Στερεότυπα

Στερεότυπα

Πολλές φορές προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την εξωτερική πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία με βάση το ευκταίο και όχι το εφικτό. Με βάση τις επιθυμίες μας και όχι την πραγματικότητα. Επί σειρά ετών προσπαθήσαμε να αμβλύνουμε την τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο και την Κύπρο μέσα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μια Τουρκία σε δυτική τροχιά ήταν προφανές ότι θα ήταν μια περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική Τουρκία. Η πολιτική αυτή είχε μια κάποια αξία όταν πράγματι η Τουρκία ακολουθούσε μια στρατηγική προσέγγισης με τη Δύση.

Αν και αυτό δεν την απέτρεψε, όντας μέλος του ΝΑΤΟ, να εισβάλει στην Κύπρο εκμεταλλευόμενη βεβαίως και τα δικά μας λάθη. Οπως επίσης η δυτικόστροφη τάση του κεμαλικού κατεστημένου δεν το εμπόδισε να κάνει αλλεπάλληλες κρίσεις στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα τα Ιμια. Με βάση όμως τις ευρύτερες μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις και την τότε διαφαινόμενη εδραίωση της δυτικής φιλελεύθερης θεσμικής τάξης, τις γεωπολιτικές βλέψεις της Δύσης και την τότε πολιτική της Τουρκίας, ορθά προσπαθήσαμε να εντάξουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η εκλογή του Ερντογάν φάνηκε να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Για αρκετό καιρό η Ελλάδα, αλλά και η Δύση, θεώρησε ότι στο πρόσωπο του Ερντογάν είχε βρει τον εκφραστή αυτής της πολιτικής. Ο Ερντογάν, με άλλοθι την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και όχημα τον συνεπαγόμενο εκδημοκρατισμό, αντιπαρατέθηκε με σφοδρότητα με το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο. Οταν κυριάρχησε, όμως, έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Και έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή ισλαμική ατζέντα. Βάζοντας την Τουρκία, προοδευτικά, σε τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.

«Η δημοκρατία είναι μόνο το τρένο στο οποίο επιβιβαζόμαστε μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας» είχε πει ο Ερντογάν για όσους άκουγαν. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, οι πιστοί οι στρατιώτες μας».

Η Τουρκία σταδιακά αποξενώθηκε από τις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή της προοπτική έμεινε στάσιμη και η στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ διερράγη. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν κλιμάκωσε τους λεονταρισμούς του εναντίον των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενώ, ύστερα από μια θεαματική αναδίπλωση, φαίνεται να συμπτύσσει μια ανίερη συμμαχία με τη Ρωσία. Και δυστυχώς η στροφή αυτή του Ερντογάν φαίνεται να είναι στρατηγικού και όχι τακτικού χαρακτήρα. Οι αμερικανοί σύμμαχοί μας, για κάθε ενδεχόμενο, ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια για την Τουρκία, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι μας κινούνται μεταξύ αναστολής και οριστικής ματαίωσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι τι Τουρκία θέλουμε αλλά τι Τουρκία έχουμε. Εφόσον η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας απομακρύνεται, γεννάται εκ των πραγμάτων η ανάγκη επανασχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής ή τουλάχιστον η εκπόνηση μιας εναλλακτικής πολιτικής, ενός plan B. Η αναβάθμιση της στρατηγικής μας σχέσης με τις ΗΠΑ είναι προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και οι συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά, επιστρέφοντας στη σκοτεινή περίοδο της ρεάλπολιτικ, χρειαζόμαστε μια ρεαλιστική και πραγματιστική εξωτερική πολιτική, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις, για να πετύχουμε τους στόχους μας.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Από το Brexit στο TRexit;

Από το Brexit στο TRexit;

Πριν από λίγα χρόνια η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ακουγόταν ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα μια άλλη χώρα, η Τουρκία, κόβει τις γέφυρες με τη Δύση. Και η έξοδός της από έναν άλλο δυτικό θεσμό, το ΝΑΤΟ, δεν θεωρείται απίθανο σενάριο. Σημεία των τεκτονικών αλλαγών των καιρών που ζούμε.

Η Τουρκία είναι σαν τον Ιανό. Είχε πάντοτε δύο πρόσωπα. Το ένα κοιτούσε στη Δύση ενώ το άλλο στην Ανατολή. Στις μεγάλες αναμετρήσεις του περασμένου αιώνα ήταν επιτήδεια ουδέτερη. Στη διαιρετική εποχή του ψυχρού πολέμου εντάχθηκε στο δυτικό θεσμικό σύστημα, και πρωτίστως, στο ΝΑΤΟ. Ο βίαιος κεμαλικός εκσυγχρονισμός ήταν μια προσπάθεια εκδυτικισμού της Τουρκίας με αποκορύφωμα την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Ελσίνκι.

Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία ανάλογη αυτής που είχαν απέναντι στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Επιδίωξαν να την εντάξουν στους δυτικούς θεσμούς για να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό της. Δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτόν, ένα εναλλακτικό μοντέλο δυτικόστροφης ισλαμικής δημοκρατίας για τον ισλαμικό κόσμο.

Για την Ευρώπη και την Τουρκία η τουρκική υποψηφιότητα ήταν απόρροια εργαλειακής και όχι αξιακής προσέγγισης. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με την παρότρυνση των ΗΠΑ, επιζητούσαν την παγίωση μιας στρατηγικής σχέσης με την Τουρκία προκειμένου να προωθήσουν γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι η απόκλιση της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν ετίθετο θέμα ένταξης. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία θα παρέμενε σε μια τροχιά γύρω από τη Δύση. Αλλά και η τουρκική ελίτ ουδέποτε αντιμετώπισε την Ευρωπαϊκή Ένωση γι’ αυτό που πραγματικά ήταν. Ένα φιλελεύθερο, ειρηνικό, δημοκρατικό εγχείρημα, που προσπαθούσε να ξεφύγει από την τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και τα διλήμματα του Θουκυδίδη. Η Τουρκία αντιμετώπισε την Ευρώπη με μια ανταλλακτική νοοτροπία και πάντοτε με όρους ισορροπίας των δυνάμεων.

Και μετά ήλθε ο Ερντογάν και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Ερντογάν έβαλε, σταδιακά, τέλος στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες. Αν ο Κεμαλισμός είχε γείρει την πλάστιγγα υπέρ του κοσμικού και δυτικού προσώπου του Ιανού, ο Ερντογάν πρόκρινε το ισλαμικό και ανατολικό.

Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής έφερε την κρίση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και την ανάδυση των αναθεωρητικών αυταρχικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και κυρίως η Κίνα. Το περιβάλλον αυτό δίνει στον Ερντογάν ένα συστημικό πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να βρει ερείσματα για το αυταρχικό ισλαμικό καθεστώς που έχει δομήσει.

Ο Ερντογάν δεν τραβάει απλώς το σκοινί. Περνάει τον Ρουβίκωνα για την άλλη όχθη. Προχωράει σε αλλαγή συμμαχιών. Όπως αργά αλλά σταθερά συγκέντρωσε την εξουσία γύρω από το πρόσωπό του, και εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή προοπτική εξισλαμίζοντας την Τουρκία. Όπως εγκατέλειψε την παραδοσιακή στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και υιοθέτησε έναν βιτριολικό αντισημιτισμό και αντιαμερικανισμό. Έτσι και τώρα, αργά αλλά σταθερά περνάει στον αστερισμό των αυταρχικών δυνάμεων εγκαταλείποντας τη Δύση.

Η Δύση του επισείει την απειλή της εξόδου από το ΝΑΤΟ, αλλά ο Ερντογάν φαίνεται ότι έχει μπε σε μια πορεία χωρίς επιστροφή.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “Αντίλογος”

Ένας Κινέζος στην Ευρώπη

Ένας Κινέζος στην Ευρώπη

Ο Πρόεδρος της Κίνας περιοδεύει την Ευρώπη κλείνοντας μεγάλες εμπορικές συμφωνίες πολλών δισ. στα πλαίσια της πολιτικής “one belt one road”. Και κυρίως καθησυχάζοντας τους φόβους των Ευρωπαίων για την αλματώδη κινεζική οικονομική διείσδυση στην Ευρώπη αλλά και τη συνολική γεωπολιτική προβολή ισχύος στην Ευρασία.

Η Κίνα, με την πρωτοβουλία της πολιτικής του “one belt one road”, ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα περιφερειακών οικονομικών οργανισμών και συμμαχιών που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος και απειλή για τα δυτικά συμφέροντα. Ιστορικά, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους και σε έναν ψυχρό πόλεμο προκειμένου να αποτρέψουν τον έλεγχο της Ευρασίας από μια ηγεμονική δύναμη και να επιβάλουν τη δική τους ηγεμονία. Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι ο σοβαρότερος παράγοντας που ανησυχεί την αμερικανική υπερδύναμη.

Η Κίνα, όμως, δεν εγείρει αξιώσεις βίαιης ανατροπής της σημερινής ισορροπίας στο διεθνές σύστημα, που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν ηγεμονικό πόλεμο. Αντίθετα, προσανατολίζεται σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αυτό γίνεται για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω εγγενών αδυναμιών, όπως η στρατιωτική της αδυναμία και οι εσωτερικές της ανισότητες.

Δεύτερον, λόγω διαφορετικών πολιτισμικών παραστάσεων και αξιών που οδηγούν σε μια στρατηγική σκέψη και κουλτούρα διαφορετική από αυτή της Δύσης. Τα μεγάλα κινεζικά κείμενα του Σουν Τζου και του Σουν Μπιν για τη στρατηγική και την τέχνη του πολέμου βοηθούν στην αποκωδικοποίηση της κινεζικής στρατηγικής. Σύμφωνα με αυτά, η επιτυχία της στρατηγικής εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη σωστή ανάλυση της δυναμικής της εκάστοτε συγκυρίας και η μετατροπή της προς όφελός σου.

Η Κινεζική στρατηγική δεν επιδιώκει την κυριαρχία μέσα από μια καθοριστική αντιπαράθεση, αλλά τη βελτίωση της θέσης της Κίνας μέσα από μια σειρά κινήσεων. Η φιλοσοφία τους είναι μια συνεχής διαδικασία συσσώρευσης σχετικών κερδών παρά η απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο. Ως έθνος με πολιτισμό που πάει πίσω πέντε χιλιετηρίδες, οι Κινέζοι έχουν μια διασταλτική αίσθηση του χρόνου. Μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα σε άμεσα και χρόνια συμφέροντα και στόχους, που μπορεί να υπερβαίνουν τα χρονικά όρια μιας γενιάς.

Επομένως, η Κίνα δεν φαίνεται, στο άμεσο μέλλον, να επιχειρήσει να αμφισβητήσει ή να ανατρέψει την τρέχουσα διεθνή τάξη. Αντίθετα, επικεντρώνεται στη μεγιστοποίηση του οικονομικού της οφέλους μέσα από το παρόν διεθνές οικονομικό σύστημα. Προς το παρόν τουλάχιστον, ισχυροποιεί τη θέση της στο πλανήτη χωρίς να απειλεί την κυριαρχία άλλων κρατών, αλλά διασφαλίζοντας πρόσβαση στις αγορές τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ανάδυση της Κίνας θα οδηγήσει σε μια οικονομική αλληλεξάρτηση με τη Δύση ή στην παγίδα του Θουκυδίδη, δηλαδή σε έναν στρατηγικό ανταγωνισμό.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Αναδίπλωση

Αναδίπλωση

Η Αμερική οδηγήθηκε σε πλανητική υπερεπέκταση στη μεταψυχροπολεμική εποχή για τρεις κυρίως λόγουςΠρώτον, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε ένα γεωπολιτικό κενό, που σχεδόν αυτόματα, με κεκτημένη ταχύτητα, έσπευσαν να πληρώσουν οι ΗΠΑ ως μόνη πλανητική δύναμη. Δεύτερον, η ιδεολογική επικράτηση έναντι του σοβιετικού κομμουνισμού έφερε ένα κλίμα ευφορίας και θριαμβολογίας στη Δύση και ψευδαισθήσεις για το τέλος της ιστορίας και της εξάπλωσης των δυτικών ιδεών στον υπόλοιπο πλανήτη. Τρίτον, η ψυχροπολεμική εποχή είχε δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα στον τρόπο σκέψης και διαμόρφωσης της στρατηγικής. Αυτό το υπόδειγμα, μαζί με τα επιμέρους γραφειοκρατικά συμφέροντα του τεράστιου γραφειοκρατικού θεσμικού πλαισίου του Ψυχρού Πολέμου, εμπόδισαν οποιαδήποτε σκέψη αναδίπλωσης. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου όλο αυτό το οικοδόμημα απέκτησε ένα νέο raison d’ étre.

Τρεις δεκαετίες πλέον, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η στρατηγική της επέκτασης δίνει τη θέση της στη στρατηγική της αναδίπλωσης για μια σειρά από λόγουςΠρώτον, η επεκτατική στρατηγική έφερε αντίδραση και ανταγωνισμό. Δεύτερον, ακόμη και για μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, το κόστος της επεκτατικής στρατηγικής αποδείχθηκε δυσθεώρητο. Σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 2008, και την πολιτική του “τζαμπατζή» στα θέματα ασφάλειας από τους συμμάχους τους, η πολιτική αυτή έπαψε να έχει ερείσματα στο κατεστημένο και την αμερικανική κοινωνία. Οι ΗΠΑ επίσης αντιλήφθηκαν ότι η παγκοσμιοποιημένη φιλελεύθερη ηγεμονία συνάντησε οξεία αντίδραση και οδήγησε στην ενδυνάμωση των εθνοτικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τη σταδιακή επιστροφή στο υπόδειγμα του ρεαλισμού στη διαμόρφωση της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής. Στοχαστές όπως ο Mearsheimer, ο Stephen Walt και ο Barry Posen υποστηρίζουν μια ρεαλιστική πολιτική αυτοσυγκράτησης που ιεραρχεί τρεις απειλές για τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα και σκιαγραφεί μιαν άλλη στρατηγική αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών στη θέση της πλανητικής επέκτασης. Τα ζητήματα αυτά είναι η ισορροπία ισχύος στην Ευρασίατο ζήτημα της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων και η αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. Ο περιορισμός του φάσματος των στρατηγικών απειλών κατά των αμερικανικών συμφερόντων οδηγεί σε μια στρατηγική αυτοσυγκράτησης. Αυτή η σχολή σκέψης σε συνδυασμό με το “America First” της κυβέρνησης Τραμπ κυριαρχεί σήμερα στη διαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετεί τη σχολή της αυτοσυγκράτησης καθώς συνδυάζεται αρμονικά με τον προστατευτισμό στην οικονομική πολιτική της, την ανταλλακτική νοοτροπία (transactionalism) του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική και τον λαϊκισμό. Ο Τραμπ, με τον τρόπο αυτό, εκμεταλλεύεται πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινωνίας από τον συνεχή παρεμβατισμό των ΗΠΑ, για να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο.

Η πολιτική της αυτοσυγκράτησης, ή αναδίπλωσης, όμως, δημιουργεί ένα συστημικό κενό. Ένα κενό το οποίο θα σπεύσουν να πληρώσουν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, και κυρίως η Κίνα. Αν αυτή η πολιτική πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά, στην περίπτωση μιας δεύτερης θητείας Τραμπ, θα οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση των πλανητικών ισορροπιών μέσα από εντάσεις και αστάθεια.

δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Στο σημερινό διεθνές σύστημα οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, η ισχυρότερη δύναμη. Η Κίνα, με την πολιτική του “one belt one road” ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα ανταγωνιστικών διεθνών οικονομικών θεσμών. Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος.

Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η αμερικανική κυριαρχία.

Το πρόβλημα για τη Δύση είναι ότι ενώ η Αμερική του Τραμπ αποδομεί τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης που η ίδια οικοδόμησε και επί σειρά ετών εξυπηρέτησαν τα αμερικανικά και τα δυτικά συμφέροντα, η Κίνα οικοδομεί περιφερειακούς οικονομικούς οργανισμούς και συμμαχίες που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τάσεις των συνολικών δεικτών ισχύος, η Κίνα θα έχει εξισορροπήσει τις ΗΠΑ μέχρι το 2040. Είναι ήδη η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί είναι υψηλότεροι αυτών της Αμερικής, κι ενώ πριν από 25 χρόνια αποτελούσε το 2% της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα αποτελεί το 15%. Εννέα από τις 20 σημαντικότερες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι κινεζικές. Η συμμετοχή της Κίνας στις τεχνολογικές αλλαγές, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού της συστήματος και η βελτίωση των διοικητικών της δομών είναι τα θεμέλια της πλανητικής της ανάδυσης.

Η ενδυνάμωσή της θα οδηγήσει, νομοτελειακά, σε αξιώσεις συστημικής αλλαγής. Γιατί η ιστορία διδάσκει ότι με την αύξηση των δυνατοτήτων αναθεωρούνται και διευρύνονται οι στόχοι και οι φιλοδοξίες.

Η πολιτισμική ασυμβατότητα της Κίνας με τις ΗΠΑ οξύνει τον ανταγωνισμό και δυσχεραίνει την ενσωμάτωσή της στο σύστημα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης με όρους «υπεύθυνου μετόχου». Η Κίνα, όπως έγραψε ο Κίσινγκερ, είναι μια πολιτισμική δύναμη, που έχει διαφορετική αντίληψη για το διεθνές σύστημα και την διεθνή τάξη από τις ΗΠΑ. Η κινεζική πρόσληψη της διεθνούς τάξης είναι ιεραρχική με βάση την υποταγή στην υπέρτερη ισχύ. Σε αντίθεση με την δυτική εκδοχή της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, όπου η αμερικανική ηγεμονία προσπαθεί να προωθήσει τη δημοκρατία και τους κανόνες δικαίου μέσα σε ένα περιβάλλον Χομπσιανής αναρχίας.

Η Κινεζική στρατηγική υπακούει σε μια φιλοσοφία σταδιακής, επαυξητικής συσσώρευσης σχετικών κερδών (relative gains) παρά σε μια απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο με στόχο την εξαφάνισή του. Με την έννοια αυτή, η κινεζική στρατηγική δεν στοχεύει σε μια συστημική αλλαγή μέσω ενός ηγεμονικού πολέμου, αλλά σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αντίστροφα, στη δυτική δημόσια σφαίρα η συζήτηση για την Κίνα έχει περάσει στο επόμενο στάδιο. Όχι, δηλαδή, στο αν η Κίνα συνιστά αναθεωρητική δύναμη ικανή να επιφέρει συστημική αλλαγή, αλλά στο πώς και αν αυτή η συστημική αλλαγή μπορεί να αποτραπεί.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Οι νέοι συντηρητικοί

Οι νέοι συντηρητικοί

Λίγους μόλις μήνες πριν τις ευρωεκλογές και η γηραιά ήπειρος θυμίζει ένα ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί και πάλι. Υπόγειες και σύνθετες κοινωνικές διεργασίες συντελούνται στο ευρωπαϊκό corpus. Η παγκοσμιοποίηση ως μαινάδα, τα μεταναστευτικά ρεύματα ως κοινωνική και δημογραφική απειλή, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ως συλητής εθνικής εξουσίας και η κινούμενη άμμος των αξιακών αλλαγών δημιουργούν ένα εύφλεκτο μάγμα.

Το πρώτο κύμα αυτών των κοινωνικών διεργασιών και αντιδράσεων συνέτεινε στην άνοδο του λαϊκισμού δεξιάς και αριστερής κοπής, τη συρρίκνωση των παραδοσιακών πολιτικών οικογενειών και την απονομιμοποίηση δημοκρατικών θεσμών.

Αυτό όμως είναι το πρώτο κύμα της πλημμυρίδας. Ένα κύμα που μπορεί να αντανακλά και να εκτονώνει τις πρώτες αντιδράσεις. Υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο μιας πιο αποκρυσταλλωμένης αντιμετώπισης των προκλήσεων και των απειλών που αρχίζει να παίρνει ιδεολογική σάρκα και οστά, σε έναν νεοσυντηρητισμό με ευδιάκριτα κοινά στοιχεία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Είναι ένας μετριοπαθής συντηρητισμός, που αντλεί από την οργανική πρόσληψη της κοινωνίας του ευρωπαϊκού συντηρητισμού του 19ου αιώνα. Βλέπει την Ευρώπη ως ένα ενιαίο χριστιανικό πολιτισμό από διαφορετικά έθνη, με διακριτές γλώσσες και έθιμα. Η πρωτόλεια μονάδα οργάνωσης του έθνους είναι η οικογένεια και η θεμελιώδης ευθύνη κάθε κοινωνίας είναι να μεταλαμπαδεύει τη γνώση, το ήθος και τον πολιτισμό στις επόμενες γενιές. Η κοινωνία, με άλλα λόγια, δεν είναι το απλό άθροισμα αυτόνομων ατόμων, φορέων δικαιωμάτων.

Αυτός ο νέος συντηρητισμός είναι αντίθετος με τον γάμο μεταξύ ομοφύλων και ενάντιος στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Αντιτίθεται, όμως ταυτόχρονα, στην εξουσία των απορυθμισμένων αγορών, στη νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική λιτότητα, στον καταναλωτισμό, στη γενετική μετάλλαξη.

Θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει μετατοπιστεί από τις πολιτισμικές, αξιακές και θρησκευτικές θεμελιώδεις αξίες του σε ένα άθροισμα πολιτών στη βάση του οικονομικού συμφέροντος. Η ομογενοποίηση στη βάση της οικονομικής αποτελεσματικότητας αποχυμώνει τον ευρωπαϊκό οργανισμό από τα ιδιαίτερα εθνικά πολιτισμικά νάματα. Η δημοσιονομική λιτότητα πλήττει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και τελικά η οικονομική πολιτική δεν εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ η κοινωνική αλληλεγγύη εξαφανίζεται. Η μαζική μετανάστευση πολιτισμικά ασύμβατων ισλαμικών ομάδων απειλεί την κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο νέος ευρωπαϊκός συντηρητισμός, σε αντίθεση με τον αμερικανικό, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην κλιματική αλλαγή. Οι πεποιθήσεις του για την οικογένεια και τη σχέση των φύλων είναι επηρεασμένες από τις παραδοσιακές αξίες του Καθολικισμού.

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν αυτή η στροφή σε συντηρητικές αξίες θα εκφραστεί πολιτικά σε ένα κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα, πιο στέρεο από τον άγουρο δημαγωγικό λαϊκισμό. Όπως για παράδειγμα ο Θατσερικός και Ριγκανικός νεοφιλελευθερισμός στη δεκαετία του ‘80. Ή αν θα είναι μια στιγμιαία αποτύπωση των κοινωνικών διεργασιών της εποχής, που θα παρασυρθεί στη συνέχεια από τις επελαύνουσες δυνάμεις της τεχνολογικής επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση, διανοούμενοι, όπως ο Mark Lilla αλλά και η Pascale Tournier στο βιβλίο της Le vieux monde est de retour, μας προτρέπουν να μην τις αγνοήσουμε.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ, εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η ιστορία της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008 που συγκλόνισε και την Ευρώπη και το ευρώ δεν έχει γραφτεί ακόμη. Το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC, παρότι γίνεται με νωπά ακόμη τα γεγονότα και με πολλούς από τους πρωταγωνιστές ακόμη ενεργούς, επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση της κρίσης, τουλάχιστον όσον αφορά το ευρωπαϊκό σκέλος της.

Η κρίση, όμως, άρχισε στις ΗΠΑ όταν έσπασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων. Επιδεινώθηκε από μια σειρά κακών τραπεζικών προϊόντων με μεγάλο ρίσκο, τα παράγωγα ενυπόθηκων δανείων. Δάνεια δηλαδή που ήταν σχεδόν αδύνατον να αποπληρωθούν από τους οφειλέτες τους. Όταν έσπασε η φούσκα, οι απώλειες εξάντλησαν τα κεφάλαια των τραπεζών προκαλώντας τους κρίση ρευστότητας. Η κρίση δεν περιοριζόταν μόνο στις αμερικανικές τράπεζες αλλά εξαπλωνόταν γρήγορα και στις ευρωπαϊκές.

Στην Αμερική η κρίση αντιμετωπίστηκε από τις συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας που κράτησε τα επιτόκια χαμηλά και τύπωσε τρισεκατομμύρια δολαρίων μετατρεπόμενη σε «δανειστή έσχατης ανάγκης» (lender of last resort).

Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα έγινε «δανειστής έσχατης ανάγκης» και για τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Αυτό ήταν ασύνηθες αλλά αναγκαίο για να αποτραπεί μια μαζική πώληση αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι δανειακές ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών σε δολάρια ήταν τόσο μεγάλες, που οι αμερικανικές αρχές κατέφυγαν σε ένα ξεχασμένο μηχανισμό για να συνεχίζουν να τις δανείζουν σε δολάρια. Το μηχανισμό ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap line). Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα δάνειζε σε δολάρια δεχόμενη το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2007 μέχρι τον Αύγουστο του 2010 η ΕΚΤ άντλησε 2,5 τρις δολάρια από το μηχανισμό.

Ενώ όμως η κρίση αποκλιμακωνόταν στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη μια σειρά θεσμικών αδυναμιών και πολιτικών λαθών κλιμάκωσε την κρίση απειλώντας όχι μόνον την ευρωζώνη, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.

Η Γερμανία, έχοντας ήδη ξοδέψει 1,3 τρις για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν απρόθυμη να εγγυηθεί την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα επιβάλλοντας μια τιμωρητική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας στις προβληματικές οικονομίες της ευρωζώνης. Παράλληλα, η ΕΚΤ, επί Τρισέ, χωρίς τις τυπικές αρμοδιότητες και τη συναίνεση των Γερμανών αρνήθηκε πεισματικά να γίνει «δανειστής έσχατης ανάγκης».

Η αλλαγή ηγεσίας στην ΕΚΤ και η αποφασιστικότητα του Ντράγκι οδήγησαν σε μια σειρά μέτρων όπως η μείωση των επιτοκίων, ο δανεισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών και η αγορά κρατικών ομολόγων, που τελικά απέτρεψαν το κραχ.

Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έγινε, όμως, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, με τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Η διάψευση των προσδοκιών των πολιτών οδήγησε σε αντιελιτισμό και αντισυστημική συμπεριφορά. Οδήγησε στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και έφερε μια πολιτική έκρηξη, ένα πολιτικό μπιγκ μπανγκ. Στο κραχ του 1929 η πολιτική κρίση αποσοβήθηκε γιατί οι πολιτικές του νιου ντηλ του Ρούζβελτ, επικεντρώθηκαν στη διάσωση των πολιτών. Στην κρίση του 2008, αντίθετα, οι πολιτικές επικεντρώθηκαν κυρίως στη διάσωση των τραπεζών και ο θυμός των πολιτών συνέβαλε στην άνοδο του Τραμπ. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, η κρίση οδήγησε στην επέλαση του λαϊκισμού, δεξιάς και αριστεράς κοπής, και του εθνικισμού.

Δέκα χρόνια μετά, οι πολίτες γλύφουν ακόμη τις πληγές τους, το πολιτικό σύστημα αναδιατάσσεται, αλλά ο μύθος των αυτορυθμιζόμενων αγορών καλά κρατεί.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ακούγεται σουρεαλιστικό αλλά μάλλον είναι σημείο των καιρών που ζούμε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Αμερικανικού Κογκρέσου ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Ακούγεται εξωφρενικό ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά παίρνουμε τα λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ στα σοβαρά», σχολίασε ένα μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η αφορμή ήταν διαρροές αξιωματούχων του Λευκού Οίκου ότι κατά τη διάρκεια του 2018 ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκμυστηρευτεί στους συνεργάτες του ότι ήθελε την αποχώρηση της Αμερικής από το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ είχε, προεκλογικά, χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως απηρχαιωμένο οργανισμό ζητώντας την κατάργησή του. Μετεκλογικά είχε στραφεί εναντίον των ευρωπαίων συμμάχων ζητώντας να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Με δεδομένη τη θέση του ΝΑΤΟ, ως ακρογωνιαίου λίθου στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Τραμπ αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση οικονομικών ανταλλαγμάτων από τους συμμάχους.

Η επίμονη όμως επαναφορά του θέματος της αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ανησύχησε το αμερικανικό κατεστημένο. Κι αυτό γιατί είχαν ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και τη Συμφωνία του Ειρηνικού. Η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για την αμερικανική ασφάλεια, όμως, πυροδότησε τη λειτουργία των θεσμικών αντίβαρων του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τραμπ στη παραίτησή του επισήμανε τη σημασία των συμμαχιών.

Στα 70 χρόνια της λειτουργίας της η Συμμαχία αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι στη σοβιετική απειλή, έδωσε στην Ευρώπη τη δυνατότητα να προχωρήσει απερίσπαστη στο ενοποιητικό εγχείρημα και συνέσφιξε τις διατλαντικές σχέσεις. Όπως είχε περιγράψει με μια ατάκα ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο λόρδος Ismay, το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να κρατήσει τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω, και τους Γερμανούς κάτω».

Η επιμονή του Τραμπ αποδομεί τη Συμμαχία ακόμη και αν τελικά δεν ευοδωθούν οι προθέσεις του. Η συζήτηση, και μόνο, για ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Η δε αποχώρηση «θα αποτελούσε γεωπολιτικό λάθος επικών διαστάσεων», όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Σταυρίδης.

Η στάση του Τραμπ δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες στους Ευρωπαίους για την αμερικανική αμυντική παρουσία και την δέσμευσή τους απέναντι στη Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτές οι αμφιβολίες έχουν ήδη οδηγήσει σε διεργασίες προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.

Η αποσύνδεση, όμως, των δυο πλευρών του ευρωατλαντικού χώρου θα οδηγήσει σε μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γεωπολιτικό δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν. Και θα άφηνε τεράστιο κενό ασφάλειας στην αντιμετώπιση νέων απειλών, όπως η τρομοκρατία.

Σε μια εποχή λαϊκισμού ο Τραμπ διεγείρει τα αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην Ευρώπη και τα απομονωτικά αντανακλαστικά στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό Κογκρέσο διασφάλισε αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, ότι «το ΝΑΤΟ παρείχε την καλύτερη αν όχι τη μόνη ελπίδα ειρήνης στην εποχή μας».

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Γαλλογερμανικός άξονας: από το Ελιζέ στο Άαχεν

Γαλλογερμανικός άξονας: από το Ελιζέ στο Άαχεν

Την περασμένη Τρίτη, στο Άαχεν της Γερμανίας, την πόλη του Καρλομάγνου, η Καγκελάριος Μέρκελ και ο Πρόεδρος Μακρόν ανανέωσαν τoυς δεσμούς Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Πενήντα και πλέον χρόνια μετά την ιστορική Συνθήκη του Ελιζέ. To 1963, η Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας συμβόλιζε την ιστορική συμφιλίωση και την απαρχή μιας σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ντε Γκωλ οραματιζόταν τη γαλλογερμανική συμμαχία ως εμβρυουλκό μίας Δυτικής Ευρώπης ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ. Η αγγλοσαξωνική επικυριαρχία στην ψυχροπολεμική Ευρώπη ενοχλούσε τον Ντε Γκωλ. Θεωρούσε, μάλιστα, τη Βρετανία δούρειο ίππο των Αμερικανών στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό, την 14η Ιανουαρίου του 1963 ο Ντε Γκωλ επίσημα ανακοίνωσε την αντίθεσή του στην ένταξη της Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οκτώ μόλις μέρες πριν υποδεχθεί τον Αντενάουερ στο Ελιζέ για να υπογράψουν τη Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας.

Η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, σε τροχιά ανάκαμψης αλλά με νωπές τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τη βοήθεια των δυτικών δυνάμεων και κυρίως των ΗΠΑ. Ο Αντενάουερ επεδίωκε τον ενταφιασμό του παρελθόντος, την εξομάλυνση των σχέσεων της Γερμανίας με τους γείτονές της και την οριστική επανένταξή της στη διεθνή κοινότητα. Κάθε του κίνηση όμως γινόταν με γνώμονα την επίλυση του γερμανικού προβλήματος. Τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, δηλαδή, για την επανένωση της Γερμανίας. Και αυτό προϋπέθετε τη στήριξη του αμερικανικού παράγοντα. Γι’ αυτό όταν η Συνθήκη επικυρώθηκε από τη γερμανική Μπούντεσταγκ, η Γερμανία προσέθεσε στο προοίμιο εμφατική αναφορά στην ατλαντική στρατιωτική συνεργασία και στην ανάγκη να γίνει δεκτή η Βρετανία στις Κοινότητες.

Η Συνθήκη, πάντως, αποτέλεσε τη βάση του αποκαλούμενου γαλλογερμανικού άξονα, που τα επόμενα χρόνια έγινε η ατμομηχανή του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Όλοι σχεδόν οι διάδοχοι του Ντε Γκωλ και του Αντενάουερ συνεργάστηκαν στενά. Ο Μπραντ και ο Πομπιντού εγκαινίασαν το πρώτο σύστημα νομισματικής συνεργασίας. Ο Σμιτ και ο Ντ᾽ Εσταίν το εξέλιξαν στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Και ο Κολ με τον Μιτεράν έφτασαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ που γέννησε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα οικονομικά και στα θεσμικά ζητήματα ο γαλλογερμανικός άξονας ανέλαβε τις περισσότερες πρωτοβουλίες για την ενοποίηση της Ευρώπης.

Πενήντα έξι χρόνια μετά, ο γαλλογερμανικός άξονας ανασυντάσσεται σε ένα διαφορετικό γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Βρετανία αποχωρεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Αμερική του Τραμπ απειλεί την Ευρώπη με μείωση της αμυντικής της παρουσίας και ανταγωνισμό στις εμπορικές τους σχέσεις. Η Ενωμένη, πλέον, Ευρώπη καλείται τώρα να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί τη χειραφέτησή της από τις δυο υπερδυνάμεις χωρίς να διολισθήσει στις συνήθειες του παρελθόντος. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι σε κρίσιμη καμπή αντιμετωπίζοντας ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις. Οι ανισότητες, το μεταναστευτικό, ο λαϊκισμός, η υποχώρηση της ευρωπαϊκής ιδέας, απειλούν το ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Η επαναβεβαίωση του γαλλογερμανικού άξονα είναι αναγκαία συνθήκη για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Απομένει να δούμε αν είναι και ικανή συνθήκη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η τελευταία πράξη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Η τελευταία πράξη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Η τελευταία φάση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μοιάζει με την τελευταία πράξη μιας όπερας μπούφα. Το τέλος είναι αργόσυρτο με δραματικά αλλά και κωμικά στοιχεία. Η κυβέρνηση φτάνει σε ένα δραματικό φινάλε με την ψήφιση μιας κακής συμφωνίας για ένα εθνικό θέμα. Την ίδια ώρα που αποσυντίθεται με κωμικό τρόπο.

Είτε με προσυμφωνημένη ρήξη είτε με βελούδινο διαζύγιο, ολοκληρώνεται η κυνική συμπόρευση και συγκυβέρνηση δυο ετερόκλητων εταίρων. Η λυκοφυλία της εξουσίας αντικαθίσταται τώρα από την αποστασιοποίηση για την πολιτική επιβίωση. Η εποχή που ο κ. Τσίπρας έσφαζε στην ποδιά του Καμμένου τα αριστερά παλληκάρια, όπως τον Φίλη και τον Κοτζιά, παρήλθε. Η χρησιμότητα του Καμμένου για την «πρώτη φορά αριστερά» ολοκληρώθηκε. Όταν στην πολιτική σου απονέμουν τα εύσημα, όπως έκανε ο κ. Τσίπρας για τον Καμμένο στην προχθεσινή του συνέντευξη, σημαίνει ότι έχεις τελειώσει. Στην επόμενη συνέντευξη ο κ. Τσίπρας θα συμπεριλάβει τον Καμμένο στα mea culpa του μαζί με τον Βαρουφάκη.

Αυτό που απομένει να διαπιστώσουμε είναι πόσο καλά σκηνοθετημένη είναι η τελευταία πράξη. Γιατί «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Από την τελευταία πράξη θα φανεί αν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θα πάνε σε τακτική υποχώρηση ή σε άτακτη συντριβή στις επερχόμενες εκλογές. Θα φανεί αν οι συγκεκαλυμένες απειλές και προειδοποιήσεις που εκτοξεύονται εκατέρωθεν είναι αληθινές ή σικέ.

Στην πραγματικότητα, η στρατηγική και των δυο πλευρών αχνοφαίνεται ήδη και έχει ένα κοινό στοιχείο. Και οι δυο πλευρές χρειάζονται χρόνο. Να απολυμανθούν από τη «μιαρή συμβίωση» και να επανέλθουν στη φυσική τους πολιτική κοίτη και δεξαμενή ψηφοφόρων. Και οι δυο έχουν αρχίσει να στοχεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Στο νέο σποτάκι των ΑΝΕΛ που διέρρευσε ο Καμμένος, το τραινάκι και ο γύψος έχουν δώσει τη θέση τους σε μια κόκκινη γραμμή. Το μήνυμα είναι προφανές. Όσο μπορούσε νουθετούσε τον Αλέξη. Όταν ο Αλέξης ξεπέρασε τα εσκαμμένα, ιδίως στο εθνικό θέμα του Μακεδονικού, τράβηξε την κόκκινη γραμμή. Από την άλλη πλευρά, ο κ. Τσίπρας θα παραστεί και θα μιλήσει σε σύναξη των κεντροαριστερών φυλών, όλων των αποχρώσεων, για τη συμφωνία των Πρεσπών. Ο Καμμένος στρέφεται στα δεξιά του με εθνικιστικούς τόνους για να διασωθεί, ενώ ο κ. Τσίπρας στρέφεται στα αριστερά του προσπαθώντας να συμπήξει ένα κεντροαριστερό μέτωπο.

Θα πάμε λοιπόν, όπως φαίνεται, σε ένα προσυμφωνημένο και αργόσυρτο διαζύγιο που θα δώσει χρόνο και στις δυο πλευρές να απευθυνθούν στα ακροατήριά τους για να διασωθούν πολιτικά.

Η κυβέρνηση φαίνεται να διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης αν το ζητήσει και να επιβιώσει μιας πρότασης δυσπιστίας εφόσον την προκαλέσει η αντιπολίτευση. Θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές σε χρόνο που θα κρίνει κομματικά ωφέλιμο. Μέχρι τότε θα έχουμε κυβέρνηση μειοψηφίας, πολιτικά απονομιμοποιημένη, αλλά συνταγματικά καλυμμένη. Η παράταση της παραμονής της στην εξουσία λειτουργεί εις βάρος της χώρας αλλά οι της κυβέρνησης θεωρούν ότι λειτουργεί υπέρ τους. Στο τέλος και αυτής της τελευταίας θεατρικής πράξης θα διαπιστώσουν ότι δεν θα υπάρξει χειροκρότημα, παρά μόνον η πολιτική συντριβή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”