς σε τομείς της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Που θα οριοθετούν την οικονομική δραστηριότητα, την τεχνολογία, την κλιματική αλλαγή, την υγεία, σε έναν πλανήτη που η αλληλεξάρτηση είναι αναπόφευκτη.

Αν συνεχίσουμε να υπνοβατούμε, ο 21ος αιώνας θα αποδειχθεί όχι απλά δυστοπικός αλλά ο τραγικότερος της ανθρώπινης Ιστορίας.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”