Παλινωδίες στα εθνικά θέματα

Παλινωδίες στα εθνικά θέματα

Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδας ζώνης) στα 12 μίλια αποτελεί αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας μας που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις. Συγκεκριμένα, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας που υπογράφηκε το 1982 στο Montego Bay και κυρώθηκε από τη χώρα μας το 1995. Στην αιγιαλίτιδα ζώνη κάθε κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, η οποία εκτείνεται στον εναέριο χώρο πάνω από αυτήν, στο βυθό και το υπέδαφός του.

Η Ελλάδα διατηρεί αιγιαλίτιδα ζώνη εύρους 6 ναυτικών μιλίων, από το 1936, επιφυλασσόμενη να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα επεκτείνοντας την αιγιαλίτιδα της ζώνη σε εύθετο χρόνο. Ο λόγος που δεν το έχει πράξει μέχρι σήμερα είναι η απειλή πολέμου (casus belli) που έχει εκτοξεύσει η Τουρκία, από το 1995, σε περίπτωση εφαρμογής από την Ελλάδα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.

Η τμηματική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 ναυτικά μίλια ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση ξαφνικά και με ρητορικές κορώνες περί επέκτασης της χώρας μας («προσθήκης μιας Θεσσαλίας»). Σημειολογία που αποφεύγουν ακόμη και μεγάλες ηγεμονικές δυνάμεις στο διεθνοπολιτικό τους λεξιλόγιο. Η μερική άσκηση του κυριαρχικού μας δικαιώματος που δεν εντάσσεται σε μια συνολική πολιτική οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών της χώρας είναι προβληματική. Γιατί συνιστά de facto αποδοχή της αδυναμίας άσκησης του δικαιώματος στο Αιγαίο. Και με τον τρόπο αυτό ενισχύει τους τουρκικούς ισχυρισμούς περί «ιδιαιτέρων συνθηκών» στο Αιγαίο, που χρήζουν διαφορετικής προσέγγισης του ζητήματος.

Η επιλογή του χρόνου μερικής οριοθέτησης της Ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, το timing, είναι κακή για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, γιατί δεν έχει υπάρξει διπλωματική προετοιμασία του διεθνούς παράγοντα, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση ίσων αποστάσεων του State Department. Δεύτερον, γιατί δεν έχει υπάρξει εσωτερική συνενόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Και μάλιστα ένα κορυφαίο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας εγείρεται σε μια τελετή παράδοσης-παραλαβής του Υπουργείου Εξωτερικών. Τρίτον, γιατί οι κινήσεις αυτές γίνονται σε μια περίοδο που η Τουρκία είναι εμφανώς στριμωγμένη και αναζητά αφορμές για επιθετικές ενέργειες. Ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, που η πολιτική Ελλάδας και Κύπρου έχει δημιουργήσει μια σύγκλιση συμφερόντων με μεγάλες δυνάμεις και πολυεθνικούς κολοσσούς για την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων. Αυτό που πρέπει να αποφύγει η χώρα μας είναι να δώσει στην Τουρκία την ευκαιρία ενός αντιπερισπασμού στο Αιγαίο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, με αφορμή την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο, η Τουρκία υπενθύμισε, με κάθε επισημότητα και σε όλους τους τόνους, το casus belli.

Ο Πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας το Υπουργείο των Εξωτερικών έσπευσε να αναδιπλωθεί παραπέμποντας το θέμα σε διάλογο. Μόνο που με τις παλινωδίες μας ενώ οι Τούρκοι μας απειλούν με πόλεμο εμείς τους απειλούμε με γέλιο μέχρι θανάτου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η αρχή του τέλους

Η αρχή του τέλους

Η πολιτική είναι, σε μεγάλο βαθμό, διαχείριση συμβόλων. Η πολιτική ζημιά που υπέστη ο Πρωθυπουργός από την αποπομπή του υπουργού των Εξωτερικών είναι μη αναστρέψιμη. Στην πολιτική το λάθος συγχωρείται, αλλά όχι η πολιτική αδυναμία. Η υποχώρηση στα τερτίπια του μικρού κυβερνητικού εταίρου συρρικνώνει την εικόνα του Πρωθυπουργού και τον απομειώνει στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Πόσω μάλλον όταν αυτό συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση, και αφορά και πολιτικές και πρόσωπα. Και όταν μάλιστα τα δυο από αυτά τα πρόσωπα, οι κ. Φίλης και Κοτζιάς, ήταν σημαίνοντες υπουργοί της κυβέρνησης. Και ίσως οι μόνοι που, αν μη τι άλλο, είχαν δείξει στην κυβερνητική τους θητεία μια ιδεολογική και πολιτική συνέπεια με την αριστερή προέλευση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο δε υπουργός των Εξωτερικών ήταν ο αρχιτέκτονας της μόνης μη μνημονιακής παραγωγής πολιτικής της αριστερής κυβέρνησης, της συμφωνίας των Πρεσπών. Την οποία ο Πρωθυπουργός ανέδειξε ως μείζονα επιτυχία του. Και τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης έχτιζαν πάνω σ’ αυτή ένα δυσθεόρητο διεθνές προφίλ του που έφτανε μέχρι τη διεκδίκηση του βραβείου Νομπέλ.

Πώς αποπέμπεις τον αρχιτέκτονα αυτής της συμφωνίας και κρατάς τον πολέμιο της συμφωνίας είναι ένα ερώτημα. Που θα πρέπει να απαντήσει ο Πρωθυπουργός. Φοβούμαι, όμως, ότι την απάντηση την έχει δώσει αντ’ αυτού ο κ. Καμμένος. Με το προεκλογικό σποτ των ΑΝΕΛ για τον μικρό Αλέξη. Είναι μια εικόνα που ο μικρός κυβερνητικός εταίρος έχει κατορθώσει να επιβάλει στην κοινή γνώμη. Του πολιτικού πατερναλισμού έναντι ενός άπειρου νέου πολιτικού που στο βωμό της εξουσίας είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τα πάντα. Φτάνοντας να γράφει με το δεξί.

Ο κ. Τσίπρας συνέπηξε μια ανίερη και κυνική συμμαχία με έναν ετερόκλητο πολιτικό εταίρο. Η συμμαχία αυτή μπορεί να ήταν πολιτικά ανεκτή όσο παρέμενε ειδικού σκοπού. Για την έξοδο από το Μνημόνιο, όπως έλεγε η κυβέρνηση. Από τη στιγμή που μετατράπηκε σε κυνικό εξουσιαστικό συνεταιρισμό έγινε θηλιά στον λαιμό του κ. Τσίπρα.

Κονιορτοποιεί το υποτιθέμενο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και αμαυρώνει την εικόνα του κ. Τσίπρα. Η ασύδοτη λειτουργία και τα καμώματα του κ. Καμμένου έχουν έναν και μόνο στόχο, την πολιτική του επιβίωση. Αυτή η προσπάθεια, πλέον, δεν γίνεται μόνον εις βάρος της κυβέρνησης, αλλά και εις βάρος του κ. Τσίπρα προσωπικά. Οπως βυθίζεται πολιτικά ο κ. Καμμένος συμπαρασύρει μαζί του στο βυθό και τον κ. Τσίπρα. Στην πολιτική, συνήθως, την ύβριν ακολουθεί η νέμεσις.

Η θεσμική καχεξία και η θεσμική ασυνέχεια κάνουν την πολιτική στον τόπο μας προσωποκεντρική. Ο λαός αναζητά ηγέτες χαρισματικούς, πατερούληδες. Πολλές φορές πλάθει με τη φαντασία του μύθους. Τις περισσότερες φορές η απομυθοποίηση έρχεται ραγδαία και η πτώση με πάταγο. Οταν δύσει το άστρο του εκάστοτε πρωθυπουργού έρχεται και το τέλος της κυβέρνησης. Ο κ. Καμμένος αποδομεί και απομυθοποιεί τον κ. Τσίπρα σπρώχνοντας το άστρο του στη δύση και την κυβέρνησή του στην έξοδο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η χώρα βρίσκεται στο κόκκινο

Η χώρα βρίσκεται στο κόκκινο

Η κυβέρνηση προπαγάνδισε το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια αλλά βρίσκεται χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα. Χωρίς σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, αναζητεί διέξοδο σε μια σπασμωδική και αναχρονιστική πολιτική παροχών. Μόνο που κι αυτή η πολιτική επιλογή είναι αδιέξοδη για την κυβέρνηση. Πρώτον, γιατί η υλοποίηση των εξαγγελιών περνάει από την έγκριση των θεσμών. Αναδεικνύεται έτσι το βάθος της επιτροπείας, και το ψεύδος της κυβέρνησης. Και επαληθεύεται η αντιπολίτευση, που μιλάει για τέταρτο μνημόνιο. Δεύτερον, γιατί η πολιτική των παροχών γίνεται όχι μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά από την υπερφορολόγηση μιας ολοένα συρρικνούμενης οικονομικής πίτας. Και οι φορολογούμενοι πολίτες αντιλαμβάνονται τη κοροϊδία να τους παίρνεις δέκα με την υπερφορολόγηση και να τους επιστρέφεις ένα εν είδει επιδόματος.

Οι αγορές, που δεν καταλαβαίνουν από την προπαγάνδα της κυβέρνησης, κάνουν τον εξωτερικό δανεισμό απαγορευτικό και τα funds κερδοσκοπούν σε βάρος των τραπεζών. Και η επιλογή της κυβέρνησης για δήθεν καθαρή έξοδο χωρίς προληπτική πιστοληπτική γραμμή ίσως αποβεί μοιραία για τη χώρα. Το χειρότερο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση με τις πολιτικές της επιβάρυνε την ελληνική οικονομία και παράτεινε την ύφεση. Μετά τη διεθνή κρίση του 2008, και μετά από δέκα χρόνια ύφεσης και στασιμότητας, η ελληνική οικονομία ευάλωτη και απροετοίμαστη, θα ξαναπέσει στην επόμενη διεθνή κρίση που φαίνεται να έρχεται. Και αυτή τη φορά η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να δείχνει το επάρατο παλαιό πολιτικό σύστημα ως αποδιοπομπαίο τράγο. Θα φέρει αποκλειστικά την ευθύνη.

Οι χειρισμοί της κυβέρνησης στα εθνικά θέματα είναι ακόμα χειρότεροι. Αφού υπέγραψε μια κακή συμφωνία κάνοντας μείζονες παραχωρήσεις στο θέμα της γλώσσας και της εθνότητας, βρίσκεται μπροστά στο εξής παράδοξο. Να απορρίπτει τη συμφωνία η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών κομμάτων, αλλά να μην σχηματίζεται θετική πλειοψηφία ούτε στην άλλη πλευρά.

Η στάση του κυβερνητικού εταίρου, σε οποιαδήποτε σοβαρή χώρα, θα είχε οδηγήσει στην αποπομπή του από την κυβέρνηση και σε εκλογές. Αντ’ αυτού βλέπουμε τον μικρό κυβερνητικό εταίρο να προτείνει επίσημα στις ΗΠΑ εναλλακτική πρόταση της συμφωνίας των Πρεσπών συνοδευόμενη και από διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα. Η διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα είναι πολιτική απόφαση που λαμβάνεται στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Και υλοποιείται μετά από σοβαρή προετοιμασία και διαπραγμάτευση για εθνικά οφέλη. Δεν είναι πολιτική που γίνεται στο πόδι από τον μικρό κυβερνητικό εταίρο. Η διγλωσσία, η προχειρότητα και ο πολιτικός μικρομεγαλισμός μπορούν να μένουν ατιμώρητα στο εσωτερικό. Στο εξωτερικό, όμως, καταρρακώνουν τη διεθνή εικόνα της χώρας και βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα.

Σε μια εποχή διεθνών αναταράξεων, η κυβέρνηση χωρίς σχέδιο και στρατηγική, και δέσμια των εσωτερικών της αντινομιών, οδηγεί τη χώρα σε περιδίνηση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Βόμβες Σκοπίων

Βόμβες Σκοπίων

Το 2015 το κόμμα του Ζάεφ, που βρισκόταν τότε στην αντιπολίτευση, αποκάλυψε ότι το κυβερνητικό κόμμα του VMRO μαγνητοφωνούσε παράνομα τις συνομιλίες μερικών χιλιάδων αξιωματούχων στα Σκόπια. Οι συνομιλίες αναδείκνυαν μια πρωτοφανή εικόνα διαφθοράς, παρανομίας κάθε μορφής και παραβατικότητας. Το κόμμα του Ζάεφ άρχισε να δημοσιοποιεί κομμάτια από το περιεχόμενο των συνομιλιών σε 38 συνολικά συνεντεύξεις Τύπου που ονομάστηκαν «Η αλήθεια για τη Μακεδονία». Ο λαός στα Σκόπια τις ονόμασε Bombi, τις βόμβες του Ζάεφ. Το σκοπιανό Γουότεργκεϊτ οδήγησε τελικά τον Ζάεφ στην εξουσία. Την περασμένη Κυριακή οι Σκοπιανοί έστειλαν τις δικές τους βόμβες.

Για όσους παρακολουθούν προσεκτικά το Σκοπιανό από τη δεκαετία του ’90 το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε έκπληξη. Για μια σειρά από λόγους. Η διεθνής κοινότητα επέτρεψε για δύο και πλέον δεκαετίες στους Σκοπιανούς να προβάλουν και να εδραιώσουν ένα εθνικιστικό, μαξιμαλιστικό και αλυτρωτικό ιδεολόγημα. 140 χώρες είχαν αποδεχθεί επίσημα την ονομασία των Σκοπίων ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Για την πλειοψηφία των Σκοπιανών το αφήγημα αυτό έγινε υπαρξιακό, ο πυρήνας της κρατικής τους υπόστασης, το σκοπιανό raison d’ état. Για όλους αυτούς τους λόγους οτιδήποτε λιγότερο, ακόμη και η προσθήκη ενός γεωγραφικού επιθετικού προσδιορισμού στην ονομασία, συνιστούσε μείζονα και μη αποδεκτή υποχώρηση.

Οι πολιτικές ελίτ της Δύσης ζητούσαν τώρα από τους Σκοπιανούς να υπαναχωρήσουν από αυτό που οι ίδιες είχαν αποδεχθεί και νομιμοποιήσει πρώτες. Η σπουδή, η ένταση και ο διδακτισμός των δυτικών ελίτ που παρήλασαν από τα Σκόπια προωθώντας το Ναι στο δημοψήφισμα έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα. Πρώτον, γιατί συνολικά οι πολιτικές ελίτ είναι απονομιμοποιημένες. Δεύτερον, γιατί η απονομιμοποίηση είναι μεγαλύτερη όταν αλλάζουν θέση στο ίδιο θέμα. Και τρίτον, γιατί σε θέματα εθνικής σημασίας και φόρτισης, οι εξωτερικές παρεμβάσεις φέρνουν συνήθως το αντίστροφο αποτέλεσμα.

Η επίκληση της ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Είναι άλλο ένα δημοψήφισμα που η έστω και έμμεση ανάμειξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν φαντάζει τόσο ελκυστικό όσο στο παρελθόν, ακόμη και για μια μικρή και φτωχή χώρα όπως τα Σκόπια.

Ολα αυτά διευκόλυναν την τακτική της αποχής που υιοθέτησε η αντιπολίτευση. Παρότι το δημοψήφισμα είχε συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα, η βιωσιμότητα κάθε συμφωνίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή της από την κοινωνία. Και η χαμηλή συμμετοχή αποτελεί πλήγμα για τη συμφωνία των Πρεσπών αλλά και για τον Ζάεφ.

Για να διασωθεί η συμφωνία των Πρεσπών θα πρέπει τώρα να περάσει πια από τη σκοπιανή Βουλή με πλειοψηφία δύο τρίτων. Είναι σχεδόν αδύνατον η αντιπολίτευση, στηριζόμενη και στη ρωσική εναντίωση στη συμφωνία, να ψηφίσει θετικά. Ο Ζάεφ, κατά πάσα πιθανότητα, θα αναγκαστεί να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Με την ΠΓΔΜ, αλλά και την Ελλάδα εισερχόμενες σε τροχιά εκλογών, η συμφωνία των Πρεσπών μάλλον παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Τι γυρεύει ο Μπάνον στην Ευρώπη;

Τι γυρεύει ο Μπάνον στην Ευρώπη;

Ο άνθρωπος που έκανε τον Τραμπ πρόεδρο των ΗΠΑ είναι πλέον κάτοικος Ευρώπης σε νέα αποστολή. Ο Στιβ Μπάνον προσγειώθηκε στις Βρυξέλλες με ένα φιλόδοξο σχέδιο. Να βοηθήσει στην ανατροπή του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού και να συσπειρώσει ένα πανευρωπαϊκό ακροδεξιό λαϊκιστικό κίνημα.

Η έλευση Μπάνον έχει, εύλογα, θορυβήσει το ευρωπαϊκό ιερατείο και τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες στην Ευρώπη. Ο Μπάνον θεωρείται ο ιεροκήρυκας του αμερικανικού λαϊκισμού, αυτός που έκανε το Breitbart τη ναυαρχίδα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης της Ακροδεξιάς. Διέσωσε τη φυλλορροούσα προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016 και οδήγησε στη συνέχεια τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Εναν χρόνο μετά, βέβαια, είχε απολυθεί και από τον Τραμπ και από το Breitbart, ακολουθώντας τη μοίρα των στενών συνεργατών του προέδρου που καίγονται γρήγορα στην υψικάμινο του Λευκού Οίκου.

Ο Μπάνον εμφανίζεται ως προφήτης μιας ακροδεξιάς πλανητικής αποκάλυψης αλλά δεν είναι παρά ένας επιτήδειος επαγγελματίας που σερφάρει με επιτυχία στο μεγάλο κύμα της λαϊκής δυσανεξίας του καιρού μας.

Πέρα από τις επιμέρους πολιτιστικές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, το πρώτο εμπόδιο στις προσπάθειες του Μπάνον είναι ότι η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά είναι κατ” ουσίαν αντιαμερικανική. Και η πολιτική μανιέρα του Τραμπ έχει μάλλον αφυπνίσει τον αντιαμερικανισμό στην Ευρώπη μετά την οκταετία Ομπάμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες προσπάθειές του να συντονίσει τα ακροδεξιά μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω της ίδρυσης θυγατρικών του Breitbart σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα απέτυχαν παταγωδώς, με την εξαίρεση του Breitbart του Λονδίνου, που λειτουργεί πια χωρίς τον Μπάνον.

Ο Μπάνον τοποθετεί την πρωτοβουλία του στον αντίποδα της ανοικτής κοινωνίας του Σόρος που εδώ και δύο δεκαετίες και πλέον προωθεί τις φιλελεύθερες ιδέες στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η προσπάθεια όμως να δημιουργήσει τη διεθνιστική του εθνικισμού εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση, είναι μάλλον παράδοξη. Υπάρχει, σίγουρα, ένας κοινός παρονομαστής που συναντώνται τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης. Είναι η δυσπιστία τους απέναντι στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα και το σφράγισμα των συνόρων. Αυτά όμως δεν αρκούν για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ακροδεξιού λαϊκιστικού κινήματος, όπως ονειρεύεται ο Μπάνον ή ίσως και ο Ορμπαν.

Για παράδειγμα, οι Ούγγροι και Πολωνοί εθνολαϊκιστές έχουν αγαστές σχέσεις κυρίως γιατί οι χώρες τους δεν συνορεύουν. Φανταστείτε, όμως, τους ούγγρους και τους ρουμάνους ακροδεξιούς εθνικιστές με τα μειονοτικά και συνοριακά ζητήματα ή τους γερμανούς και τους πολωνούς με το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν. Δεν θα άντεχαν για πολύ στην ίδια ευρωπαϊκή πολιτική στέγη. Δείτε το χάσμα μεταξύ των ακροδεξιών του Βορρά και των ακροδεξιών του Νότου όσον αφορά την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και την οικονομική αλληλεγγύη.

Η λαϊκιστική Ακροδεξιά υπάρχει και σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και απ” ό,τι φαίνεται θα ενισχυθεί στις εκλογές του 2019. Θα παραμείνει όμως διαιρεμένη όπως και σήμερα. Οι ιδιαιτερότητες της Ευρώπης κάνουν τη συνολική ανατροπή που ονειρεύεται ο Μπάνον αδύνατη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η δημοκρατία απειλείται

Η δημοκρατία απειλείται

Η εξάπλωση της δημοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία έγινε σε τρεις μεγάλους ιστορικούς κύκλους. Ο πρώτος διήρκεσε από το 1820 μέχρι το 1920, επεκτείνοντας το δικαίωμα της ψήφου και φέρνοντας στο φως 29 νέες δημοκρατίες. Η αντίστροφη πορεία άρχισε το 1922 με την άνοδο του Μουσολίνι στην Ιταλία. Μέχρι το 1942, με την επικράτηση του ναζισμού και του φασισμού, τα δημοκρατικά κράτη στον κόσμο είχαν μειωθεί κατά 12. Το 1945, μετά την ήττα του ολοκληρωτισμού, αρχίζει ο δεύτερος κύκλος εκδημοκρατισμού που θα διαρκέσει μέχρι το 1960. Κι αυτός ο κύκλος όμως θα αναστραφεί και πολλές χώρες θα διολισθήσουν σε δικτατορικά καθεστώτα. Ο τρίτος και πιο πρόσφατος κύκλος εκδημοκρατισμού αρχίζει το 1974 και διαρκεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του “90. Η μετάβαση στη δημοκρατία στον ευρωπαϊκό Νότο και ο εκδημοκρατισμός των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης θα δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση για την οριστική επικράτηση της δημοκρατίας.

Αντίθετα όμως, με το κλείσιμο αυτού του κύκλου αρχίζει η υποχώρηση της δημοκρατίας. Στη Ρωσία και στην Κίνα έχουμε αυταρχικά καθεστώτα, ενώ στην Τουρκία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία ανελεύθερες δημοκρατίες. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Ορμπαν, «για να είμαστε ανταγωνιστικοί διεθνώς, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις φιλελεύθερες μεθόδους οργάνωσης της κοινωνίας». Στην Αυστρία και στην Ιταλία ακραία κόμματα είναι στην κυβέρνηση και οι παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες είναι σε υποχώρηση σε όλη την Ευρώπη.

Ο λαϊκισμός με αριστερό και δεξιό πρόσημο καλπάζει. Ενίοτε, όπως στο ελληνικό παράδειγμα, σε αγαστή συνεργασία. Ακόμη και στις ΗΠΑ ένας πολωτικός λαϊκισμός διαβρώνει τα θεσμικά αντίβαρα της αμερικανικής δημοκρατίας.

Η οικονομική κρίση έχει μειώσει τα μεσαία εισοδήματα, έχει αυξήσει τις ανισότητες και έχει καταβαραθρώσει την εμπιστοσύνη στις πολιτικές ελίτ. Οι κοινωνίες ψάχνουν να επιρρίψουν ευθύνες και οι λαϊκιστές τους προσφέρουν ανενδοίαστα τους εύκολους αποδιοπομπαίους τράγους. Τους μετανάστες, το παλαιό πολιτικό σύστημα και τα παραδοσιακά κόμματα, την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.

Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι οι κύκλοι του λαϊκισμού διαρκούν συνήθως μία πενταετία και μετά το πολιτικό σύστημα επανέρχεται σε ισορροπία. Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Τα προπύργια της δημοκρατίας έχουν χάσει τη λάμψη τους. Η Αμερική του Τραμπ και η Ευρωπαϊκή Ένωση της κρίσης, του Μεταναστευτικού και του Brexit είναι λιγότερο ελκυστικές από το παρελθόν. Τα συγκεντρωτικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Κίνας και οι ανελεύθερες δημοκρατίες προβάλλουν ως εναλλακτικά πολιτικά συστήματα. Η οικονομική κρίση του 2008 και η μεταναστευτική κρίση του 2015 εκτόξευσαν τον λαϊκισμό.

Οι νέοι λαϊκιστές δημιουργούν διαιρετικές τομές με πολιτικές ταυτότητας και με άμεσο, απλό, συχνά συνωμοσιολογικό και εμπρηστικό λόγο γίνονται οικείοι στον μέσο ψηφοφόρο.

Διαβρώνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, προσπαθούν να ελέγξουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη και χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να πολώσουν τις κοινωνίες.

Η σύγχρονη απειλή κατά της δημοκρατίας δεν είναι η κατάργησή της ούτε η ακύρωση των εκλογών αλλά η διάβρωση των θεσμών του κράτους δικαίου.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

83η ΔΕΘ: Οι ΗΠΑ τιμώμενη χώρα – Η ειρωνεία της Ιστορίας

83η ΔΕΘ: Οι ΗΠΑ τιμώμενη χώρα – Η ειρωνεία της Ιστορίας

Η εκθαμβωτική παρουσία των ΗΠΑ στη φετινή Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης μαρτυρά τη νέα άνοιξη στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ο αμερικανός πρεσβευτής στη χώρα μας δηλώνει ότι «ποτέ άλλοτε η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ δεν ήταν πιο δυνατή από σήμερα». Το ίδιο και ο έλληνας Πρωθυπουργός. Εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά τον Εμφύλιο και το δόγμα Τρούμαν, μια αριστερή κυβέρνηση αποδέχεται το τέλος της μεγάλης χίμαιρας, της οδυνηρής αυταπάτης. Επικυρώνοντας τη μεγάλη και ιστορική εθνική επιλογή που πολέμησε λυσσαλέα. Την ευρωατλαντική επιλογή της χώρας. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Χρόνια διαδήλωναν στην πορεία από το Πολυτεχνείο στην αμερικανική πρεσβεία με το σύνθημα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο συνεχιστής της αντιαμερικανικής παράδοσης στην Ελλάδα. Ο Πρωθυπουργός εξελέγη υποσχόμενος ότι «μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα παλέψει για το οριστικό κλείσιμο των νατοϊκών βάσεων και την απομάκρυνση, την απεμπλοκή της χώρας μας από το ΝΑΤΟ». Περιπλανήθηκε αναζητώντας άλλα ασφαλή λιμάνια στη Ρωσία του Πούτιν.

Ευτυχώς για τη χώρα και σ» αυτές τις εξωτικές του επιλογές έκανε πίσω. Εκανε κωλοτούμπα. Εστω και αργά, κατανόησε τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και τα συμφέροντα της χώρας. Και ευτυχώς αυτή η μετάβαση στον ρεαλισμό δεν κόστισε στη χώρα.

Σήμερα, η αριστερή κυβέρνηση διαπραγματεύεται τη διεύρυνση της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα. Κάτι που θα επισφραγίσει την αναβάθμιση της γεωπολιτικής αξίας της χώρας μας. Και είναι σε θέση να το κάνει γιατί η αντιπολίτευση δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ. Δεν κραυγάζει, δηλαδή, και δεν λαϊκίζει εις βάρος των συμφερόντων της χώρας για εσωτερικά οφέλη.

Η Ελλάδα έχει μακροχρόνιους δεσμούς με την Αμερική. Δεσμούς που βασίζονται σε κοινές αξίες, δημοκρατικά ιδεώδη και κοινά συμφέροντα. Και την ελληνική ομογένεια που αποτελεί συνδετικό κρίκο. Οι δύο χώρες βρέθηκαν στην ίδια όχθη της Ιστορίας στους μεγάλους πολέμους του εικοστού αιώνα. Μετά τον Β» Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα εντάχθηκε στο δημοκρατικό θεσμικό οικοδόμημα της Δύσης με ηγέτιδα και εγγυήτρια δύναμη τις ΗΠΑ. Οι στενές φιλικές και συμμαχικές σχέσεις των δύο χωρών δοκιμάστηκαν όμως στη διάρκεια της δικτατορίας και της τραγωδίας της Κύπρου.

Η προσεκτική αποστασιοποίηση του προέδρου Κλίντον από την αμερικανική πολιτική της εποχής εκείνης, στην ομιλία του κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, άνοιξε τη βαλβίδα εκτόνωσης της συσσωρευμένης έντασης.

Σήμερα ανοίγονται ορίζοντες διευρυμένης συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η αναβάθμιση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων και ο σταθεροποιητικός ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια έχουν αναβαθμίσει τη γεωπολιτική αξία της χώρας μας. Στο σταυροδρόμι ενεργειακών και μεταναστευτικών ροών, στη μεσογειακή εσχατιά της Δύσης, η Ελλάδα έχει σημαντικό ρόλο στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Η διεύρυνση της αμερικανικής παρουσίας, στρατιωτική και οικονομική, είναι καλοδεχούμενη γιατί μόνο ευεργετική μπορεί να είναι για την ασφάλεια και την οικονομία μας. Ακόμη και αν, από ειρωνεία της Ιστορίας, συντελείται στη θητεία μιας αριστερής κυβέρνησης.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα ΝΕΑ

Οι ωδίνες της Ευρώπης

Οι ωδίνες της Ευρώπης

Η δεκαετία που πέρασε ήταν μια κακή δεκαετία για την Ευρώπη. Σημαδεύτηκε από δύο μεγάλες κρίσεις αλλά και αρνητικές πλανητικές εξελίξεις. Η πρώτη ήταν η διεθνής οικονομική κρίση του 2008. Η κρίση αυτή δοκίμασε όλη την ευρωζώνη και έφερε στην επιφάνεια τις διαρθρωτικές αδυναμίες των οικονομιών του Νότου, κυρίως στην Ελλάδα και την Πορτογαλία αλλά και στην Ισπανία και την Ιταλία. Η κρίση ξεπεράστηκε αλλά η αστάθεια στις οικονομίες του Νότου παραμένει. Η Ευρώπη μπορεί να βελτίωσε τους μηχανισμούς διαχείρισης ανάλογων κρίσεων αλλά δεν άλλαξε οικονομική πολιτική. Η πολιτική εμμονή σε μονόπλευρες πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας παραμένει. Και η διαίρεση Βορρά – Νότου έχει επιστρέψει ως πρόβλημα.

Η δεύτερη μεγάλη κρίση είναι η μεταναστευτική-προσφυγική κρίση. Και σ” αυτή την περίπτωση, οι χώρες του Νότου, πρωτίστως η Ελλάδα αλλά και η Ιταλία και η Ισπανία κλήθηκαν να σηκώσουν δυσανάλογο βάρος. Τα μεταναστευτικά ρεύματα, κι ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έφεραν ανασφάλεια οδηγώντας στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Αυτό συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα κόμματα που σκλήρυναν τη στάση τους και φτάσαμε, ουσιαστικά, στο κλείσιμο των συνόρων. Ακόμη και η Μέρκελ, που αρχικά έδειξε διάθεση να απορροφήσει έναν αριθμό μεταναστών και προσφύγων, άλλαξε στάση. Η πολυδιαφημισμένη ευρωπαϊκή πολιτική της αναλογικής κατανομής του βάρους σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες απέτυχε παταγωδώς. Απέμεινε μόνον η συμφωνία Ευρώπης – Τουρκίας που περιόρισε σημαντικά τις ροές. Τώρα η Ευρώπη προσανατολίζεται σε ένα σχέδιο Μάρσαλ προς τις χώρες προέλευσης σε μια προσπάθεια να εξαλείψει τα αίτια των μεταναστευτικών ροών. Αυτή όμως είναι μια μακροπρόθεσμη πολιτική που απαιτεί πολύ χρόνο για να αποδώσει.

Βραχυπρόθεσμα, η Ευρώπη έχει δυο επιλογές. Το κλείσιμο των συνόρων και τις συμφωνίες με αυταρχικά καθεστώτα, διακινητές και διάφορες πολιτοφυλακές, όπως στην περίπτωση της Λιβύης, για τον περιορισμό των ροών. Οπως μας δείχνει η εμπειρία, όμως, και τα σύνορα δεν σφραγίζονται αποτελεσματικά και οι διακινητές τελικά ενισχύονται από τέτοιες διαδικασίες. Στο Μεταναστευτικό η Ευρώπη εξακολουθεί να ισορροπεί σε ένα τεντωμένο σχοινί.

Την ίδια ώρα το ευρωπαϊκό εγχείρημα υφίσταται τους κλυδωνισμούς από τις μεγάλες πλανητικές αλλαγές. Η φιλελεύθερη διεθνής τάξη και οι προσπάθειες θεσμικής οργάνωσης της διεθνούς πολιτικής είναι σε υποχώρηση. Το δυτικό θεσμικό οικοδόμημα της μεταπολεμικής εποχής, μέρος του οποίου αποτέλεσε και η Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι σε μετάβαση. Ο κόσμος επιστρέφει σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο. Η έμφαση είναι στο εθνικό συμφέρον και στην ισχύ παρά στο δίκαιο, τους υπερεθνικούς θεσμούς και την πολυμερή διπλωματία.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση μπαίνει στην τελική ευθεία για τις εκλογές του Μαΐου σ” έναν κόσμο που αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της φιλοσοφίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Το χειρότερο είναι ότι η οικονομική κρίση και το Μεταναστευτικό έχουν οδηγήσει σε κάμψη τις μεγάλες πολιτικές οικογένειες ενώ η Ακροδεξιά και ο λαϊκισμός καλπάζουν.

Εάν οι επόμενες ευρωεκλογές φέρουν περαιτέρω κατακερματισμό του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού οι προοπτικές θα είναι εξαιρετικά δυσοίωνες.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Σβησμένα κεριά

Σβησμένα κεριά

Η κυβέρνηση εισέρχεται σιγά σιγά στη χορεία των χαμένων κυβερνήσεων που ανάλωσε η μεγάλη κρίση. Ο πολιτικός της χρόνος σχηματίζει ήδη μια θλιβερή γραμμή από σβησμένα κεριά, όπως θα έλεγε ο Καβάφης. Πολιτεύτηκαν διχαστικά με λαϊκισμό και καθεστωτισμό πασχίζοντας λυσσαλέα να μην αποτελέσουν μια αριστερή πολιτική παρένθεση στην ιστορία του τόπου. Η πολιτική συγκυρία τους βοήθησε να συγκροτήσουν τη μακροβιότερη κυβέρνηση στην εποχή της μεγάλης κρίσης. Απέτυχαν όμως στρατηγικά στην προσπάθειά τους να ανοίξουν έναν νέο πολιτικό κύκλο στην ιστορία του τόπου. Έναν κύκλο με τον ΣΥΡΙΖΑ να ηγεμονεύει σε ένα αναδιαταγμένο πολιτικό σύστημα. Το μόνο που ουσιαστικά τους απέμεινε είναι η ενδοοικογενειακή επικράτηση στον χώρο μιας συρρικνωμένης Κεντροαριστεράς.

Τώρα που ο κύριος Τσίπρας βλέπει τις πολιτικές του δεξαμενές να αδειάζουν επικίνδυνα και τον πολιτικό του χρόνο να τελειώνει θυμήθηκε τη διεύρυνση. Μετά τη διχαστική του διακυβέρνηση, τη δαιμονοποίηση και τον διασυρμό των πολιτικών του αντιπάλων, ο κύριος Τσίπρας αποπειράθηκε τη σύνθεση. Λίγες μόλις μέρες μετά τη διχαστική του ομιλία στην Ιθάκη, όπου κατηγόρησε συλλήβδην την αντιπολίτευση για όλα τα δεινά του τόπου, ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να κάνει μια αμφίπλευρη διεύρυνση στον τελευταίο του ανασχηματισμό. Στην ουσία ήταν μια, εκ των προτέρων, καταδικασμένη απόπειρα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης.

Ο Πρωθυπουργός όταν μπορούσε και έπρεπε να επιδιώξει εθνική συνεννόηση και ομοψυχία δεν την επεδίωξε. Και τώρα που την επικαλείται δεν την εννοεί. Το καλοκαίρι του 2015, μετά το τέλος της αυταπάτης, η ψήφιση του Μνημονίου και η παραμονή στην Ευρώπη ήταν θέμα εθνικής επιβίωσης. Η αντιπολίτευση τότε έβαλε πλάτη και ψήφισε τη συμφωνία. Ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε τότε να αξιοποιήσει τη στάση της αντιπολίτευσης και να κάνει την υπέρβαση. Δρομολογώντας τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ανασυγκρότησης από ευρύτερες δυνάμεις. Ο Μεϊμαράκης φώναζε τότε για την ανάγκη ευρύτερων συνεργασιών. Αν είχε εισακουστεί, η χώρα θα είχε ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο και θα είχε ακολουθήσει τον δρόμο της Πορτογαλίας.

Δεν το έπραξε ο κύριος Τσίπρας. Πεισματικά και αλαζονικά επέλεξε να κυβερνήσει με τον κύριο Καμμένο. Γι” αυτό και η αντιπολίτευση, που το 2015 έπαιξε τον ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου για να σωθεί η χώρα, δεν θα το επαναλάβει τώρα για να σωθεί ο κύριος Τσίπρας.

Ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του έχουν κάνει την επιλογή τους. Θα διανύσουν τον δρόμο που τους απομένει μέχρι τις εκλογές σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης, σκανδαλολογίας και παροχολογίας. Αυτό το τρίπτυχο μαζί με το φάσμα της απλής αναλογικής πιστεύουν ότι θα είναι η σανίδα σωτηρίας τους από τον πολιτικό αφανισμό.

Η παροχολογία και το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων μαζί με την πολιτική αστάθεια, όμως, απειλούν τη χώρα με έναν νέο εκτροχιασμό. Η τελευταία πράξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση απειλεί να είναι εξίσου καταστροφική με την πρώτη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η αμερικανοτουρκική κρίση

Η αμερικανοτουρκική κρίση

Εδώ και αρκετό καιρό ο Ερντογάν ακροβατεί επικίνδυνα στη διεθνή σκακιέρα. Κυρίως, γιατί κάνει εξωτερική πολιτική απευθυνόμενος στο εσωτερικό εκλογικό του ακροατήριο. Κατά καιρούς έχει συγκρουστεί με το Ισραήλ, την Ευρώπη, τη Ρωσία, τώρα και με την Αμερική, παραδοσιακή σύμμαχο της Τουρκίας. Με τις γειτονικές χώρες έχει συνεχείς τριβές. Οι συγκρούσεις αυτές γίνονται είτε στη βάση μιας ισλαμικής ατζέντας, είτε στη βάση ενός εθνικιστικού μεγαλοϊδεατισμού. Τα εξωτερικά θέματα χρησιμοποιούνται εργαλειακά από τον Ερντογάν σε ένα συνεχές παζάρι. Από το μεταναστευτικό-προσφυγικό, μέχρι την ομηρεία ξένων υπηκόων που κρατούνται με διάφορες κατηγορίες ή προσχήματα.

Η Τουρκία πάντοτε έκανε εξωτερική πολιτική με όρους ισχύος. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, όμως, ο Ερντογάν, διολισθαίνοντας στον αυταρχισμό, κάνει λανθασμένη ανάγνωση των ισορροπιών ισχύος στο νέο διεθνές σύστημα. Ο «εσωτερικός εχθρός», η ανάγκη συσπείρωσης στο εσωτερικό, αλλά και η αναμέτρησή του με τις κεμαλικές παρακαταθήκες τον σπρώχνουν σε ολοένα πιο ακραίες συμπεριφορές στην εξωτερική πολιτική. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ακρότητες οδηγούν σε αναδίπλωση, όπως με το Ισραήλ ή τη Ρωσία. Σε άλλες περιπτώσεις οδηγούν σε διευθέτηση, όπως με την Ευρώπη στο μεταναστευτικό.

Στην περίπτωση, όμως, της αμερικανοτουρκικής κρίσης με αφορμή την κράτηση του πάστορα Μπράνσον, ο Ερντογάν είναι σε πλήρες αδιέξοδο. Και δοκιμάζει το αντίδοτο της δικής του εργαλειακής αντιμετώπισης των πραγμάτων με τα αμερικανικά αντίποινα, που μπορεί να οδηγήσουν την τουρκική οικονομία σε χρεωκοπία και τον Ερντογάν σε πολιτικά αδιέξοδα.

Σε άλλες εποχές, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν θα είχαν οδηγηθεί σε κρίση για έναν πάστορα ή, στη χειρότερη περίπτωση, η κρίση θα είχε διευθετηθεί με ένα τηλεφώνημα. Για την Αμερική του Τραμπ όμως, το ζήτημα Μπράνσον αποκτά έναν εξίσου συμβολικό και ουσιαστικό χαρακτήρα για το εσωτερικό ακροατήριο των ευαγγελιστών που τον στηρίζουν. Το μπράντεφερ Τραμπ – Ερντογάν για τον πάστορα Μπράνσον μπορεί τελικά να οδηγηθεί σε διευθέτηση, όπως είδαμε να συμβαίνει, ανάλογα, με την πολύ πιο δύσκολη περίπτωση της Βόρειας Κορέας.

Για το αμερικανικό κατεστημένο, όμως, η παρούσα κρίση είναι το επιστέγασμα μιας σταδιακής επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, που οφείλεται σε δομικούς παράγοντες. Βασικές παραδοχές δεν ισχύουν πλέον. Η Τουρκία από πρότυπο δημοκρατικής χώρας για τον Ισλαμικό κὀσμο, στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, έχει μεταβληθεί σε περιφερειακό ταραξία, μέρος των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής. Αλλά και στρατηγικά, έχει παύσει να αποτελεί αξιόπιστο σύμμαχο των ΗΠΑ. Η άρνηση χρήσης του Ιντσιρλίκ από τις αμερικανικές δυνάμεις στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, οι επιχειρήσεις της Τουρκίας εναντίον των Κούρδων της Συρίας, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μάχη της Αμερικής κατά του ISIS, οι κατηγορίες για αμερικανική υποκίνηση του πραξικοπήματος και οι αγορές ρωσικών οπλικών συστημάτων έχουν διαρήξει τις στρατηγικές σχέσεις των δύο χωρών.

Οι εξελίξεις αυτές ανοίγουν για τη χώρα μας ένα παράθυρο ευκαιρίας για την αναβάθμιση του στρατηγικού και γεωπολιτικού της ρόλου που δεν πρέπει να πάει χαμένο.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”