Η τελευταία πράξη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Η τελευταία πράξη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Η τελευταία φάση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μοιάζει με την τελευταία πράξη μιας όπερας μπούφα. Το τέλος είναι αργόσυρτο με δραματικά αλλά και κωμικά στοιχεία. Η κυβέρνηση φτάνει σε ένα δραματικό φινάλε με την ψήφιση μιας κακής συμφωνίας για ένα εθνικό θέμα. Την ίδια ώρα που αποσυντίθεται με κωμικό τρόπο.

Είτε με προσυμφωνημένη ρήξη είτε με βελούδινο διαζύγιο, ολοκληρώνεται η κυνική συμπόρευση και συγκυβέρνηση δυο ετερόκλητων εταίρων. Η λυκοφυλία της εξουσίας αντικαθίσταται τώρα από την αποστασιοποίηση για την πολιτική επιβίωση. Η εποχή που ο κ. Τσίπρας έσφαζε στην ποδιά του Καμμένου τα αριστερά παλληκάρια, όπως τον Φίλη και τον Κοτζιά, παρήλθε. Η χρησιμότητα του Καμμένου για την «πρώτη φορά αριστερά» ολοκληρώθηκε. Όταν στην πολιτική σου απονέμουν τα εύσημα, όπως έκανε ο κ. Τσίπρας για τον Καμμένο στην προχθεσινή του συνέντευξη, σημαίνει ότι έχεις τελειώσει. Στην επόμενη συνέντευξη ο κ. Τσίπρας θα συμπεριλάβει τον Καμμένο στα mea culpa του μαζί με τον Βαρουφάκη.

Αυτό που απομένει να διαπιστώσουμε είναι πόσο καλά σκηνοθετημένη είναι η τελευταία πράξη. Γιατί «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Από την τελευταία πράξη θα φανεί αν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θα πάνε σε τακτική υποχώρηση ή σε άτακτη συντριβή στις επερχόμενες εκλογές. Θα φανεί αν οι συγκεκαλυμένες απειλές και προειδοποιήσεις που εκτοξεύονται εκατέρωθεν είναι αληθινές ή σικέ.

Στην πραγματικότητα, η στρατηγική και των δυο πλευρών αχνοφαίνεται ήδη και έχει ένα κοινό στοιχείο. Και οι δυο πλευρές χρειάζονται χρόνο. Να απολυμανθούν από τη «μιαρή συμβίωση» και να επανέλθουν στη φυσική τους πολιτική κοίτη και δεξαμενή ψηφοφόρων. Και οι δυο έχουν αρχίσει να στοχεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Στο νέο σποτάκι των ΑΝΕΛ που διέρρευσε ο Καμμένος, το τραινάκι και ο γύψος έχουν δώσει τη θέση τους σε μια κόκκινη γραμμή. Το μήνυμα είναι προφανές. Όσο μπορούσε νουθετούσε τον Αλέξη. Όταν ο Αλέξης ξεπέρασε τα εσκαμμένα, ιδίως στο εθνικό θέμα του Μακεδονικού, τράβηξε την κόκκινη γραμμή. Από την άλλη πλευρά, ο κ. Τσίπρας θα παραστεί και θα μιλήσει σε σύναξη των κεντροαριστερών φυλών, όλων των αποχρώσεων, για τη συμφωνία των Πρεσπών. Ο Καμμένος στρέφεται στα δεξιά του με εθνικιστικούς τόνους για να διασωθεί, ενώ ο κ. Τσίπρας στρέφεται στα αριστερά του προσπαθώντας να συμπήξει ένα κεντροαριστερό μέτωπο.

Θα πάμε λοιπόν, όπως φαίνεται, σε ένα προσυμφωνημένο και αργόσυρτο διαζύγιο που θα δώσει χρόνο και στις δυο πλευρές να απευθυνθούν στα ακροατήριά τους για να διασωθούν πολιτικά.

Η κυβέρνηση φαίνεται να διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης αν το ζητήσει και να επιβιώσει μιας πρότασης δυσπιστίας εφόσον την προκαλέσει η αντιπολίτευση. Θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές σε χρόνο που θα κρίνει κομματικά ωφέλιμο. Μέχρι τότε θα έχουμε κυβέρνηση μειοψηφίας, πολιτικά απονομιμοποιημένη, αλλά συνταγματικά καλυμμένη. Η παράταση της παραμονής της στην εξουσία λειτουργεί εις βάρος της χώρας αλλά οι της κυβέρνησης θεωρούν ότι λειτουργεί υπέρ τους. Στο τέλος και αυτής της τελευταίας θεατρικής πράξης θα διαπιστώσουν ότι δεν θα υπάρξει χειροκρότημα, παρά μόνον η πολιτική συντριβή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ο Μαρξ στο Σόχο

Ο Μαρξ στο Σόχο

Σε μεγάλο βαθμό η λαίλαπα του λαϊκισμού είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της παγκόσμιας ελίτ. Η απόκλιση των συμφερόντων ανάμεσα στην ελίτ και το μεγάλο σώμα των κοινωνιών αυξήθηκε κατακόρυφα τις τελευταίες δύο γενιές. Το περίεργο, λοιπόν, δεν είναι η ραγδαία άνοδος του λαϊκισμού παγκοσμίως αλλά γιατί αυτή καθυστέρησε τόσο.

Το παράδειγμα της Αμερικής είναι χαρακτηριστικό. Απόφοιτοι κολλεγίων είδαν τη ζωή τους να βελτιώνεται δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, τα μητροπολιτικά κέντρα όπου ζούσαν να ακμάζουν, τις γειτονιές τους να απαλλάσσονται από την εγκληματικότητα. Η τεχνολογία βελτίωσε τη ζωή τους και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν νέες κοινότητες. Την ίδια ώρα τα εργατικά στρώματα μετρούσαν απώλειες. Οι λευκοί εργάτες, απόφοιτοι λυκείου, είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, το ίδιο και τις ευκαιρίες τους. Στις γειτονιές που μένουν αυξήθηκε η εγκληματικότητα, η χρήση των ναρκωτικών και οι μονογονεϊκές οικογένειες.

Το ξήλωμα του ρυθμιστικού πλαισίου του τραπεζικού συστήματος, που είχε μπει μετά το μεγάλο κραχ, οδήγησε στην κρίση του 2008. Η κρίση, μαζί με τις συνεχείς φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους Αμερικανούς, την άνιση κατανομή του οφέλους από την παγκοσμιοποίηση, τις ανισότητες της τεχνολογικής επανάστασης και την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους οδήγησαν τα εργατικά στρώματα στην απόγνωση. Αυτή η πολιτική, που ήταν βασικά ρεπουμπλικανική πολιτική, υιοθετήθηκε και από τους δημοκρατικούς με την «τριγωνοποίηση» του Κλίντον. Έτσι δημιουργήθηκε ένα consensus στη μετά Ρέιγκαν εποχή με έμφαση στις ανοιχτές αγορές, το ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, αγαθών και ανθρώπων. Αυτό έφερε οφέλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας χωρίς, όμως, τη διάχυση του οφέλους στη βάση της πυραμίδας. Το δημοκρατικό κόμμα, κλασσικός εκφραστής των εργατικών στρωμάτων στην Αμερική, άρχισε να χάνει την επαφή του μαζί τους. Ακολουθώντας μια ταυτοτική πολιτική άρχιζε να εκφράζει νέες κοινωνικές ομάδες, γυναίκες, νέους, γκέι, περιβαλλοντολόγους. Το αποτέλεσμα ήταν τα εργατικά και αγροτικά στρώματα της Αμερικής να μείνουν πολιτικά ανέστια. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν στους ρεπουμπλικάνους στη βάση κοινωνικών θεμάτων όπως ο πατριωτισμός, η οπλοκατοχή, οι αμβλώσεις, η θρησκεία. Παρότι τα οικονομικά τους συμφέροντα ήταν σε αντίθεση με την οικονομική πολιτική του ρεπουμπλικανικού κόμματος.

Ο Τραμπ κατόρθωσε να υφαρπάξει την ψήφο αυτών των ανθρώπων υποσχόμενος να προστατεύσει και να αποκαταστήσει θέσεις εργασίας. Στη βάση ενός οικονομικού προστατευτισμού και μιας πολιτικής ενάντια στη μετανάστευση. Ασκώντας, παράλληλα, κριτική σε αμερικανικές εταιρείες που μεταφέρουν τα εργοστάσια τους σε άλλες χώρες για να αποφύγουν το υψηλό εργατικό κόστος.

Ουσιαστικά ο Τραμπ κατάλαβε και εξέφρασε την αγανάκτηση της λευκής εργατικής τάξης. Όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και σε επίπεδο πολιτισμικό, ως ομάδα απειλούμενη από άλλες ομάδες.

Τηρουμένων των αναλογιών παρεμφερείς εξελίξεις συμβαίνουν και στην Ευρώπη. Τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν χάσει την επαφή τους με τα εργατικά στρώματα, ενώ οι φιλελεύθεροι ασχολούνται με πολιτικές ταυτότητας, χάνοντας τη μεγάλη εικόνα, όπως έγραψε πρόσφατα ο Μαρκ Λίλλα. Και η μεγάλη εικόνα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση στον τρόπο παραγωγής απειλούν, κυρίως, τα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας. Όσο οι παρούσες ελίτ αδυνατούν να το συνειδητοποιήσουν, θα εκχωρούν χώρο πολιτικής εκπροσώπησης σε κάθε είδους δημαγωγό. Κι αυτό δεν χρειάζεται να μας το θυμίσει το φάντασμα του Μαρξ στο Σόχο, 200 χρόνια μετά τη γέννησή του.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ατενίζοντας το 2019: Υπνοβάτες

Ατενίζοντας το 2019: Υπνοβάτες

Στο τέλος της προηγούμενης χιλιετίας το κλίμα στη Δύση ήταν κλίμα ευφορίας, αυταρέσκειας και θριαμβολογίας. Η Δύση είχε επικρατήσει πλήρως σε όλα τα επίπεδα. Η προσδοκία ήταν ότι ο εικοστός πρώτος αιώνας θα ήταν ο αιώνας της εξάπλωσης των δυτικών αξιών, του δυτικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στον υπόλοιπο πλανήτη. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση θα έφερναν τη νέα τάξη και στο πιο απομακρυσμένο χωριό του πλανήτη. Στο συστημικό επίπεδο, η πλήρης επικράτηση της αμερικανικής υπερδύναμης δημιουργούσε συνθήκες μονοπολισμού, μιας νέας Ρώμης.

Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της νέας χιλιετίας, το νέο αυτό πλανητικό status quo με επίκεντρο και ηγεμόνα τη Δύση αποδεικνύεται βραχύβιο. Αντίθετα, ο πλανήτης επιστρέφει σε πολιτικές πρακτικές Μεσοπολέμου. Ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης και αντικρουόμενα συμφέροντα. Μια νέα ιστορική διαλεκτική αναπτύσσεται ανάμεσα στη Δύση και «τους άλλους», που έχει και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, με το ακραίο τζιχαντιστικό Ισλάμ που πήρε μανιχαϊστικές διαστάσεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου και μετά το νεοσυντηρητικό πρότζεκτ του εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής που απέτυχε βυθίζοντας την περιοχή στο χάος και την αστάθεια. Δεύτερον, με την Κίνα που βγαίνει αργά αλλά σταθερά από το περιφερειακό καβούκι της με ηγεμονικές αξιώσεις στην πλανητική σκακιέρα. Τρίτον, μια αναθεωρητική Ρωσία που έχει επιστρέψει σε λογικές σφαιρών επιρροής. Ακολουθώντας συνάμα μια επιθετική πολιτική αποσταθεροποίησης της Δύσης μέσα από την ανάμειξή της στα εσωτερικά των δυτικών δημοκρατιών. Προκλήσεις από χώρους με αντικρουόμενα γεωπολιτικά συμφέροντα, διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και διαφορετικό τρόπο πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Δύση δεν προέρχονται μόνον από «τους άλλους». Εξίσου σημαντικές είναι οι εγγενείς προκλήσεις. Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση. Από το 1950, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από 2% κατά μέσο όρο και με χαμηλό πληθωρισμό. Οι ανισότητες όμως είναι η αρνητική όψη της παγκοσμιοποίησης που δημιουργεί κοινωνική δυσανεξία. Ενώ η κρίση του 2008 ανέδειξε και τις ατέλειες της θεσμικής οργάνωσης της ευρωζώνης. Δεύτερον, η τεχνολογική επανάσταση. Η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργούν νέες συνθήκες στον τρόπο παραγωγής. Παραδοσιακές βιομηχανίες εξαφανίζονται ή υποχωρούν ενώ κάθε ρομπότ στον χώρο παραγωγής αφήνει 6 εργάτες ανέργους. Μια νέα διαιρετική τομή προνομιούχων και μη προνομιούχων δημιουργείται, με βάση τον τεχνολογικό αναλφαβητισμό. Τρίτον, είναι ο κατακερματισμός των δυτικών κοινωνιών μέσα από τις πολιτικές ταυτότητας. Η δημιουργία μιας πολιτικής ορθότητας που βασίζεται σε έναν στείρο δικαιωματισμό είτε στα πλαίσια φυλετικής ή γενετικής ή σεξουαλικής ταυτότητας δημιουργεί ομάδες που σκέπτονται όχι ως μέλη μιας κοινωνίας αλλά μόνο ως μέλη μιας ομάδας. Τα επιμέρους δικαιώματα που εκφράζονται εξατομικευμένα ή ομαδικά χωρίς να εκφράζονται συνολικά κοινωνικά μέσα από τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών κατακερματίζουν τις κοινωνίες και δημιουργούν αντίπαλες κοινωνικές ομάδες.

Ολα αυτά μαζί με το Μεταναστευτικό και την τρομοκρατία δημιουργούν δημογραφικό και πολιτισμικό πανικό, που στην Αμερική οδήγησαν στο whitelash και την εκλογή Τραμπ. Στην Ευρώπη οδήγησαν στο Μπρέξιτ και στον λαϊκισμό αριστεροδεξιάς κοπής.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών που οδηγούν σε εθνικιστικό παροξυσμό, την κατάρρευση των πολιτικών συνεργασίας και την ανάδυση νέων μεγάλων δυνάμεων. Η δημοκρατία είναι σε υποχώρηση, οι δημαγωγοί σε άνοδο, μαζί και ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Οπως ακριβώς και στον Μεσοπόλεμο. Το στοίχημα είναι να μη βαδίσουμε ως υπνοβάτες σε μια νέα καταστροφή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Αχαρτογράφητα νερά

Αχαρτογράφητα νερά

Η Μέι επιβίωσε πολιτικά από το εσωκομματικό πραξικόπημα, παρατείνοντας την παραμονή της στην ηγεσία του κόμματος. Έχασε την υποστήριξη του ενός τρίτου των βουλευτών της αλλά το αποτέλεσμα δεν επιτρέπει πρόταση μομφής για τους επόμενους 12 μήνες τουλάχιστον. Παρά το εύρος της αμφισβήτησης, η Μέι κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί, όπως η Θάτσερ το 1990. Τότε η Θάτσερ είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο με 204 ψήφους έναντι 152 του Χεζελτάιν και 16 αποχών. Βάσει του καταστατικού των Τόρηδων απαιτούνταν και δεύτερος γύρος. Η Θάτσερ δήλωσε αρχικά αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι τέλους. Το πρωινό της 22ας Νοεμβρίου του 1990, όμως, ανακοίνωσε την παραίτησή της. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η αμφισβήτηση της ηγεσίας της Θάτσερ προήλθε από την αρνητική της στάση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, η Μέι αμφισβητείται γιατί δεν έρχεται σε πλήρη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προκειμένου να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος, η Μέι αποδέχθηκε την αποδυνάμωσή της. Δεσμεύθηκε ότι δεν θα ηγηθεί του κόμματος στις επόμενες βουλευτικές εκλογές σηματοδοτώντας την έναρξη της μάχης διαδοχής στο διχασμένο κόμμα των Τόρηδων. Αποδυναμώνεται, όμως, στην προσπάθειά της να πετύχει καλύτερη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να περάσει τη συμφωνία από τη Βουλή.

Οι συντηρητικοί ευρωσκεπικιστές θεωρούν ότι μόνο ένα σκληρό Μπρέξιτ αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση του δημοψηφίσματος του 2016. Η προσπάθειά τους, όμως, να εκθρονίσουν τη Μέι και να τοποθετήσουν στη Ντάουνινγκ κάποιον που θα διαχειριστεί ένα σκληρό Μπρέξιτ εκτροχιάστηκε.

Τους απομένει μόνο η ακραία επιλογή να συνασπιστούν με κόμματα της αντιπολίτευσης ψηφίζοντας μια πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Υπό την έννοια αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών.

Εάν το ενδεχόμενο ενός σκληρού Μπρέξιτ είναι το πιο ακραίο ενδεχόμενο, το ήπιο Μπρέξιτ, που συμφώνησε η Μέι παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να περάσει από τη Βουλή. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δείχνει ότι η Μέι δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία να περάσει τη συμφωνία από το κοινοβούλιο. Αυτό την οδηγεί σε μια τελευταία απέλπιδα διαπραγμάτευση με την ΕΕ για μια καλύτερη Συμφωνία. Στο σημείο που βρίσκεται η Ευρώπη σήμερα είναι αμφίβολο αν μπορεί να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση στη Βρετανία. Μπορεί, ενδεχομένως, σημεία της Συμφωνίας να επαναδιατυπωθούν με διπλωματική αμφισημία αλλά δεν θα αλλάξουν πρόνοιες που είναι νομικά δεσμευτικές.

Η Μέι είναι δύσκολο να βρει ψήφους ανάμεσα στους εργατικούς αν η συμφωνία δεν αλλάξει ριζικά. Είναι δύσκολο επίσης να έχει τη στήριξη του βορειοϊρλανδικού κόμματος (DUP) με το ζήτημα του συνόρου της Ιρλανδίας. Με δεδομένη την αμφισβήτηση στο ίδιο της το κόμμα, οι πιθανές επιλογές της θα είναι οι εκλογές ή ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Μόνο που καμιά από τις δύο αυτές επιλογές δεν φαίνεται ικανή να λύσει το γόρδιο δεσμό της βρετανικής αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

The skillful shepherd

The skillful shepherd

Very few Presidents in the history of the United States have been as experienced and trained to hold the highest office in the country as George H. W. Bush was.

A seasoned public servant and diplomat, he knew first hand how to manoeuvre in the meanders of the US bureucracy, the elaborate nexus of international institutions, and state interests. He had served in just about every post of significance before he was elected to the highest office of the land, becoming the 41st US President. He had served in Congress, the Central Intelligence Agency, as Ambassador to the UN and China, and as Ronald Reagan’s Vice President.

Not only did he know the world of politics and diplomacy but he had a penchant for picking the right people for the right posts, while avoiding the bureaucratic infighting that comes with strong personalities. From the indispensable James Baker to the quietly effective Brent Scowcroft, Bush’s team was formidable and functional.

His Presidency would need every bit of this expertise as it came in the midst of the most momentous events of the twentieth century. The end of the Cold War and the liberation of Eastern Europe, the reunification of Germany, the massacre in Tienanmen square and the first Gulf War.

After the fall of the Berlin Wall in 1989, the Bush  administration had to deal with the German question. He outmaneuvered the Soviet leadership every step of the way convincing them to give up the military presence of 400,000 troops on German soil and any territorial claims. At the same time he dealt with the fears of a unified Germany among western allies.

The ‘four plus two’ negotiating formula unified Germany and anchored it in NATO and the West. Bush managed friends and foes skillfully.  By avoiding victory laps and showing restraint towards the Soviets, and by consulting with and informing America’s allies of US intentions or major upcoming decisions. Eastern Europe was liberated, Germany was unified, and eventually, the Soviet Union itself disintegrated without bloodshed.

He did not have any time to rest on his laurels, however. In the midst of all this, Saddam Hussein invaded Kuwait. Saddam saw a window of opportunity in a time of change to pursue his aggressive agenda in the Middle East. ‘This will not stand’ was Bush’s response. And it didn’t. International sanctions were followed by military action by an unprecedened international coalition, including Arab states, assembled skillfully by Bush.

It was the first post Cold War crisis that would bring US and the Soviet Union side by side creating premature hopes for a new world order of superpower cooperation. Saddam was rolled back from Kuwait but Bush stopped short from invading Iraq and getting enmeshed in the quicksand of regime change in the Middle East. Some pundits and neoconservative critics accused him of leaving behind unfinished business.

Nevertheless, Bush’s prudence paid off. The rules and norms of the international order were reaffirmed. The US emerged as a benign hegemon legitimising its power, interests, and world leadership through the mantra of international institutions and its adherence to international rules.

Bush’s domestic approval ratings skyrocketed to almost 90%. Having orchestrated a peaceful transition to the post-Cold War era, and having won the Gulf War no one would have expected that he would depart office as a one-term President. His nemesis was a young governor from Arkansas who successfully turned the public’s attention away from Bush’s international triumphs to a weak economy with the telling slogan, ‘it’s the economy stupid’.

Bill Clinton reminded Bush that international triumphs may build legacies but economic records win elections. It was a lesson Clement Attlee had also taught Winston Churchill after the Second World War.   

Years later, part of Bush’s international legacy would come into question. The neocons would convince the 43rd President, the younger Bush, after 9/11, to finish the job his father had left incomplete. Bring an end to Saddam’s regime and the axis of evil and engage in an ambitious project of democratization of the Middle East. Sadam was ousted from power and brought  to justice but subsequent developments in the region rather pointed to H.W. Bush’s prudence and strengthened his legacy.

Bush did not have a Wilsonian vision of a new world order, confessing in a self-deprecating manner, that ‘he was not good with that vision thing’. But he didn’t ‘go wobbly’ as Margaret Thatcher feared. He was a pragmatic leader that managed change skillfully at a time that events were unfolding rapidly.

He did so by being deferential to his allies and magnanimous and modest to the defeated. By building alliances and coalitions as well as by avoiding unnecessary friction and conflict. He did it by being prudent.

A weak economy and a broken promise on not raising taxes cost him the election to a second term. It was an inglorious end to an illustrious career of public service.  

www.martenscentre.eu/blog

Το φάντασμα του De Gaulle

Το φάντασμα του De Gaulle

Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν μια αιρετική μορφή στο δυτικό στρατόπεδο της ψυχροπολεμικής εποχής. Στο απόγειο του ψυχρού πολέμου, οραματιζόταν μια ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, απαλλαγμένη από τη συγκατοίκηση και την επικυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων. Η Γκωλική Ευρώπη, όμως, θα ήταν συνομοσπονδία κρατών, όχι υπερεθνική ομοσπονδία. Ο Ντε Γκωλ είχε μια αμφιθυμία απέναντι στους Αμερικανούς και έτρεφε βαθιά καχυποψία για τους Βρετανούς που τους θεωρούσε τον «δούρειο ίππο» της Αμερικής στην Ευρώπη.

Αρχικά, πάντως, επιδίωξε να κινηθεί στα πλαίσια του διπολισμού του ψυχρού πολέμου. Διεκδικώντας για τη Γαλλία ισότιμη θέση με τους «Αγγλοσάξονες», στην Ατλαντική Συμμαχία. Το 1958, πρότεινε στον Αϊζενχάουερ και τον ΜακΜίλλαν ένα τριμερές διευθυντήριο για τη διαμόρφωση των στρατηγικών αποφάσεων. Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια αναστήλωσης του γοήτρου της Γαλλίας, που είχε τρωθεί στην Αλγερία και την Ινδοκίνα. Ο Ντε Γκωλ προσπάθησε, μάταια, να επαναλάβει αυτό που είχε πετύχει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν σήκωσε στους ώμους του τη Γαλλία και ξέπλυνε τη ντροπή της ήττας και της κυβέρνησης του Βισύ. Οι συνθήκες, όμως, ήταν διαφορετικές. Η αμερικανική πυρηνική υπερδύναμη δεν είχε καμία διάθεση να εκχωρήσει προνόμια συναπόφασης σε θέματα στρατηγικής σε μια παρακμάζουσα πρώην μεγάλη δύναμη της γηραιάς ηπείρου.

Ο Ντε Γκωλ που «σε όλη του τη ζωή είχε μια συγκεκριμένη ιδέα για τη Γαλλία» δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τη μεταχείριση της Γαλλίας ως υποδεέστερου εταίρου. Αποστασιοποιήθηκε εκδιπλώνοντας μια αιρετική, για την εποχή, στρατηγική. Έθεσε δύο φορές βέτο στην αίτηση της Βρετανίας για ένταξη στην ΕΟΚ, το 1963 και το 1967, ενώ συνήψε Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας με τη Δυτική Γερμανία το 1963. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ανέπτυξε την πυρηνική επιλογή της Γαλλίας, την περίφημη force de frappe. Το 1966, αφού η Γαλλία διέθετε πλέον πυρηνική αποτροπή, αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, το 1965, με την κρίση της «κενής έδρας», ο Ντε Γκωλ μπλόκαρε την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αφού είχε δημιουργήσει τις συνθήκες μια γαλλογερμανικής δυτικής Ευρώπης, που θα βασιζόταν στη γαλλική πυρηνική ομπρέλα και όχι στην αμερικανική, ο Ντε Γκωλ επιχείρησε να ενθαρρύνει ανάλογες διεργασίες στο ανατολικό στρατόπεδο. Κάνοντας ανοίγματα προς τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία του Γκομούλκα. Όλα αυτά σταμάτησαν βίαια το 1968, με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία που κατέπνιξε την «Άνοιξη της Πράγας». Η στρατηγική του Ντε Γκωλ είχε συντριβεί στις συμπληγάδες του ψυχρού πολέμου. Το 1969, λίγο μετά τον Μάη του ‘68, θα ερχόταν «το τέλος εποχής».

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Στρατηγός πρέπει να γελάει από ψηλά. Η Ευρώπη είναι ενωμένη και ελεύθερη πλέον, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Ο Βρετανικός «δούρειος ίππος» αποχωρεί οικειοθελώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Αμερικανός Πρόεδρος καταφέρεται κατά του ΝΑΤΟ και δημιουργεί συνθήκες αυτονόμησης της Ευρώπης. Και ολοένα και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, υπό το κράτος του λαϊκισμού, θέλουν να βάλουν φρένο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η ιστορία θα δείξει αν οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν στην ισχυρότερη Ευρώπη που οραματιζόταν ο Ντε Γκωλ.Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν μια αιρετική μορφή στο δυτικό στρατόπεδο της ψυχροπολεμικής εποχής. Στο απόγειο του ψυχρού πολέμου, οραματιζόταν μια ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, απαλλαγμένη από τη συγκατοίκηση και την επικυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων. Η Γκωλική Ευρώπη, όμως, θα ήταν συνομοσπονδία κρατών, όχι υπερεθνική ομοσπονδία. Ο Ντε Γκωλ είχε μια αμφιθυμία απέναντι στους Αμερικανούς και έτρεφε βαθιά καχυποψία για τους Βρετανούς που τους θεωρούσε τον «δούρειο ίππο» της Αμερικής στην Ευρώπη.

Αρχικά, πάντως, επιδίωξε να κινηθεί στα πλαίσια του διπολισμού του ψυχρού πολέμου. Διεκδικώντας για τη Γαλλία ισότιμη θέση με τους «Αγγλοσάξονες», στην Ατλαντική Συμμαχία. Το 1958, πρότεινε στον Αϊζενχάουερ και τον ΜακΜίλλαν ένα τριμερές διευθυντήριο για τη διαμόρφωση των στρατηγικών αποφάσεων. Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια αναστήλωσης του γοήτρου της Γαλλίας, που είχε τρωθεί στην Αλγερία και την Ινδοκίνα. Ο Ντε Γκωλ προσπάθησε, μάταια, να επαναλάβει αυτό που είχε πετύχει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν σήκωσε στους ώμους του τη Γαλλία και ξέπλυνε τη ντροπή της ήττας και της κυβέρνησης του Βισύ. Οι συνθήκες, όμως, ήταν διαφορετικές. Η αμερικανική πυρηνική υπερδύναμη δεν είχε καμία διάθεση να εκχωρήσει προνόμια συναπόφασης σε θέματα στρατηγικής σε μια παρακμάζουσα πρώην μεγάλη δύναμη της γηραιάς ηπείρου.

Ο Ντε Γκωλ που «σε όλη του τη ζωή είχε μια συγκεκριμένη ιδέα για τη Γαλλία» δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τη μεταχείριση της Γαλλίας ως υποδεέστερου εταίρου. Αποστασιοποιήθηκε εκδιπλώνοντας μια αιρετική, για την εποχή, στρατηγική. Έθεσε δύο φορές βέτο στην αίτηση της Βρετανίας για ένταξη στην ΕΟΚ, το 1963 και το 1967, ενώ συνήψε Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας με τη Δυτική Γερμανία το 1963. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ανέπτυξε την πυρηνική επιλογή της Γαλλίας, την περίφημη force de frappe. Το 1966, αφού η Γαλλία διέθετε πλέον πυρηνική αποτροπή, αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, το 1965, με την κρίση της «κενής έδρας», ο Ντε Γκωλ μπλόκαρε την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αφού είχε δημιουργήσει τις συνθήκες μια γαλλογερμανικής δυτικής Ευρώπης, που θα βασιζόταν στη γαλλική πυρηνική ομπρέλα και όχι στην αμερικανική, ο Ντε Γκωλ επιχείρησε να ενθαρρύνει ανάλογες διεργασίες στο ανατολικό στρατόπεδο. Κάνοντας ανοίγματα προς τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία του Γκομούλκα. Όλα αυτά σταμάτησαν βίαια το 1968, με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία που κατέπνιξε την «Άνοιξη της Πράγας». Η στρατηγική του Ντε Γκωλ είχε συντριβεί στις συμπληγάδες του ψυχρού πολέμου. Το 1969, λίγο μετά τον Μάη του ‘68, θα ερχόταν «το τέλος εποχής».

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Στρατηγός πρέπει να γελάει από ψηλά. Η Ευρώπη είναι ενωμένη και ελεύθερη πλέον, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Ο Βρετανικός «δούρειος ίππος» αποχωρεί οικειοθελώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Αμερικανός Πρόεδρος καταφέρεται κατά του ΝΑΤΟ και δημιουργεί συνθήκες αυτονόμησης της Ευρώπης. Και ολοένα και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, υπό το κράτος του λαϊκισμού, θέλουν να βάλουν φρένο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η ιστορία θα δείξει αν οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν στην ισχυρότερη Ευρώπη που οραματιζόταν ο Ντε Γκωλ.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Βαριά κληρονομιά

Βαριά κληρονομιά

Η κυβέρνηση κάνει την τελευταία της προσπάθεια να ανακάμψει πολιτικά. Πλειοδοτεί σε παροχές, καταπιάνεται με μεγάλα θέματα και προσπαθεί να σπιλώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους προκειμένου να αντιστρέψει το κλίμα. Και στα τρία αποτυγχάνει θεαματικά.

Η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής αντί να αποδώσει πολιτικά οφέλη στην κυβέρνηση, απαξιώνει συνολικά το πολιτικό σύστημα και απονομιμοποιεί τους θεσμούς. Αντί η Δικαιοσύνη να αφεθεί απερίσπαστη και ανεπηρέαστη να απονείμει δικαιοσύνη, υπάρχει μια συνεχής προαναγγελία διώξεων, και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων. Το αποτέλεσμα όμως είναι, αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύει ψηφοφόρους, να τους απομακρύνει συνολικά από τη πολιτική διαδικασία. Και να δημιουργεί μια ρεβανσιστική διάθεση στους πολιτικούς του αντιπάλους και ένα διχαστικό πολιτικό κλίμα. Το τελευταίο πράγμα, δηλαδή, που χρειάζεται μια χώρα που προσπαθεί να ανακάμψει.

Η προσπάθεια επίλυσης μεγάλων θεμάτων απέτυχε παταγωδώς. Στο Σκοπιανό επιχείρησαν να διχάσουν την αντιπολίτευση, έφεραν μια κακή συμφωνία την οποία θα περάσουν στο Κοινοβούλιο με κοινοβουλευτικούς ακροβατισμούς. Στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας κατόρθωσαν το ακατόρθωτο. Αντί να συνεχίσουν τα προσεκτικά βήματα και το σημαντικό έργο της επιτροπής Κράτους-Εκκλησίας που θεσμοθέτησε η κυβέρνησή μας, άρχισαν τις κορώνες για ιστορικές συμφωνίες. Διακηρύσσοντας ως νέο και ιστορικό αυτό που ήδη υπήρχε και λειτουργούσε. Με την πονηριά, όμως, της μετατροπής δέκα χιλιάδων κληρικών από δημοσίους υπαλλήλους σε επιδοματούχους. Με συνέπεια να δημιουργήσουν κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας και στις σχέσεις Αρχιεπισκοπής–Φαναρίου, και στο τέλος να αναγκαστούν να υποχωρήσουν.

Το ίδιο κάνουν και με τη συνταγματική αναθεώρηση. Προτάσεις πρόχειρες, πυροτεχνήματα για εντυπωσιασμό, επιπόλαιη και μικροκομματική αντιμετώπιση μιας κορυφαίας πολιτικής διαδικασίας που θα μπορούσε να συμβάλει στη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας.

Στην οικονομία πλειοδοτούν σε παροχές και διορισμούς για να αλλάξουν το πολιτικό κλίμα. Εξωραΐζουν την εικόνα της οικονομίας και πανηγυρίζουν για τον πρώτο μεταμνημονιακό προϋπολογισμό. Η πραγματικότητα όμως είναι ζοφερή. Το δημόσιο και εξωτερικό χρέος παραμένει υψηλό, όπως και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Όλα αυτά σε ένα οικονομικό περιβάλλον υψηλής ανεργίας, χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής επενδυτικής δραστηριότητας. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις καθυστερούν. Τα υπερπλεονάσματα της κυβέρνησης οφείλονται στην υποεκτέλεση δαπανών. Το κράτος, δηλαδή, δεν πληρώνει τις οφειλές στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι νέοι συνταξιούχοι περιμένουν πολλούς μήνες για να πάρουν συντάξεις. Κι ενώ η κυβέρνηση προχωράει σε παροχές και διορισμούς, οι δικαστικές αποφάσεις δημιουργούν νέες δημοσιονομικές δαπάνες. Για όλους αυτούς τους λόγους οι αγορές τιμωρούν. Οι αποδόσεις του ελληνικού ομολόγου δεκαετίας είναι στο 4,6%.

Αλλά και η ελληνική κοινωνία δεν πείθεται. Στην συντριπτική της πλειοψηφία θεωρεί ότι η χώρα πάει σε λάθος κατεύθυνση και υπάρχει ένα γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και ανησυχίας. Το μόνο αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής προσπάθειας της κυβέρνησης να διασωθεί πολιτικά είναι η επιδείνωση όλων των δεικτών διακυβέρνησης της χώρας. Αυτή θα είναι η βαριά κληρονομιά της στην επόμενη κυβέρνηση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας

Βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας

Η Τουρκία παραμένει τυπικά μια συμμαχική χώρα για τις ΗΠΑ αλλά δεν θεωρείται, πλέον, στρατηγικός εταίρος. Οι δυο χώρες έχουν πάψει προ πολλού να έχουν κοινά συμφέροντα και αξίες και οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή έλλειψη εμπιστοσύνης. Σημεία τριβής, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων και επιμέρους συμφερόντων, υπήρχαν πάντοτε στις σχέσεις των δυο χωρών. Αυτά όμως καλύπτονταν, την εποχή του ψυχρού πολέμου, από την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την απουσία κοινής απειλής η Τουρκία από εταίρος μετατράπηκε σταδιακά σε ανταγωνιστής.

Η επαναξιολόγηση της αμερικανοτουρκικής σχέσης από το αμερικανικό κατεστημένο γίνεται με αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Στην αμέσως μετά τον ψυχρό πόλεμο εποχή οι αμερικανοί συνέχισαν να βλέπουν την Τουρκία μέσα από το πρίσμα του ψυχρού πολέμου. Μέχρι και τις κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο, με κοινά συμφέροντα και αξίες και εξαγώγιμο πρότυπο δημοκρατίας για τον Ισλαμικό κόσμο. Οι προσδοκίες, όμως, των Αμερικανών για την Τουρκία διαψεύσθηκαν γρήγορα. Οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της Τουρκίας και είχαν υποτιμήσει το βαθμό απομάκρυνσης από τη Δύση της μετακεμαλικής ηγεσίας της. Η Τουρκία απέτυχε να διευρύνει την επιρροή της στη Κεντρική Ασία και, ακόμη περισσότερο, να ηγηθεί του Ισλαμικού κόσμου. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση και τη δημοκρατία.

Στην προσπάθεια της να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να μεταβάλει τις ισορροπίες ισχύος στην ευρύτερη περιοχή άρχισε να συγκρούεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από το Ιράκ και το Συριακό, τους Κούρδους της Συρίας, τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, το Παλαιστινιακό, τις σχέσεις με την Αίγυπτο και τα εξοπλιστικά προγράμματα, η Τουρκία κινείται σε αντίθετη τροχιά από τις ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Τουρκία θεωρεί ότι η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιεί την περιοχή και απειλεί την εδαφική ακεραιότητα του Τουρκικού κράτους. Και κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι υποθάλπει τον Γκιουλέν, τον στρατηγικό νου του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.

Η αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν και ο απροκάλυπτος αυταρχισμός του μετά το πραξικόπημα, έχουν επιβαρύνει περαιτέρω τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Το αμερικανικό κατεστημένο θεωρεί ότι αυτές οι μεταβολές δεν είναι επιφανειακές αλλά δομικές. Επιπλέον, η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσσία αντιβαίνει το consensus που διαμορφώνεται στο ΝΑΤΟ για τις προκλήσεις που θέτει η αναθεωρητική Ρωσσία στη Συμμαχία και τα συμφέροντα της. Σε βαθμό που στην Ουάσιγκτον να θεωρούν ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον στρατηγικός εταίρος στον νέο ανταγωνισμό Αμερικής -Ρωσίας.

Οι μεταβολές αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σημαίνουν περαιτέρω αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου και σύσφιγξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η πολιτική ελίτ της χώρας, ευτυχώς φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες. Οι πολιτικοί, όμως, είναι καταναλωτές ιδεών. Η χώρα χρειάζεται μια συνολική και συνεχή αποτίμηση των πλανητικών και περιφερειακών ισορροπιών και επαναχάραξη της εθνικής στρατηγικής.

Αυτή η παραγωγή σκέψης είναι η μεγάλη πρόκληση για την αξιόλογη διεθνολογική κοινότητα του τόπου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές: χαλινάρι στον Τραμπ

Αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές: χαλινάρι στον Τραμπ

Για τους μύστες της λειτουργίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών ήταν ένα ακόμη οδόφραγμα στην πιο βολονταριστική και αντισυστημική προεδρία που έχει βιώσει η Αμερική τις τελευταίες δεκαετίες. Η μονοκομματική κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία τελείωσε. Ένα ακόμη θεσμικό γρανάζι από τα περίφημα θεσμικά αντίβαρα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος μπαίνει σε λειτουργία για τον περιορισμό της εξουσίας του Λευκού Οίκου. Η κατάληψη της Βουλής των Αντιπροσώπων από τους Δημοκρατικούς οπλίζει τα χέρια τους με πολιτικά εργαλεία για να αρχίσουν την πολιτική αντεπίθεση κατά του Τραμπ.

Την επόμενη ημέρα των εκλογών η δημόσια σφαίρα ήταν έμπλεη απειλών και προειδοποιήσεων εκατέρωθεν. Από τους Δημοκρατικούς και τα ΜΜΕ έβγαινε ένα κλίμα πιθανών κλητεύσεων (subpoenas) του προέδρου για μια σειρά από ζητήματα, από τα φορολογικά του μέχρι την υπόθεση της ρωσικής ανάμειξης στις αμερικανικές εκλογές. Και μία πρόθεση ανάσχεσης των νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης από το σύστημα υγείας μέχρι ζητήματα φοροαπαλλαγών.

Ο Τραμπ, αφού βάφτισε το αποτέλεσμα μια μεγαλειώδη νίκη, σήκωσε το γάντι σε μια θυελλώδη συνέντευξη Τύπου. Και προειδοποίησε ότι αν η κυβέρνηση σταματήσει να λειτουργεί (gridlock), οι Δημοκρατικοί, ως πλειοψηφία, θα φέρουν και την ευθύνη. Προετοίμασε, δηλαδή, την κοινή γνώμη για ένα παιχνίδι απόδοσης ευθυνών (blame game), που η αλήθεια είναι ότι το γνωρίζει άριστα.

Επί της ουσίας, ο Τραμπ δεν νίκησε, όπως ισχυρίζεται. Αλλά και οι Δημοκρατικοί δεν θριάμβευσαν. Η ήττα του Τραμπ είναι μικρότερη από τις ήττες που είχαν υποστεί ο Ομπάμα ή ο Κλίντον στις αντίστοιχες ενδιάμεσες εκλογές του 2010 και του 1994. Ο έλεγχος της Βουλής των Αντιπροσώπων πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες των Δημοκρατικών για άσκηση ασφυκτικού ελέγχου στην εκτελεστική εξουσία, δηλαδή στον Λευκό Οίκο. Δεν σηματοδοτεί, όμως, την αναστροφή της ταλάντωσης του πολιτικού εκκρεμούς. Την εκτόνωση του πολιτικού κύματος, που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία. Ο σχηματισμός των δυνάμεων που οδήγησε τον Τραμπ στην εξουσία το 2016 παραμένει ισχυρός ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020. Ο Τραμπ παραμένει δημοφιλής στις αγροτικές και συντηρητικές πολιτείες της Αμερικής.

Αυτά είναι τα καλά νέα για τον Τραμπ. Τα καλά νέα για τους Δημοκρατικούς είναι ότι ο Τραμπ δεν διευρύνει την πολιτική του βάση. Αυτή η βάση θα παραμένει μειοψηφική σε μια πολυσχιδή, ανοιχτή και ανεκτική κοινωνία όπως η αμερικανική. Αντίθετα, η πολιτική του συμπεριφορά κινητοποίησε τη βάση των Δημοκρατικών και κυρίως τις γυναίκες, τους νέους, τους αφροαμερικανούς και τους Λατίνους. Αυτή η κινητοποίηση, μαζί με την κεντρώα στροφή του Δημοκρατικού Κόμματος και την περαιτέρω στροφή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος προς τα άκρα, δίνει ελπίδες στους δημοκρατικούς για τις επόμενες προεδρικές εκλογές.

Παραδοσιακά, οι περισσότεροι Πρόεδροι των ΗΠΑ έχουν αντιμετωπίσει ένα εχθρικό Κογκρέσο, εξ ολοκλήρου ή κατά το ήμισυ, κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Αυτό μπορεί να περιόρισε τις πολιτικές τους επιλογές, αλλά δεν καθόρισε κατ’ ανάγκην και το πολιτικό τους μέλλον.

Το σίγουρο είναι, ότι οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας, σιγά σιγά εξημερώνουν και χαλιναγωγούν μια αντισυστημική προεδρία.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Συνταγματικός καιροσκοπισμός

Συνταγματικός καιροσκοπισμός

Η κυβέρνηση, στην απέλπιδα προσπάθειά της να αλλάξει την πολιτική ατζέντα, χρησιμοποιεί τη συνταγματική αναθεώρηση ως σημαία ευκαιρίας. Υπονομεύοντας μια κορυφαία και αναγκαία πολιτική διαδικασία.

Το ισχύον Σύνταγμα έδωσε στη χώρα μια μακρά περίοδο δημοκρατικής και θεσμικής ομαλότητας. Η πολύπλευρη κρίση που δοκιμάζει τη χώρα μας μπορεί να έχει πολιτικά αίτια, αλλά όχι συνταγματικά. Δεν οφείλεται, δηλαδή, σε σοβαρές δυσλειτουργίες του Συντάγματος. Αντίθετα, το Σύνταγμα άντεξε και τις θεσμικές παρενέργειες της πολυετούς κρίσης.

Έχουν ωριμάσει, όμως, οι συνθήκες για συνταγματικές αλλαγές που θα βοηθήσουν τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας, θα ενισχύσουν το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το κοινωνικό κράτος δικαίου.

Στον τομέα του θεσμικού εκσυγχρονισμού, το βασικό ζητούμενο είναι η καταπολέμηση του πελατειακού χαρακτήρα του πολιτικού μας συστήματος, όπως γιγαντώθηκε σε συνθήκες μαζικής δημοκρατίας. Κατάργηση του σταυρού προτίμησης, μονοεδρικές περιφέρειες, ασυμβίβαστο βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας, διαφάνεια των οικονομικών των κομμάτων είναι μερικές από τις προτάσεις της επιτροπής Αλιβιζάτου προς αυτή την κατεύθυνση που πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά. Όπως και στα θέματα της βουλευτικής ασυλίας και της ποινικής ευθύνης υπουργών, πρέπει να υπάρξει εξομοίωση με τα ισχύοντα για όλους τους πολίτες.

Στο ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος, το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωσε το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και όρισε τις διατάξεις αναφορικά με τη μορφή του πολιτεύματος ως μη αναθεωρητέες. Η ιδέα της απευθείας από τον λαό εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας θα οδηγούσε σε στροφή του πολιτεύματος προς την κατεύθυνση της Προεδρικής Δημοκρατίας. Όπως, εύστοχα, έχει υποστηρίξει ο ΠτΔ και κορυφαίος συνταγματολόγος, μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε πολιτική και θεσμική δυαρχία στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας. Δυνάμει συγκρουσιακή και διχαστική, όπως μας διδάσκει η πολιτική μας ιστορία.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε τονίσει για τον τρόπο εκλογής του ΠτΔ: “Μολονότι προσωπικά με συνέφερε η άμεση εκλογή από το λαό, καθιέρωσα το σύστημα της έμμεσης εκλογής από τη Βουλή για τους εξής λόγους: Η άμεση εκλογή θα οδηγούσε σε δύο μέτωπα, ένα από τα οποία θα ήταν το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο εν συνεχεία θα επεξετείνετο σε όλες τις εκδηλώσεις της πολιτικής μας ζωής. Και πέραν αυτού, ο εκλεγόμενος Πρόεδρος θα εθεωρείτο ο αρχηγός μιας παρατάξεως, πράγμα που θα περιόριζε τον ρυθμιστικό του ρόλο».

Όλοι, όμως, συμφωνούν στην ανάγκη ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ. Την ανάγκη διόρθωσης της αναθεώρησης του 1986 που περιόρισε τις ουσιαστικές αρμοδιότητες του ΠτΔ στο ελάχιστο, μετατρέποντας το πολιτικό σύστημα σε πρωθυπουργοκεντρικό. Ζητούμενο σήμερα είναι το εύρος των αρμοδιοτήτων. Αυτό, όμως, προκύπτει από την ιστορική εμπειρία, τη φύση του πολιτεύματός μας και την ανάγκη θεσμικών αντιβάρων. Θα πρέπει, τέλος, να αποσυνδεθεί η εκλογή του ΠτΔ από τη διάλυση του Κοινοβουλίου. Όχι με την αλλαγή του εκλογικού σώματος αλλά με την εξάντληση της δυνατότητας εκλογής από τη Βουλή. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει εκλογή με απλή πλειοψηφία.

Η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να είναι διαδικασία θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας, όχι διαδικασία αποπροσανατολισμού από τα πολιτικά αδιέξοδα της κυβέρνησης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”