Η ουκρανική κρίση είναι ένα ακόμη επεισόδιο στην καλά ενορχηστρωμένη στρατηγική του Πούτιν να αναθεωρήσει συνολικά τη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων.
Ο Πούτιν ποτέ δεν έκρυψε τη δυσανεξία του για τη μεταψυχροπολεμική ισορροπία. Για το μονοπολικό διεθνές σύστημα που αντανακλούσε την αδυναμία της Ρωσίας, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την αμερικανική υπεροχή.
Από το 2005 ο Πούτιν υπογράμμισε ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν μια μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή. Οι συνολικές αιτιάσεις του απέναντι στο μεταψυχροπολεμικό status quo εκφράστηκαν για πρώτη φορά στη γνωστή ομιλία του στο Μόναχο το 2007. Ηταν μια προειδοποίηση για όσα θα ακολουθούσαν στη Γεωργία το 2008, με την απόσχιση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, και στην Ουκρανία το 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις αναταραχές στο Ντονμπάς.
Η ρωσική ελίτ δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την απώλεια της σοβιετικής αυτοκρατορίας και του status της υπερδύναμης. Οι αναθεωρητικές τάσεις εκφράστηκαν αρχικά από τον Γεβγκένι Πριμακόφ. Το δόγμα Πριμακόφ εξέφρασε τη ρωσική αντίθεση σε έναν μονοπολικό κόσμο. Οι βασικοί του άξονες ήταν η κυριαρχία της Ρωσίας στον πρώην σοβιετικό χώρο, η αντίθεση της Ρωσίας στη διπλή διεύρυνση ΝΑΤΟ και ΕΕ και η σύγκλιση με την Κίνα ως αντίβαρο στην αμερικανική κυριαρχία.
Ο Πούτιν, κατ᾽ ουσίαν, εφαρμόζει το δόγμα Πριμακόφ, προσθέτοντας την πολιτική της παρέμβασης στα εσωτερικά των δυτικών δημοκρατιών, που συνιστά μια επικίνδυνη κλιμάκωση. Στην ουσία εκδιπλώνει μια στρατηγική σε τρεις ομόκεντρους κύκλους με στόχο την ανατροπή της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων. Ο πρώτος κύκλος αφορά την εγγύς περιφέρεια της Ρωσίας. Η στόχευσή του είναι η αποκατάσταση της ρωσικής ηγεμονίας, έστω και με τη χρήση βίας, και η ακύρωση της ένταξης της Γεωργίας και της Ουκρανίας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Ο περιορισμός της ελευθερίας των επιλογών τους στη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής, δηλαδή η «Φινλανδοποίησή» τους. Ο δεύτερος κύκλος έχει να κάνει με την επιστροφή της Ρωσίας σε περιφερειακά υποσυστήματα παραδοσιακής σοβιετικής παρουσίας και επιρροής, όπως τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή. Η Ρωσία, όπως στο Συριακό, καθιστά προφανή την πρόθεσή της να έχει αποφασιστικό λόγο στη διευθέτηση περιφερειακών ζητημάτων.
Ο τρίτος κύκλος αφορά την παρέμβαση στα εσωτερικά των δυτικών δημοκρατιών με τακτικές υβριδικού πολέμου. Η Ρωσία, πλέον, με τη χρήση της τεχνολογίας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και τη χρηματοδότηση ακραίων κομμάτων, επιδιώκει την όξυνση των διαιρέσεων στις δυτικές κοινωνίες και την πρόκληση χάους. Το αποτύπωμα αυτής της νέας επιθετικής ρωσικής πολιτικής ήταν ορατό στις αμερικανικές εκλογές το 2016, αλλά και σε μια σειρά ευρωπαϊκών θεμάτων όπως το Μπρέξιτ, και η προσφυγική κρίση.
Η σταδιακή κλιμάκωση της στρατηγικής του Πούτιν ήταν συνάρτηση της εσωτερικής ισχυροποίησης του καθεστώτος του και της Ρωσίας από τη μια πλευρά, και της αντίληψης του για την κάμψη της αμερικανικής ισχύος από την άλλη. Ο εικοσαετής πόλεμος της Αμερικής κατά της τρομοκρατίας απορρόφησε μέσα και πόρους, σπατάλησε δυνάμεις και έδωσε χώρο και χρόνο σε αναθεωρητικές αυταρχικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία, να ανακάμψουν και να προβάλουν αναθεωρητικές αξιώσεις. Η αντίληψη του Πούτιν για την κάμψη της αμερικανικής ισχύος εδραιώθηκε από δύο περαιτέρω στοιχεία. Την αδυναμία της Αμερικής να απαντήσει στις κρίσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας, και από το σταδιακά μειούμενο ενδιαφέρον της Αμερικής για την Ευρώπη, καθώς στρέφεται προς την Ασία για να αντιμετωπίσει την πρόκληση της Κίνας.
Η σημερινή στάση του στην Ουκρανία είναι συνάρτηση όλων αυτών των παραμέτρων. Η Ουκρανία αποτελεί, πλέον, κόκκινη γραμμή της Ρωσίας μετά από αλλεπάλληλα κύματα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ.
Οι επιδιώξεις του Πούτιν είναι ξεκάθαρες. Η επίσημη παύση κάθε περαιτέρω νατοϊκής διεύρυνσης προς Ανατολάς, το πάγωμα της ανάπτυξης νατοϊκών υποδομών και εξοπλισμών στον πρώην σοβιετικό χώρο, ο περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων και ασκήσεων στον άξονα Βαλτικής – Μαύρης Θάλασσας.
Ο Πούτιν στη σημερινή κρίση της Ουκρανίας παίρνει ένα καλά υπολογισμένο ρίσκο. Υπάρχει μια ασυμμετρία μέσων και στρατηγικής σημασίας στο Ουκρανικό, για τη Δύση και τη Ρωσία. Επιπλέον, γνωρίζει ότι η αμερικανική κοινή γνώμη δεν θα στήριζε μια στρατιωτική εμπλοκή στην Ουκρανία. Η άτακτη αποχώρηση, άλλωστε, των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν προϊδέασε για τις αμερικανικές προθέσεις. Επιπλέον, ο Μπάιντεν έσπευσε να αφαιρέσει τη στρατιωτική επιλογή από το τραπέζι. Οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, και ιδιαίτερα η Γερμανία λόγω και της ενεργειακής της εξάρτησης, επίσης δεν φαίνονται διατεθειμένες να συζητήσουν άλλη επιλογή πέραν των οικονομικών κυρώσεων. Ο Πούτιν, συνεπώς, γνωρίζει ότι η άλλη πλευρά δεν διαθέτει αξιόπιστη στρατιωτική επιλογή.
Αν ο Πούτιν επιβληθεί στο Ουκρανικό, και μάλιστα χωρίς τη χρήση βίας, θα έχει βάλει οριστικό φρένο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, και θα έχει «φινλανδοποιήσει» την Ουκρανία και τη Γεωργία. Αυτό δεν συνιστά συνολική ανατροπή της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων. Η Ρωσία, όμως, επανακτά θέση και λόγο στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή επικράτησε η αντίληψη στη Δύση ότι η Ρωσία είναι πλέον μια παρηκμασμένη υπερδύναμη. Η Ρωσία, όμως, αποδεικνύεται μια επίμονη υπερδύναμη. Αυτό περιπλέκει τη χάραξη της αμερικανικής στρατηγικής. Η Αμερική δεν έχει την πολυτέλεια μιας απερίσπαστης γεωπολιτικής στροφής προς την Ασία για την αντιμετώπιση της Κίνας. Η Ευρώπη επίσης δεν έχει, άμεσα τουλάχιστον, την πολυτέλεια της στρατηγικής αυτονομίας. Οι προκλήσεις που προβάλλουν οι αναθεωρητικές αυταρχικές δυνάμεις της Ρωσίας και της Κίνας επιβάλλουν μια νέα συνεννόηση στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Μια «στρατηγική συμπληρωματικότητα», μια νέα κατανομή έργου στα θέματα άμυνας και ασφάλειας, και μια συνολική στρατηγική των δημοκρατιών της Δύσης για τον ευρασιατικό χώρο.
* Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ στις 9/1/2022.